Αθώα φλερτ με κολασμένα πάθη που όταν επιτέλους εκδηλωθούν μια γλυκιά γεύση μένει από υγρά φιλιά μέχρι τα σεντόνια να “πιούνε” τα υγρά του ερωτά μας. Ποιανού έρωτα; Πίπες μεταφορικές αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση και κυριολεκτικές μέσα στο παιδικό της δωμάτιο. Μια ατέλειωτη καύλα με τελειωμένα αισθήματα που σπαρταράνε πεθαίνοντας μαζί με τα λαχανητά της ένα απόγευμα Τετάρτης.
Την γαμάω μέσα σε μια μοναδικής έμπνευσης ημιπλαγιαστής στάσης και με το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο της χωμένο στα ριγέ της μαξιλαράκια. πόσο καύλα είναι να γαμάς μελαχρινή πάνω σε κάτασπρα σεντόνια και μάλιστα όταν είναι πεσμένη στα τέσσερα μπροστά μου.
Η γλυκιά μου… είμαι σίγουρος ότι την λατρεύω. Της το δείχνω άλλωστε μέσω μιας μοναδικής έμπνευσης πισωκολλητό. Μια σκυλίτσα που χαίρεται με το κεφάλι χαμηλά τον πόθο μου για αυτήν.
Η μοναδική μου…. η μοναδική μου καριόλα αυτό το απόγευμα. Τα σκουλαρίκια της κουδουνίζουν μια μελωδία πάνω στο ιδρωμένο μα υπέροχο κορμί της που με δυσκολία ακούγονται από τα λαχανητά της.
Την έχυσα πάνω στο ανοιχτό της μουνί. Όταν τελείωσα την τον έδωσα στο καυλωμένο στόμα της. Οποιαδήποτε ντροπή ανάμεσα μας είχε χαθεί. Άλλωστε ο στόχος ήταν να συνεχίσουμε να γαμιόμαστε, πράγμα που σύντομα θα γινόταν χαρά στην άπειρου παιχνιδιάρικη της γλώσσα. Με τσιμπούκωνε με ένα πρόστυχο ύφος που σκέπαζε προσωρινά το κατά τα άλλα αθώο προσωπάκι της.
Γύρισε πάλι μπρούμυτα αυτή ήταν μάλλον η αγαπημένη της στάση. Της έτριβα τα μουνόχειλα με την πούτσα μου κάνοντας της να παρακαλάει να της τον χώσω. Όταν άνοιξε η πόρτα.. αυτή δεν το πρόσεξε. Δεν θα μπορούσε άλλωστε έτσι που ήταν χωμένη στα μαξιλάρια. Εγώ όμως είδα σε αυτήν την στάση τα έκπληκτα μάτια μιας γυναίκας που αργότερα ανακάλυψα ότι ήταν η μητέρα της. Λίγα δευτερόλεπτα “παγωμάρας” μέχρι να φύγει εσπευσμένα αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή.
Σηκώθηκα, ντύθηκα, της έδωσα δυο ζεστά φιλιά στα υπέροχα στήθη της και έφυγα χωρίς να της πω τίποτα. Πέρασε μια εβδομάδα μέχρι που με πήρε τηλέφωνο..
- «Δεν σε καταλαβαίνω...»
- «Ούτε κι εγώ».
- «Ένα τηλέφωνο ρε!»
Μου το έκλεισε. Ένιωσα άσχημα πράγμα που απεχθάνομαι όπως και τις παρεξηγήσεις. Έτσι πήγα σπίτι της. Εκτός από ότι συνέβηκε μεταξύ μας είχαμε μια φιλία και δεν ήθελα με κανένα τρόπο να την γκρεμίσω, ανεξάρτητα αν γαμιόμαστε πάνω σε αυτά τα χαλάσματα της υποτιθέμενης φιλίας μας..
Με αυτές τις ανάκατες σκέψεις μου χτύπησα το κουδούνι του σπιτιού της… βέβαια όχι και τόσο βαθιά μέσα μου να την γαμήσω ξανά ήθελα αλλά έπρεπε να έχω μια καλή δικαιολογία για να το πετύχω αυτό. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα αρκετά αδύνατη, ξανθιά με κότσο μου άνοιξε.
Μάλλον ήταν η μητέρα της την αναγνώρισα από την ίδια έκπληκτη ματιά της. Μου φέρθηκε ευγενικά όπως και εγώ το ίδιο σαν να μην είχε συμβεί αυτή η προηγούμενη απρόσμενη συνάντηση μας. Όμως είχε γίνει και αυτό ήταν συνέχεια που σκεφτόμουν όταν την κοίταζα. Κατέβηκε η Γιώτα. Δεν με περίμενε αλλά χάρηκε. Κάτσαμε όλοι μαζί πίνοντας κρασί μια ωραία παρέα σε ένα ζεστό σπίτι δεν της είχε αναφέρει τίποτα υποθέτω...
Κάποια στιγμή ένα τηλέφωνο ανάγκασε την Γιώτα να φύγει. Σηκώθηκα και εγώ μαζί της να φύγουμε παρέα. Δεν ήθελε με παρακάλεσε να την περιμένω σπίτι της αν φυσικά δεν ήθελα να το κάνω. Δεν είχα λόγω να της αρνηθώ αν και ένιωθα κάπως άβολα ακόμα μαζί της.
Συνεχίσαμε να πίνουμε συζητώντας κυρίως για την Γιώτα. Μέσα στο ήδη ζαλισμένο μου κεφάλι ερχόταν η ίδια σκηνή. Με είχε δει γυμνό πάνω στην κόρη της και αυτό με έκανε να νιώθω άβολα. όχι και τόσο γιατί αυτή η σκέψη με ερέθιζε κιόλας.
Αλήθεια, πώς ένιωσε; Με αυτές τις απορίες την κοίταζα ακόμα πιο έντονα σαν να ήθελα να μου το πει και η ίδια με τα μάτια της, δεν πήρα απάντηση και έτσι σκέφτηκα να την ρωτήσω όταν πλέον ανοίξαμε και τρίτο μπουκάλι κρασί...
- «Πώς ένιωσες;»
- «Πώς, τι;»
- «Όταν με είδες στο δωμάτιο πάνω...»
Τα μάγουλα της είχαν κοκκινίσει. Από ντροπή υπέθετα, αλλά…
- «Θες να μάθεις..;»
- «Για να σε ρωτάω.. γλυκιά μου;», της απάντησα με την τέλεια μεθυσμένη άρθρωση μου.
Ήρθε κοντά μου έσκυψε μπροστά και με τα απίστευτα λεπτοκαμωμένα δάχτυλα της μου ξεκούμπωσε το παντελόνι μου. Έπιασε ευγενικά την πούτσα μου. Με κοίταξε και με την τέλεια άρθρωση της μου απάντησε:
- «Δεν εντυπωσιάστηκα αν αυτό θες να μάθεις».
Η αμηχανία μου ήταν περισσότερη και από την έκπληξη μου αλλά μέσα σε όλο αυτό ο εγωισμός μου ορμώμενος από δυο μπουκάλια κρασί απάντησε. όχι με λόγια… με αυτά είχαμε τελειώσει ήδη..
Της τον έβαλα στο καλοσχηματισμένο από δυο ζουμερά χείλια στόμα της. βαθιά κρατώντας την από τα μαλλιά της μια απειροελάχιστη στιγμή άμετρης ηδονής μέχρι που με δάγκωσε η καριόλα. Κόντευα να πέσω αναίσθητος από τον πόνο.
Με το ίδιο ήρεμο ύφος της σηκώθηκε όρθια έγλειψε με τα δάχτυλα της τα χείλη της, έβαλε το πόδι της στον ώμο μου, σχεδόν σήκωσε την φούστα της και παραμέρισε το κάτασπρο κιλοτάκι της.
- «Τι θέλεις καριόλα; Με πόνεσες.
- «Να γλείψεις το μουνί μου γλυκέ μου.. αυτό θέλω».
Τώρα γιατί το έκανα ούτε και εγώ δεν ξέρω. Ήμουν σαν υπνωτισμένος αλλά και ακόμα καυλωμένος μαζί της υποθέτω. Έβαλα την γλώσσα μου στο κατακόκκινο μουνί της. Μου χάιδευε τα μαλλιά μου μέχρι που την έκανα να χύσει σε αυτήν την στάση. Μου κόλλησε το πρόσωπο μου πάνω της έτσι ώστε να νιώσω και τον τελευταίο σπασμό του οργασμού της. Μετά έστρωσε ξανά την κιλότα, έκατσε στην πολυθρόνα και μου μίλησε:
- «Κουμπώσου…. Τελειώσαμε».
- «Τι;»
- «Κουμπώσου. Τι με πέρασες;»
- «Μια καριόλα ίσως που με πόνεσε; Ε, και παρόλα αυτά έγλειφα το μουνί σου μέχρι να χύσεις.. ε;»
Δεν μου απάντησε. Γέμισε ένα ακόμα ποτήρι κρασί και το απολάμβανε απέναντι από έναν κοκαλωμένο καυλωμένο ακόμα άντρα, που με τα γεμάτο από κολπικά υγρά στόμα του συνέχιζε να παραμένει ακίνητος.
Έμεινα έτσι για αρκετή ώρα μέχρι που ξαναγύρισε η Γιώτα. Ανεβήκαμε στο δωμάτιο της χωρίς να γαμηθούμε. Ήταν στις «μέρες της» και έτσι έπαιξα με τα πανέμορφα στήθη της. Τα έχυσα κιόλας σε μια ένδειξη λατρείας μου για αυτά.
- «Θεέ μου! Με γέμισες σπέρμα».
- «Δεν σου αρέσει;», της απάντησα την ώρα που της άπλωνα το σπέρμα μου πάνω στις σκληρές της ρώγες.
Πήγε να πλυθεί. Ίσως την ενοχλούσε η αίσθηση να έχει σε όλο το στήθος της σπέρμα. Σηκώθηκε την ώρα που της έβαζα και στα χείλια της. Ακόμα θα μπορούσα να την γεμίσω ολόκληρη την γλυκιά μου, αλλά αυτό δεν θα πρόσφερε περισσότερο στην ήδη κλονισμένη «φιλία μας».
Έφυγα από το σπίτι μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα πίπας. Ένα πετυχημένο γλειφομούνι στην μαμά της και μια παρεξηγημένη εκσπερμάτιση πάνω στα βυζιά της πιθανός πρώην φίλης μου. Κανένα νέο λιθαράκι πάνω στην φιλία μας… τα είχα γκρεμίσει όλα... με το σπέρμα μου της ανεξέλεγκτης ορμής μου.
Πήγα σπίτι μου. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ αυτό το γαμημένο βράδυ. Πάρα πολλά για να τα σκεφτώ... ένας ανικανοποίητος πόθος με έσπρωχνε να την πάρω τηλέφωνο. Θα της μίλαγα της καριόλας. Απλά να την γαμήσω ήθελα αλλά για να το κάνω αυτό έπρεπε να της μιλήσω πρώτα…
Γδύθηκα τελείως για να ισχυροποιήσω τα επιχειρήματα για το απώτερο σκοπό μου και πήρα τηλέφωνο στο σπίτι. Εάν το σήκωνε η Γιώτα θα το έκλεινα, αλλά εάν ήταν η μαμά της θα άρχιζα να παίζω με την ήδη καυλωμένη πούτσα μου...
- «Παρακαλώ;»
- «Σε σκέφτομαι…»
- «Ποιος μαλάκας είσαι εσύ;»
- «Μη μου μιλάς έτσι. Ξέρεις ποιος είμαι... αυτός που είχε χωθεί στην κιλότα σου».
- «Θα πάρω την αστυνομία!»
- «Την πούτσα μου στο στόμα σου θέλω να πάρεις».
- «…»
- «Μίλα μου…»
- «…»
- «Είμαι γυμνός και...»
- «Πόσο μαλάκας μπορεί να είσαι;»
- «Αρκετά γλυκιά μου. Για σένα…»
- «Γαμάς την κόρη μου και θέλεις να γαμήσεις κα\ι εμένα;»
Πόσο όμορφα άρθρωνε αυτές τις λέξεις! Με είχε ερεθίσει η καριόλα.
- «Μου αρέσει να το ακούω».
- «Ανώμαλε! Μην ξαναδείς την κόρη μου γιατί θα της τα πω».
- «Θα της πεις τι; Ότι σε έγλειφα;»
- «Όχι βέβαια καθυστερημένο. Θα πω ότι μου ρίχτηκες».
- «Μπορούμε να περάσουμε όμορφα οι δυο μας... ξέρεις».
- «Μαλακίζεσαι τώρα; Δεν το πιστεύω ότι το κάνεις αυτό ε;»
- «Ναι μωρό μου. Για σένα».
Έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό, η πουτάνα. Και αυτό μου έφτανε για να τελειώσω. Το κατάλαβε και μετά από μια μικρή παύση με ρώτησε:
- «Καύλωσες ε;»
- «Πολύ!»
- «Μπράβο! Τώρα κάνε νανάκια και μην με ξαναπάρεις τηλέφωνο εδώ γιατί θα έχω πολλά περισσότερα να πω στην κόρη μου...»
Μετά από αυτό έκλεισε το τηλέφωνο. Έμεινα μόνος εγώ και τα υγρά του πόθου μου για αυτήν πεσμένα στο πάτωμα. Πέρασε ένας μήνας από τότε χωρίς να ξαναβρεθώ με την Γιώτα. Ντρεπόμουν για όλα αυτά και ακόμα περισσότερο ένιωθα χάλια για αυτόν τον μικρό εξευτελισμό από την μαμά της.
Η γνωριμία μου μαζί της ήταν ένα λάθος από την αρχή. Έπρεπε να είχα σταματήσει εκεί αλλά δυστυχώς δεν το έκανα. Συνέχισα να την σκέφτομαι μέσα σε μια κρυφή μου φαντασίωση για αρκετές νύχτες ακόμα. Μια φαντασίωση που μετεξελίχτηκε σε παρόρμηση και η παρόρμηση όπως πάντα σε λάθος επιλογές και κινήσεις. Αγαπούσα τα λάθη μου και πιθανόν να τα χαιρόμουν κιόλας. Και είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα σκεφτόταν και αυτή. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς όταν… με ξαναπήρε τηλέφωνο.
- «Το ξέρω ότι είναι λάθος αλλά...» μου είπε.
Εγώ ήμουν έξω σε ένα μαγαζί. Δυσκολευόμουν να την ακούσω. Αλλά η φωνή της μια απέραντη υπόσχεση για την φευγαλέα ηδονή που ένιωσα κοντά της.
- «Σε μισή ώρα έξω από το σπίτι μου. Και γρήγορα!»
Έτσι και έγινε. Αλαφιασμένος... ένα έρμαιο του πάθους μου είχα καταλήξει που τόσο μου άρεσε. Άναψα τσιγάρο και περίμενα απέναντι στον δρόμο σκεπασμένος από την γλυκιά νύχτα. Ένα άρωμα ανακατεύτηκε με την μυρωδιά του καπνού κάτι που με έκανε να γυρίσω πίσω μου... ω θεέ μου! Ήταν εκεί. Στεκόταν στην μισάνοιχτη πόρτα του αμαξιού της ντυμένη στα μαύρα, μόνο τα ξανθά της μαλλιά και το γλυκό της πρόσωπο να φωτίζουν το σκοτάδι του πόθου μου…
- «Δεν θα περιμένω πολύ…»
Έβαλε το χέρι της μέσα στην φούστα της, το έβγαλε αμέσως και το έφερε στα χείλια μου. Ανατρίχιασα από αυτήν την κίνηση της. Με είχε δικό της και το ήξερε. Με το άρωμα της στο στόμα μου. Με τάισε λίγο έτσι να την ακολουθήσω σαν το πιστό της σκυλί. Στο αμάξι άρχισε να με χαϊδεύει. Είχα ξεκουμπώσει το παντελόνι μου και είχα βάλει την παλάμη της μέσα στο σλιπ μου.
Της άρεσε της καριόλας. Μέσα σε αυτό το παιχνίδισμα πάτησε άθελα της το γκάζι. Αυτό θυμάμαι και μετά μια αλμυρή γεύση στα χείλια μου και ένα βουητό στο κεφάλι μου. Είχαμε χτυπήσει πάνω σε ένα τοίχο το αμάξι δεν είχε στραπατσαριστεί. Βγήκα έξω με πεσμένο το παντελόνι και γεμάτος αίματα σήκωσα τα χέρια μου σε μια προσπάθεια να καλέσω βοήθεια. Πόσο γελοίος φαινόμουν, αλλά δεν με ένοιαζε.
Έπεσα κάτω μπουρδουκλωμένος από το κατεβασμένο παντελόνι μου. Στο μικρό οπτικό μου πεδίο που σκοτείνιαζε, την είδα να είναι πεσμένη πάνω στο τιμόνι σκεπασμένη από τα ξανθά της μαλλιά. Έμοιαζε ακίνητη μέχρι που νόμιζα ότι φύσηξε τα μαλλιά της. Με κοίταξε με το χτυπημένο πρόσωπο της ίσα που πρόλαβε να ψελλίσει κάτι σαν: “Θεέ μου... λάθος!”.
Εγώ δεν μπορούσα να της μιλήσω μόνο που άθελα ήταν να την γαμήσω όσο αστείο και αν αυτό φαινόταν έκανα μια τελευταία προσπάθεια να συρθώ. Στο στόμα μου είχα ακόμα το άρωμα της. Ήθελα να πάω στην “πηγή “ που δεν ήταν μακριά μου. Δεν τα κατάφερα ποτέ. Η μοναδική μου ευκαιρία χάθηκε μέσα σε αυτήν την άτυχη νύχτα. Ίσως και να ήταν καλύτερα. Δεν τις ξαναείδα ποτέ. Πάρα μόνο κάποιες φορές στις σκέψεις μου…
Σαν μια εικόνα ανολοκλήρωτης ηδονής και μιας περίεργης ατυχίας, που όλα μαζί μέσα στο στητό της κορμί να με προκαλούν. Σαν να έχουν απλώσει το χέρι μπροστά μου υγρά δάχτυλα που στάζουν έρωτα κι εγώ εκεί… να σύρομαι να τα φτάσω αλυσοδεμένος από την ίδια μου την αδυναμία... είμαι μέχρι να με κλωτσήσει δυνατά στο πρόσωπο και ένα σκοτάδι, για μια ακόμα φορά, να σκεπάσει τον πόθο μου γι’ αυτήν…
(Copyright protected OW ref: 8389 "Straight erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.