Προηγούμενο μέρος: Ο κύριος Σταύρος (4ο μέρος)
Έμεινα εκεί, ξαπλωμένος όπως με άφησε, για αρκετή ώρα, προσπαθώντας να βάλω σε μία τάξη αυτά που ένοιωθα. Προσπαθούσα να σκεφτώ καθαρά, αλλά η φαντασία μου δε με άφηνε σε χλωρό κλαρί. Σκεφτόμουν πώς έφτασα από μία περιέργεια και την διάθεση να τον παίξω βλέποντας τσόντες να με έχουν πηδήξει δύο άντρες πολύ μεγαλύτεροί μου και πώς γινόταν να με έχουν κάνει να μου αρέσει τόσο πολύ. Σκεφτόμουν τι να κάνω, πώς να το διαχειριστώ. Και γενικά και με τον κύριο Σάκη. Να το πω στον κύριο Σταύρο, ή όχι; Κι αν θύμωνε; Μόνος μου εκεί στη μέση του πουθενά, τι να του έλεγα; Πώς να δικαιολογηθώ; Κι αν ήθελε να με παρτουζώσουν;
Τι να κάνω; Κάπου εκεί, άρχιζε και με πρόδιδε η φαντασία μου. Άρχιζαν να έρχονται στο μυαλό μου εικόνες, αποσπάσματα από τις στιγμές που με πήδαγαν. Γιατί με πήδαγαν, με όλη την σημασία της λέξης. Μου φέρονταν καλά, αλλά ήταν πήδημα και τίποτε άλλο. Αλλά μου άρεσε, το απολάμβανα, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Ακόμη και κάνοντας αυτές τις σκέψεις, οι εικόνες που είχα στο μυαλό μου με καύλωναν όσο δεν φανταζόμουν. Αλλά γιατί μου άρεσε τόσο; Γιατί να μου αρέσει να νοιώθω ότι με χρησιμοποιούν, ότι με βάζουν να κάνω πράγματα με το ζόρι; Πώς γίνεται να μου δίνουν εντολές και να κάνω τέτοια πράγματα χωρίς να με ενοχλεί, ούτε στο ελάχιστο; Και ακόμη περισσότερο να το απολαμβάνω, και να θέλω κι άλλο; Ήθελα κι άλλο, αυτό ήταν η αλήθεια.
Ξαπλωμένος εκεί μπρούμυτα, ένοιωθα το καυλί μου να πιέζεται πάνω στον καναπέ, τον κώλο μου ακόμη ανοιχτό από την πούτσα του κυρίου Σάκη και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι θα ήθελα να ήταν γεμάτος. Δεν ήθελα καν να σηκωθώ να πάω στο μπάνιο, είχα αποχαυνωθεί με όλες αυτές τις σκέψεις. Και κάπως έτσι, χωρίς να το καταλάβω, με ξαναπήρε ο ύπνος. Με ξύπνησαν ομιλίες απ’ έξω, από τον κήπο. Η πρώτη πρόταση που άκουσα, ήταν:
- Καλά ρε, δεν σε πιστεύω!
- Τι έτσι, στην ψύχρα;
- Ρε συ, αφού σας έβλεπα από πριν. Έτσι που φώναζε, είπα ότι θα έχεις καμία γκόμενα μέσα. Μετά που είδα τον μικρό, καύλωσα τόσο πολύ που μπήκα απλά να τον χαζέψω από κοντά. Ακούμπησα τον κώλο του και έβγαλε ένα βογκητό και μου τον τούρλωσε έτσι. Τι να κάνω; Δεν είμαι και από σίδερο.
- Και καλά, δεν είπε τίποτε; Δεν φώναξε; Τίποτε; Δεν φαντάζομαι να τον ζόρισες. Έτσι και γίνει τίποτε. Ρε βλάκα, οι γονείς του είναι γείτονές μας!
- Τι να φωνάξει ρε; Νόμιζε ότι ήμουν εσύ. Μέχρι να καταλάβει ότι ήταν άλλος, το γούσταρε τόσο πολύ, που μου κουνιόταν και βόγκαγε σαν πουτάνα. Πού το βρήκες ρε; Και με τέτοιο κωλαράκι; Βελούδο σκέτο είναι. Και μόνο που το σκέφτομαι πώς βόγκαγε και κλαψούριζε από καύλα μου ξανασηκώθηκε. Το ξαναπήδαγα άνετα και τώρα. Τί λες; Πάμε μέσα να το πάμε ένα γύρο μαζί;
- Δε θα θέλει ρε. Ψιλοφοβάται. Άλλο πριν, δε σε πρόλαβε, τώρα όμως; Δεν ξέρω.
- Τι λες ρε; Εγώ σου λέω ότι θα κάτσει από μόνο του. Αυτό ψοφάει να γαμιέται. Άκου, πάμε μέσα μαζί και αν δε θέλει, θα φύγω μόνος μου. Αν κάτσει όμως θα το παρτουζώσουμε κανονικά, ok;
Συνεχίσανε για λίγο ακόμα την συζήτηση, ο κύριος Σταύρος διστακτικός, ο κύριος Σάκης προσπαθώντας να τον πείσει. Εγώ; Φοβήθηκα στην αρχή, αλλά συνειδητοποίησα μετά από λίγο με έκπληξη ότι είχα καυλώσει πάλι. Στην κυριολεξία. Ο πούτσος μου είχε γίνει πέτρα. Το σώμα μου είχε αποφασίσει για μένα. Άκουσα το τέλος της συζήτησης τους καθώς πια ο κύριος Σταύρος τον ρωτούσε περπατώντας προς το σπίτι:
- Καλά, και πώς θα του το πούμε; Θα τον ρωτήσουμε στα ίσια; Στο λέω, δεν θα θέλει.
- Άστο σε μένα. Εσύ απλά ακολούθα αυτά που λέω…
και με αυτό, άκουσα την πόρτα να ανοίγει σιγά. Έκλεισα αμέσως τα μάτια μου, κάνοντας πως κοιμάμαι. Το γιατί, δεν το κατάλαβα ποτέ. Για να τους διευκολύνω μήπως; Για να μην πρέπει να αποφασίσω εγώ; Ποιός ξέρει; Άρχισαν να μιλάνε σιγά σχεδόν ψιθυριστά.
- Πω, πω! Κόλαση είναι! Έτσι τον βρήκα και πριν. Άκου να δεις. Πήγαινε πίσω του, καβάλα τον και βάλτου τον ίσα-ίσα να το νοιώσει. Αν έχει την ίδια αντίδραση με πριν, θα πάθεις πλάκα.
Βήματα πίσω μου, ο ήχος ρούχων που βγαίνουν. Τον νοιώθω να πατάει πάνω στον καναπέ, πολύ ελαφρά, να παίρνει θέση… και μετά, παράδεισος! Ένα καυτό καυλί να ακουμπάει πάνω στην τρύπα μου, με ελαφριά πίεση. Το βογκητό μου και η κίνηση να τεντωθώ προς τα πίσω, δεν ήταν καθόλου φτιαχτή. Το ήθελα, μου άρεσε τρελά. Την ίδια στιγμή, ένα χέρι να μου σηκώνει το σαγόνι. Άνοιξα τα μάτια μου. Η πούτσα του κυρίου Σάκη, σε όλο της το μεγαλείο, μπροστά στο στόμα μου καυλωμένη και σκληρή σαν πέτρα με προ(σ)καλούσε. Είχα δίκιο πριν, ήταν μεγαλύτερη και πιο χοντρή από του κυρίου Σταύρου. Ένοιωσα μια ζέστη στην κοιλιά μου έτσι που την έβλεπα να κρέμεται ανάμεσα στα πόδια του και να μεγαλώνει συνεχώς. Με το ένα πόδι στο πάτωμα, το άλλο γονατιστό στον καναπέ και το χέρι του να μου κρατάει το σαγόνι σαν να με σερβίρει, δε σκέφτηκα καν. Άνοιξα το στόμα μου και την πήρα, βογκώντας μπουκωμένα από καύλα, νοιώθοντας τον κύριο Σταύρο να χώνεται αργά μέσα μου.
- Δε θα ήθελε, ε; Θα φοβόταν είπες; Στο είπα, αυτό τρελαίνεται για πούτσα. Πες στον κύριο Σταύρο πουτανάκι, πες του πόσο σ΄ αρέσει.
Τραβήχτηκε, αναγκάζοντάς με να τον αφήσω από το στόμα μου, κρατώντας μου ακόμα το πηγούνι με το χέρι του. Με ένα ελαφρό χαστουκάκι στο μάγουλο, συνέχισε:
- Άντε πουτανίτσα! Μίλα! Σου είπα ότι μου αρέσει να σε ακούω! Αν θες να συνεχίσεις , πες του το!
Δεν δίστασα δευτερόλεπτο.
- Αχ, κύριε Σταύρο, μ΄ αρέσει πολύ! Τέλειοι είστε και οι δύο!
Γελώντας ο κύριος Σάκης τότε, μου τον ξαναέβαλε μέχρι την μέση στο στόμα και πιάνοντάς με, με το άλλο χέρι του από τα μαλλιά, άρχισε να μπαινοβγαίνει αργά στο στόμα μου κρατώντας με ακίνητο.
- Είδες; Τι σου έλεγα; Ψοφάει για πούτσες το ξέκωλο! Έλα, βάλτου τον λίγο περισσότερο, με καυλώνει που βογκάει έτσι μπουκωμένα.
- Έτσι βογκάει γιατί θέλει κι άλλο! Κοίτα το πώς κουνιέται, κοίτα πως προσπαθεί να πάρει κι άλλο. Κράτα του το κεφάλι καλά, θα το κάνω να κλαίει από καύλα πριν του τον βάλω.
Και έτσι άρχισε το μαρτύριο. Ο ένας να μου γαμάει το στόμα, χωρίς να με αφήνει να τον πάρω όλο και ο άλλος να μπαινοβγαίνει στην άκρη του κώλου μου κάνοντάς τον να ανοιγοκλείνει συνέχεια, στέλνοντας με σε ένα επίπεδο ηδονής που δε θα φανταζόμουν ποτέ ότι υπήρχε. Μιλούσαν μεταξύ τους, αντάλλαζαν εντυπώσεις και έδιναν ιδέες ο ένας στον άλλον για το πώς να με μεταχειριστεί. Με καύλωνε τόσο πολύ αυτό. Δε σκεφτόμουν πια, δε μπορούσα. Έκανα ότι μου έλεγαν, έγλειφα όπως μου έλεγαν, προσπαθούσα να τους ευχαριστήσω όσο μπορούσα περισσότερο. Γιατί; Γιατί, το μόνο πού είχα στο μυαλό μου, ήταν να σταματήσει αυτό το βάσανο. Να με πάρουν, να νοιώσω να γεμίζει η τρυπούλα μου, να τεντώνεται να σφίγγεται γύρω από ένα σκληρό, καυτό καυλί.
Είχα χαθεί στην απόλαυσή μου, είχα αυτό που ήθελα επί δύο και θα το χαιρόμουν όσο μπορούσα περισσότερο. Ξαφνικά, ένοιωσα τον πούτσο του κυρίου Σάκη να χώνεται σταθερά όλο και πιο βαθειά στον λαιμό μου, σχεδόν πνίγοντάς με. Στην προσπάθεια να τραβηχτώ πίσω για να μην πνιγώ, ένοιωσα τον κύριο Σταύρο σπρώχνοντας μπροστά να χώνεται όλος μέσα μου. Ασυναίσθητα πήγα να φωνάξω, αφήνοντας έτσι την πούτσα του κυρίου Σάκη να φωλιάσει μέσα στο λαρύγγι μου. Έμειναν και οι δύο ακίνητοι, χωμένοι μέσα μου, με τον κύριο Σάκη κρατώντας μου το σαγόνι να μου λέει, χαστουκίζοντάς με στο μάγουλο:
- Έτσι πουτανάκι! Αναπνοές από την μύτη, και μη σταματήσεις να φωνάζεις πάνω στο καυλί μου.
Δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε άλλο, φώναζα άναρθρα σαν τρελός, με γεμάτο στόμα. Έκανα όπως μου είπε, προσπαθώντας να κουνηθώ, εισπράττοντας ένα χαστούκι στο μάγουλο και άλλο ένα δυνατό στον κώλο.
- Θα κουνιέσαι όταν και όπως θα σου λέμε εμείς καργιολάκι! Προς το παρόν, μην κουνιέσαι και απόλαυσε τις πούτσες στις τρυπούλες σου.
Εκεί άρχισε το πανηγύρι. Μου πηδούσαν μαζί το στόμα και τον κώλο, με συγχρονισμένες κινήσεις. Μέσα και οι δύο, έξω και οι δύο. Τα χαστούκια στον κώλο μου βροχή, στα μάγουλα λίγο πιο αραιά. Δεν το πίστευα! Όλη αυτή η συμπεριφορά, η αγριάδα, ο εξαναγκασμός, η αίσθηση ότι δεν έχω άλλη επιλογή από το να κάνω αυτό που μου λένε με καύλωνε τρελά. Ζαλισμένος, απολάμβανα την καύλα που μου πρόσφεραν. Ήμουν τόσο κοντά στο να χύσω, το καυλί μου δεν έλεγε να πέσει, με πονούσε από την ένταση. Ξαφνικά, με τον κύριο Σταύρο χωμένο βαθειά μέσα στον κώλο μου να κάνει μικρές κινήσεις μέσα έξω, ένοιωσα να με παίρνει σαν κύμα ο οργασμός. Ο κώλος μου να σφίγγεται γύρω από το καυλί του, το καυλί μου να αρχίσει να χύνει με σπασμούς σαν να άδειαζα το μεδούλι μου. Φώναζα πάνω στην πούτσα του κυρίου Σάκη, με το στόμα ανοιχτό. Αν δεν ήταν γεμάτο το στόμα μου, θα ακουγόμουν στην παραλία, ήμουν σίγουρος!
Ένοιωσα τον κύριο Σταύρο να πετρώνει μέσα μου. Με μια φωνή «Χριστέ μου θα με κάνει να χύσω η πουτάνα!» άρχισε να αδειάζει μέσα μου μουγκρίζοντας, χαστουκίζοντας τον κώλο μου και φωνάζοντας. Μόλις τελείωσε, έπεσε πίσω, και καθισμένος στον καναπέ προσπαθούσε να βρει την αναπνοή του. Εγώ, σχεδόν έτοιμος να λιποθυμήσω από την καύλα που ένοιωθα, άρχισα να γλείφω σαν τρελός τον κύριο Σάκη. Ήθελα να τα πιώ όλα! Με έκπληξη τον ένοιωσα να μου τον παίρνει από το στόμα μου. Πριν προλάβω καν να σκεφτώ ή να ρωτήσω κάτι, τον ένοιωσα να με σηκώνει και να με πετάει σχεδόν επάνω στον καναπέ ανάσκελα. Έπεσε πάνω μου, πιάνοντας τον κώλο μου σφιχτά, με τράβηξε προς το μέρος του και χώθηκε μέσα μου ολόκληρος, με μία κίνηση. Βόγκηξα, από το βάρος του επάνω μου. Χωμένος όλος μέσα μου, άρχισε να πηγαινοέρχεται στο βάθος του κώλου μου.
Πιάνοντας τα μπούτια μου, μου τα σήκωσε κολλώντας τα στο στήθος μου. Έχωσε το πρόσωπό του στον λαιμό μου, και χωρίς να σταματήσει να κουνιέται μέσα μου, μου μούγκρισε στο αυτί.
- Έτσι πουτάνα! Σα γκόμενα θα σε χύσω! Με τα πόδια σου ανοιχτά, να βογκάς μέσα στο αυτί μου, ξεκωλάκι.
Έτσι, μόνο με αυτό, ένοιωσα να ξαναχύνω στην κοιλιά του χωρίς να έχω τίποτα να βγάλω. Χωρίς να το καταλάβω, τον είχα αγκαλιάσει από την μέση και ανεβοκατέβαζα τον κώλο μου στο ρυθμό του, την ώρα που έχυνα. Και τότε έχυσε βαθιά μέσα μου, μουγκρίζοντας μέσα στο αυτί μου.
- Παρ’ τα πουτάνα! Έτσι, σαν κοριτσάκι σε χύνω!
Μόλις τελείωσε, έπεσε βαρύς επάνω μου προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του. Κι εγώ, κρατώντας τον ακόμα αγκαλιά από την μέση, με τα πόδια ακόμα ψηλά, προσπαθούσα να καταλάβω πως είχα φτάσει εκεί.
(Copyright protected OW ref: 88764)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.