Προηγούμενο μέρος: Παίζοντας με τη φωτιά
Δεν απάντησε αμέσως. Έμεινε σκεπτική για λίγο χαμηλώνοντας το κεφάλι της. Ύστερα σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε.
- Εντάξει, μου είπε με ένα δήθεν ανέκφραστο βλέμμα.
Το ήξερα αυτό το βλέμμα, ήταν γεμάτο άγχος. Είχε ταραχή μέσα της και προσπαθούσε να την κρύψει. Δεν περίμενε σε καμιά περίπτωση να πω πρώτος κάτι τέτοιο. Αλλά, αναρωτιόμουν γιατί οδήγησε εκεί την κουβέντα μας. Γιατί; Στην ψυχολόγο υποσχεθήκαμε ότι θα μιλούσαμε μεταξύ μας με σκοπό να ξεπεράσουμε το γεγονός που έγινε και να προχωρήσουμε μαζί. Εδώ εμείς ρίχναμε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Μιλήσαμε λίγο ακόμα για το πώς θα το κάναμε.
- Μαράκι μου, δεν θέλει και πολύ φιλοσοφία το ζήτημα. Ένα κι ένα κάνουν δύο. Πάμε και βλέπουμε. Το μετά είναι το ζήτημα, είπα για να τελειώνω την συζήτηση που άρχισε να μου τη δίνει πια στα νεύρα.
Ύστερα με πήρε ένας συμφοιτητής μου να κανονίσουμε κάτι για μια εργασία. Έφτανα στο τέλος των σπουδών μου. Άντε λίγους μήνες ακόμα με την πτυχιακή και τέρμα. Έπρεπε να ψάξω για δουλειά ως μηχανικός που ήμουν. Η Μαρία ήταν κι εκείνη στο τέλος των σπουδών της. Απλά χρωστούσε κάμποσα μαθήματα.
Εκείνη τη μέρα βγήκαμε για κάτι εξωτερικές δουλειές. Ύστερα γυρίσαμε στο σπίτι. Με το που μπήκαμε μέσα, την έπιασα ξαφνικά και άρχισα να την φιλάω με πάθος. Της κατέβασα το τζιν και καρφώθηκα μέσα στο μουνί της. Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Βγάζαμε και οι δύο ένα μεγάλο πάθος από μέσα μας. Όλα έδειχναν πόσο ποθεί ο ένας τον άλλον. Σε λίγο έχυσε. Έχυσα κι εγώ μέσα της. Μάζεψε το παντελόνι της και πήγε στην κουζίνα. Ακολούθησα. Ήπιαμε ένα ποτήρι νερό.
- Τι ήταν αυτό μωρό μου; Μου είπε αγκαλιάζοντάς με και φιλώντας με στα χείλη.
- Ήταν όλο αυτό που νιώθω για σένα. Αυτό ήταν. Έρωτα τον λένε⸱ κατάλαβες χαρά μου;
Το βράδυ το κάναμε άλλες δύο φορές. Πραγματικά βγάζαμε τόσο πάθος. Πηδιόμασταν με λύσσα.
Την άλλη μέρα πήγαμε στο πανεπιστήμιο. Ήταν Παρασκευή. Γύρισα πριν από εκείνη στο σπίτι. Γύρισε σε μία ώρα. Φάγαμε το μεσημεριανό μας και αράξαμε στο σαλόνι. Ξαφνικά εκεί που καθόμασταν βάζει το χέρι μέσα στη φόρμα που φορούσα και έβγαλε τον πούτσο μου. Άρχισε μια πίπα βαθιά όλο καύλα. Τον έπαιρνε και με κοίταζε με την υπέροχη ματιά της πού και πού. Τον πήρε για πάνω από ένα πεντάλεπτο. Πήγα μια δυο φορές να απλώσω χέρι πάνω της και δε με άφησε. Συνέχισε να με πιπώνει μέχρι που έχυσα μέσα στο στόμα της. Τα άφηνε και έπεφταν πάνω μου. Στο τέλος σηκώθηκε και μου έδωσε ένα γλωσσόφιλο. Μου χαμογέλασε γλυκά κοιτώντας με στα μάτια.
- Σ’ αγαπώ! μου είπε.
Ξημέρωσε Σάββατο. Σηκωθήκαμε αργά μια και ξεπατωθήκαμε στο γαμήσι όλο το βράδυ της Παρασκευής. Δεν ξέρω κι εγώ πού βρήκαμε τόσες αντοχές. Το απόγευμα πήγε στο μπάνιο. Βγήκε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Πήγα πίσω της όπως ήταν με ένα ριχτό μπλουζάκι και με το κιλοτάκι. Πήγα να την πιάσω.
- Ωπ! Μου λέει. Τι είπαμε για σήμερα; Άμα αρχίσεις να με πηδάς, πώς θα πηδήξεις, αν σου κάτσει καμιά. Εγώ το πολύ να ανοίξω τα πόδια μου και να τον αφήσω να με γαμήσει. Εσύ ως άντρας όμως πρέπει να έχεις δυνάμεις.
Έμεινα εκείνη τη στιγμή. Σε όλο το διάστημα που μεσολάβησε μετά τη συζήτηση, δείχναμε ότι ο ένας ποθεί τόσο πολύ τον άλλον, ότι δεν αντέχουμε στιγμή ο ένας χωρίς τον άλλον. Και κάπου μέσα μου θεώρησα ότι δε θα γινόταν αυτή η τρέλα που συζητήσαμε. Σκέφτηκα ότι ίσως ήθελε απλά να με δοκιμάσει και γι’ αυτό έκανε αυτή τη συζήτηση.
- Σωστά! Έχεις δίκιο, είπα με ένα μηχανικό χαμόγελο και πήγα στο μπάνιο.
Έκανα ένα μπάνιο και ετοιμάστηκα κι εγώ. Βγήκα μετά από ένα τέταρτο. Εκείνη καθόταν στο σαλόνι και έπινε νερό. Κάθισα σε ένα σκαμπό στο σαλόνι. Με κοίταξε στα μάτια.
- Μήπως μετάνιωσες Κώστα μου;…
είπε κοιτάζοντάς με ένα ύφος που ίσως να έδειχνε δισταγμό. Άλλα φαινόταν από το ύφος της ότι ήθελε ίσως να βγει από πάνω. Τα πήρα στο κρανίο με την υπεροπτική, την εγωιστικής της αυτή στάση.
- Όχι, είπα. Ας γίνει και βλέπουμε. Έτσι δεν συμφωνήσαμε; Ε, αν δεν το παλέψουμε στην τελική, ή θα το σταματήσουμε έγκαιρα, πριν συμβεί το οτιδήποτε, ή αν δεν το σταματήσουμε έγκαιρα, το πολύ-πολύ να τα σπάσουμε μεταξύ μας και μετά θα βρει ο καθένας το δρόμο του χωριστά.
Εκεί πάγωσε για λίγο με αυτό που της είπα.
- Ναι, μόνο που δε θα ήθελα να τα σπάσουμε όπως λες, είπε κάπως κομπιασμένη κι ένας αναστεναγμός βγήκε από μέσα της.
Από τις εκφράσεις της στο πρόσωπο, τη φωνή της κατάλαβα ότι ζούσε μεγάλη αγωνία εκείνη τη στιγμή. Εγώ είχα εκείνο το ψυχρό χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
- Η δοκιμή θα δείξει πραγματικά ποιες είναι οι αντοχές μας, είπα με ένα ψύχραιμο ύφος. Το τραβάμε το σχοινί μέχρι τέρμα και θα δείξει, μωρό μου. Θα φανεί το πόσο σ’ αγαπώ και το πόσο μ’ αγαπάς, αν θα αντέξει ή αν θα σπάσει.
Δεν της άρεσε αυτή η τελευταία μου κουβέντα. Της φάνηκε αρκετά επικίνδυνη, μια κουβέντα γεμάτη αμφιβολία και πρόκληση. Φοβόταν τυχόν απότομες αντιδράσεις από μένα. Το κατάλαβα, το διάβασα στο βλέμμα της. Ίσως να φοβόταν ότι κι εγώ το πήγαινα στη ρήξη κατευθείαν.
Η ώρα πέρασε. Η Μαρία ντύθηκε με ένα μίνι φόρεμα. Ήταν σκέτος πειρασμός. Ήμουν σίγουρος ότι θα μπορούσε να ρίξει όσους άντρες ήθελε εκείνο το βράδυ. Ντύθηκα κι εγώ. Βγήκαμε. Πήραμε το αμάξι και πήγαμε στο Γκάζι. Στο δρόμο με ρώτησε:
- Είσαι σίγουρος Κωστή μου, γι’ αυτό που πάμε να κάνουμε;… με ξαναρώτησε.
- Σου φαίνομαι για άνθρωπος που μασάει τα λόγια του; Ας γίνει και βλέπουμε στη συνέχεια, απάντησα κοφτά. Δοκιμή κάνουμε εξάλλου. Έλα τώρα ξεκόλλα. Είμαι σίγουρος ότι απόψε θα έχεις σουξέ. Ποιος θα αντισταθεί σε τέτοια γοητεία;
Με κοίταξε περίεργα. Καταλάβαινε και μια δόση αρκετής ειρωνείας στο ύφος μου κι ίσως αυτό της ανέβαζε τον εγωισμό της. Μόλις φτάσαμε η Μαρία κατέβηκε. Είχαμε συμφωνήσει να πάμε στο ίδιο μαγαζί ξεχωριστά. Εγώ πήγα και έβαλα το αμάξι σε ένα πάρκινγκ.
Όταν μπήκα στο μαγαζί είδα τη Μαρία να μιλάει ήδη με κάποιον τύπο γύρω στα σαράντα. Εγώ κάθισα σε ένα άλλο σημείο, στο βάθος του μαγαζιού. Το μαγαζί δεν ήταν γεμάτο. Όσο η ώρα περνούσε και έβλεπα τη Μαρία να χαριεντίζεται με τον τύπο. Όσο εγώ ήμουν μόνος ένιωσα να χάνω στο παιχνίδι. Τσιτώθηκα πολύ μέσα μου, αλλά το πάλευα. Σκέφτηκα ότι αν δεν κάτσει κάτι με μένα, θα πρέπει να το παλέψω περισσότερο με τον εαυτό μου, βλέποντας τη να φεύγει με τον άλλον.
«Ε, κι όταν γυρίσει μετά από αυτό, θα βρει την πόρτα κλειστή. Έτσι στην τελική θα έπαιρνε ένα καλό μάθημα στη ζωή της να μην παίζει με την ψυχή του άλλου», σκέφτηκα. Είχα θυμώσει αρκετά μέσα μου. Σε μια στιγμή σκέφτηκα να την κάνω να φύγω και να αντιδράσω όπως κάθε φυσιολογικός άντρας, αλλά ύστερα ηρέμησα. Ήπια δυο γουλιές από το ποτό μου. Άδειασα το μυαλό μου. Έπρεπε να μην προδοθώ με το ύφος μου, που σίγουρα θα έδειχνε τουλάχιστον προβληματισμένο, αν όχι θυμωμένο.
«Τι σκέψεις κάνω; Γαμώ τη πίστη σου, Κωστή! Αφού το παρατράβηξες κι εσύ, ρε μαλάκα!» μονολόγησα μέσα μου.
Εκεί που έπινα το ποτό μου κι ήμουν χαμένος μέσα στις σκέψεις μου, ακούω μια γνώριμη φωνή πίσω μου. Ήταν η Σοφία. Ένας παλιός δεσμός μου. Ήταν με ένα ζευγάρι. Με το που με είδε, ήρθε και με αγκάλιασε. Χάρηκε τόσο πολύ. Αμέσως με κάλεσε στην παρέα τους. Αρχίσαμε να μιλάμε. Περνούσαμε ευχάριστα. Ενδιάμεσα έριχνα διακριτικές ματιές και στη Μαρία που έδειχνε να περνά καλά με τον άντρα εκείνον. Έδειξε να τον έχει καταφέρει με την ομορφιά της. Το ίδιο έκανε όμως κι εκείνη. Κοίταζε προς το μέρος μας πότε πότε και το ύφος της είχε μια αγωνία. Ο καθρέφτης του μπαρ την πρόδιδε. Αργότερα το ζευγάρι με το οποίο ήρθε η Σοφία έφυγε. Εγώ έμεινα με τη Σοφία. Η ώρα περνούσε ευχάριστα μαζί της και διασκεδάζαμε. Σε κάποια στιγμή μάλιστα ένιωσα ότι είχα ξεχάσει εντελώς την παρουσία της Μαρίας.
- Λοιπόν Σοφία, δεν θέλεις να πάμε καμιά βόλτα;
- Και δεν πάμε;…
Λίγο πριν βγούμε από την πόρτα, η Σοφία με αγκάλιασε και σφίχτηκε πάνω μου, λες και ήταν βαλτή να το κάνει. Στο άνοιγμα της πόρτας του μαγαζιού είδα με την άκρη του ματιού τη Μαρία να μας κοιτάζει έντονα.
Η Σοφία ήταν μια καλή κοπέλα. Είχε ωραίο σώμα, ξανθά μαλλιά και έναν ωραίο πεταχτό κώλο. Θυμάμαι ότι αφορμή για να χωρίσουμε τότε βρήκα ότι δε μου καθόταν να την πηδήξω από τον κώλο. Ήμουν πρωτοετής τότε, όταν έγινε φάση μεταξύ μας. Το βράδυ αυτό μου είπε ότι είναι αρκετό καιρό μόνη. Εγώ πάλι της είπα ότι κι εγώ είμαι μόνος μου. Έμενε στο ίδιο σπίτι που έμενε παλιά.
Περπατούσαμε στον πολυχώρο κρατώντας με από το μπράτσο, σκαλίζοντας τα περασμένα. Κάποια στιγμή κανονίσαμε να φύγουμε, να την πάω στο σπίτι. Μπήκαμε στο αμάξι και άναψα τη μηχανή. Σε λίγο είδα την Μαρία να βγαίνει αγκαλιά με τον τύπο και να φιλιούνται. Εκνευρίστηκα μέσα μου, αλλά προσπάθησα να το κρύψω από τη Σοφία. Ξεκίνησα απότομα. Στο δρόμο έλεγα αστεία και με τα αστεία μου κατάφερα να ξεχαστώ, αλλά και φτιάξω περισσότερο την διάθεση της Σοφίας.
- Ο ίδιος πάντα Κωστής! Είπε η Σοφία. Ο άνθρωπος που σε κάνει πάντα να ξεχνάς τον πόνο σου.
Σταμάτησα σε ένα κόκκινο φανάρι. Την κοίταξα μια στιγμή. Την χάιδεψα στο μάγουλο. Κοιταχτήκαμε. Έσκυψα και την φίλησα. Το ένα φιλί έφερε το άλλο. Κάποια στιγμή σταματήσαμε τα φιλιά από τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων πίσω μας. Σκάσαμε και οι δυο στα γέλια. Ξεκινήσαμε με το πράσινο. Σε λίγο ήμασταν στο σπίτι της. Μπήκαμε μέσα. Αρχίσαμε τα φιλιά. Τη σήκωσα αγκαλιά όπως παλιά και την πήγα στο κρεβάτι. Τα κατατόπια τα γνώριζα. Γδυθήκαμε. Μπήκα ανάμεσα στα πόδια της. Ακούμπησα τον πούτσο μου στο μουνί της. Τον έχωσα αμέσως. Άρχισα να την γαμάω. Αργά στην αρχή. Ύστερα επιτάχυνα μέχρι που βρήκα ένα ρυθμό που της άρεσε. Στη Σοφία πάντα άρεσε το ιεραποστολικό. Έχυνε μόνο σε αυτή τη στάση. Την ήξερα καλά. Με άρπαξε από τα μπράτσα και με έσφιγγε. Δεν ήταν θορυβώδης γυναίκα σαν τη Μαρία, έχυνε αθόρυβα. Το μόνο που έκανε ήταν ότι νόμιζες ότι της κόβεται η αναπνοή όταν έχυνε. Σε λίγο τραβήχτηκα κι εγώ και έχυσα πάνω στην κοιλιά της.
Ξαπλώσαμε μέσα στα χάδια και τα φιλιά. Εκείνο το βράδυ έμεινα εκεί. Το κάναμε άλλη μια φορά. Η δεύτερη μάλιστα κράτησε πολύ. Η Σοφία, όπως παλιά, σταματούσε το σεξ και άρχιζε τα φιλιά. Ύστερα πάλι συνέχιζε. Συνήθεια από παλιά. Έτσι κατάφερνε να σε κρατάει συνεχώς σε εγρήγορσή. Κι όταν μου έπεφτε, έπαιρνε τον πούτσο μου στο στόμα της και τον έκανε πάλι σκληρό. Είχε τον τρόπο της να σε κάνει να μη βαριέσαι. Αλλά ήθελε να βάζει αυτή πάντα τους κανόνες στο κρεβάτι. Το πρωί σηκωθήκαμε νωρίς, γιατί είχε δουλειές. Πρώτη σηκώθηκε εκείνη. Μετά από δέκα λεπτά εγώ. Ήπιαμε ένα καφέ. Έφυγα δίνοντας ο ένας τον άλλον υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούμε. Η Σοφία, παρ’ όλο που ήταν τρυφερή μαζί μου, δεν έδειξε κανέναν ιδιαίτερο συναισθηματισμό απέναντί μου. Απλά ήθελε να περάσει μαζί μου τη βραδιά. Στο δρόμο παίρνω ένα μήνυμα. Ήταν από τη Σοφία.
«Κοίτα, ό,τι έγινε, έγινε. Ξέχασέ τα και ξέχασε και μένα. Θα πάω στον πρώην μου να τα βρούμε. Γεια σου, Κωστή»
Έμεινα με μια ανακούφιση μέσα μου. Έφτασα στο σπίτι μου. Η ώρα είχε πάει 10 το πρωί. Έκανα ένα ντους και πήγα και την άραξα στο κρεβάτι. Με πήρε ο ύπνος.
Ξύπνησα με το θόρυβο που έκανε η Μαρία που μπήκε. Μπήκε κατευθείαν στο μπάνιο. Βγήκε μετά από κανένα μισάωρο ανανεωμένη και φρεσκαρισμένη. Ήρθε στο κρεβάτι.
- Καλημέρα, είπε με ένα ωραίο χαμόγελο.
- Καλημέρα, μωρό μου, της είπα κι εγώ ανταποδίδοντας το χαμόγελο.
Έπεσε πάνω μου και με φιλούσε. Σε μια στιγμή καθόταν μπρούμητα στο κρεβάτι και με κοιτούσε. Περίμενε την πρώτη κουβέντα από μένα.
- Πώς είσαι, είσαι καλά;
- Καλά, εσύ, πώς πήγε το ραντεβού σου;… είπε κοιτώντας με περίεργα.
- Καλά. Ε, δεν ήταν και κάτι ιδιαίτερο. Εσύ πώς τα πήγες με το Λατίνο εραστή σου;
- Μόνο Λατίνος δεν ήταν⸱ να τον πω μαλάκα; Λίγο είναι. Το κάναμε δύο φορές με το ζόρι. Χωρισμένος και παντού φωτογραφία της γυναίκας του.
- Κλάμα ο τύπος δηλαδή;
- Ακριβώς.
- Λοιπόν; Θα μου πεις πώς ένιωσες; Και πώς νιώθεις τώρα που κάναμε την τρέλα;… τη ρώτησα.
- Πώς ένιωσα; Άοσμο, άχρωμο και άγευστο. Και τώρα, νιώθω να σε θέλω. Να σε θέλω πολύ, είπε και ήρθε πάνω μου. Εσύ με θέλεις;
Της έπιασα το χέρι και το έβαλα στον πούτσο μου που είχε σηκωθεί.
- Σε θέλω κι εγώ κι αυτός, είπα χαριτολογώντας.
Μπήκε κάτω από τα σεντόνια. Αρχίσαμε τα φιλιά. Της έβγαλα το στήθος από το μπλουζάκι που φορούσε και άρχισα να την φιλάω στα στήθη της. Αναστέναζε και βογκούσε. Με έσπρωξε και με γύρισε ανάσκελα. Έπεσε πάνω στον πούτσο μου και μου άρχισε μια αισθησιακή πίπα. Με καβάλησε φέρνοντας τον μουνί της στο στόμα μου. Άρχισα να φιλάω και να το γλείφω. Έχωσα το δάχτυλό μου μέσα της και πήρα αρκετά υγρά. Το έχωσα στην σούφρα της. Άρχισα να τη δαχτυλώνω. Σε μια στιγμή την έστησα στα τέσσερα. Πήρα το τζελ από το συρτάρι. Της έβαλα αρκετό και έβαλα και στον πούτσο μου. Τον έχωσα αργά. Άρχισα να την γαμάω σε ένα ρυθμό χωρίς να την πονάω. Όταν προσαρμόστηκε η τρύπα της, άρχισα να τη σπρώχνω πιο έντονα. Η Μαρία έχυσε μια φορά βογκώντας δυνατά τρίβοντας με το χέρι της την κλειτορίδα. Τη γύρισα ανάσκελα και έβαλα δύο μαξιλάρια κάτω από τη μέση της. Σήκωσε τα πόδια της και μπροστά μου είχα και τις δύο τρύπες της. Έχωσα με την μία τον πούτσο μου στο μουνί της.
Άρχισα να τη γαμάω δυνατά. Μετά από λίγο τον έχωσα ξανά στη λαδωμένη σούφρα της. Αυτό το εναλλάξ το έκανα άλλες δύο φορές. Όταν τον είχα στο μουνί της, εκείνη ήρθε άλλη μια φορά σε οργασμό. Τον έβγαλα και έχυσα πάνω στα όμορφα μουνόχειλα της. Έπεσα πάνω της και τη φίλησα στο στόμα.
- Σ’ αγαπώ, Μαρία μου!
- Κι εγώ σ’ αγαπώ. Πολύ όμως. Στην καρδιά μου υπάρχεις μόνο εσύ, αγόρι μου!
Γύρισα ανάσκελα και έπεσε πάνω μου χώνοντας τη μουσούδα της στο λαιμό μου. Ήξερα ότι της άρεσε. Κι εκείνη χουζούρευε έτσι και ήξερε ότι μου άρεσε και μένα. Μείναμε αρκετή ώρα μέσα στα φιλιά και τις αγκαλιές. Ύστερα μας πήρε για μια ωρίτσα ο ύπνος.
Μας ξύπνησε ο ήχος του κινητού μου. Ήταν η Χρύσα με το Μηνά. Μας κάλεσαν να πάμε έξω να φάμε. Δεχθήκαμε και οι δυο με χαρά. Ετοιμαστήκαμε. Η Μαρία ντύθηκε με ένα κόκκινο κοντό φόρεμα λίγο πάνω από το γόνατο. Ήταν πανέμορφη. Την κοίταξα στα μάτια.
- Ξέρεις, κάθε φορά που βγαίνουμε έξω, αισθάνομαι πολύ υπερήφανος. Νιώθω ότι δε συνοδεύω μια γυναίκα, αλλά μια θεά.
Με φίλησε στο μάγουλο.
- Και εσύ, αγόρι μου, είσαι πολύ όμορφος, κι όχι μόνο, είσαι και τζέντλεμαν. Τι να πω; Όλες σε όσες σε γνώρισαν από τις παρέες μου σε θαυμάζουν σαν άντρα⸱ σε βαθμό που ζηλεύω.
- Τα παραλές τώρα, κυρία Μαρία.
- Όχι, σοβαρά μιλάω, είπε και με φίλησε στο μάγουλο.
Φύγαμε και συναντήσαμε τα παιδιά. Εκείνη τη φορά συναντηθήκαμε με τα παιδιά σε ένα Ιταλικό εστιατόριο. Περάσαμε υπέροχα. Αργά το βράδυ φύγαμε για το σπίτι μας. Εγώ μια και οδηγούσα δεν ήπια σχεδόν καθόλου. Η Μαρία όμως το έδωσε και κατάλαβε στο κρασί. Δε μέθυσε, αλλά ήρθε στο κέφι.
Με το που βγήκε από το εστιατόριο μπορεί να παραπατούσε λίγο, αλλά δεν είχε το χάλι της Λευκάδας. Μπορούσε και περπατούσε και έλεγε αστεία. Εκείνο που σιχαινόμουν στην ζωή μου ήταν το μεθύσι στους ανθρώπους. Κι εγώ έπινα, αλλά ως ένα σημείο πάντα. Μπορούσα να διασκεδάσω το ίδιο και με ένα ποτήρι, το ίδιο και με δέκα. Σημασία για μένα είχε η ατμόσφαιρα, η παρέα και ο χαβαλές κι όχι το πόσο πιοτό θα κατεβάσω.
Στο δρόμο άρχισε την φλυαρία. Άρχισε να με ρωτάει λεπτομέρειες για την επαφή που είχαμε με τη Σοφία. Εγώ της απαντούσα σε ό,τι με ρωτούσε διακωμωδώντας τα όλα με τρόπο που ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Δεν αργήσαμε να φτάσουμε.
Μπήκαμε στο σπίτι. Η Μαρία πήγε στο μπάνιο. Γδύθηκε και πέταξε τα ρούχα στο πάτωμα. Μπήκε στην μπανιέρα και έκανε ένα μπάνιο. Βγήκε και είχε συνέλθει κάπως. Ακολούθησα κι εγώ. Βγήκα και την βρήκα στο σαλόνι μισοξαπλωμένη. Πήγα στην κουζίνα και έβαλα δύο ποτήρια με κόκα κόλα. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω για συνέλθει το στομάχι της.
- Σε ευχαριστώ, γλυκέ μου… είπε και ήπιε το μισό ποτήρι.
- Κοίτα, Μαράκι μου, θα σε παρακαλούσα να το κόψεις το χούι αυτό. Γιατί να χαλιέσαι μωρέ; Για να διασκεδάσεις δε χρειάζεται να πίνεις τον άμπακο. Γιατί;
- Έχεις δίκιο. Έχω περίεργες συνήθειες. Πολύ περίεργες όμως. Ε, δεν συμφωνείς;… είπε έχοντας στα μάτια της ένα πονηρό βλέμμα. Και εσύ είσαι παράξενος άνθρωπος, πολύ όμως. Και ακόμα απορώ.
- Με ποιο πράγμα;
- Εγώ δεν άντεχα να μη σε ρωτήσω πώς ήταν με την Σοφία, να μου πεις λεπτομέρειες. Και είσαι τόσο ευγενικός, βρε παιδί μου, που τα είπες έτσι σαν να έσπαζες πλάκα, έτσι δεν είναι; Γελοιοποίησες εντελώς την όλη φάση με τη Σοφία. Και ασφαλώς το έκανες για να μη με προσβάλεις, το νιώθω. Και σίγουρα δεν έσπαγες πλάκα. Το ευχαριστήθηκες που τη γάμησες. Κάνω λάθος;
- Όχι, δεν κάνεις λάθος⸱ το διασκέδασα, καλά πέρασα, απλά μετά σαν τα σκεφτόμουν γελούσα και εγώ από μέσα μου. Τι άλλο θα μπορούσε να έχει από πλάκα;
- Εσύ δε με ρώτησες τίποτα για τη συνεύρεσή μου με τον Αντρέα.
- Αντρέα τον έλεγαν;
- Ναι!
- Δε με ενδιαφέρει, τι να ρωτήσω; Λεπτομέρειες; Οι λεπτομέρειες, δεν έχουν καμία σημασία για μένα.
- Και τι έχει σημασία για σένα;
- Εσύ! Σ’ αγαπάω. Δοκιμάζουμε τη σχέση μας με τον πιο τρελό, τον πιο παράτολμο τρόπο. Βρισκόμαστε πάνω σε τεντωμένο σκοινί, σαν τους ακροβάτες. Οι λεπτομέρειες μπορεί να μας κάνουν να χάσουμε την ισορροπία μας και να πέσουμε στο κενό. Τι σημασία έχουν οι λεπτομέρειες;
- Άλλος στη θέση σου θα ρωτούσε αν με γάμησε στη μια ή την άλλη στάση… αν τον είχε μεγάλο, συνέχισε.
- Αυτό εμένα δεν με αφορά. Πέρασες καλά. Έκανες βρε αδερφέ το κέφι σου, έτσι δεν είναι; Ε, αφού έγινε, έγινε. Τι σημασία έχει αν την είχε σαν αγγούρι ή μπάμια Μπογιατίου, αν το κάνατε παραδοσιακά, ή σε πήρε στις πιο τρελές στάσεις, όπως γίνεται στις τσόντες, αν σε πήρε μόνο από το μουνί ή αν σου ξέσκισε τον κώλο τόσο που να μη μπορείς να καθίσεις σε καρέκλα; Τι σημασία έχει; Αν ήταν ένας ή ολόκληρος λόχος. Το πώς θα βγούμε από όλο αυτό, από άλλα εξαρτάται κι όχι από τις λεπτομέρειες.
- Δε θέλεις να σου πω;
- Όχι! Είπα κοφτά. Και δε στο λέω επειδή μπορεί να ζηλεύω. Μη νομίσεις ποτέ κάτι τέτοιο. Πραγματικά σου μιλάω. Μου είναι εντελώς αδιάφορες οι λεπτομέρειες.
Κατάλαβε ότι ήμουν απόλυτος. Τίποτα όμως από αυτά τα τρελά που συνέβαιναν αυτό τον καιρό δεν ήταν αυτό που ήθελα. Δεν ήξερα κι εγώ ως πού θα το τραβούσε και η ίδια. Απλά το πήρα και λίγο εγωιστικά μετά από αυτό. Ποτέ στη ζωή μου δεν κώλωσα σε καμιά πρόκληση. Δεν δίσταζα να χτυπήσω τη γροθιά στο μαχαίρι.
- Ναι, αλλά θέλω να τα λέμε όλα μεταξύ μας. Εξάλλου, από αυτή τη συμφωνία ξεκίνησε όλο αυτό, συνέχισε.
- Σωστά, να τα λέμε, όταν ο άλλος θέλει να μάθει. Να μιλάμε με θάρρος όταν μας βασανίζει κάτι. Αν έρθω χωρίς να θέλεις και αρχίσω με τις λεπτομέρειες και την κάθε μαλακία που έκανα με την κάθε καργιολίτσα, μπορεί κι εσύ, που το λες τώρα, να τα πάρεις στο κρανίο. Οπότε άσε τις λεπτομέρειες κατά μέρους. Αυτές είναι δευτερεύουσας ή ακόμα και άνευ σημασίας.
- Και τί προέχει, Κώστα μου;
- Προέχει το αν αγαπάω, αν μ’ αγαπάς, αν αυτό που νιώθουμε ο ένας για τον άλλον είναι τόσο δυνατό ώστε να το ξεπεράσουμε όλο αυτό και να πάμε παρακάτω, αν τελικά είμαστε ο ένας για τον άλλον αυτό που θέλουμε στη ζωή μας ή όχι. Προσωπικά, δε θα ήθελα να σε πληγώσω με τίποτα. Οπότε ασ’ το να δούμε πώς θα κυλίσει. Ε, τι λες κοριτσάκι μου; Είπα και τη χάιδεψα στο μάγουλο.
Πέσαμε για ύπνο. Δεν είχα όρεξη για τίποτα. Ένιωθα και μια κούραση να διαπερνάει το κορμί μου. Η Μαρία άρχισε στην αρχή να με φιλάει. Κατέβασε το χέρι της στον πούτσο μου που ήταν πεσμένος.
- Άσ’ το, αγάπη μου, γι’ απόψε. Δεν έχω όρεξη, δεν θέλω. Δε θέλεις να κοιμηθούμε αγκαλίτσα; Έλα μωρό μου! είπα και την αγκάλιασα τρυφερά.
Άπλωσα το μπράτσο μου κι εκείνη το πήρε μαξιλάρι γυρίζοντας προς τα μένα.
- Σε αγαπάω, Κώστα μου, σε αγαπάω.
Δε μίλησα. Έψαξα το χέρι της κάτω από τα σεντόνια και το έπιασα. Μείναμε αμίλητοι μέχρι που μας πήρε ο ύπνος. Ίσως να θεώρησε μετά από αυτή τη συζήτηση ότι θα ζήλευα με τις λεπτομέρειες. Ήμουν σίγουρος ότι το σκεφτόταν αυτό. Σε κάποια στιγμή αναστέναξε σαν να είχε ένα μεγάλο βάρος μέσα της.
Το πρωί σηκωθήκαμε νωρίς να πάμε στις δουλειές μας. Εγώ έπρεπε να τραβηχτώ στο πανεπιστήμιο και μετά σε ραντεβού με μια εταιρία που έπρεπε να αρχίσω ως βοηθός σε έναν μηχανικό να δουλεύω. Η Μαρία έπρεπε να δει το πρόγραμμα πρακτικής με τα νοσοκομεία. Εκείνη θα γύριζε νωρίτερα. Εμένα με πήρε να γυρίσω στο σπίτι κατά τις 7 το βράδυ. Ήμουν κατάκοπος. Έφτασα στο σπίτι. Έκανα ένα ντους και άραξα. Η Μαρία δεν ήταν εκεί. Πήρα το κινητό και την κάλεσα. Δεν το σήκωνε. Της έστειλα ένα μήνυμα.
«Καλησπέρα, αγάπη μου, Πού είσαι; Εγώ μόλις που γύρισα. Έφαγα απ’ έξω κάτι γιατί θα έπεφτα χάμω. Μάλλον στην εταιρία θα με καλέσουν την επόμενη εβδομάδα. Εσύ αργείς, κορίτσι μου γλυκό; Σε περιμένω, ανυπομονώ να σε πάρω αγκαλιά! Σ’ αγαπώ πολύ!»
Δεν πήρα αμέσως μήνυμα. Θεώρησα ότι ίσως της έκλεισε από μπαταρία. Κατά τις 8:30 παίρνω ένα μήνυμα.
«Κωστή, απόψε θα βγω ένα ραντεβού με κάποιον. Σε πειράζει;»
«Τι ραντεβού;»
«Δεν ξέρω, ότι προκύψει. Σε πειράζει;»
Έκλεισα το κινητό μου. Τσατίστηκα. Εγώ τη ρώτησα αν αργεί, ότι την περιμένω, της είπα ότι την αγαπώ, κι εκείνη αυτό. «Σκέφτεται πολύ την πάρτη της, υπέθεσα. Της γυάλισε κάποιος και στα αρχίδια μας ο Κωστής». Τα πήρα άγρια όσο το σκεφτόμουν. Κατάλαβα ότι μπορεί και να μην έχει και το τακτ από ένα σημείο και μετά. Την πρώτη φορά φύγαμε μαζί. Φάνηκε, ίσως και μετά τις συζητήσεις, ότι πήρε αέρα, πως το γουστάρει. Ίσως και να ήθελε να με προκαλέσει. Να με δοκιμάσει κι όταν δεν ήμουν με άλλη τη στιγμή που εκείνη θα πηδιόταν με κάποιον άλλον, να δει αν το αντέχω.
- «Δεν πειράζει», είπα μέσα μου.
Πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου στο χωριό. Μιλήσαμε λίγο. Το ό,τι μιλούσα με δικούς μου ανθρώπους με ανακούφιζε πολύ. Ύστερα πήρα την Χρύσα. Κανόνισα να πάω μια βόλτα από εκεί. Πήγα. Έτσι σκότωσα την ώρα μου με τα παιδιά. Φάγαμε μαζί για βράδυ. Η Χρύσα ήταν φανταστική μαγείρισσα. Καθίσαμε ύστερα στο σαλόνι. Το Μηνά τον πήραν τηλέφωνο οι δικοί του. Πήγε στο δωμάτιο και μιλούσε για αρκετή ώρα. Εγώ έμεινα με τη Χρύσα στο σαλόνι.
- Να σου πω, βρε αδερφούλη μου, καλά τα αστεία σου κι ο χαβαλές, αλλά… τι σου συμβαίνει; Δεν είσαι ο Κωστής που ξέρω. Με τη Μαρία πώς τα πάτε;
- Με διαβάζεις, κωλόπαιδο, καλύτερα από τον καθένα.
Ήρθε δίπλα μου. Με χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι και με φίλησε στο μάγουλο.
- Βρε συ, αν δε νοιαστώ για σένα, για ποιον θα νοιαστώ. Είσαι ο πιο γλυκός αδερφός τους κόσμου! Ήσουν και είσαι το στήριγμά μου στα δύσκολα κι εγώ που βλέπω ότι σε απασχολεί κάτι, δε θα νοιαστώ; Έλα τώρα, τι σου συμβαίνει;
- Αυτό που μου συμβαίνει είναι όντως σοβαρό, αλλά μόνος μου πρέπει να βρω τη λύση. Δε γίνεται να σου πω. Και μην το πάρεις προσωπικά, ότι είναι δηλαδή θέμα εμπιστοσύνης. Απλά είναι εντελώς προσωπικό και θα το λύσω μόνος μου.
- Ξέρω ότι δεν το βάζεις κάτω, βρε θηρίο. Ποτέ δε σε είδα να κωλώνεις από μικρό παιδί. Για μένα, ως μικρότερη που ήμουν, ήσουν η προσωποποίηση της δύναμης του ανθρώπου. Ξέρω ότι θα βρεις τη λύση. Απλά ανησυχώ. Πρόσεχε, Κωστή μου! Και να ξέρεις ότι θα είμαι πάντα δίπλα σου, κι εγώ και ο Μηνάς. Εκείνη τη στιγμή μπήκε ο Μηνάς
- Τι συμβαίνει, βρε Κωστή;
- Τίποτα, Μηνά μου. Απλά, όπως εξήγησα και στη Χρύσα, κάτι προσωπικά και πρέπει να τα λύσω μόνος μου.
- Σίγουρα δε θέλεις βοήθεια σε κάτι;
- Σίγουρα. Είναι από τα πράγματα που τα ξεκαθαρίζεις μόνος σου. Δε γίνεται αλλιώς. Σας ευχαριστώ και τους δυο για το ενδιαφέρον.
Έμεινα λίγο ακόμα. Ύστερα πήγα στο σπίτι. Άνοιξα το κινητό, βρήκα μηνύματα από τη Μαρία. Το τελευταίο πριν μισή ώρα.
«Κωστή, τι έχεις, γιατί δεν απαντάς; Θύμωσες;»
Και τότε απάντησα.
«Μην ανησυχείς για μένα. Πήγα από τα παιδιά και το κινητό είχε κλείσει από μπαταρία και μου έπεσε και στο αμάξι.»
Δεν της έγραψα τίποτα άλλο, δεν της απάντησα αν με πειράζει ή όχι. Άφησα το κινητό και πήγα στο μπάνιο. Ύστερα κοίταξα το ρολόι. Η ώρα είχε πάει δώδεκα τα μεσάνυχτα. Έπεσα για ύπνο. Όμως με έτρωγαν οι σκέψεις. Βασανιζόμουν. Σε μια στιγμή με έπιασε ο εγωισμός μου. Τσατίστηκα με το θέμα. «Εγώ είμαι εδώ, της είπα ότι την περιμένω, κι αυτή βγήκε να ξενογαμηθεί;». Ύστερα ηρέμησα. Με πήρε ο ύπνος. Την άλλη μέρα το πρωί σηκώθηκα νωρίς. Στις εφτά. Ήπια έναν καφέ και έφυγα για την σχολή. Εκεί σχεδόν πέρασα όλο το πρωινό. Μέχρι το μεσημέρι δεν είχα καμιά επικοινωνία μαζί της, δεν είχα πάρει ούτε ένα μήνυμα έστω. «Θα κράτησε η καλοπέραση», σκέφτηκα.
Το μεσημέρι είχαμε ένα κενό. Βγήκα στο κυλικείο της σχολής να πάρω κάτι να τσιμπήσω. Εκεί συνάντησα τη Ρένα, μια συμφοιτήτρια. Χαιρετιστήκαμε. Καθίσαμε μαζί σε αν πεζούλι έξω από το κτίριο. Περιμέναμε και οι δυο να περάσει η ώρα. Σπούδαζε κι εκείνη μηχανικός σαν εμένα. Η συντροφιά της ήταν ευχάριστη. Η ώρα πέρασε χωρίς καν να το καταλάβουμε. Σηκωθήκαμε να πάμε στην αίθουσα. Η ώρα είχε πάει τρεις παρά. Τότε πήρα ένα μήνυμα από τη Μαρία.
«Κωστή μου, πού είσαι; Είσαι στο σπίτι; Γιατί δε μου απάντησες σ’ αυτό που σε ρώτησα στο μήνυμα;»
Τότε την πήρα στο τηλέφωνο.
- Έλα, τι κάνεις;… τη ρώτησα.
- Καλά είμαι, θα έρθω στο σπίτι κατά τις πέντε, πέντε και μισή το απόγευμα.
- Ούτε κι εγώ είμαι στο σπίτι. Όλη τη μέρα τρέχω στην σχολή. Δεν ξέρω τι ώρα θα ξεμπερδέψω, ίσως λίγο αργότερα.
- Ωραία θα τα πούμε στο σπίτι.
- Ωραία, σε κλείνω τώρα. Θα τα πούμε. Βιάζομαι να πάω στο μάθημα. Γεια!
- Γεια!
Έκλεισα το τηλέφωνο.
- Ρένα μου, με συγχωρείς που σε έκανα να περιμένεις.
- Δεν πειράζει. Εξάλλου έχουμε ώρα.
Φύγαμε σιγά σιγά. Μέχρι το αμφιθέατρο λέγαμε αστεία και γελούσαμε. Μπήκαμε και καθίσαμε μαζί. Μισή ώρα πριν το τέλος του μαθήματος είχα ένα κεφάλι καζάνι. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Ένιωσα έναν τρομερό πονοκέφαλο, τόσο δυνατό που μου ερχόταν εμετός. Το είπα στη Ρένα ότι θα φύγω. Εκείνη μου είπε πως ό,τι είναι, θα το σημειώσει εκείνη και θα μου δώσει την άλλη μέρα τις σημειώσεις. Έφυγα σε πολύ χάλια κατάσταση.
Πήγα σπίτι⸱ δεν είχε πάει πέντε ακόμα όταν έφτασα. Ξάπλωσα αμέσως. Το στομάχι μου ανακατευόταν. Μετά από μισή ώρα πήγα στο μπάνιο και τα έβγαλα όλα. Ήμουν χάλια. Η κατάστασή μου χειροτέρεψε και ζαλιζόμουν. Στο διάδρομο παραπατούσα. Πήρα ένα παυσίπονο και πήγα στο δωμάτιο. Ξάπλωσα. Ένιωθα το ταβάνι να γυρίζει. Με πήρε αμέσως ο ύπνος από την εξάντληση.
Σε κάποια στιγμή μέσα στον ύπνο μου και στο χάλι μου νιώθω τη Μαρία δίπλα μου να μου μιλάει. Με φίλησε.
- Κωστή, ξύπνα, καλέ μου!
- Τι είναι;… είπα μέσα στο χάλι μου.
- Τι έχεις;
- Δεν είμαι καλά, έφυγα από το μάθημα και μετά βίας έφτασα στο σπίτι. Έχω ένα τρομερό πονοκέφαλο. Ζαλιζόμουν. Δεν ξέρω τι είναι. Τα παυσίπονα δεν έκαναν τίποτα. Έκανα εμετό. Είμαι πολύ χάλια. Εσύ τι ώρα γύρισες.
- Πριν λίγο, δεν είναι μισή ώρα.
- Τι ώρα είναι;
- Εννιά και μισή.
Δεν είπα τίποτε Ο πονοκέφαλος υποχώρησε ελάχιστα. Σηκώθηκα σχεδόν παραπατώντας. Πήγα στο μπάνιο. Πλύθηκα με κρύο νερό μπας και συνέλθω. Γύρισα και κάθισα λίγο στο σαλόνι. Το χάλι μου συνεχιζόταν.
- Από τι ώρα είσαι εδώ, βρε Κωστή μου;… είπε με ύφος που έδειξε να νοιάζεται για την κατάστασή μου.
- Λίγο πριν τις πέντε γύρισα, γιατί ρωτάς;
- Αφού ήσουν έτσι, γιατί δε με πήρες τηλέφωνο;
- Είσαι καλά, μωρέ; Τι να σου πω, τελείωνε με τον γκόμενο που σε γαμάει γιατί είμαι άρρωστος; Αυτά τα κάνουν οι πουτάνες στο μπουρδέλο που τις πιέζει ο χρόνος. Εσύ τι, πουτάνα είσαι και εγώ θα κάνω την τσατσά απ’ έξω να σου λέω τελείωνε; Πας καλά; Εσύ, γιατί άργησες; Χθες είπες ότι θα είσαι μόνο το βράδυ με αυτόν που βγήκες και πήγε νύχτα που γύρισες. Ε, δεν καθόσουν κι απόψε κι ας ερχόσουν αύριο, γιατί να χάσεις την ευκαιρία της βραδιάς; Είπα με ένα ειρωνικό ύφος.
Χαμήλωσε το κεφάλι. Δεν είπε τίποτα. Τα λόγια μου την πείραξαν πολύ. Ίσως ένιωσε ενοχές, ίσως και φόβο πως παρεξηγήθηκα και ότι θα οδηγούσα τα πράγματα στο τέρμα. Μείναμε αρκετά σιωπηλοί. Εκείνη καθόταν απέναντί μου με κατεβασμένο το κεφάλι. Ζοριζόταν και δε μπορούσε να το κρύψει. Σε κάποια στιγμή πήρε η Χρύσα τηλέφωνο. Της το είπα. Σε ένα τέταρτο ήταν εκεί με τον Μηνά. Έφεραν ένα ηρεμιστικό. Το πήρα αμέσως.
- Κωστή μου, εγώ δε βλέπω τίποτα ιδιαίτερο, μου λέει ο Μηνάς. Μάλλον καμιά ημικρανία είναι και μάλλον είσαι αγχωμένος και στρεσαρισμένος. Δεν έχεις κάτι. Ο εμετός και η ζάλη είναι από αυτό. Μόλις επιδράσει το φάρμακο που σου έδωσα, θα κοιμηθείς, θα χαλαρώσει όλο το μυϊκό σου σύστημα και αύριο θα είσαι, εγγυημένα, καλύτερα. Μόνο πιες τουλάχιστον ένα ποτήρι νερό πριν κοιμηθείς.
- Σας ευχαριστώ, βρε παιδιά. Σας έβαλα κι εσάς σε μπελά.
- Πας καλά μωρέ;… είπε η Χρύσα με αγανάκτηση. Τι μπελάς. Μπελάς εσύ για μένα και το Μηνά; Κοίτα να βγάζεις ότι νιώθεις και να μην τα καταπίνεις όλα μέσα σου. Στρεσαρισμένος είσαι, κατάλαβες; Εμείς θα φύγουμε, εσύ κοιμήσου.
- Κι ό,τι χρειαστείς πάρε μας, ό,τι ώρα και να είναι, είπε ο Μηνάς. Αν δεις ότι συνεχίζεται το χάλι αυτό θα μας πάρεις τηλέφωνο ό,τι ώρα και να είναι να έρθουμε.
- Σας ευχαριστώ πολύ παιδιά.
- Ευχαριστούμε πολύ, είπε και η Μαρία.
Τα παιδιά έφυγαν. Η Μαρία τους ξεπροβόδισε μέχρι την πόρτα. Άκουσα τη Χρύσα να λέει στη Μαρία.
- Κοίτα, ζορίζεται πολύ με τη σχολή. Μην τον βλέπεις έτσι που δείχνει σκληρός. Ψυχούλα είναι, κατά βάθος είναι πολύ ευαίσθητος και πληγώνεται εύκολα. Απλά είναι πολύ περήφανος για να το βάλει κάτω ή να δείξει τις αδυναμίες του. Θέλει τη σχολή να την τελειώσει στο χρόνο. Φαντάσου ότι δε χρωστάει μαθήματα, όπως κάνουν άλλοι. Και δούλευε σερβιτόρος παράλληλα να φανταστείς.
Άνοιξα την τηλεόραση, όμως δεν μπορούσα άλλο. Είχα καταβληθεί από τον πονοκέφαλο. Ήπια ένα ποτήρι νερό, όπως μου είπαν τα παιδιά, και πήγα για ύπνο. Σε λίγο ήρθε κι εκείνη δίπλα μου. Το ό,τι τα παιδιά έτρεξαν αμέσως κοντά μου, μόλις άκουσαν ότι δεν είμαι καλά, το ότι θα ήταν δίπλα μου ό,τι ώρα και να ήταν, ήμουν σίγουρος ότι ένιωσε ότι έχανε έδαφος. Ίσως και να ένιωσε εντελώς στην απ’ έξω. Ξάπλωσε δίπλα μου. Άρχισε να μου κάνει μασάζ στο κεφάλι και στους ώμους. Ένιωσα λίγο καλύτερα. Χαλάρωσα. Σε λίγο ένιωσα να επιδρά το φάρμακο και με πήρε ο ύπνος. Δεν κάναμε καμία άλλη νύξη για το θέμα.
Ξύπνησα το πρωί κατά τις δέκα. Ήμουν πολύ καλύτερα. Πράγματι το φάρμακο έκανε τη δουλειά του. Πήρα ένα ακόμα παυσίπονο και σε λίγη ώρα ένιωθα εντελώς καλά. Η Μαρία είχε σηκωθεί λίγο νωρίτερα. Έφτιαξε μπριζόλες στο φούρνο. Εγώ έκανα μπάνιο και κάθισα να πιώ λίγο καφέ στην κουζίνα. Κοίταξα το ρολόι. Είχε πάει έντεκα. Πήρα τη Ρένα τηλέφωνο.
- Έλα, βρε Ρένα μου, τι κάνεις; Τι έκανες εσύ, έμεινες παραπάνω;
- Ναι, Κώστα, έμεινα. Τα σημείωσα όλα. Θα στα φωτοτυπήσω και θα στα δώσω, όταν βρεθούμε στη σχολή. Σήμερα θα έχει διάλεξη και ο μεγάλος. Εσύ πώς είσαι; Θα έρθεις;
- Είμαι καλά σήμερα. Τι ώρα είναι η διάλεξη;
- Στις τέσσερις το μεσημέρι. Μια ώρα κρατάει, άντε και κάτι παραπάνω.
- ΟΚ. Θα τα πούμε από κοντά. Σε χαιρετώ.
Η Μαρία άκουσε το τηλέφωνο. Ήταν μαζί μου στην κουζίνα.
- Μαρία μου, τι πρόγραμμα έχεις σήμερα;.. τη ρώτησα με έναν απόλυτα φυσικό τρόπο.
- Τίποτα, είπε. Απλά θα πάω για λίγο από το σπίτι να πάρω κάτι ρούχα μου και μετά θα έρθω εδώ.
Η ερώτησή μου έδειξε να την προβλημάτισε λίγο. Ίσως θεώρησε ότι κρύβει κάποιο υπονοούμενο.
- Ωραία!
Έμεινε λίγο σκεπτική.
- Με συγχωρείς που άργησα. Έτυχε. Δεν το είχα στο πρόγραμμα.
Ένιωθε ενοχές το έβλεπα.
- Τι πρόγραμμα να έχεις, βρε Μαρία. Όταν πας για πήδημα, ορμές είναι αυτές. Δεν τα βάζεις σε μέτρο αυτά. Δεν λες θα γαμηθώ τόσες φορές, από τόση ώρα. Έλα μωρό μου ξεκόλλα, είπα αστειευόμενος.
- Κώστα, ήσουν άρρωστος κι εγώ…
- Μη λες μαλακίες. Εξάλλου δεν το έκανες πίσω από την πλάτη μου. Το κανόνισες κι ύστερα με ενημέρωσες. «Κώστα, δεν θα έρθω απόψε. Βρήκα κάποιον που γουστάρω να γαμηθώ μαζί του». Ε, αν έκατσε και κάτι παραπάνω, κανένα εξτραδάκι ή τίποτα υπερωρίες, τι πειράζει; Ξεκόλλα…
είπα με ένα ύφος που από την μια έμοιαζε να αστειεύομαι και από την άλλη έκοβε σαν λεπίδι. Την έφερα σε μεγάλη αμηχανία με αυτά που της είπα. Ύστερα προσπάθησε να αναδιπλωθεί.
- Δε θέλεις να σου πω;… είπε δειλά.
- Όχι, στο είπα και την άλλη φορά, Μαρία. Δεν θέλω να μου πεις. Δε με ενδιαφέρει.
Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί την πείραζε τόσο που δεν ήθελα να μάθω τι έγινε. Πραγματικά αυτό ένιωθα ότι την τσίτωνε πολύ σε αυτήν την κατάσταση⸱ και δεν είχα σκοπό να αλλάξω τη στάση μου. Ίσως και να περίμενε να ζηλέψω, να της κάνω επεισόδιο. Καταλάβαινα πως αυτή μου η στάση την εκνεύριζε πολύ από την αρχή, αλλά το πάλευε να μην τον βγάλει προς τα έξω. Αλλά δεν ήθελα και εγώ να κάνω πίσω, να την αφήσω να βγει από πάνω στο τέλος. Όλο αυτό ήταν δική της ιδέα κι αν προκύπταν συνέπειες δε θα ήθελα να την ελαφρύνω καθόλου. Αν ήταν να νιώσει κάποιο πόνο για όλο αυτό, θα έπρεπε να τον νιώσει για τα καλά, ολόκληρο. Έμεινε λίγο σκεπτική. Ύστερα ήρθε στα γόνατά μου και άρχισε να με φιλάει στο στόμα.
- Σ’ αγαπώ, μωρό μου! Σ’ αγαπώ πολύ… μου έλεγε.
- Και εγώ σ’ αγαπώ, καρδούλα μου, της είπα και ανταπέδωσα τα φιλιά της με πάθος.
Μείναμε λίγο μέσα στα φιλιά και της αγκαλιές. Η ώρα είχε πάει 12 το μεσημέρι. Ύστερα πήρα το τηλέφωνο και πήρα τη μάνα μου στο χωριό. Ύστερα μίλησα και με τον πατέρα μου. Κατά τη μία φάγαμε. Αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. Η Μαρία σε μια στιγμή είπε ότι πρέπει να βρει τρόπο να κάνει την πρακτική της σε ένα δημόσιο νοσοκομείο. Έκανε αίτηση και περίμενε να έρθει η σειρά της. Η ώρα πέρασε. Πίναμε καφέ στο σαλόνι. Ήρθε δίπλα μου και άρχισε να με φιλάει. Τη φιλούσα κι εγώ. Άπλωσε το χέρι πάνω από το παντελόνι μου και άρχισε να με χαϊδεύει. Τη σταμάτησα.
- Άσε, μωρό μου, το βράδυ αν είναι. Να περάσει και η επίδραση του φαρμάκου. Βλέπεις σπάνια παίρνω φάρμακα και αυτό με τσάκισε. Εντάξει μωράκι μου; Κράτα την όρεξη για το βράδυ, ψυχή μου.
- Θα είμαι έτοιμη, επειδή δεν έχω τίποτα να κάνω, θα φροντίσω το απόγευμα να ετοιμαστώ καλά.
- Εντάξει, είναι η ευκαιρία μας και δεν πρέπει να την χάσουμε. Ανυπομονώ να έρθω. Δεν ξέρουμε τι τρελό θα μας προκύψει την άλλη μέρα γι’ αυτό οι ευκαιρίες μας δεν πρέπει να χάνονται.
Με κοίταξε παράξενα μετά από αυτό που της είπα. Πάγωσε για λίγο. Ήθελα να την προβληματίσω. Να την κάνω να πιστέψει, πως όλο αυτό μπορεί να έχει και σοβαρή τροπή και δε γίνεται να συνεχιστεί χωρίς να ανοίξει μύτη στο τέλος. Ήταν όμως και εγωίστρια. Ήταν πολύ έξυπνη και πάντα έπιανε το μήνυμα από αυτά που της έλεγα, ακόμα και αλληγορικά πολλές φορές, αλλά δεν έλεγε να κάνει πίσω, είτε δεν ήθελε, είτε από εγωισμό καθαρά.
Η ώρα πέρασε και έπρεπε να φύγω. Τη χαιρέτησα με ένα φιλί στο στόμα. Έφυγα με το αυτοκίνητο. Πήγα στη σχολή. Σε ένα διάλειμμα με πήραν από το μαγαζί που δούλευα παλιά. Με επιθύμησαν και ζητούσαν να με δουν. Μόλις τέλειωσα το μάθημα πήγα με το αμάξι τη Ρένα στο σπίτι της και μετά πήγα στο εστιατόριο.
Τη στιγμή που έφτασα δεν είχε πολύ δουλειά. Όλα τα παιδιά με υποδέχτηκαν εγκάρδια. Το ίδιο το αφεντικό με κέρασε ένα ποτήρι κρασί. Καθίσαμε σε ένα τραπέζι παράμερα και κουβεντιάζαμε με το αφεντικό του μαγαζιού. Σε λίγο ήρθε η Λίζα. Μια κοπέλα που δούλευε στην λάντζα. Όταν δουλεύαμε παλιά εγώ και η Λίζα ήμαστε η ψυχή του μαγαζιού με τα πειράγματά μας και τα αστεία μας.
- Ρε συ, Κωστή, ξέρεις πόσες έρχονταν εδώ και σε ζητούσαν;… είπε η Λίζα για να με πειράξει.
- Μην του λες τέτοια, Λίζα, είπε ο κυρ Γιώργος. Θα το πάρει πάνω του και θα ψωνιστεί, είπε και σκάσαμε όλοι στα γέλια.
Κι εκεί που λέγαμε αστεία και γελούσαμε, έσκασε μια γυναικοπαρέα. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία. Ύστερα γύρισα και κοίταξα καλύτερα. Ήταν η Νικολέτα με δύο φίλες της. Με χαιρέτησε από μακριά κουνώντας το χέρι της. Σηκώθηκα ευγενικά και πήγα στην παρέα της.
- Καλησπέρα σας, τι κάνετε κα Νικολέτα;
- Καλά, Κωστή μου! Πώς είσαι;
Εκείνη σηκώθηκε και με αγκάλιασε.
- Αν μου ξαναμιλήσεις σαν να είμαι καμιά γριά, θα σε κλωτσήσω στα αρχίδια κωλόπαιδο, και δεν θα σου ξανασηκωθεί ποτέ πια, είπε ψιθυριστά.
Γέλασα. Κάθισα λίγο και είπαμε μια δυο σαχλαμάρες. Με σύστησε στις φίλες της. Η Μαρίνα ήταν κι εκείνη μια λεπτή μεσήλικη γυναίκα με ξανθά μαλλιά και ένα αδύνατο σώμα. Η δε Δώρα ήταν λίγο γεματούλα, αλλά όχι άσχημη. Για την ηλικία της καλά κρατιόταν. Τις χαιρέτησα ευγενικά και γύρισα στο τραπέζι με τη Λίζα και τον κυρ Γιώργη. Ο κυρ Γιώργης με κοίταξε πονηρά.
- Τι έγινε, νεαρέ μου, είπε ο κυρ Γιώργης. Σου την πέσανε οι κυρίες;
- Όχι, κυρ Γιώργη. Τις ξέρω από τότε που δούλευα εδώ.
- Καλά, μας έπεισες, είπε η Λίζα. Πώς τις ξέρεις δηλαδή; Για πες;
- Άστο το παιδί, βρε Λίζα, είπε ο κυρ Γιώργης, δεν ξέρεις ότι είναι πολύ σεμνός και ντρέπεται;
- Το βλέπω, κοκκίνησε, είπε η Λίζα. Έλα, Κωστή μου, μη ντρέπεσαι… είπε χαϊδεύοντάς με στο μπράτσο.
Η παρέα τους μου ήταν τόσο ευχάριστη… Όση ώρα ήμουν εκεί είχαμε λιώσει στα γέλια. Σε μια στιγμή παίρνω ένα μήνυμα. Ήταν από την Νικολέτα.
«Κοίτα, θέλω να βρεθούμε. Έχουμε μια ωραία ευκαιρία απόψε να περάσουμε καλά, τι λες; Εμείς σε καμιά ώρα θα φύγουμε. Οι φίλες μου έχουν αμάξι. Θα πάρουμε ταξί, αν είναι.»
«ΟΚ!», απάντησα χωρίς καν να το πολυσκεφτώ. «Είμαι με αμάξι. Θα σε περιμένω έξω. Ένα μπλε είναι.»
«Ωραία!»
Αμέσως έστειλα ένα μήνυμα στην Μαρία.
«Αγάπη μου, τι κάνεις; Κοίτα μωρό μου απόψε δε θα έρθω. Συγγνώμη. Βρήκα μια γνωστή και ξέρεις, θέλει οπωσδήποτε να βγούμε»
Απάντησε αμέσως.
«Ετοιμάστηκα και σε περίμενα. Εντάξει όμως. Αν το θέλεις τόσο πολύ εσύ, πήγαινε. Καλά να περάσεις»
Έκλεισα το τηλέφωνο. Ήμουν σίγουρος ότι τσιτώθηκε. Θα κατάλαβε το πόσο με πείραξε κι εμένα το προηγούμενο βράδυ που της είπα ότι την περίμενα. Η ώρα πέρασε. Χαιρέτησα τα παιδιά και βγήκα από το μαγαζί. Σε τρία λεπτά βλέπω τη Νικολέτα να έρχεται. Βγήκα να της ανοίξω την πόρτα. Πριν μπει στο αμάξι με έπιασε και με φίλησε με ένα γλωσσόφιλο. Μπήκε μέσα στο αμάξι. Ξεκίνησα.
- Πού πάμε; Ρώτησα.
- Εσύ πού θέλεις; Θέλεις στο σπίτι σου;
- Όχι, είναι η κοπέλα μου εκεί⸱ δε γίνεται.
- Ορίστε; Είπε με έκπληξη. Έχεις κοπέλα και βγαίνεις μαζί μου;
- Ναι, είπα. Κι εσύ έχεις άντρα και βγαίνεις μαζί μου. Γι’ αυτό θέλω να πάμε σε ένα ξενοδοχείο να μη μας ενοχλεί κανείς.
- Ωραία… είπε.
Μέχρι το ξενοδοχείο της τα είπα όλα. Ένιωσα να ξαλαφρώνω από ένα βάρος. Εκείνη με άκουγε έκπληκτη. Δεν πίστευε στ’ αυτιά της.
- Δεν ξέρω, βρε Κωστή μου. Δε σας βλέπω να κάνετε χαΐρι και προκοπή.
- Την αγαπάω όμως, είμαι ερωτευμένος μέχρι τα μάτια μαζί της.
- Περίεργα μου τα λες. Και με μένα τι θέλεις τότε;
- Ό,τι κι εσύ. Σεξ μέχρι αναισθησίας.
- Καλά, η κοπέλα σου δε σε ικανοποιεί;
- Ναι, με ικανοποιεί και πολύ μάλιστα, είναι μια θεά στην ομορφιά, πραγματικό μοντέλο. Αυτή το άρχισε. Εγώ δεν ήθελα, αλλά δεν είμαι και από εκείνους που παρακαλάνε. Άφησα τα πράγματα να πάρουν μόνα τους την πορεία, Νικολέτα μου. Δεν αξίζει να τις πιέζεις αυτές τις καταστάσεις. Τι νόημα θα είχε αν έλεγα όχι, και μετά από λίγο καιρό μου την έφερνε πισώπλατα; Άσε, κι ο καθένας ας υποστεί τις συνέπειές του από όλο αυτό.
- Είσαι ριψοκίνδυνος άνθρωπος. Το λέει η καρδιά σου, Κωστή!
Της έδειξα αι φωτογραφία της Μαρίας στο κινητό μου. Η Νικολέτα θαύμασε την ομορφιά της.
- Αυτή είναι μια θεά, βρε Κωστή μου!
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο. Μπήκαμε στο δωμάτιο και πήγαμε στο μπάνιο. Πλυθήκαμε μαζί και αρχίσαμε τα φιλιά. Την έστησα όρθια και άρχισα να την γαμάω από πίσω. Εκείνη ακουμπούσε στον τοίχο. Έχυσε και μετά από λίγο έχυσα κι εγώ πάνω στον κώλο της. Ξεπλυθήκαμε και βγήκαμε στο κρεβάτι.
Αρχίσαμε τις αγκαλιές και τα χάδια. Πέρασαν τρία τέταρτα. Δεν είχαμε πρόβλημα χρόνου. Είχαμε όλη τη βραδιά δική μας.
Την έσπρωξα ανάσκελα και άρχισα να παίζω με τις όμορφες ρώγες της. Κατέβηκα στο μουνί της και άρχισα να της το επεξεργάζομαι όπως παλιά. Η Νικολέτα βογκούσε από την καύλα. Έχυσε βγάζοντας δυνατούς αναστεναγμούς και βογκητά. Ύστερα σηκώθηκα στο πάτωμα όρθιος. Ήρθε γονάτισε μπροστά μου και άρχισε να παίρνει τον πούτσο μου στο στόμα της.
- Αυτός είναι πούτσος… μου έλεγε.
Η πίπα της ήταν θεϊκή. Αν συνέχιζε λίγο ακόμα δεν ήθελε πολύ για να χύσω. Την έβαλα στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια ψηλά. Καρφώθηκα πάλι μέσα και άρχισα να την γαμάω. Είχαμε εκστασιαστεί. Το μουνί της έτρεχε «νερά» από την ηδονή. Τη σήκωσα ψηλότερα και έβαλα δύο μαξιλάρια στη μέση της. Είχα την σούφρα της μπροστά μου που ήταν γεμάτη από τα υγρά του μουνιού της. Τον έχωσα σιγά σιγά. Ήταν σφιχτή.
- Σιγά σιγά σε παρακαλώ. Έχω να το κάνω πολύ καιρό από τον κώλο. Πονάω.
- Ηρέμησε, χαλάρωσε τα πόδια σου. Θα προσέχω να μην πονέσεις.
Άρχισα να τρίβω το πουτσοκέφαλο κυκλικά στην κωλοτρυπίδα της. Σιγά σιγά τον έσπρωχνα μέσα. Το πουτσοκέφαλο μπήκε. Άρχισα προσεκτικά το μέσα έξω.
- Σιγά σιγά, Κώστα μου, είναι χοντρός και πονάω.
Συνέχισα προσεκτικά με πολύ αργές κινήσεις. Η σούφρα της χαλάρωσε πια αρκετά και έμπαινα με περισσότερη άνεση. Άρχισε να το απολαμβάνει. Ο πόνος έδωσε την θέση του στην ηδονή. Έφερε το χέρι της μπροστά και άρχισε να τρίβει την κλειτορίδα της. Ύστερα έχωνα τα δύο δάχτυλα μέσα στο μουνί της και μαλακιζόταν. Ο πούτσος μου έμπαινε ολόκληρος μετά από κάποια στιγμή, τεντώθηκε πολύ. Ήθελα να χύσω. Το κατάλαβε.
- Περίμενε λίγο μωρό μου, να χύσουμε μαζί.
Βρήκα ένα ρυθμό που της άρεσε. Εκείνη βρήκε τον δικό της με το χέρι της. Άρχισε να χύνει. Έχυσα κι εγώ ταυτόχρονα μέσα στον κώλο της. Ήταν υπέροχο. Μετά το πρώτο τίναγμα μέσα της ο πούτσος μου έμπαινε ευκολότερα, γλιστρούσε. Απολάμβανα αυτήν τη διείσδυση μέσα της. Όταν στράγγισα εντελώς βγήκα και ξαπλώσαμε κανονικά στο κρεβάτι.
- Αυτό ήταν γαμήσι αγόρι μου! Αυτό ήταν κανονικό ξεπάτωμα που το ευχαριστήθηκα! Σε ευχαριστώ πολύ, είπε και με φίλησε στο στόμα.
Μείναμε λίγο έτσι. Ύστερα πήγε στο μπάνιο. Εγώ έμεινα ανάσκελα κοιτώντας το ταβάνι του ξενοδοχείου Σε μια στιγμή παίρνω ένα μήνυμα. Ήταν από την Μαρία.
«Πώς είσαι; Περνάς καλά;»
Δεν της απάντησα. Την άφησα να αναμένει την απάντηση. Ήξερα ότι βασανιζόταν. Σε λίγο βγήκε και η Νικολέτα από το μπάνιο. Έκλεισα το κινητό και πήγα να πλυθώ. Μέχρι το πρωί δεν κοιμηθήκαμε σχεδόν καθόλου. Ξεσκιστήκαμε στο γαμήσι, όπως κάναμε παλιά. Η γυναίκα ήξερε να γαμιέται και να το απολαμβάνει. Κοιμηθήκαμε κατά τις εφτά το πρωί εξαντλημένοι και οι δύο.
Ξυπνήσαμε κατά τις δώδεκα το μεσημέρι. Άνοιξε το κινητό της. Πήρε ένα μήνυμα από τον άντρα της. Έφτανε από το ταξίδι στις δύο το μεσημέρι. Αμέσως πήρε την φίλη της την Μαρίνα να την καλύψει, αν χρειαστεί, λέγοντας ότι βγήκαν να φάνε, ήπιαν και έμεινε σε εκείνη. Φύγαμε άρον άρον. Ούτε καφέ δεν προλάβαμε να πιούμε. Εγώ πήγα πρώτα από το κέντρο. Πήρα κάποια πράγματα που χρειαζόμουν για τη σχολή και ύστερα έφυγα στο σπίτι. Όταν έφτασα στο σπίτι, βρήκα τη Μαρία σκεπτική στο σαλόνι.
- Καλησπέρα, Μαρία μου… είπα.
- Καλησπέρα… είπε κοφτά.
- Τι κάνεις, μωρό μου; είπα και την φίλησα στο μάγουλο.
- Καλά είμαι, βαριέμαι.
- Θέλεις να φάμε έξω;
- Όχι, έχει φαγητό από χθες. Θα φάμε εδώ.
- Εντάξει, είπα και πήγα στο μπάνιο.
Έμεινα αρκετά μέσα στο μπάνιο να χαλαρώσω. Ένιωσα ότι ξαναγεννιόμουν. Βγήκα πήγα στο δωμάτιο και φόρεσα μια πρόχειρη φόρμα. Η Μαρία ήταν απασχολημένη με το φαγητό. Πήγα και την αγκάλιασα από πίσω και τη φίλησα στο λαιμό.
- Σ’ αγαπώ… μου έλειψες.
- Τι;… είπε με ένα βλέμμα απορίας και θυμού ταυτόχρονα.
- Ναι, μου έλειψες. Όλο το βράδυ σε σκεφτόμουν. Δεν λέω ωραία πέρασα, πλάκα είχε, αλλά θα ήθελα να είμαι μαζί σου.
- Ήταν καλή γκόμενα;
- Ναι, λίγο μεγαλύτερη, αλλά μουνάρα. Ήξερε η πουτάνα να γαμιέται. Με ξεζούμισε. Θα μέναμε και σήμερα, αλλά χάλασε το πράγμα με την αναπάντεχη επιστροφή του άντρα της. Θα παραγγέλναμε απ’ έξω για να μην χάσουμε χρόνο καθόλου. Συγγνώμη, που σε έβγαλα από το πρόγραμμά σου, είπα με ένα σοβαρό ύφος.
- Δεν πειράζει, αγάπη μου, είπε. Εμείς πάντα θα έχουμε τη δική μας ευκαιρία, έτσι δεν είναι;
Δεν απάντησα στο ειρωνικό της σχόλιο. Φάγαμε και καθίσαμε στο σαλόνι. Ήταν λίγο σκεπτική. Σε μια στιγμή με ρωτάει:
- Και πώς ήταν;
- Τι πώς ήταν, βρε Μαρία μου; Γαμήσι ήταν. Πώς να ήταν;
- Ε, τι κάνατε;
- Όλα, όσα μπορούσαμε. Της άρεσε έλεγε ο πούτσος μου που είναι χοντρός και μεγάλος. Ε, μου έλεγε ότι τέτοιο γαμήσι, δεν το έχει κάνει παρά μόνο με μένα. Ότι είναι πολύ ευχαριστημένη, όταν βρίσκεται μαζί μου, τι άλλο; Πού να θυμάμαι τι άλλες μαλακίες έλεγε;
- Ωραία… είπε πάλι με μια ψεύτικη ψυχραιμία.
Χαμογελούσε δήθεν ψύχραιμα. Το έβλεπα. Δε μπορούσε να κρυφτεί. Δεν ήθελα όμως να την τσιτώσω άλλο. Την πήρα αγκαλιά. Τη φίλησα. Ήταν θυμωμένη. Το έβλεπα.
- Μαρία μου, σε αγαπάω τρελά. Σε λατρεύω μωρό μου. Θέλω να είσαι πάντα χαρούμενη. Να το ξέρεις αυτό καρδιά μου! Είσαι μέσα στην καρδιά μου κάθε μέρα κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Ολοένα και πιο βαθιά σε βάζω, σε σημείο που δεν πρόκειται να βγεις με τίποτα από εκεί. Να το ξέρεις αυτό χαρά μου.
Με κοίταξε με βουρκωμένα μάτια. Ύστερα σηκώθηκε και πήγε στο μπάνιο. Το βράδυ εκείνο το κάναμε δυο φορές με τη Μαρία. Μάλιστα, η δεύτερη φορά κράτησε πολύ. Κατάφερα να την κάνω να χύσει δύο φορές. Το πρωί της επόμενης μας βρήκε αγκαλιασμένους μέσα στις γλύκες.
Οι μέρες περνούσαν ήρεμα. Η Μαρία δεν είχε για ένα διάστημα δύο βδομάδων σχεδόν κανένα ραντεβού. Ούτε κι εγώ. Κάπου πίστεψα ότι όλη αυτή η τρέλα πήγαινε προς το τέλος. Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε κάποια στιγμή να μιλήσουμε και να σταματήσουμε το τρελό αυτό παιχνίδι. Περνούσαμε μέσα στις γλύκες, τις αγκαλιές, τα φιλιά και τον έρωτα.
Άρχισα τη δουλειά στην εταιρεία. Γύριζα αργά το απόγευμα. Η Μαρία μου και άρχισε κι εκείνη την πρακτική της, ερχόταν πάντα πριν από μένα στο σπίτι. Περνούσαμε υπέροχα⸱ και πλέον από κανέναν νύξη για την τρέλα που κάναμε τις προηγούμενες μέρες, λες και ήταν πια παρελθόν.
Ήταν απόγευμα που γύρισα στο σπίτι. Ήμουν πολύ στενοχωρημένος από τη δουλειά. Κάποιος συνάδερφος έκανε μια στραβή και τα φόρτωσε σε μένα ως καινούριος που ήμουν στην εταιρία. Είχα αγχωθεί τόσο πολύ, εκνευρίστηκα και ήθελα ένα δικό μου άνθρωπο να μιλήσω, να ξαλαφρώσω. Όταν μπήκα την φώναξα.
- Μαρία, αγάπη μου!
Δεν πήρα απόκριση. Βρήκα ένα μήνυμα στο κομοδίνο.
«Κωστή μου, θα βγω ένα ραντεβού απόψε. Θυμάσαι το Νίκο, εκείνο το μεσήλικα που βρεθήκαμε στην Λευκάδα; Θα βγούμε. Ίσως να μην μπορέσω να έρθω απόψε»
Πέταξα την τσάντα μου στο πάτωμα. Κάθισα στον καναπέ. Πήρα το κινητό. Ήθελα να της στείλω μήνυμα ότι δεν είμαι καλά, ότι την έχω ανάγκη. Ξεκίνησα να το γράφω, αλλά το μετάνιωσα. Δάκρυσα. Ένιωσα μια μοναξιά στην ψυχή μου. Με πήρε πραγματικά από κάτω. Έβαλα ένα ουίσκι και πήρα το λάπτοπ που είχα στο σπίτι. Εκείνη συνήθιζε να μπαίνει στο Facebook συχνά από εκεί. Μπήκα στο προφίλ της μια και δεν είχε αποσυνδεθεί. Μπήκα στα μηνύματά της. Με το Νίκο μιλούσαν αρκετό καιρό. Εκείνος της την έπεφτε κανονικά. Της μιλούσε για τη ζωή του. Ότι ήταν παντρεμένος κι ότι είχε και έναν μικρό γιο που ζει με την πρώην γυναίκα του. Ήταν στέλεχος σε μια ναυτιλιακή εταιρία. Εκείνη τη μέρα την προσκαλούσε στη βίλα του στην άνω βούλα.
Έκλεισα το λάπτοπ. Πήρα το κινητό μου και κοίταζα τις επαφές. Έστειλα ένα μήνυμα στη Λένα στο Βόλο. Απάντησε αμέσως. Αρχίσαμε να μιλάμε. Εκείνη η κοπέλα μπορούσε και με χαλάρωνε με τα αστεία της. Μας πήρε αργά που μιλούσαμε. Μου έλεγε ότι με έχει ερωτευτεί. Εγώ από την άλλη της έλεγα ότι τη συμπαθώ και ότι μαζί της όταν μιλάω νιώθω που όμορφα.
Την άλλη μέρα η Μαρία ήρθε νωρίς, πριν το μεσημέρι. Όταν ήρθε έπεσε στην αγκαλιά μου. Την πήρα και την πήγα στο κρεβάτι. Την ξεγύμνωσα και άρχισα να την φιλάω. Δεν περίμενα καθόλου να κάνει κάποια προκαταρκτικά. Την έβαλα κάτω και άρχισα να την γαμάω με πάθος. Έχυσε λίγο πριν χύσω κι εγώ τον έβγαλα και έχυσα στο πρόσωπό της. Όταν χαλαρώσαμε την έβλεπα και ξεκαρδίστηκα στα γέλια. Το ίδιο έκανε κι εκείνη.
- Βρωμιάρη με λέρωσες! Θα σε σκοτώσω! Έλα, φίλα με, είπε με νάζι.
Την έπιασα και τη φίλησα με ένα γλυκό γλωσσόφιλο. Ύστερα βγήκε και πλύθηκε. Ακολούθησα κι εγώ. Καθίσαμε στο σαλόνι.
- Δε θα με ρωτήσεις πώς πέρασα;
- Ναι, αλήθεια πώς πέρασες;… είπα κάπως αδιάφορα.
- Ωραία, πλάκα είχε. Ο άνθρωπος είναι πολύ πλούσιος. Χωρισμένος. Έχει έναν γιο. Τον ξέρεις, είναι ο Νίκος που είχαμε συναντήσει στη Λευκάδα.
- Α, μάλιστα. ΟΚ.
- Αύριο θέλει να ξαναβρεθούμε.
- Μάλιστα… δικό σας θέμα, είπα.
Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Αυτή η τελευταία μου κουβέντα την έκανε να παγώσει λίγο. Ήταν με σκυφτό το κεφάλι. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν.
- Απόψε σε θέλω πολύ γλυκέ μου! είπε κοιτάζοντάς με στα μάτια με ένα ερωτικό βλέμμα.
- Κι εγώ, μωρό μου. Σε έχω μεγάλη ανάγκη. Θέλω την αγκαλιά σου, αγάπη μου!
Με χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι και με φίλησε στο πρόσωπο.
- Σ’ αγαπώ πολύ! Είπε.
Δεν της μίλησα για το πόσο την είχα ανάγκη το προηγούμενο βράδυ, ούτε για τα προβλήματα που αντιμετώπισα στη δουλειά. Το απόγευμα εκείνης της μέρας πετάχτηκα για λίγο μέχρι τη Χρύσα να πάρω κάτι. Γύρισα μετά από μία ώρα και στο σπίτι δεν ήταν κανείς. Θεώρησα ότι θα πετάχτηκε από το σπίτι της. Ύστερα έλαβα ένα μήνυμα.
«Με συγχωρείς που έφυγα ξαφνικά, ο Νίκος με πήρε ξαφνικά τηλέφωνο. Μου ζήτησε να πάω επειγόντως από εκεί. Μου είχε λέει μια έκπληξη. Θα μείνω εδώ απόψε, αν δεν πειράζει»
Τσατίστηκα. Έκλεισα το τηλέφωνο. Παρόλο αυτό που της έκανα με την Νικολέτα, το έκανα ακριβώς με τον τρόπο που μου την έκανε εκείνη τις προάλλες, δεν έδειξε την παραμικρή κατανόηση. Το τραβούσε το σχοινί στα άκρα. Κάθισα αρκετή ώρα στο σαλόνι. Τα σκεφτόμουν και με είχε πάρει από κάτω. Πήρα την απόφαση να της μιλήσω. Δεν το ήθελα άλλο αυτό το παιχνίδι. Μου την έδωσε στα νεύρα. Και τότε που με γονάτισε η ημικρανία, που η Χρύσα με το Μηνά μιλούσαν για στρες, δεν ήταν το πανεπιστήμιο. Ήταν η όλη κατάσταση που βίωνα με τη Μαρία. Κάποια στιγμή ένιωσα και ένα θυμό. Άρχισα να βρίζω τον εαυτό μου. Την αγαπούσα όμως. Το ομολογούσα στον εαυτό μου. Ήταν εκείνη που κατάφερε με να κάνει τον αντρικό μου εγωισμό κουρέλι. Καθόμουν και το σκεφτόμουν όλο αυτό και μου την έδωσε. Σε λιγότερο από μισή ώρα παίρνω κι άλλο μήνυμα.
«Κωστή μου, αγόρι μου, σε ρώτησα αν σε πειράζει. Δε μου απάντησες όμως»
Πέταξα το τηλέφωνο στον καναπέ. Άνοιξα την τηλεόραση. Βαρέθηκα. Πήρα πάλι το κινητό μου. Μπήκα στο προφίλ μου. Αναζήτησα τις συνομιλίες με τη Λένα. Ήταν μέσα. Της έστειλα μήνυμα. Απάντησε. Αρχίσαμε να μιλάμε με μηνύματα. Δεν ξέρω οι συζητήσεις μαζί της με χαλάρωναν. Μιλούσαμε αρκετά. Σχεδόν πήγε δύο το βράδυ. Νυστάξαμε. Με πήρε ο ύπνος στο σαλόνι. Κοιμήθηκα ξεσκέπαστος. Κρύωνα. Σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιο της Χρύσας. Πήρα μια κουβέρτα που είχε στην ντουλάπα της και πήγα πάλι στο σαλόνι. Εκεί με βρήκε το πρωί. Δεν ήθελα να κοιμηθώ μέσα στο δωμάτιο. Όσο μιλούσα με τη Λένα, η Μαρία μου έστειλε άλλα τρία μηνύματα. Δεν απάντησα σε κανένα. Σε όλα με ρωτούσε αν με πειράζει που θα καθίσει στο Νίκο το βράδυ.
Το βραδάκι της Κυριακής, αφού είδα ότι δεν είχε γυρίσει, κανόνισα με τον Τάσο να βγούμε για μια μπύρα. Όσο και να το έπαιζα άνετος, βασανιζόμουν πολύ. Γύρισα αργά το βράδυ. Έκανα ένα μπάνιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μπήκα στις συνομιλίες με την Λένα και αρχίσαμε να τα λέμε πάλι. Κατά τις 11 κοιμήθηκα γιατί έπρεπε να σηκωθώ νωρίς την άλλη μέρα για δουλειά.
Τη Δευτέρα πήγα νωρίς στην δουλειά. Γύρισα κατάκοπος. Έπεσα για ύπνο. Η Μαρία δεν είχε γυρίσει ακόμα. Το απόγευμα βγήκα πάλι με ένα φιλαράκι από την σχολή. Κάθισα ως αργά σε ένα μπαράκι στην Καλλιθέα. Ύστερα φύγαμε. Η Μαρία δεν είχε γυρίσει ούτε κι αυτό το βράδυ στο σπίτι.
Το πρόγραμμα της επόμενης πάλι δύσκολο. Φεύγοντας από τη δουλειά πάλι είχα πονοκέφαλο. Πήρα ένα παυσίπονο και μισό ηρεμιστικό λίγο πριν φύγω από την δουλειά. Άρχισε να μου περνάει στο δρόμο, ευτυχώς. Έφτασα στο σπίτι και βρήκα την Μαρία να κοιμάται του καλού καιρού. Τη φίλησα.
- Μαρία; Είπα σιγανά να την ξυπνήσω.
- Έλα, Κωστή μου, είπε νυσταγμένα. Πέσε και εσύ στο κρεβάτι μαζί μου. Άσε με λίγο, τα λέμε αργότερα.
- Πρέπει να σου μιλήσω.
- Αργότερα, μωρό μου.
- Θέλω τώρα να σου μιλήσω.
- Αργότερα, βρε αγαπούλα μου, άσε με νυστάζω πολύ, δεν κοιμήθηκα καθόλου το βράδυ.
Τραβήχτηκα και πήγα στο σαλόνι. Η τσάντα της ήταν πεταμένη και ανοιχτή στο πάτωμα δίπλα στον καναπέ. Καθώς έσκυψα να την μαζέψω, έπεσαν τα πράγματά της. Μέσα σε αυτά και ένα κουτί με ένα ακριβό ρολόι καινούριο, καθώς επίσης και ένα κουτί με σκουλαρίκια. Από τη φίρμα και μόνο κατάλαβα ότι ήταν ακριβά δώρα. Και μόνο ο Νίκος είχε την οικονομική άνεση να της κάνει τέτοια δώρα. Θύμωσα. Άφησα την τσάντα όπως ακριβώς τη βρήκα και έφυγα. Παρόλη την κούραση που είχα, δε με χωρούσε το σπίτι. Έφτασα στο κέντρο με τα πόδια. Πήγα και γύριζα αριστερά και δεξιά στα χαμένα. Σκέφτηκα να πάρω τη Χρύσα να πάω από εκεί. Κι εκείνη τη στιγμή διαπίστωσα ότι άφησα το κινητό μου στο σπίτι. Γύρισα μετά από τρεις ώρες. Η ώρα είχε πάει εννιά το βράδυ. Η Μαρία με περίμενε στο σαλόνι.
- Καλησπέρα, είπα με σοβαρό ύφος.
- Καλησπέρα, είπε κι εκείνη έχοντας ένα ύφος που έδειχνε ότι κάτι την έχει ενοχλήσει.
Πήγα στο μπάνιο να πλυθώ. Ύστερα στην κουζίνα να φτιάξω ένα τσάι.
- Μαρία, εσύ θέλεις τσάι;
- Όχι, απάντησε κοφτά.
Κάθισα απέναντί της, έχοντας ένα ψύχραιμο ύφος. Ένα ύφος που έπαιρνα πάντα, όταν ήθελα να ξεκαθαρίσω καταστάσεις⸱ και το κατάλαβε.
- Ήθελες να μου μιλήσεις πριν, γιατί έφυγες;
- Δε μπορούσα, πνιγόμουν. Έπρεπε να πάρω αέρα.
- Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Στη δουλειά;
- Στην δουλειά δεν πάνε καθόλου καλά τα πράγματα, αλλά ποιος τα χέζει. Λες και θα μείνω αιώνια εκεί; Σε λίγο καιρό τελειώνει η σύμβαση και φεύγω. Ύστερα πάλι θα κοιτάξω να δω τι θα κάνω με τη σχολή μου.
- Και τι ήταν αυτό που ήθελες να μου πεις, όταν ήρθες;
- Τίποτα, ξέχνα το.
- Είπαμε να τα λέμε όλα…
- Μα, δεν σου κρύβω τίποτα, της είπα. Εγώ όλα τα λέω. Δεν καταλαβαίνω το υπονοούμενο.
- Όχι, όλα. Εγώ αγάπη μου! Εγώ ό,τι κάνω σε ενημερώνω, σε ρωτάω πριν· εσύ μου κρύβεις πράγματα.
- Σαν τι σου κρύβω εγώ;
Η ένταση και στους δυο ήταν έκδηλη πια.
- Σαν αυτό. Είπε και μου έδειξε το κινητό μου.
- Άσε το κινητό μου. Γιατί το άνοιξες;
- Πες μου για την Λένα, πού το πάτε; Γιατί τόσες πολύωρες συζητήσεις, ε; Εσείς δείχνετε σαν να πάτε να κάνετε σχέση. Είπαμε ότι όλο αυτό που κάνουμε ξεχωριστά ο ένας από τον άλλον δεν έχει παρά στόχο μόνο το σεξ και τίποτα άλλο. Έτσι δεν είναι; Είπε με ένα θυμωμένο ύφος. Γιατί δεν μου μιλάς; Γιατί δεν μου λες τίποτα για σένα; Αν δεν σε ρωτήσω εγώ, δεν θα μου πεις τίποτα γι’ αυτές που βγαίνεις, και δεν με ρώτησες ποτέ τίποτα για τις δικές μου εξόδους, λες και αδιαφορείς. Γιατί, δεν σε ενδιαφέρει καθόλου; Είπε με θυμωμένο ύφος. Εκεί έφτασα ως τα μάτια.
- Εσύ, Μαρία μου, είσαι το παράδειγμα της ειλικρίνειας, είπα ειρωνικά. Σου είπα ότι τον μαλάκα τον Νίκο δεν τον γούσταρα από την Λευκάδα. Αλλά ας το ξεπεράσουμε αυτό αφού γαμήθηκες με τόσους άλλους, ένας ακόμα γαμιάς θα με πείραζε; Είπες ότι με αγαπάς. Το λες αγάπη όλο αυτό που νιώθεις; Ψέματα λες. Γουστάρεις με τον Νικολάκη, ε; Φράγκα, πλούσιος, και μετά μου πουλάς αγάπη. Λες ψέματα Μαρία, λες ψέματα!
- Εγώ;
- Ναι, εσύ. Στην αρχή είπαμε να το κάνουμε αραιά και που ή μια δυο φορές στην αρχή και τώρα κόλλησες μαζί του. Έτσι δεν είναι; Τον αγαπάς έτσι δεν είναι; Έχεις ξεμυαλιστεί για τα καλά μαζί του, έτσι δεν είναι;
- Όχι, ούρλιαξε, εγώ εσένα αγαπώ. Ζηλεύεις; Τον περισσότερο καιρό πηδιέμαι μαζί σου.
- Ψέματα, ψέματα, ψέματα! Ούρλιαξα από το θυμό μου. Τον αγαπάς, έχεις φάει κόλλημα μαζί του, πες μια φορά την αλήθεια γαμώ το θεό σου! Τι είναι αυτά;
…και άρπαξα την τσάντα της και την πέταξα στο πάτωμα.
- Δώρα; Τα δέχτηκες; Γιατί; Είπαμε ότι όλο αυτό που κάνουμε δεν έχει κανέναν άλλο σκοπό παρά μόνο το σεξ. Εδώ βλέπω ότι υπάρχει και κάτι άλλο. Όταν αγαπάς κάποιον Μαρία είσαι δίπλα του. Ήσουν δίπλα μου μόνο όταν όλα ήταν ΟΚ. Όταν δεν υπήρχε πρόβλημα σε ό,τι έκανες και θα μπορούσες να έχεις την συνείδησή σου ήσυχη. Ποτέ στα δύσκολα. Είδες πόσο ενοχλήθηκες, όταν σε έστησα και πήγα με την Νικολέτα; Τι νομίζεις ότι είχα καμιά μεγάλη κάψα να πάω μαζί της; Επίτηδες το έκανα να ξέρεις, για να καταλάβεις πώς ένιωσα κι εγώ, όταν σου έλεγα ότι σε περιμένω, ότι σε θέλω στην αγκαλιά μου, ότι σ’ αγαπάω. Θύμωσες όμως. Δε μπορούσες να το κρύψεις, όσο κι αν προσπάθησες. Κι εδώ σε εσάς υπάρχει κάτι περισσότερο, από τη μαλακία που ισχυρίζεσαι.
- Όχι, δεν υπάρχει, είπε μέσα στα κλάματα.
- Ναι, και να σου πω και κάτι ακόμα; Αυτό ήταν που ήθελα να σου πω όταν γύρισα. Τίποτα από αυτά που έγιναν και γίνονται δεν ήθελα να γίνει. Είδες από την πρώτη στιγμή ότι ήμουν πολύ ερωτευμένος μαζί σου και το εκμεταλλεύτηκες. Με παρέσυρες στο παιχνίδι σου. Αυτό έκανες. Έτσι δεν είναι; Και μου μιλάς για ειλικρίνεια; Μου έκρυψες ότι βρεθήκατε και στη Χαλκιδική. Έτσι δεν είναι, Μαρία; Και μην μου μιλάς για μένα και την Λένα. Με την Λένα μιλάμε, γιατί νιώθω ότι με καταλαβαίνει ένας άνθρωπος σ’ αυτόν το κόσμο, γαμώ τη ζωή μου! Εσύ με καταλαβαίνεις Μαρία; Ε; Πες μου, με καταλαβαίνεις; Όχι, Μαρία! Δεν με καταλαβαίνεις, είπα μέσα στην ένταση.
- Ναι, σε καταλαβαίνω… είπε έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
- Ψέματα! φώναξα μέσα στα νεύρα. Λες ψέματα, Μαρία! Πού ήσουν όταν σε είχα ανάγκη; Θέλεις να δεις να μηνύματά σου; Πώς μου τα έγραφες; «Κωστή μου κανόνισα γαμήσι απόψε, σε πειράζει; Το έλεγες έτσι που έδειχνες ότι δεν νοιάζεσαι για μένα. Απλά με ενημέρωνες με έναν πλάγιο τρόπο που θα εξασφάλιζες έτσι τη συναίνεσή μου ή και τη σιωπή μου και δε νοιαζόσουν για μένα, αλλά για την πάρτη σου. Να εξασφαλίσεις ότι δε θα υπάρξει πρόβλημα και χαλάσει το πρόγραμμά σου. Όταν σου είπα ότι σε περιμένω, ότι σ’ αγαπώ τι έκανες; Σε άγγιξε καθόλου; Όχι! Απλά συνέχισες το πρόγραμμά σου. Δεν το γουστάρω άλλο, Μαρία. Φτάνει πια! Εμπρός, δεν έχεις παρά να πας μαζί του. Και τώρα ακόμα που σου τα είπα, θέλεις να πας. Το βλέπω στο ύφος σου, διαβάζω το βλέμμα σου, γαμώ το θεό μου! Εμπρός! Άνοιξε το κινητό σου, είπα με μια βραχνή φωνή από την ένταση που ένιωθα και της το άρπαξα ξαφνικά με δύναμη από το χέρι.
Ήταν σοκαρισμένη και δεν πρόλαβε να αντιδράσει στην κίνησή μου αυτή. Άνοιξα τα μηνύματα. Μπήκα στα δικά του. Άνοιξα την συζήτηση.
- Ορίστε, ταξιδάκι αναψυχής στο Παρίσι για δέκα μέρες σου πρότεινε. Ποιος στη χάρη σου! Και του απαντάς ότι θέλεις λίγο χρόνο να ετοιμαστείς και να βρεις και τον τρόπο να μου το πεις, να βρεις μια δικαιολογία Μαρία. Είμαστε σοβαροί; Θα μου ζητούσες την άδεια ή μήπως θα έβρισκες μια καλή δικαιολογία όπως τότε με το Δημήτρη; Ε; Όχι Μαρία. Με το Νίκο το γουστάρεις, το θέμα και πέρα από το σεξ. Και δεν έχει πια νόημα αυτό που έχουμε μεταξύ μας. Τι θα έλεγες, αν σου έλεγα όχι, να μην πας; Θα έβρισκες δικαιολογία όπως λες και στο μήνυμα. Έτσι είναι Μαρία, δυστυχώς, αυτή είναι η αλήθεια και δε μπορείς να κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου!
Είχα δακρύσει. Πέταξα το κινητό της στον καναπέ δίπλα της. Κάθισα στον άλλο καναπέ. Έφτασα στα όριά μου. Δάκρυσα. Έκλαψα για λίγο. Δεν το πάλευα άλλο. Έπρεπε να ανακτήσω τον κουρελιασμένο μου εγωισμό. Βυθίστηκα για λίγο στις σκέψεις μου λες και δεν ήταν εκεί. Άρχισα να θυμώνω με μένα που παρασύρθηκα. «Πού πήγε όλο αυτό που είχες, βρε Κωστή; Γαμώ την ανδρική σου υπερηφάνεια! Εσύ είσαι που δεν δεχόσουν μύγα στο σπαθί σου;», μονολογούσα από μέσα μου. Με κοιτούσε κι εκείνη με βουρκωμένα μάτια και δε μιλούσε. Είχε σοκαριστεί με το ξέσπασμά μου. Την κοίταξα και στα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα.
- Πώς μπορεί, βρε Μαρία, να προχωρήσει όλο αυτό που έχουμε; Δε γίνεται. Πήγαινε στον καλό σου! Κάνε τα ταξιδάκια σου! Θα περάσεις τέλεια. Θα δεις μέρη ονειρεμένα. Εγώ… δε μπορώ άλλο. Έφτασα στα όριά μου. Αν συνεχίσει όλο αυτό, προβλέπω χειρότερα, θα ξεσπάσω πολύ άσχημα και δεν το θέλω σε καμιά περίπτωση. Και να σου πω, βρε κοπελιά; Το χρωστάω λίγο και στον εαυτό μου να το σταματήσω όλο αυτό. Εμείς… τέρμα, Μαρία, ως εδώ ήταν…
είπα με μια φωνή που μόλις έβγαινε από μέσα μου. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Πλύθηκα και γύρισα στο σαλόνι. Η Μαρία ήταν με μάτια βουρκωμένα. Δε μιλούσε κανένας. Σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιο. Άκουσα το τρίξιμο του φύλλου της ντουλάπας. Σε λίγο βγήκε με το σακίδιό της. Είχε πάρει βιαστικά τα πράγματά της που είχε στην ντουλάπα. Δε μιλούσα. Στάθηκε στην πόρτα. Είπε ένα γεια που ίσα που έβγαινε από το στόμα της. Με κοιτούσε δακρυσμένη, και είχε ένα παράπονο στο πρόσωπό της. Έσκυψε για λίγο το κεφάλι. Ύστερα με κοίταξε πάλι. Έφυγε. Εγώ δεν της είπα ούτε γεια.
Κάθισα για λίγο στον καναπέ. Άρχισα να κλαίω. Σηκώθηκα πήγα στην κουζίνα να πιω λίγο νερό. Πέταξα το ποτήρι κάτω και το έσπασα από τα νεύρα μου. κάθισα για λίγο στην καρέκλα της κουζίνας. Ύστερα συνήλθα λίγο. Μάζεψα τα γυαλιά με τη σκούπα. Πήγα και κάθισα στο σαλόνι. Έπρεπε να ξεχαστώ, θα τρελαινόμουν. Την αγαπούσα όσο άλλο τίποτα στον κόσμο. Έβαλα την τηλεόραση. Μετά από λίγο την έκλεισα. Έβαλα και ήπια ένα δυο ποτά. Στο τέλος αποκοιμήθηκα στο σαλόνι.
Την επόμενη στη δουλειά ήμουν μέσα στα νεύρα και την στενοχώρια. Άρχισα μια κατάσταση που δεν την ήθελα. Πιέστηκα πολύ να καταπιώ πράγματα. Ήθελα να καταφέρω να την κάνω να θέλει μόνο εμένα, αλλά δεν υπήρχε γιατρειά. Σκεφτόμουν πως η σχέση αυτή άρχισε λάθος και κατέληξε εδώ που κατέληξε. Αλλά ήμουν ερωτευμένος ακόμα μαζί της, ο ηλίθιος. Τη σκεφτόμουν συνεχώς. Τη μια σκεφτόμουν να την πάρω τηλέφωνο να έρθει πίσω σε μένα, να την παρακαλέσω, να της πω ότι την αγαπώ και από την άλλη τα έβαζα με τον εαυτό μου. Ήμουν ώρα εντελώς απορροφημένος μέσα στις σκέψεις μου. Ήρθε η φωνή ενός προϊσταμένου του τμήματος να με βγάλει από αυτές με το χειρότερο τρόπο.
- Ξύπνα, μαλάκα! Πού στο διάολο είναι το μυαλό σου;
Είπε με δυνατή φωνή πάνω από το κεφάλι μου τρομάζοντάς με και οι άλλοι στο σχεδιαστήριο που μας χώριζαν απλά χωρίσματα γραφείων, μόλις το άκουσαν έμειναν άναυδοι. Ο προϊστάμενος αυτός δε με γούσταρε από την αρχή. Αν και ήμουν καλός και συνεπής στη δουλειά μου, αυτός προσπαθούσε από την πρώτη μέρα να με υποβιβάζει και να με προσβάλει. Και δεν τον είχα πειράξει σε τίποτα. Αργότερα έμαθα ότι ενδιαφερόταν για ένα δικό του άτομο που πήρα τη θέση του στην εταιρεία λόγω προσόντων.
Εκείνη τη στιγμή μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ήμουν στα χάλια μου και να έχω αυτόν τον τσόγλανο να με προσβάλει έτσι και μπροστά σε τόσο κόσμο; Δεν το ανεχόμουν αυτό. Σηκώθηκα από το γραφείο μου. Πήρα μια μελέτη που είχα αναλάβει και την έδωσα σε μια κοπέλα, την Καίτη στο διπλανό γραφείο.
- Καίτη, συνέχισέ τη εσύ τη μελέτη.
Γύρισα βιαστικά και μπήκα στο γραφείο του. Η πόρτα του ήταν ανοιχτή. Τον άρπαξα από το γιακά. Εγώ ήμουν πάντα γυμνασμένος και πιο δυνατός φυσικά από εκείνον που απλά ήταν ένας λαπάς στο γραφείο του.
- Θα σου γαμήσω ό,τι έχεις και δεν έχεις παλιόπουστα, του είπα και του έχωσα μια δυνατή σφαλιάρα που σίγουρα βούιξε το κεφάλι του.
Παραπάτησε. Πήγε να πέσει. Τον άρπαξα με τα δυο χέρια από τα πέτα του σακακιού και τον κράτησα. Τον πέταξα πάνω στην καρέκλα του με δύναμη.
- Κοίτα τσογλανάκο, πρόσεχε πώς μιλάς, γιατί μπορεί κάποιος άλλος να σε σπάσει και στο ξύλο με την συμπεριφορά που έχεις, του είπα κουνώντας του το δάχτυλο μπροστά του.
- Θα δεις τι θα σου κάνω, είπε κατακόκκινος στο πρόσωπο από το σοκ, αλλά τα είχε κάνει πάνω του όμως.
Δεν το περίμενε αυτό με τίποτα.
- Θα μου κλάσεις τα αρχίδια μαλάκα… του είπα.
Βγήκα από το γραφείο, οι άλλοι είχαν κερώσει. Απόλυτη ησυχία. Μάζεψα τα πράγματά μου βιαστικά. Πήγα στο γραφείο του διευθυντή που ήταν στο βάθος του διαδρόμου. Χτύπησα την πόρτα. Του έδωσα την παραίτησή μου. Εκείνος με ρώτησε το λόγο. Του είπα κοφτά ότι ο προϊστάμενος με πρόσβαλε κι ότι είμαι από τους ανθρώπους που δεν σηκώνω τέτοιες προσβολές γι’ αυτό και παραιτούμαι από την δουλειά. Δεν ξέρω τι έγινε μεταξύ τους μετά. Εξάλλου εγώ δεν ήμουν και κανένας αναντικατάστατος για την εταιρία. Μαθητευόμενος ήμουν. Πέρασα από το λογιστήριο, τους ενημέρωσα και ο λογιστής μου είπε ότι τα χρήματα θα είναι την επόμενη βδομάδα στο λογαριασμό μου.
Έφτασα στο σπίτι μου μέσα στα νεύρα. Μπήκα μέσα. Πέταξα την τσάντα στο πάτωμα. Κάθισα στον καναπέ. Βούρκωσα. Είχα μεγάλη ένταση μέσα μου. Ξέσπασα σε λυγμούς. Δεν κατάλαβα πόσο ήμουν σε αυτήν την κατάσταση. Άκουσα κλειδιά στην πόρτα. Ήταν η Χρύσα. Με είδε στην κατάσταση που ήμουν και ήρθε αμέσως δίπλα μου.
- Κωστή μου… είπε και με αγκάλιασε.
Έπεσα στην αγκαλιά της και έκλαιγα σαν μικρό παιδί. Δεν με είχε δει ποτέ να λυγίζω έτσι. Κάποια στιγμή ηρέμησα. Δε με ρώτησε. Ήταν πολύ διακριτική. Περίμενε να μιλήσω από μόνος μου.
- Έφυγα από την δουλειά μου. Έπιασα τον προϊστάμενο από το γιακά, τον χαστούκισα και έφυγα. Δεν ανέχομαι τις προσβολές.
- Και με την Μαρία;
- Σχόλασε ο γάμος, τέλος.
- Κρίμα, και την είχα συμπαθήσει.
- Εγώ την έχω ερωτευτεί, όσο καμιά γυναίκα. Αλλά δε γινόταν να πάει άλλο. Όχι. Θα πήγαινα ντουγρού στην καταστροφή. Και δεν έχω το δικαίωμα να πικράνω με οποιοδήποτε τρόπο τους δικούς μου ανθρώπου που με αγαπάνε. Όχι!
- Μπράβο! Έτσι σε θέλω. Δυνατό.
- Δυνατός…
και ξέσπασα στα κλάματα σαν μικρό παιδί, είπα σαρκάζοντας τον εαυτό μου.
- Οι δυνατοί είναι που κλαίνε⸱ να το ξέρεις αυτό αδερφέ μου! Οι δυνατοί. Οι άλλοι το βάζουν στα πόδια ή πεθαίνουν στη μιζέρια τους. Εσύ αδερφέ μου είσαι δυνατός. Κι αν υπάρχει αγάπη μεταξύ σας, τότε ό,τι και πρόβλημα να υπάρξει θα λυθεί, ίσως θέλει το χρόνο του. Να το ξέρεις αυτό αδερφούλη μου. Δεν θέλω να μάθω καμιά λεπτομέρεια για το πρόβλημά σου. Το ξέρεις εσύ, και αυτό φτάνει. Αλλά είμαι εδώ δίπλα σου όμως, σε ό,τι χρειαστείς.
- Είσαι η πιο καλή αδερφή του κόσμου! Είπα και την αγκάλιασα.
- Να σου πω, δεν πάμε από το σπίτι του Μηνά; Να πάρουμε κάποια πράγματα για πλυντήριο με το αυτοκίνητό σου. Αύριο ο Μηνάς πάει στο χωριό του για δύο μέρες να δει τους δικούς του. Θέλω να κάνω λίγη φασίνα εδώ και να πλύνω ρούχα στο πλυντήριο. Βλέπεις εκείνος δεν έχει πλυντήριο.
- Και δεν πάμε;… είπα.
Στο δρόμο της εξήγησα αυτό το σκηνικό που έγινε στη δουλειά.
- Καλά, είσαι απίθανος! Βούτηξες το προϊστάμενο από το γιακά;
- Κι όχι μόνο, τον χαστούκισα κιόλας.
- Τι να σου πω, βρε Κωστή μου, πρέπει να συγκρατείς τα νεύρα σου. Μη μπλέξεις καμιά φορά. Και τώρα τι θα κάνεις με το υπόλοιπο της πρακτικής;
- Περιμένω μια άλλη εταιρεία. Τι μου έμεινε ένα δίμηνο. Ύστερα έχω να συγκεντρωθώ στην πτυχιακή μου και το μεταπτυχιακό.
- Και σωστά θα κάνεις.
Η Χρύσα μου ήταν η καλύτερη παρέα εκείνη τη μέρα που ήμουν τόσο χάλια. Πέρασα ευχάριστα μαζί της. Το βράδυ έμεινα αρκετά στο σπίτι του Μηνά και τα λέγαμε. Αργά το βράδυ έφυγα στο σπίτι μόνος μου. Η Χρύσα θα ερχόταν την άλλη μέρα το πρωί, μόλις θα έφευγε ο μηνάς. Κάθισα και έβλεπα τηλεόραση μέχρι που νύσταξα. Ύστερα πήρα το κινητό και πήγα και ξάπλωσα στο δωμάτιο. Άνοιξα και χάζευα. Σε κάποια στιγμή δέχθηκα ένα μήνυμα από τη Λένα. Την πήρα στο τηλέφωνο. Με ρωτούσε τι κάνω και πώς είμαι. Στην αρχή μιλούσαμε λέγοντας διάφορα αστεία. Ύστερα με ρώτησε για τη Μαρία. Της τα είπα, όχι με πολλές λεπτομέρειες, αλλά τα περισσότερα. Έφριξε.
- Ρε συ Κώστα, απορώ, πώς το πάλεψες όλο αυτό; Πώς, ρε παιδί μου; Δηλαδή δεν το χωράει ανθρώπου νους. Δεν ξέρω τι να πω; Παρόλα όσα έγιναν όμως θα είναι πολύ μικροπρεπής να μην εκτιμήσει αυτή σου τη στάση. Η μαλακισμένη! Ποια άλλη απόδειξη θέλει για να δει πόσο πολύ την αγαπάς; Τι να πω;
- Την αγαπούσα θέλεις να πεις…
- Όχι, Κώστα, ξέρω τι είπα. Την αγαπάς. Ακόμα την αγαπάς. Τέτοια δυνατά συναισθήματα δε σβήνουν έτσι απλά. Μην κοροϊδευόμαστε. Εξάλλου φαίνεται κι από τη φωνή σου. Λυπάμαι που εγώ δεν είχα την τύχη της.
- Δηλαδή;
- Να, να με αγαπήσει κάποιος τόσο δυνατά όσο εσύ. Λίγοι είναι οι τυχεροί άνθρωποι που τους αγαπάνε με τέτοιο τρόπο, τόσο δυνατά.
- Τα παραλές.
- Όχι. Εγώ παρεμπιπτόντως βρήκα ένα παλικάρι από τη σχολή μου. Ταιριάζουμε πολύ και μάλλον εκεί πάει το πράγμα.
- Χαίρομαι για σένα, ειλικρινά χαίρομαι.
- Και εγώ, βρε Κωστή, χαίρομαι που σε γνώρισα. Αισθάνομαι τυχερή. Τι να πω; Εύχομαι, όση αγάπη πρόσφερες, άλλη τόση να βρεις και εσύ.
Με τη Λένα μιλήσαμε λίγο ακόμα. Ύστερα κλείσαμε, γιατί την έπαιρνε ο νεαρός, ο Δημήτρης, όπως μου είπε. Όλα όσα είπαμε με χαλάρωσαν ψυχικά. Το είχα ανάγκη να μιλήσω με κάποιον τόσο ανοιχτά, να νιώσω ότι με καταλαβαίνει.
Σηκώθηκα και πήγα πάλι στο σαλόνι, μια και η κουβέντα με την Λένα με ξαγρύπνησε. Ύστερα έβαλα λίγη μουσική στο ράδιο. Ήπια ένα ουίσκι σχεδόν μονορούφι, ύστερα έβαλα κι άλλο. Κράτησα το μπουκάλι δίπλα μου. Άφησα τη σκέψη μου ελεύθερη, τις αναμνήσεις να με επισκεφτούν σαν τα σπουργίτια που σου χτυπάνε με το ράμφος τους το παράθυρο μέσα στο χειμώνα, που ζητάνε μια φωλιά μέσα στο κρύο, μια ψυχή να φωλιάσουν. Κι ένιωσα ότι ήταν η πιο καλή συντροφιά μου εκείνη τη στιγμή.
Όμορφες αναμνήσεις, ανάκατες με εκείνες που μου προκαλούσαν αβάσταχτο πόνο. Σκεφτόμουν τι νόημα έχει να ζεις, αν δεν νιώσεις όλα αυτά που ένιωσα; Ήπια ένα ακόμα ουίσκι. Στο ραδιόφωνο έπαιζε το τραγούδι «Τον ίδιο το θεό» από τους «Μπλε». Δάκρυσα, ένιωσα να μου μιλάει μέσα στην καρδιά μου. Στο μυαλό μου ερχόταν και έφευγε η μορφή της, σαν το σύννεφο που παρασέρνει ο άνεμος. Έρχονταν όλες οι σκηνές που ήμαστε μέσα στην αγάπη και στον έρωτα, στιγμές που ένιωθα τόσο τυχερός που τη γνώρισα, που έζησα μαζί της τόσο έντονα. Θα ήθελα να την είχα μπροστά μου και να της πόσο ακόμα την αγαπώ, πως ακόμα την λατρεύω, πως δεν την μισώ παρόλα όσα έγιναν, πως αυτό που ένιωθα για εκείνη ήταν τόσο δυνατό που τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να το κάνει πίσω. Είχα ξεφύγει από την πραγματικότητα, ζούσα σε ένα όνειρο, μέσα στον πόνο. Δάκρυσα, με πήραν ακόμα μια φορά τα κλάματα. Κοίταξα το μπουκάλι έφτασε κάτω από τη μέση. Έπεσα και ξεράθηκα στον ύπνο στο σαλόνι.
Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε η Χρύσα στο σπίτι. Με βρήκε να κοιμάμαι στον καναπέ του σαλονιού στο μαύρο μου χάλι. Άρχισε το καθάρισμα. Εγώ πήγα μέχρι το σούπερ-μάρκετ και έκανα τα ψώνια. Ύστερα φάγαμε το μεσημέρι. Η Χρύσα αποτραβήχτηκε στο δωμάτιό της για διάβασμα. Έμεινα στο σαλόνι. Η σκέψη μου ήταν κολλημένη και πάλι στη Μαρία. Δεν υπήρχε στιγμή να είμαι μόνος και να μην τη σκέπτομαι. Έβγαλα το κινητό μου. Άνοιξα τις συνομιλίες. Χάζευα στις φωτογραφίες. Άνοιξα τις συνομιλίες. Δεν ξέρω τι με έπιασε. Της έστειλα ένα μήνυμα.
«Δεν υπήρχε περίπτωση να πάει άλλο. Σε αγάπησα όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Πραγματικά όμως. Σου έδωσα όλο μου το εαυτό, ολόκληρη την ψυχή μου, και δεν κράτησα ούτε μια στάλα για μένα, πράγμα που δεν έκανα με κανέναν άλλον άνθρωπο στη ζωή μου. Ήσουν για μένα, κάθε μέρα το πιο όμορφο κομμάτι της ζωής μου. Ξεκινήσαμε λάθος και προσπάθησα να διορθώσω τα πράγματα. Να με συγχωρείς, που δεν τα κατάφερα. Φαίνεται ότι ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Εγώ έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, έφτασα στα άκρα. Ένα βήμα ακόμα… και η καταστροφή. Ήσουν το μοναδικό άτομο που με έκανε να νιώσω τι θα πει να ερωτεύεσαι πραγματικά κάποιον, να νιώσω αυτό το όμορφο συναίσθημα της αγάπης, έστω κι αν με πονούσε πολλές φορές αφάνταστα⸱ κι ίσως γι’ αυτό να ήταν και τόσο υπέροχο. Σε ευχαριστώ γι’ αυτό. Κι αν σε πλήγωσα, συγγνώμη. Δεν το έκανα επίτηδες, να το ξέρεις αυτό. Αυτό έγινε, γιατί αυτό που ένιωθα ήταν τόσο δυνατό, που έχανα τον έλεγχο. Δεν ξέρω αν ποτέ μπορέσω να αγαπήσω άλλον άνθρωπο όπως αγάπησα εσένα. Είναι το τελευταίο μήνυμα που παίρνεις από μένα. Δε θα υπάρξει άλλο και δε θα δεχθώ άλλο μήνυμα από σένα. Πρέπει να συμμαζέψω τα κομμάτια μου⸱ ό,τι μου έμεινε. Καλή τύχη, αγάπη μου!»
Έστειλα το μήνυμα. Ύστερα έβαλα φραγή στον αριθμό της. Από τα κοινωνικά δίκτυα την απέκλεισα. Δεν ήθελα καμία επαφή. Αν και αυτό με πονούσε, ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω. Έπρεπε να πατήσω στα πόδια μου.
Την άλλη μέρα χτύπησε το κινητό μου. Με κάλεσαν από μια άλλη εταιρεία που είχα στείλει βιογραφικό. Πήγα την ίδια μέρα, έδωσα μια συνέντευξη. Θα ήμουν βοηθός του κυρίου Λάμπρου, ενός μεγάλου σε ηλικία μηχανικού με πολύ πείρα. Ο άνθρωπος ήταν ευγενέστατος μαζί μου. Εκείνον τον καιρό ανέλαβε την ανακαίνιση ενός μεγάλου κτιρίου μια εταιρείας. Εκεί θα μου ανέθετε την επίβλεψη ανακαίνισης ενός τμήματος των γραφείων μιας μεγάλης εταιρείας.
Πήγα στη δουλειά στο γραφείο αμέσως το Σάββατο, την άλλη μέρα. Καθόμουν ως αργά και μελετούσα τα σχέδια στο γραφείο. Ο κ. Λάμπρος με έβλεπε και του άρεσε η εργατικότητά μου και το πάθος με το οποίο στρώθηκα στη δουλειά. Μάλιστα μου έκανε πότε πότε πότε ερωτήσεις για να με ξεψαρώσει, να δει τις γνώσεις μου.
Στο τέλος της βδομάδας πήγαμε μαζί στην εταιρεία που θα ανακαινίζαμε τα γραφεία. Μου έδειξε ποιοι ήταν οι χώροι που θα γινόταν οι ανακαινίσεις. Γινόταν ένας χαμός. Οι χώροι ήταν στα ξηλώματα. Έπρεπε να αρχίσει η νέα διαρρύθμιση. Ήδη είχαν τοποθετηθεί αρκετά χωρίσματα. Και η δουλειά προχωρούσε.
Από τη δεύτερη μέρα με την επίβλεψη και τον συντονισμό της δουλειάς τα πήγαινα πολύ καλά. Όλα δούλευαν ρολόι. Χτύπησε το κινητό μου. Ήταν από το γραφείο μας. Υπήρχαν κάποιες αλλαγές που έπρεπε να γίνουν σε κάποιο γραφείο σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό και θα ερχόταν οι ίδιοι οι πελάτες ή καλύτερα ο προϊστάμενος του γραφείου, να μου πει τι αλλαγές θα έκανε.
Έμεινα ως αργά το απόγευμα εκείνη την μέρα, αφού υπήρχαν συνεργεία που εργάζονταν στο κτίριο. Κάποια στιγμή άκουσα το ασανσέρ. Ήταν μια γυναίκα της εταιρείας. Σε λίγο φάνηκε κι ο Νίκος πίσω της. Έμεινα. Πάγωσα ολόκληρος. Ήθελα να τα βροντήξω και να φύγω. Κράτησα την ψυχραιμία μου όμως. Τους χαιρέτησα τυπικά. Η γυναίκα που τον συνόδευε πήγε να μας συστήσει.
- Δεν χρειάζεται, Θεανώ μου είπε ο Νίκος. Γνωριζόμαστε με τον κύριο. Κώστα, τι κάνεις; Ποιος να το έλεγε; Τελικά βουνό με βουνό δεν σμίγει.
Γέλασα τυπικά και εγώ.
- Γειά σας, κύριε Νίκο! Τι κάνετε.
- Καλά είμαι. Ώστε μηχανικός; Μπράβο! Λοιπόν επειδή δεν έχω χρόνο, έχω ένα σημαντικό ραντεβού να πούμε στα γρήγορα ποιες αλλαγές θέλω να γίνουν και να φύγω.
- Γιατί, είπε η Θεανώ, σε περιμένει καμιά μικρούλα πάλι;
- Ναι, με περιμένει… είπε και με κοίταξε περίεργα.
Εγώ όλη την ώρα ήμουν απόλυτα ψύχραιμος. Σημείωσα αυτά που έπρεπε, έμενε να μου πει μερικά πράγματα για το θέμα της διακόσμησης, ώστε να επιλεγούν και τα χρώματα του γραφείου.
- Αυτό θα έλεγα να το δούμε αύριο κ. Κώστα. Θα συμβουλευτώ κάποιον που είναι καλύτερος σε τέτοια θέματα.
- Ωραία, είπα. Εάν έχετε και δικό σας διακοσμητή καλύτερα. Έτσι θα κυλίσουν οι διαδικασίες πιο γρήγορα.
Είπαμε κάποια άλλα πράγματα και μετά έφυγε πριν την κα. Θεανώ. Με την κα. Θεανώ κάναμε μια βόλτα σε όλο το τμήμα και την συνόδεψα μέχρι το ασανσέρ. Καθώς πηγαίναμε προς το ασανσέρ, γυρίζει και μου λέει.
- Κ. Κώστα, μην τον ακούτε. Καμία γκόμενα θα φέρει για τη διακόσμηση. Διακοσμητής δεν υπάρχει. Ε, αν δούμε ότι πάει να κάνει βλακείες, ως συνήθως, θα έρθει ο δικός σας, θα το κανονίσω εγώ η ίδια με το Γενικό μας.
Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια. Πολύ φοβόμουν ότι η διακοσμήτρια που θα έφερνε δήθεν, δε θα ήταν άλλη από τη Μαρία⸱ αν ήταν φυσικά μαζί του ακόμα. Δεν ήξερα. Απλά, όταν έφυγα από εκεί, προσπάθησα να αδειάσω το κεφάλι μου από σκέψεις. Δεν ήθελα να προκαταβάλω καταστάσεις. Αν συνέβαινε στο κάτω κάτω, θα έβλεπα τότε πώς θα το χειριζόμουν.
Έφτασα σπίτι. Η Χρύσα είχε φύγει με το Μηνά. Κάθισα λίγο, αν και νηστικός σχεδόν, ήμουν τόσο κουρασμένος που έπεσα αμέσως για ύπνο. Το πρωί της επόμενης σηκώθηκα νωρίς. Ήπια έναν καφέ στο πόδι, πήρα δυο τοστ κρύα για να τα φάω στο αμάξι και έφυγα. Στις οχτώ έπρεπε να είμαι στη δουλειά. Έπεσα με τα μούτρα. Το τμήμα έπρεπε να τελειώσει σε δέκα μέρες. Η πίεση ήταν αρκετή.
Ήταν αργά το απόγευμα, λίγο πριν σχολάσω. Ξαφνικά ακούω πίσω μου συζητήσεις. Ήταν ο γενικός της εταιρίας μου με τον κ. Λάμπρο. Σηκώθηκα και τους χαιρέτησα τυπικά. Ο κ. Λάμπρος άρχισε να μου πλέκει το εγκώμιο μπροστά στο Γενικό.
- Ανερχόμενο αστέρι ο Κωστής, μας κ. Αντωνίου.
- Μπράβο, νεαρέ μου! Είπε ο κ. Γενικός. Να ξέρεις ότι στην εταιρεία μας έχουμε ένα κουσούρι. Τους καλούς δεν τους αφήνουμε να φύγουν.
- Σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια κ. Γενικέ, κ. Προϊστάμενε!
Ύστερα είδαμε τους χώρους, έδειξα κάποιες προτάσεις για τροποποίησης του προγράμματος εργασιών που γινόταν ώστε το έργο να τελειώσει γρηγορότερα και ενθουσιάστηκαν και οι δύο. Σε κάποια στιγμή ο κ. Λάμπρος κοίταξε πίσω από την πλάτη μου.
- Α, να και ο κ. Νίκος για τις αλλαγές.
Γύρισα να τον δω και έμεινα παγωμένος. Ήταν σαν να σταμάτησε να χτυπά η καρδιά μου. Ο Νίκος ερχόταν συνοδεία με την Μαρία. Εκείνη, ενώ στην αρχή είχε ένα ευχάριστο χαμόγελο στο πρόσωπό της, πάγωσε μόλις με είδε. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι. Από πάνω φορούσε μια κόκκινη μπλούζα που τόνιζε την ομορφιά της. Πλησίασε. Στο χέρι της φορούσε το ρολόι που της έκανε δώρο ο Νίκος. Κρατούσα όσο μπορούσα την ψυχραιμία μου. Δε μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Ήμουν τυπικότατος. Αντάλλαξαν δυο τρεις κουβέντες και ύστερα ο κ. Αντωνίου με τον κ. Λάμπρο έφυγαν.
- Κ. Νίκο, σας αφήνουμε σε έμπιστα χέρια. Ο Κωστής είναι καλός στη δουλειά του. Αν και νέος, έχεις πολλές γνώσεις. Σας χαιρετούμε.
Μείναμε οι τρεις μας. Ο Νίκος είχε ένα υπεροπτικό ύφος. Προσπαθούσε να μου τη σπάσει. Εγώ παρέμεινα ψύχραιμος. Η Μαρία είχε σοβαρέψει πολύ⸱ θα έλεγα ότι είχε ένα θυμωμένο ύφος.
- Λοιπόν κ. Αθανασόπουλε, του είπα, ποιες είναι οι αλλαγές που προτείνετε;
- Ε, Μαρία, αγάπη μου, έλεγα να βάλω το γραφείο λίγο πιο πέρα στο διάδρομο και να αφήσουμε ένα χώρο κενό εδώ για εκθέματα. Τι λες εσύ, μωρό μου;
- Ε, ναι, είπε μέσα στην αμηχανία της η Μαρία.
Την είδα. Ήταν έτοιμη να καταρρεύσει. Εγώ άκουγα τον μαλάκα να μου λέει ποιες άλλες αλλαγές ήθελε. Έκανα ένα πρόχειρο σκαρίφημα και κράτησα τις σημειώσεις μου. Του είπα πως θα του τα στείλω. Οπότε, μόλις συμφωνήσει δεν έχει να στείλει τα σχετικά με φαξ στην εταιρεία μου.
Οι δυο τους έμειναν δήθεν να δείξει τις μετατροπές γύρω από το γραφείο του. Η Μαρία κατάλαβα ότι τον ακολουθούσε αμήχανη. Στάθηκα λίγο πιο πέρα. Από τα χείλη της κατάλαβα ότι του ζήτησε να φύγουν αμέσως. Ήταν πολύ θυμωμένη. Ο Νίκος έβγαλε το κινητό του και μιλούσε με κάποιον, εκείνη γύρισε και με κοίταξε με ένα ένοχο βλέμμα. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα⸱ το καταλάβαινα.
Εγώ έκανα κάποια τηλέφωνα, συμμάζεψα βιαστικά τα πράγματά μου και έφυγα από τις σκάλες. Από τα νεύρα που είχα δεν ξέρω κι εγώ πόσο γρήγορα τις κατέβηκα. Πήγα στο αμάξι. Έπιασα το κεφάλι μου με τα χέρια μου. Είχα θυμώσει πολύ.
«Τον πούστη!», είπα μέσα μου. «Κάτι πρέπει να έγινε μεταξύ τους και ήθελε να μου κάνει σπάσιμο μπροστά στη Μαρία». Καθόμουν και σκεφτόμουν όλα αυτά και δε μπορούσα να ηρεμήσω. Ξαφνικά τους βλέπω στο πάρκινγκ. Ήμουν δυο θέσεις πιο πέρα με κατεβασμένα τα τζάμια. Δε με πήραν είδηση. Ξαφνικά η Μαρία γυρίζει θυμωμένη προς το μέρος του.
- Εξήγησέ μου, σε παρακαλώ, γιατί το έκανες αυτό;
- Ποιο, βρε Μαρία μου;
- Γιατί, αφού ήξερες και ποιος είναι ο Κωστής και ποια σχέση είχαμε και όλα όσα έγιναν. Όλα τα ήξερες! Ούρλιαξε από το θυμό της. Γιατί ήθελες να τον πληγώσεις έτσι; Εκείνος, τι σου έφταιξε; Πες μου!
- Άκου να σου πω, Μαρία. Εξαιτίας του έχασα το ταξίδι στο Παρίσι.
- Σοβαρά; είπε θυμωμένη. Ναι, ε; Και εξάλλου, όπως είπες για μένα θα το έκανες. Δεν το είχες προγραμματισμένο από πριν. Τι έχασες δηλαδή;
- Για να κάνω αυτό το ταξίδι, έπρεπε να αλλάξω το πρόγραμμά μου. Και εσύ μου τα άλλαξες όλα. Άκου, για να είσαι μαζί μου, θα είσαι μόνο μαζί μου. Θα σου προσφέρω μια ζωή που ούτε στα όνειρά σου δε θα φανταζόσουν με τον ξεβράκωτο που τα είχες. Έχεις από τη μέρα που χώρισες μ’ αυτόν τον ξεβράκωτο να κοιμηθείς μαζί μου, είπε με έντονο ύφος. Κάθεσαι και μυξοκλαίς συνέχεια.
Με το ζόρι κρατιόμουν να μην βγω και τον αρπάξω, όταν άκουσα τα υποτιμητικά σχόλια για μένα, αλλά περίμενα να δω τις αντιδράσεις της Μαρίας. Η Μαρία τον πλησίασε. Του έχωσε ένα δυνατό χαστούκι. Εκείνος σάστισε.
- Μην ξαναμιλήσεις έτσι για τον Κωστή! Κατάλαβες μαλάκα; Και πάρε και το ρολόι σου, και πάρε και τα γαμημένα τα σκουλαρίκια. Τι νομίζεις ρε μαλάκα, επειδή έχεις λεφτά, νομίζεις ότι έχεις και αξία; Με παρέσυρες, αλλά μόνο για λίγο. Αυτό ήταν. Φούσκα ήταν, τέλειωσε! Τον Κωστή δεν το φτάνεις ούτε στο μικρό σου δαχτυλάκι. Και να σου πω και κάτι; Ένας φελλός είσαι, ένας μαλάκας…
είπε φωνάζοντας χωρίς να την νοιάζει αν θα τους ακούσει κανένας. Πιάνει το ρολόι και του το πετάει κατάμουτρα. Εκείνος την αρπάζει και τη σπρώχνει βίαια πάνω στο αυτοκίνητο.
- Άκου να σου πω τσουλάκι. Μπες στο αμάξι, απόψε θα βάλεις μυαλό, θα σε γαμήσω, θες δε θες!
- Τι λες, ρε μαλάκα, ακούς;
- Ναι, εμένα κανείς δεν με παίζει πουτανάκι, σαν τον μαλάκα που τα είχες. Θα σε γαμήσω ακόμα και με το ζόρι, αν το θες, θα σε βιάσω στο φινάλε. Ίσως αυτό να αναζητάς στην τελική, τον εξευτελισμό, παλιοπουτάνα. Κατάλαβες; Είπε και της έχωσε ένα δυνατό χαστούκι. Μια τσούλα είσαι και τίποτα άλλο κατάλαβες;
Την έπιασε από τα μαλλιά και της τράνταζε το κεφάλι, τη χαστούκισε ξανά. Τον είχε πιάσει κι εκείνον υστερία. Η Μαρία έκλαιγε και τον έσπρωχνε, αλλά εκείνος την κρατούσε από τα μαλλιά.
- Άσε με, ρε μαλάκα, πάρε τα χέρια σου από πάνω μου… φώναξε δυνατά.
Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκα από το αμάξι. Τον πλησίασα γρήγορα. Του έχωσα κλωτσιά στα αρχίδια και τον έκανα να γονατίσει. Όπως ήταν κάτω γονατιστός, τον έπιασα από το γιακά του έχωσα και μια γονατιά στην μούρη. Η μύτη του άνοιξε. Έκανε να σηκωθεί. Του έχωσα μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο και τον ξάπλωσα κάτω. Πλησίασα τη Μαρία. Ήταν αναμαλλιασμένη, τρομαγμένη και έκλαιγε. Την έπιασα από τους ώμους με κοίταξε. Έπεσε στην αγκαλιά μου. Έκλαιγε με λυγμούς. Την αγκάλιασα και τη φίλησα στοργικά στο κεφάλι.
- Έλα, ηρέμησε, τελείωσε, δεν κινδυνεύεις! Πάμε από εδώ.
Εκείνος σηκώθηκε όπως όπως μέσα στα αίματα και μπήκε μέσα στο αμάξι. Δεν έφυγε, παρά έμεινε στο αμάξι του να συνέλθει. Πήγαμε στο αμάξι μου. Φύγαμε. Στο δρόμο δε μιλούσαμε. Η σιωπή τα έλεγε όλα. Τα λόγια περίσσευαν.
- Θέλω να πάω σπίτι μου, είπε σε μια στιγμή μόλις φτάναμε στο κέντρο.
- Στην κατάσταση που είσαι, αυτό αποκλείεται. Να πας στο σπίτι σου, να μείνεις μόνη σου, μετά από αυτό; Όχι, δε στο επιτρέπω, ούτε στον εαυτό μου επιτρέπω να σε αφήσω να κάνεις κάτι τέτοιο. Φτάσαμε στο σπίτι μου. Μπήκαμε μέσα. Πήγε στο μπάνιο και πλύθηκε στο πρόσωπο. Πήρα μια καθαρή πετσέτα του μπάνιου και ένα σετ πιτζάμες δικές της. Τις είχε αφήσει φεύγοντας από μένα. Της τις έδωσα.
- Κάνε ένα μπάνιο να ηρεμήσεις και να χαλαρώσεις, εντάξει;
- Σ’ ευχαριστώ, γύρισε και μου είπε και τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα.
Η ώρα είχε πάει έξι το απόγευμα, όταν φτάσαμε στο σπίτι. Έβγαλα από το ψυγείο δύο πίτσες και τις πέταξα στο φούρνο. Συμμάζεψα λίγο την κουζίνα. Η Μαρία βγήκε από το μπάνιο σε λίγο. Την κοίταξα. Την αγκάλιασα στοργικά.
- Έλα ηρέμησε, μικρή μου, πέρασε. Εδώ δε σε πειράζει κανείς. Να το ξέρεις. Δεν έχεις να φοβηθείς κανέναν. Τώρα είμαι εγώ εδώ, εντάξει; Θα μπω στο μπάνιο, γιατί η σκόνη από το χώρο της δουλειάς πότισε και το σώβρακό μου. Θέλω να έχεις το νου σου στις πίτσες μην καούν, εντάξει;…
είπα και την χάιδεψα τρυφερά στο πρόσωπο. Μου χαμογέλασε πικραμένα.
- Εντάξει, πήγαινε να κάνεις το μπάνιο σου. Θα προσέχω εγώ το φούρνο.
Όταν βγήκα, η Μαρία είχε ήδη στρώσει το τραπέζι. Καθίσαμε και φάγαμε. Εγώ όπως πάντα άρχισα να της λέω διάφορα χαζά για να φτιάξει η διάθεσή της. Στο τέλος τα κατάφερα κάπως, αλλά εκείνη ήταν αρκετά στενοχωρημένη. Ύστερα βάλαμε λίγη κόκα κόλα στα ποτήρια μας και πήγα στο σαλόνι. Η Μαρία συμμάζεψε το τραπέζι.
- Άσ’ το, βρε Μαράκι μου, θα τα μαζέψουμε μετά.
- Σιγά, βρε Κωστή μου, είπε, τελείωσα ήδη.
Ήρθε στο σαλόνι. Κάθισε αμίλητη. Απέναντι στον άλλον καναπέ. Ένιωθε ένα βάρος. Το έβλεπα στο ύφος της. Θα μπορούσα να αρχίσω να λέω αστεία για να ελαφρύνω την κατάσταση. Όμως κατάλαβα ότι ήθελε πολύ να μου μιλήσει. Με κοίταξε στα μάτια.
- Θέλω να μιλήσουμε. Αλλά πριν πούμε οτιδήποτε, θέλω από την καρδιά μου να σου ζητήσω συγγνώμη. Σε πλήγωσα πολύ και δεν έπρεπε. Το ξέρω. Μέσα στην τρέλα αυτή και τον παροξυσμό που ζούσαμε δεν είχα καθαρό κεφάλι. Όταν έλαβα το τελευταίο μήνυμά σου ένιωσα να χάνεται η ζωή μου, έπεσα σε μεγαλύτερη θλίψη. Τότε κατάλαβα ότι αντιδρούσα καθαρά εγωιστικά στη σκληρή και απόλυτη στάση που κρατούσες όλο αυτόν τον καιρό που κάναμε αυτήν την τρέλα. Οφείλω να ομολογήσω ότι ήσουν πραγματική πρόκληση για μένα. Τα είχα παίξει μαζί σου, πρώτη φορά στη ζωή μου. Και μετάνιωσα πολύ. Και το κατάλαβα πόσο σκληρά σου φέρθηκα μετά από το τελευταίο μήνυμά σου. Από την άλλη όμως μέσα μου πάντα με κυνηγούσαν και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Ναι, Κωστή μου. Όμως οι χειρότεροι εφιάλτες ζωντάνεψαν απόψε μέσα στην μνήμη μου, όταν μου είπε στα ίσια ότι θα με βίαζε το καθίκι. Καλά του έκανες. Χάρηκα που τον είδα να πονάνε τ’ αρχίδια του!
Χαμογέλασε με μια πίκρα όταν το είπε. Ύστερα συνέχισε.
- Ξέρεις, όλοι οι άνθρωποι θέλουν να είναι όμορφοι. Αλλά εγώ έβλεπα την ομορφιά μου για κατάρα⸱ από μικρό παιδί. Έβλεπα τις φίλες μου που δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφες, αλλά ήταν τόσο ευτυχισμένες. Εγώ ήμουν μέσα στη δυστυχία, το φόβο και την αμφιβολία και την καχυποψία από μικρή, παρόλη την ομορφιά που είχα από μικρό κορίτσι. Για μένα η εμφάνισή μου, όπως σου είπα, αποδείχτηκε κατάρα. Όταν έφτασα σε ηλικία 10 χρονών, δέχτηκα την πρώτη σεξουαλική παρενόχληση. Κι αυτό από έναν γείτονα που οι γονείς μου εμπιστευόταν σαν ηλίθιοι. Ήμουν μικρή, φοβισμένη. Ο πατέρας μου ήταν βίαιος. Πίστευε ότι πρέπει εγώ να προσέχω ως κορίτσι που ήμουν, και πως ό,τι συμβαίνει στα κορίτσια συμβαίνει, γιατί εκείνες το προκαλούν. Εκείνος ο ανώμαλος με έπιανε και με χάιδευε στα επίμαχα σημεία, με στρίμωχνε, όταν οι ηλίθιοι οι γονείς μου με έστελναν να του πάω πράγματα στο εμπορικό του που ήταν λίγο πιο πέρα από το δικό μας. Βλέπεις είχαν στενά πάρε δώσε. Αργότερα στην εφηβεία είχα πάει σε ένα πάρτι συμμαθητών μου. Ήμουν στο λύκειο. Τα είχα με έναν μαλάκα, μεγαλύτερο δύο χρόνια από μένα. Ήταν ο πρώτος μου δεσμός και ήμουν ενθουσιασμένη. Με πήρε και πήγαμε σε ένα σπίτι ενός φίλου του. Εκεί κάναμε για πρώτη φορά έρωτα. Αλλά εκείνη ημέρα εξελίχτηκε για μένα εφιάλτης. Από το άλλο δωμάτιο ξεφύτρωσε ξαφνικά άλλος ένας φίλος του που δεν τον ήξερα. Για τέσσερις ολόκληρες ώρες με βίαζαν πότε ο ένας πότε ο άλλος. Καταλαβαίνεις ότι αυτός που ήμουν ερωτευμένη τότε με πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο. Όταν μια στιγμή κάθισαν στο κρεβάτι, πήγα στο μπάνιο. Βγήκα και όρμησα έξω από το σπίτι.
Σταμάτησε δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο. Έκλαιγε. Εγώ την άκουγα όλη την ώρα και φρίκαρα, με όσα έλεγε. Δεν μου είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτό της το δράμα.
- Όπως καταλαβαίνεις, από εκείνη την ημέρα δεν έκανα σταθερό δεσμό. Και άργησα πολύ να κάνω σχέση με κάποιον. Σιχάθηκα τους άντρες. Δεσμό ξαναέκανα αργότερα, μετά από δύο χρόνια, όταν τέλειωνα το Λύκειο, όταν συνήλθα μετά από αυτό⸱ και αυτό για να πηδιέμαι μόνο και μόνο, για να κάνω σεξ, να ικανοποιήσω την ανάγκη μου ως άνθρωπος. Ήθελα όμως να βλέπω τους άντρες να σέρνονται στα πόδια μου, τους έβλεπα με περιφρόνηση μέσα μου. Δεν είχα ενδοιασμούς, αν θα με έλεγαν τσούλα και πουτάνα. Εξάλλου και πριν τα άκουγα τα «εγκώμιά τους», όταν με έβλεπαν να περνάω από το δρόμο και δεν τους έδινα σημασία. Τους εξευτέλιζα με τον δικό μου τρόπο. Χρησιμοποιούσα την ομορφιά μου να τους κάνω να τρελαθούν κι ύστερα τους έφτυνα κυριολεκτικά, τους πλήγωνα όσο μπορούσα περισσότερο, και δεν είχα την παραμικρή ενοχή μέσα μου για τον πόνο που τους προκαλούσα. Με σένα όμως, Κωστή μου, ένιωσα διαφορετικά από την πρώτη στιγμή. Ήσουν διαφορετικός και το είδα από την αρχή. Μπορεί να αρχίσαμε όπως αρχίσαμε, αλλά ήσουν αυτός που κέρδισε την εμπιστοσύνη μου. Αλλά οι εφιάλτες συνεχώς με κυνηγούσαν. Πολλές φορές τα βράδια που έκλεινα τα μάτια μου, ερχόταν η άσχημη αυτή σκηνή στο μυαλό μου. Κάθε φορά που πήγαινα, θύμωνα, ήθελα να τους κάνω να με παρακαλάνε, να λιώνουν για μένα και να τους φτύνω, όπως είπα πριν. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση δεν έλεγχα τον εαυτό μου. Έκανα πολλές μαλακίες. Και πλήγωσα και σένα χωρίς λόγο. Ποιον; Εσένα! Τον μοναδικό πραγματικό άνθρωπο στη ζωή μου. Όταν έφυγα, από το σπίτι σου, ένιωσα τόσες ενοχές όσο καμιά φορά. Και πήγα την επόμενη σαν ηλίθια στον μαλάκα τον Νίκο. Όταν πήγα στο μαλάκα τον Νίκο, έκλαιγα συνεχώς, είχα πέσει σε κατάθλιψη. Είχε σαστίσει κι εκείνος και δεν ήξερε τι να κάνει. Μου αγόραζε δώρα. Ύστερα έκανε και την μεγαλύτερη μαλακία που μπορούσε να μου κάνει ποτέ άνθρωπος. Προσπάθησε να σε προσβάλει μπροστά μου. Ποιον; Εσένα που δεν έφταιγες σε τίποτα σε όλο αυτό. Που, όπως σωστά είπες, σε παρέσυρα σε όλο αυτό. Να ξέρεις όμως μόνο εσένα αγάπησα πραγματικά… και σ’ αγαπώ ακόμα. Πίστεψέ το. Με εσένα πραγματικά ένιωσα δίπλα σου ότι είμαι κι εγώ άνθρωπος. Μου έδειξες ότι με σέβεσαι!
Στο σημείο αυτό βούρκωσε πάλι. Τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Η φωνής της δεν έβγαινε. Σταμάτησε για λίγο. Ύστερα συνέχισε.
- Θέλω να πάω ξανά στην ψυχολόγο. Δε μπορώ να ζήσω έτσι μ’ αυτούς τους εφιάλτες να με κυνηγάνε κάθε βράδυ, καταλαβαίνεις; Δε μπορώ. Δεν γίνεται να μην μπορώ να είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος κι εγώ.
Έκλαιγε, λύγισε, δεν το πάλευε άλλο.
- Ηρέμησε, Μαρία μου. Είπα και πήγα δίπλα της.
Την αγκάλιασα και εκείνη συνέχισε με λυγμούς στην αγκαλιά μου.
- Να σε ρωτήσω, με εκείνα τα καθίκια που σε βίασαν τι έκανες; Δεν το είπες στους δικούς σου;
Πήρε μια βαθιά ανάσα.
- Τίποτα. Δε μπόρεσα να κάνω τίποτα. Η μάνα μου, όταν της το είπα, μού έριξε ανοιχτά τις ευθύνες και με χαστούκισε. Και για το γείτονα μια φορά πιο πριν που της μίλησα θεωρούσε ότι είναι της φαντασίας μου και με τιμώρησε. Θυμάμαι, όταν πέθανε ο γείτονας από έμφραγμα, εγώ είχα βάλει το ράδιο στη διαπασών και χόρευα μέσα στο σπίτι μου. Οι άλλοι είχαν πάει στην κηδεία κι εγώ χόρευα. Ήπια θυμάμαι και ένα ποτηράκι λικέρ εκείνη τη φορά και έκανα κεφάλι. Πρώτη γυμνασίου ήμουν. Θυμάμαι που όταν γύρισαν από την κηδεία, τους ρώτησα μέσα στα γέλια αν πέρασαν καλά; Ακόμα θυμάμαι το χαστούκι του πατέρα μου. Σαν να το έφαγα, τώρα, πριν λίγο. Ο πατέρας μου ήταν και είναι πολύ σκληρός μαζί μου, άδικος. Όχι όμως και με τον αδερφό μου που τον είχαν στα μη στάξει και μη βρέξει. Κι εκείνος τι νομίζεις, τα ίδια μυαλά με εκείνους έχει. Ήταν και μικρότερος και έπρεπε να είναι αλλιώς. Εγώ του έδειξα όλη μου την αγάπη, σαν μεγαλύτερη αδερφή που ήμουν. Και να τον στείλανε στην Αγγλία να σπουδάσει και να ο Μάνος το ένα και να ο Μάνος το άλλο. Ε, ωραία ρε φίλε, είπε με μια αγανάκτηση, είμαι κι εγώ εδώ, υπάρχω κι εγώ εδώ. Όλα ο Μάνος; Και να σου πω και κάτι ακόμα. Ο Μάνος πότε δεν ήταν δίπλα μου κι ως αδερφός. Ήταν δεκατριών ετών όταν βιάστηκα. Του το είπα και αδιαφόρησε. Πληγώθηκα πολύ με την στάση του. Αν και μικρότερος έπρεπε να δείξει μια συμπόνια στην αδερφή του. Εκείνος κράτησε την ίδια σκληρή στάση με τους γονείς μου. Και από ένα σημείο και μετά επέλεξε να αδιαφορεί παντελώς για μένα. Του έγραψαν το σπίτι που έχουν στην Θεσσαλονίκη, το εμπορικό καθώς και εκείνο το μικρό εξοχικό στη Χαλκιδική. Και τώρα που μεγάλωσε και είναι στην Αγγλία, στη χάση και στη φέξη μιλάμε κι αυτό, όταν τον πάρω εγώ. Κατάλαβες, Κωστή μου; Σε σένα μόνο βρήκα την αγάπη και τη ζεστασιά. Πουθενά αλλού. Αλλά υποφέρω ακόμα, είμαι πολύ πληγωμένη, μπερδεμένη. Όμως ένα πράγμα έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου όλες τις μέρες που ήμουν στον μαλάκα και «μυξόκλαιγα», όπως μου είπε κι ο μαλάκας. Ότι εσένα σ’ αγαπώ πολύ… και μόνο εσένα. Είσαι αυτός που μου έδειξες ότι αξίζω να υπάρχω. Λυπάμαι πολύ που σου φόρτωσα το πρόβλημά μου με τον χειρότερο τρόπο. Λυπάμαι που σε πλήγωσα και σε πρόσβαλα, αγαπημένε μου με τον μαλακισμένο τον εγωισμό μου. Κι όταν ένιωσα να σε χάνω μετά το μήνυμα που μου έστειλες, ήταν σαν να χάνω τα πάντα.
Έσκυψε το κεφάλι της δακρυσμένη. Την πλησίασα και την αγκάλιασα.
- Μαράκι μου, όλο αυτό το καιρό, προσπαθούσα πραγματικά να βρω τι στα κομμάτια συμβαίνει. Ήθελα να δω την ψυχή σου, αλλά η θύελλα στην οποία ζούσαμε θόλωνε το βλέμμα μου. Σ’ αγαπάω πολύ όπως σου είπα⸱ και ξέρω ότι το νιώθεις. Πρέπει να βρεις το κουράγιο, κορίτσι μου, να μείνεις όρθια. Κι αν… θέλεις να είσαι μαζί μου, καλώς⸱ σου ανοίγω την αγκαλιά μου, αν όχι, πάλι καλώς. Εγώ και τότε, θα μείνω με την αίσθηση, ότι μπόρεσα κι αγάπησα μέχρι τέρμα. Έδωσα όσο μπορούσα, και δεν παραπονιέμαι. Και αισθάνομαι ικανοποίηση που ένιωσα τέτοιο συναίσθημα. Ήταν τόσο υπέροχο, κι ας πληγώθηκα! Έβλεπα τις γυναίκες επιπόλαια, σαν αντικείμενα. Με σένα όμως ήταν διαφορετικό. Ένιωσα άνθρωπος δίπλα σε άνθρωπο, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν μεταξύ μας.
Με κοίταξέ με το πιο γλυκό βλέμμα του κόσμου. Αυτά τα μάτια της, τα βουρκωμένα, τα όμορφα! Άπλωσε το χέρι της και με χάιδεψε. Πήρε στα χέρια της το πρόσωπό μου, έκυψε πάνω μου και με φίλησε τρυφερά στα χείλη.
- Σ’ αγαπώ όσο τίποτα στον κόσμο, Κωστή μου! Από τώρα και πέρα θέλω να είμαι μαζί σου, και μόνο μαζί σου, αγαπημένε μου!
- Σε λατρεύω! Της είπα. Σε λατρεύω! Και θέλω από τώρα και πέρα να είμαστε σαν όλους τους άλλους. Μόνο εσύ κι εγώ, κανείς άλλος ανάμεσά μας, ούτε γι’ αστείο⸱ κατάλαβες;
- Κανείς, Κωστή μου! Κανείς! Εσύ για μένα… κι εγώ για σένα⸱ ο κόσμος όλος, κατάλαβες καρδιά μου, αγαπημένε μου;
Φιληθήκαμε στο στόμα τρυφερά. Αγκαλιαστήκαμε. Μείναμε αγκαλιασμένοι χωρίς να μιλάμε. Άρχισα να την πειράζω την μύτη. Ήταν ένα παιχνίδι μεταξύ μας, όταν ήταν θυμωμένη. Ήξερα ότι τσατιζόταν και το έκανα για να την πειράξω⸱ κι αυτό πάντα την έβγαζε από τον θυμό της. Η ίδια ήξερε ότι γαργαλιέμαι εύκολα. Μετά από δύο τρία πειράγματα εκείνη άρχισε να με γαργαλάει. Σε μια στιγμή λιώσαμε στο γέλιο. Έπεσε πάνω μου.
- Θα ήθελα να κοιμηθούμε εδώ αγκαλίτσα της είπα. Στον καναπέ που ποτέ δεν ήθελες, γιατί ήθελες την άνεσή σου. Σε καταλαβαίνω, αλλά δεν είναι ωραίο πού και πού το χουζούρι;
- Ναι, είναι. Το πολύ-πολύ να κοιμηθώ πάνω σου, αν δεν έχεις πρόβλημα, είπε και έπεσε πάνω μου και μου έδωσε ένα ρουφηχτό φιλί στο λαιμό που μου άφησε σημάδι.
Σηκώθηκα πήρα τα μαξιλάρια και ένα σκέπασμα από το δωμάτιο. Ανοίξαμε τον καναπέ και ξαπλώσαμε. Την πήρα αγκαλιά. Εκείνη κόλλησε πάνω μου.
- Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα πια, γλυκιά μου. Είσαι μαζί μου, και θα είσαι για πάντα μαζί μου. Θα την βρούμε την άκρη. Τόσα περάσαμε, δεν λυγίσαμε. Ε;
- Ναι, είπε και χουζούρεψε πάνω μου.
Τη χάιδευα με το χέρι μου στο πρόσωπο. Άρχισα να τη φιλάω. Τα φιλιά μας σιγά σιγά άρχισαν να γίνονται παθιασμένα. Άρχισα να της χαϊδεύω το στήθος. Εκείνη έπιασε τον πούτσο μου μέσα από το μποξεράκι που φορούσα και τον έπαιζε. Με έσπρωξε ανάσκελα. Ξεγυμνώθηκε εντελώς. Με μια κίνηση μου κατέβασε το μποξεράκι. Ξάπλωσε ολόκληρη επάνω μου. τον πήρε μέσα της. Εγώ παρόλο που δεν έμπαινε ολόκληρος μέσα της λόγω του ότι ήταν ολόκληρη ξαπλωμένη πάνω μου, ένιωθα μεγάλη ηδονή. Αισθανόμουν όλο το σώμα της πάνω μου και αυτό μου προκαλούσε μεγάλη καύλα. Όσο το κάναμε σε αυτή τη στάση, η Μαρία δε σταμάτησε να με φιλάει στο στόμα, στο λαιμό και παντού στο πρόσωπο. Χύσαμε και οι δυο σχεδόν ταυτόχρονα. Ήταν υπέροχο. Μείναμε αγκαλιασμένοι μέχρι που μου έπεσε ο πούτσος και βγήκε από το μουνί της. Την αγκάλιασα σαν κάτι πολύτιμο που φοβόμουν να μην το χάσω. Εκείνη έχωσε τη μουσούδα της στο λαιμό μου και χουζούρευε. Μείναμε αρκετή ώρα αγκαλιασμένοι. Ύστερα πήγαμε στο μπάνιο και πλυθήκαμε.
Το βράδυ κοιμηθήκαμε αγκαλιά. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος! Ήταν κι εκείνη⸱ το καταλάβαινα. Το πρωί ξυπνήσαμε από το θόρυβο των κλειδιών της Χρύσας. Μας είδε και κόμπλαρε για λίγο.
- Καλημέρα, αδερφούλα μου!
- Καλημέρα, Χρύσα! Είπε η Μαρία…
και σηκώθηκε αμέσως και την χαιρέτησε αγκαλιάζοντάς την. Ύστερα η Μαρία πήγε στο μπάνιο. Η Χρύσα ήρθε και με φίλησε στο μάγουλο.
- Αδερφούλη μου, τελικά βλέπω πώς, αν και χειμώνας, μέσα σας ήρθε η άνοιξη. Το είδα στα μάτια και των δυο σας. Είδες που σου τα έλεγα; Σ’ αγαπάει και σ’ αγαπάει πολύ, πάρα πολύ⸱ όπως κι εσύ.
- Είχες δίκιο, Χρύσα μου!
Έσκυψε και με φίλησε ξανά στο μάγουλο και με χάιδεψε στο κεφάλι.
- Χαίρομαι που σας βλέπω ευτυχισμένους!
Βγήκε η Μαρία από το μπάνιο. Συμμάζεψα γρήγορα τα σκεπάσματα και καθίσαμε και οι τρεις και πίναμε καφέ.
- Απόψε έχουμε γιορτή και λέμε να έρθουμε εδώ με τον Μηνά, είπε η Χρύσα. Θα θέλαμε να γιορτάσουμε την επέτειό μας με το Μηνά, εδώ, μαζί σας. Τι λέτε, αν δεν έχετε κάτι άλλο στο πρόγραμμα;
- Τέλεια! είπε η Μαρία με ενθουσιασμό. Θα φάμε εδώ ή θα βγούμε έξω;
- Λέω να μαγειρέψω εδώ, είπε η Χρύσα.
- Ωραία! πετάχτηκε ενθουσιασμένη η Μαρία. Θα σε βοηθήσω εγώ να μαγειρέψουμε. Θα στείλουμε τους κυρίους να ψωνίσουν τα απαραίτητα, για να κάνουμε τις δουλειές μας με την άνεσή μας.
- Τέλεια είπε η Χρύσα και αγκαλιάστηκαν.
- Θα καλέσετε κόσμο, Χρύσα μου; Τη ρώτησα.
- Όχι, ο Μηνάς είναι πολύ σεμνός σ’ αυτά. Μόνο εμείς θα είμαστε.
Το βράδυ πέρασε ευχάριστα. Εγώ με τον Μηνά το παρακάναμε λίγο στα ποτά⸱ σε σημείο μάλιστα, που η Μαρία αναγκάστηκε λίγο πριν φάμε, να μου πάρει το ποτήρι από τα χέρια. Ήταν η πιο ευτυχισμένη βραδιά της ζωής μου.
Από τη μεθεπόμενη η Μαρία κανόνισε με την ψυχολόγο ραντεβού. Η Μαρία άρχισε να βλέπει την ψυχολόγο σε τακτικές συνεδρίες. Ο Νίκος ήρθε μετά από πέντε μέρες στη δουλειά και έφερε ένα σακίδιο της Μαρίας. Ήταν ψυχρός απέναντί μου⸱ πώς να μην είναι άλλωστε. Η Μαρία όταν άνοιξε το σακίδιό της, είδε ότι μέσα ήταν το ρολόι που της είχε χαρίσει ο Νίκος, τα σκουλαρίκια, ένα ζευγάρι καλά παπούτσια, καθώς και δύο φορέματα που της είχε κάνει δώρο.
Εκείνη τη μέρα θα βγαίναμε για θέατρο. Τα πήρε και τα έβαλε σε νάιλον τσάντες
- Γιατί τα έβαλες εκεί, Μαρία μου;
- Θα δεις. Του έστειλα μήνυμα του μαλάκα ότι δεν τα θέλω, αλλά μου είπε ότι τα δώρα δεν επιστρέφονται⸱ κι εγώ είπα στη αρχή ότι θα τα πετάξω. Αλλά το σκέφτηκα καλύτερα και αποφάσισα να τα ξεφορτωθώ αλλιώς. Ετοιμάσου μόνο μην αργήσουμε στην παράσταση.
Ετοιμάστηκα, μπήκαμε στο αμάξι.
- Πάμε μια από τη γειτονιά μου, σε παρακαλώ, προλαβαίνουμε;
- Ναι, αμέ, άνετα!
Πήγαμε. Ήμουν μέσα στην απορία. Φτάσαμε.
- Σταμάτα εδώ, σε παρακαλώ, σε αυτό το νούμερο, στο ισόγειο.
Παρκάρισα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Η Μαρία κατέβηκε από το αμάξι. Είχα κατεβασμένο τα τζάμια του αυτοκινήτου. Χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε μια νεαρή κοπέλα.
- Καλησπέρα, Δήμητρα, αυτά είναι δικά σου. Έχει δύο ωραία φορέματα, ένα ζευγάρι παπούτσια, που αν θυμάμαι φοράμε το ίδιο νούμερο, ένα ακριβό ρολόι και ένα ζευγάρι ακριβά σκουλαρίκια. Τα φορέματα είμαι σίγουρη πώς θα σου πάνε τέλεια. Δεν τα φόρεσα καθόλου. Πάρ’ τα σε παρακαλώ. Αν δεν τα πάρεις, θα αναγκαστώ να τα πετάξω στον κάδο σκουπιδιών. Για μένα υπάρχουν προσωπικοί λόγοι που θέλω να ξεφορτωθώ.
Η κοπέλα αν και δίστασε λίγο στην αρχή, τα πήρε με την επιμονή της Μαρίας και την ευχαρίστησε αγκαλιάζοντάς τη.
- Φεύγω να μην αργήσουμε, Δήμητρά μου! Θα περάσω με τον Κωστή μια φορά να σε πάρουμε να πάμε για καφέ.
Η Δήμητρα πλησίασε στο αμάξι και με χαιρέτισε ευγενικά. Μπήκε στο αμάξι και ξεκινήσαμε.
- Ποια είναι η κοπέλα, Μαρία;
- Ένα φτωχό και καλό κορίτσι. Πέρασε στην ίδια σχολή με μένα, δευτεροετής είναι. Μιλούσαμε και με τη μάνα της. Με κάλεσαν και μερικές φορές για καφέ. Στενοχωρήθηκα, όταν έμαθα εκ των υστέρων πώς δεν πήγε σε κάποιο πάρτι στη σχολή, γιατί δεν είχε τι να φορέσει. Και μια που είχε περάσει στην ίδια σχολή με μένα, εγώ της έδωσα όλες τις σημειώσεις μου κι ό,τι άλλα βιβλία δε χρειαζόμουν. Όσες τις χρειαζόμουν ακόμα, τις έβγαλα φωτοτυπίες και της τις έδωσα. Είναι ορφανό και φτωχό κορίτσι, αλλά είναι ένα πολύ καλό κορίτσι.
- Είσαι ένας άγγελος, είπα και τη φίλησα στο μάγουλο.
- Σ’ αγαπώ, Κωστή μου!
Με τη Μαρία τελειώσαμε τις σπουδές και οι δυο. Η Μαρία άρχισε να κάνει φυσικοθεραπείες σε βαριά ασθενείς κατ’ οίκον. Ήταν καλή στη δουλειά της και τα έβγαζε πέρα με πολύ δύσκολα περιστατικά, γι’ αυτό και είχε πολύ δουλειά. Μάλιστα, από ένα σημείο και μετά έπαιρνε και τη Δήμητρα μαζί της για βοήθεια κι ας μην είχε τελειώσει ακόμα τη σχολή. Έβγαζε αρκετά χρήματα. Εγώ έπιασα δουλειά στην εταιρεία που έκανα την δεύτερη φορά την πρακτική μου. Με τη Μαρία παντρευτήκαμε σε μια πολύ σεμνή τελετή και σε ένα μήνα μετά έγιναν οι επίσημοι αρραβώνες της Χρύσας με το Μηνά. Τα παιδιά παντρεύτηκαν ένα χρόνο μετά και μένουν μόνιμα στην Αθήνα.
Με τη Μαρία μείναμε αρχικά στην Αθήνα. Τα ψυχικά της τραύματα σιγά σιγά επουλώθηκαν, απαλλάχτηκε από τους εφιάλτες του παρελθόντος και στέκεται όρθια και δυνατή δίπλα μου. Τώρα ζούμε στην επαρχία κοντά στους δικούς μου⸱ εκεί είναι και οι δουλειές μας πια. Οι δικοί μου την αγκάλιασαν και την αγάπησαν σαν δικό τους παιδί από την πρώτη στιγμή. Η ίδια νιώθει πολύ υπέροχα μαζί τους⸱ βρήκε την αγάπη που της στέρησαν οι δικοί της. Έχουμε δυο πανέμορφα παιδάκια και έχουμε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά και οι δυο σε αυτό που δημιουργήσαμε. Κάθε μέρα νιώθω τόσο τυχερός που είμαι δίπλα της κι εκείνη έγινε το πιο αφοσιωμένο άτομο που έχω δίπλα μου. Νιώθει ασφάλεια και σιγουριά δίπλα μου. Μπορεί με τη Μαρία να περάσαμε πολλά, και δύσκολα, φτάσαμε στα όριά μας, αλλά αγαπηθήκαμε και αγαπιόμαστε πολύ, μα πάρα πολύ, και ξεπεράσαμε όλα τα δύσκολα προβλήματα.
Copyright protected OW ref: 182756
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.