Η ιστορία:
Σηκώθηκα λοιπόν και πήγα στο κρεβάτι για ύπνο αφού έκανα ένα ζεστό ντουζάκι. Κοιμήθηκα βαριά και πολύ, εξαντλημένος από το έντονο πήδημα με τα δυο αδέρφια. Ξύπνησα με την Άννα ξαπλωμένη δίπλα μου, με το ένα της χέρι στο στήθος μου και το πόδι περασμένο πάνω από την μέση μου. Είναι μια στάση που πάντα με ερέθιζε όταν κοιμόμουν με γυναίκες κι αυτή η φορά δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η επαφή του στήθους της επάνω μου θα έφτανε από μόνη της να με καυλώσει, αλλά σαν να μην έφτανε αυτό το χέρι της με χάιδευε στο στήθος και το πρόσωπό της ήταν χωμένο στον λαιμό μου και την άκουγα να ανασαίνει βαριά δίπλα στο αφτί μου. Μουρμούριζε σαν να έβλεπε κάτι στον ύπνο της και από τον τρόπο που αντιδρούσε, μάλλον ήταν κάτι ερεθιστικό.
Ένιωθα ήδη τον πούτσο μου να σηκώνεται, όταν όμως άρχισε να τρίβεται πάνω μου και να βογκάει ελαφρά, τον ένιωσα να πετρώνει. Άρχισα να σκέφτομαι πως την πηδούσα μαζί με τους άλλους δυο και άρχισα να ζορίζομαι αισθητά. Μου καρφώθηκε μια τρελή ιδέα. Μια φαντασίωση που είχα για χρόνια. Και σκέφτηκα, γιατί όχι; Τραβήχτηκα πολύ αργά από την αγκαλιά της, προσπαθώντας να μην την ξυπνήσω. Χάνοντας το στήριγμα του σώματός μου εκείνη, βρέθηκε ξαπλωμένη σχεδόν μπρούμυτα διευκολύνοντας έτσι ακόμη περισσότερο αυτό που είχα στο μυαλό μου. Περίμενα λίγο, χαζεύοντας την να κουνιέται και να βογκάει στον ύπνο της. Σκέφτηκα, για πολλοστή φορά, ότι είναι όντως πολύ σεξουαλική γυναίκα.
Ανέβηκα πάνω της, στηριζόμενος στα χέρια μου σαν να έκανα κάμψεις, προσέχοντας να μην ακουμπήσει επάνω της άλλο τίποτε εκτός από το καυλί μου ανάμεσα στα κωλομέρια της. Η αντίδραση ήταν άμεση. Βόγκηξε, τεντώθηκε κολλώντας επάνω μου και μουρμούρισε κάτι ακατανόητο βραχνιασμένα μ’ εκείνη την φωνή που άκουγα μόνο όταν ήταν καυλωμένη. Άρχισα να της τον τρίβω αργά, προσέχοντας να μην την ξυπνήσω. Όπως το ευχόμουν, άρχισε να μου τρίβεται ακολουθώντας τον ίδιο ρυθμό. Αφού την άφησα για λίγο, τραβήχτηκα έτσι ώστε να μην την ακουμπάω καθόλου. Τεντώθηκε προς τα πίσω, κουνώντας τον κώλο της σαν να έψαχνε κάτι να τριφτεί επάνω του.
Αυτή της η αντίδραση με τρέλανε! Σκέφτηκα το πόσο της άρεσε που την πηδούσαν άγρια τα δυο αδέρφια και άρχισα να θέλω να την πάρω κι εγώ έτσι. Ξαναχαμήλωσα, οδηγώντας αυτή την φορά τον πούτσο μου στο μουνάκι τη, που είχε ανοίξει σαν τριαντάφυλλο έτσι που είχε τεντωθεί. Μόλις ένιωσε το άγγιγμα, τεντώθηκε πίσω. Σχεδόν καρφώθηκε πάνω μου. Την ένιωσα να τινάζεται, να ξυπνάει. Ένα βογκητό στην αρχή. Μετά, απορία:
- «Ποιος; Τι…; Τι κάνεις εκεί;»
Μετά, μην βλέποντας ποιος είναι, η αντίδραση… Φόβος. Πήγε να τραβηχτεί. Την έπιασα από τον σβέρκο, ενώ συγχρόνως με μια κίνηση χώθηκα ολόκληρος μέσα της, καρφώνοντας την στο κρεβάτι. Έγειρα με όλο το βάρος μου πάνω της, έβαλα το στόμα μου στο αφτί της.
- «Σε γαμάω όπως σου πρέπει, ξέκωλο! Και θα μου κάτσεις, όπως ακριβώς θέλω αλλιώς θα τα πω εγώ όλα στον Σπύρο!»
- «Άσε με ρε κωλόπαιδο, που θα με απειλήσεις κιόλας! Σήκω αυτή τη στιγμή από πάνω μου!»
Και με αυτό, έκανε να με πετάξει από πάνω της. Χωρίς να σκεφτώ καν, την έσπρωξα πάνω στο κρεβάτι με δύναμη. Ξάπλωσα όλος πάνω της, πιάνοντας τα χέρια της, στρίβοντάς τα πίσω από την πλάτη της. Βόγκηξε σαν να πονούσε, αλλά την ένιωσα να κολλάει επάνω μου. Το μουνί της, υγρό κι καυτό έλεγε άλλα από αυτά που έλεγε το στόμα της!
- «Καλά λέγανε και οι δυο τους. Όλο όχι και όχι, αλλά στο τέλος θα γαμιέσαι σαν πουτάνα! Σ’ αρέσει, ε;»
- «Δεν θα το ξαναπώ! Φύγε από πάνω μου αυτή την στιγμή! Θα βάλω τις φωνές, στο λέω!»
Είχα πάρει φωτιά. Δεν ξέρω πυ βρήκα το θάρρος να συνεχίσω. Από την μια το μουνί της, που έσταζε πάνω μου. Οι κινήσεις του κορμιού της. Δεν ήξερα αν προσπαθούσε να με πετάξει από πάνω της, ή αν προσπαθούσε να με πάρει μέσα της. Αφέθηκα στο ένστικτό μου. Έπιασα τα μαλλιά της, τραβώντας την με δύναμη πίσω, κάνοντας την να φωνάξει πνιχτά. Κόλλησα το στόμα μου στο αφτί της, χώθηκα μέσα της όλος, με δύναμη. Ένα βογκητό ήταν η επιβεβαίωση μου. Είχα αντιδράσει σωστά. Άρχισα να καρφώνομαι με δύναμη μέσα της. Απότομες κινήσεις, βίαιες.
- «Φώναξε λοιπόν! Να δω τι θα φωνάξεις!»
Τίποτε. Μόνο βογκητά. Όλο και πιο δυνατά, έντονα. Το κορμί της άρχισε να κουνιέται από κάτω μου. Να στήνεται για να την πάρω πιο βαθιά. Το ένιωθα. Με το μυαλό μου γεμάτο από τις εικόνες της από το πήδημα των δυο αδελφών, εκτροχιάστηκα. Μην αφήνοντας τα μαλλιά και τα χέρια της, συνέχισα να χώνομαι μέσα της όλο και πιο άγρια. Και όσο πιο πολύ, τόσο πιο έντονες ήταν οι αντιδράσεις της. Ένιωθα ότι την έκανα ότι ήθελα. Ήθελα κι άλλο όμως. Ήθελα να την νιώσω υποταγμένη, όπως την είχαν οι άλλοι δυο πριν. Τραβήχτηκα, βγαίνοντας από μέσα της. Την ένιωσα να μαρμαρώνει. Γύρισε απορημένα.
- «Πού πας; Τι έγινε; Έρχεται κανείς;»
Χωρίς να χαλαρώσω ούτε στο ελάχιστο το χέρι μου από τα μαλλιά της, και σφίγγοντας τα χέρια της πίσω στην πλάτη της, έγειρα στο αφτί της σχεδόν μουγκρίζοντας:
- «Δεν πάω πουθενά και δεν έρχεται κανείς. Απλά θέλω ακόμη μια φορά την κωλάρα σου!»
- «Ααα, όχι! Μην τολμήσεις!»
- «Πάλι όχι; Αφού σε λίγο θα ζητάς κι άλλο! Ξέχασα νομίζεις πώς έκανες πριν;»
- «Σου είπα όχι, δεν θέλω!»
Προσπαθούσε πραγματικά να μην με αφήσει. Ήταν αργά όμως. Εκεί που είχε φτάσει, ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να την αφήσω να αρνηθεί. Κρατώντας την όσο πιο ακίνητη γινόταν και ακολουθώντας τις κινήσεις της λεκάνης της βρέθηκα να βάζω το κεφάλι στην τρυπούλα της. Όσο αντιδρούσε, όσο κουνιόταν, τόσο πιο εύκολα χωνόμουν μέσα της. Έφτασα μέχρι το τέρμα. Της άφησα τα χέρια, και κρατώντας την από τον σβέρκο καρφωμένη στο στρώμα, της χαστούκισα τον κώλο, όσο πιο δυνατά μπορούσα. Φώναξε. Όμως αυτή, ήταν φωνή καυλωμένης γυναίκας πια. Ξέροντας από πριν τι την ερέθιζε, έχωσα τα χέρια μου από κάτω της, έπιασα τις ρώγες της και τις έστριψα με μανία, τραβώντας τις ενώ χωνόμουν όλος μέσα της, ξανά και ξανά.
- «Ααααααχχχχχ! Μαθαίνεις γρήγορα κωλόπαιδο!»
- «Και σ’ αρέσει πουτάνα, έτσι δεν είναι;»
- «Σκάσε και γάμα με!»
Είχα αφηνιάσει. Χωμένος μέσα της όλος, κουνιόμουν αργά απολαμβάνοντας την αίσθηση, έτσι όπως μου άρεσε όταν με πηδούσε ο Σπύρος. Μάλλον της άρεσε η εναλλαγή του ρυθμού. Άρχισε να βογκάει όλο και πιο πολύ σε κάθε κίνηση μου. Την ένιωθα έτοιμη και δεν είχα άδικο. Άρχισε να φωνάζει, να κουνιέται ανεξέλεγκτα από κάτω μου. Της έκλεισα το στόμα, για να μην ακουστούμε. Φώναζε μέσα στην παλάμη μου, τιναζόταν. Ένιωθα τον κώλο της να σφίγγεται καθώς τελείωνε καρφωμένη επάνω μου. Και καθώς ετοιμαζόμουν να αφεθώ μέσα στην υπέροχη αίσθηση του κώλου της, άκουσα την φωνή πίσω μου.
- «Περνάμε καλά βλέπω κουμπαρούλα. Τα ξέρει ο Σπύρος αυτά;»
Η Άννα γύρισε και με κοίταξε έντονα στα μάτια πριν απαντήσει.
- «Αχ, Γιάννη μου… Όχι. Δεν ξέρει τίποτε. Θα στα εξηγήσω. Να έχουμε λίγο χρόνο μόνο, ναι; Μην πεις τίποτε. Είναι και μακρινός μου ανιψιός ο μικρός, καταλαβαίνεις…»
(Copyright protected OW ref: 45530)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.