Προηγούμενο μέρος: Οι φίλοι του κυρίου Σταύρου στη Θεσσαλονίκη
Ξεκινήσαμε λοιπόν από ένα εστιατόριο πολυτελείας έξω από το κέντρο, κοντά στη θάλασσα. Καθίσαμε με εμένα στη μέση έχοντας αριστερά μου τον κύριο Γιώργο και τον κύριο Δημήτρη και δεξιά μου τους δύο ξένους. Ο διπλανός μου ήταν μαύρος, πολύ καλοφτιαγμένος και πολύ ευγενικός, ο άλλος ήταν ο κλασσικός τύπος του λεφτά βλαχο-αμερικάνου. Φωνακλάς με τα πάντα να περιστρέφονται γύρω από εκείνον και το πόσο πλούσιος ήταν. Όσο μιλούσαν σκεφτόμουν πόσο περίεργο ήταν αυτό που μου είχε πει ο κύριος Γιώργος πριν ξεκινήσουμε, ότι ο ιδιοκτήτης της εταιρείας ήταν ο μαύρος. Αν δεν ήξερε κανείς, θα πίστευε ακριβώς το αντίθετο.
Το φαγητό ήταν υπέροχο και ο χώρος άλλο τόσο. Δεν είχα ξαναβρεθεί σε τόσο ακριβό εστιατόριο και το απολάμβανα τρελά. Χαμηλός φωτισμός, ελαφριά μουσική, οι σερβιτόροι σχεδόν αμίλητοι να πηγαινοέρχονται φέρνοντας την μία λιχουδιά μετά από την άλλη. Εγώ μετάφραζα πολύ προσεκτικά, προσπαθώντας να συγκρατούμαι να μην πιώ πολύ. Ήταν υπέροχο το κρασί που είχαν διαλέξει.
Η συζήτησή τους πήγαινε πολύ καλά, από όσο μπορούσα να καταλάβω είχαν μεγάλες πιθανότητες να την πάρουν την δουλειά. Το επαγγελματικό κομμάτι τελείωσε με την υπόσχεση ότι την επόμενη μέρα πριν φύγουν θα τους ενημέρωναν, γιατί έπρεπε να συζητήσουν μεταξύ τους κάποιες λεπτομέρειες.
Μετά από αυτό άρχισε μία γενική συζήτηση πιο προσωπική με γέλια και αστεία μεταξύ των τεσσάρων τους. Σε κάποιο σημείο ο διπλανός μου ρώτησε τον κύριο Γιώργο για μένα λέγοντάς του ότι του φάνηκε παράξενο που είχαν κάποιο τόσο νεαρό για διερμηνέα. Εκείνος του απάντησε ότι ήμουν ανιψιός του που σπούδαζα στην Θεσσαλονίκη και ήθελε να με βάλει σιγά-σιγά στο πνεύμα της δουλειάς, πράγμα που με παραξένεψε αλλά το ξέχασα αρκετά γρήγορα μέσα στο εύθυμο πνεύμα που είχε πάρει η συζήτηση. Το μόνο αρνητικό σημείο ήταν το ότι ο θορυβώδης Αμερικάνος είχε πιεί αρκετά πράγμα που άρχισε να φαίνεται στον τρόπο και την ομιλία του. Πάλι καλά, ήταν από αυτούς που το ποτό τους έφερνε ύπνο και έτσι δεν υπήρχε περίπτωση να χαλάσει την ατμόσφαιρα και τη συζήτηση με καμία χοντράδα.
Λίγη ώρα αργότερα, ο μαύρος έγειρε προς το μέρος μου και ακουμπώντας με πίεση ψηλά πάνω στο μπούτι μου, μου είπε να πω στον θείο μου ότι ο φίλος του δεν αισθανόταν καλά και ότι θα έπρεπε να γυρίσουν στο ξενοδοχείο τους. Όση ώρα τα έλεγα αυτά και τους μετάφραζα την απάντηση του κυρίου Γιώργου ότι φυσικά δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα το χέρι του δεν κουνήθηκε από το μπούτι μου και το ένιωθα να σφίγγει ελαφρά όσο μιλούσα. Είχα κατακοκκινίσει και δεν τολμούσα να κινηθώ, μήπως το δει ο κύριος Γιώργος. Τράβηξε το χέρι του καθώς σηκωνόμασταν και όπως σηκώθηκα συναντήθηκαν οι ματιές μας. Μου χαμογέλασε, κλείνοντας μου το μάτι κάνοντάς με να κατεβάσω το βλέμμα. Ένοιωθα τα μάγουλά μου να καίνε, πρέπει να είχα γίνει παντζάρι. Και τότε το είδα! Στο δεξί μπατζάκι του παντελονιού του διαγραφόταν καθαρά τα σχήμα μίας τεράστιας πούτσας, σχεδόν μέχρι το μέσο του μηρού του. Έριξε το σακάκι του στο χέρι, καλύπτοντάς το όσο περπατούσαμε να πάμε στα αυτοκίνητα, αλλά ήταν λες και η εικόνα είχε χαραχτεί στο μυαλό μου.
Ένοιωσα ένα χέρι να με τραβάει πίσω και συνήλθα. Ο κύριος Γιώργος χαμηλώνοντας την φωνή του, μου είπε:
- Μικρέ, ο καλός υπάλληλος θα κάνει ότι πρέπει για να πάρω τη δουλειά, κατάλαβες; Και αν την πάρω, το μπόνους σου θα διπλασιαστεί. Άντε προχώρα μπροστά τώρα και μην ξεχνάς, είμαι θείος σου και δεν πρέπει να μάθω τίποτα!
Μ’ αυτό, χωρίς να περιμένει απάντηση, προχώρησε δίπλα στο Δημήτρη του είπε κάτι και έσκασαν στα γέλια. Μέχρι να φτάσουμε στα αυτοκίνητα, το μυαλό μου έτρεχε σαν τρελό. Προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε γίνει, τι επρόκειτο να γίνει, πώς βρέθηκα σε τέτοια θέση ξαφνικά. Με έβγαλε από τις σκέψεις μου η φωνή του μαύρου που με ρωτούσε αν θα μπορούσα να πάω με το δικό τους αυτοκίνητο για να τον βοηθήσω να ανεβάσει το φίλο του μέχρι το δωμάτιο του ξενοδοχείου, εάν δεν έχει πρόβλημα ο θείος μου φυσικά. Το είπα στον κύριο Γιώργο και εκείνος απάντησε φυσικότατα, έτσι κι αλλιώς ήταν δίπλα στο σπίτι μου και θα μπορούσα να πάω με τα πόδια από εκεί. Πρόσθεσε επίσης ότι έτσι θα τον γλύτωνε από ολόκληρο γύρο με το αυτοκίνητο και θα μπορούσαν να πάνε απευθείας στο ξενοδοχείο με το Δημήτρη. Ευχαρίστησαν ο ένας τον άλλο(!) και μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Η απόσταση ήταν μικρή και ούτε εγώ, ούτε εκείνοι μίλησαν καθόλου στην διαδρομή.
Εκείνο που με εξέπληξε όμως, ήταν όταν κατάλαβα τι σκεφτόμουν στην διαδρομή. Έπιασα τον εαυτό μου να καταστρώνει σχέδιο πώς θα έκανα τον τύπο να πιστέψει ότι με παρέσυρε χωρίς να το θέλω, ενώ δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου την εικόνα που είχα δει στο εστιατόριο. Και στο βάθος του μυαλού μου, τριγυρνούσε η φωνή του κυρίου Γιώργου "Και αν την πάρω, το μπόνους σου θα διπλασιαστεί!". Μου είπε ότι θα μου διπλασιάσει τα λεφτά που θα μου έδινε επειδή με πήδηξαν, για να με πηδήξει ο τύπος που θα του έδινε την δουλειά. Δεν το πίστευα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, με ερέθιζε όλη αυτή η κατάσταση.
Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, ανεβάσαμε το φίλο του στο δωμάτιο, τον βάλαμε στο κρεβάτι και βγήκαμε στον διάδρομο. Εκεί, άπλωσα το χέρι να τον χαιρετήσω, λέγοντάς του καληνύχτα και ότι χάρηκα που τον γνώρισα. Κρατώντας μου το χέρι, με έπιασε από τους ώμους με το άλλο και οδηγώντας με στην πόρτα του δωματίου του με έβαλε μέσα, λέγοντάς μου ότι δεν μπορεί να με αφήσει να φύγω έτσι χωρίς να με ευχαριστήσει που τον βοήθησα και ότι τουλάχιστον θα έπινα ένα ποτό μαζί του πριν φύγω, να του κάνω και λίγο παρέα.
Με έβαλε να κάτσω στον καναπέ, πήγε στο μπαρ και έβαλε δύο ποτά τα άφησε στο τραπεζάκι και λέγοντας μου να ξεκινήσω εγώ και θα έρθει πήγε στο μπάνιο. Ήπια δύο γουλιές και ακούγοντας τον να βγαίνει από το μπάνιο γύρισα προς το μέρος του και πρέπει να έμεινα σαν χαζός να τον κοιτάζω. Φορούσε ένα μακρύ παντελόνι πυτζάμας, σκούρο μπλε, σίγουρα χωρίς τίποτε από μέσα γιατί έβλεπα το ίδιο ακριβώς θέαμα που μου είχε μείνει από το εστιατόριο. Από πάνω δε φορούσε τίποτε, και παρόλα τα πενήντα του χρόνια δεν είχε ίχνος λίπους πάνω του. Είχε ένα σώμα ψηλόλιγνο, στεγνό, γυμνασμένο, με όλους τους μύες να διαγράφονται σαν ανάγλυφοι σε κάθε του κίνηση. Ήρθε και έκατσε απέναντί μου σε μία πολυθρόνα, πήρε το ποτό του και άρχισε να το αργοπίνει ξεκινώντας μία πολύ γενική συζήτηση. Πώς μου φαίνεται η φοιτητική ζωή, αν μου λείπει η Αθήνα, αν έχω αρκετούς φίλους και άλλα πολλά τέτοια. Απαντούσα σχεδόν μηχανικά, προσπαθώντας συνειδητά να κρατηθώ να μην κοιτάξω στο παντελόνι της πυτζάμας του. Μόνο όταν τον είδα να σηκώνεται και να μου παίρνει το ποτήρι από το χέρι κατάλαβα ότι είχα τελειώσει το ποτό μου. Πήγε στο μπαρ, μου έβαλε άλλο ένα και ήρθε όρθιος μπροστά μου απλώνοντας το χέρι του να μου το δώσει. Καθώς αμίλητος το πήρα, με ρώτησε:
- Σε κάνω να αισθάνεσαι άβολα; Αν ναι, να πάω να βάλω το πάνω της πυτζάμας. Απλά αισθάνομαι πολύ πιο άνετα έτσι.
Του είπα ότι όχι, δεν υπήρχε πρόβλημα και τότε:
- Πες μου, γιατί κοκκίνισες έτσι στο εστιατόριο; Σε ενόχλησε το ότι σε ακούμπησα έτσι;
Έμεινα να τον κοιτάζω σα χάνος. Ένοιωσα τα μάγουλά μου να καίνε πάλι. Όρθιος μπροστά μου, από πάνω μου σχεδόν, μ’ εκείνο το τέρας σε απόσταση αναπνοής. Ψέλλισα ένα "όχι, δεν ήταν αυτό, απλά…", για να πάρω ως απάντηση:
- Α, ωραία! Χαίρομαι που δε σε ενόχλησε. Δε σου κρύβω ότι μου αρέσει πολύ έτσι όπως κοκκινίζεις όταν σου μιλάω.
- Απλά δεν ήθελα να το δει ο θείος μου, δεν ήξερα πως θα αντιδράσει. Δεν είμαι και συνηθισμένος σε τέτοιου είδους επαφές και καταλαβαίνετε…
- Μ… ναι, καταλαβαίνω. Κατ’ αρχήν ο θείος σου δε χρειάζεται να τα ξέρει όλα. Αυτό που θέλω να μου πεις όμως, είναι αν σου άρεσε αυτή η επαφή ή όχι. Να πάλι κοκκίνισες!
Κατακόκκινος πάλι, απάντησα:
- Ήταν διαφορετική. Σχετικά ευχάριστη, θα έλεγα.
Παίρνοντάς με από το χέρι και οδηγώντας με να καθίσω δίπλα του στον καναπέ, συνέχισε:
- Ωραία λοιπόν, γιατί θα ήθελα να σε χαϊδέψω ακόμα λίγο έτσι. Και ο θείος σου δε θα μάθει ποτέ τίποτε.
Μ’ αυτό, τραβώντας μου τα μαλλιά με έκανε να τεντώσω τον λαιμό μου ακουμπώντας το κεφάλι μου στην πλάτη του καναπέ και κρατώντας με σταθερά εκεί. Κόλλησε τα χείλια του στο λαιμό μου, φιλώντας και γλείφοντας πολύ αργά, ενώ το άλλο του χέρι χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου, χουφτώνοντας και χαϊδεύοντας. Δεν πρόλαβα να συγκρατήσω το βογγητό μου. Γέλασε και μου είπε:
- Δε χρειάζεται να ρωτήσω λοιπόν αν σου άρεσε αυτό, μόλις μου απάντησες. Θέλεις κι άλλο; Πες μου.
- Ναι, του απάντησα, αλλά σας παρακαλώ, δε θέλω να μάθει τίποτε ο θείος μου, ποτέ. Θα με σκοτώσει αν το μάθει.
- Θα είναι το μυστικό μας…
μου είπε, σηκώνοντάς με όρθιο μπροστά του. Σηκώθηκε κι εκείνος και με έγδυσε, πολύ αργά, φιλώντας με παντού. Ξανακάθισε και κρατώντας με από την μέση με γύρισε αργά γύρω-γύρω, φιλώντας με ασταμάτητα παντού σταματώντας, κοιτάζοντας με και μετά ξανάρχιζε. Δε μπορούσα πια να κρατηθώ. Βαριανάσαινα, βογκούσα, ένοιωθα να παραδίνομαι. Η χαριστική βολή ήταν όταν ένοιωσα το ένα του χέρι να περνά ανάμεσα στα κωλομέρια μου πολύ αργά, χαϊδεύοντας πολύ ελαφρά την τρύπα μου, ενώ το άλλο έπιασε τη ρώγα μου απαλά και άρχισε να την τρίβει ανάμεσα στα δάχτυλά του. Μούγκρισα ένα "ναι", γεμάτο ευχαρίστηση. Λες και ήταν σύνθημα αυτό, με γονάτισε μπροστά του και συνεχίζοντας να με χαϊδεύει με τον ίδιο τρόπο, κόλλησε τα χείλια του στον λαιμό μου, δαγκώνοντας και γλείφοντας. Έγειρα το κεφάλι μου πίσω και βογκώντας πάλι, άπλωσα τα χέρια μου πάνω στα μπούτια του για να κρατηθώ ακουμπώντας έτσι το καυλί του που κόντευε να σκίσει την πυτζάμα. Βόγκηξε, τα χάδια και τα φιλιά έγιναν πιο έντονα και τον άκουσα να μουρμουρίζει μέσα στο αυτί μου…
- μ… ναι, έτσι μπράβο!
Έμεινα έτσι, νοιώθοντας τον σκληρό κάτω από την παλάμη μου, αφήνοντάς τον να συνεχίσει να με φιλάει και να με χαϊδεύει ασταμάτητα μέχρι που τραβήχτηκε από τον λαιμό μου και χωρίς να σταματήσει τα χάδια, κοιτάζοντας με στα μάτια μου είπε:
- Βγαλ' τον έξω, σε παρακαλώ!
Υπάκουσα, σα σε όνειρο. Χωρίς να μπορώ να κατεβάσω το κεφάλι μου έτσι που ήταν χωμένος στον λαιμό μου, στα τυφλά, έψαξα και βρήκα τα δύο κουμπιά της πυτζάμας και τα ξεκούμπωσα. Ενώ συνέχιζε να φιλάει και να δαγκώνει ελαφρά τον λαιμό μου στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το σώμα, το ένα του χέρι συνέχισε να με κρατάει από τα μαλλιά κρατώντας τον λαιμό μου τεντωμένο προς τα πίσω και το άλλο εξερευνούσε πολύ αργά όλο μου το σώμα. Πότε χάιδευε τις ρώγες μου, πότε την κοιλιά, πότε τα μπούτια και πότε χωνόταν από κάτω για να περάσει τα δάχτυλά του ελαφρά πάνω και γύρω από την τρυπούλα μου, χαϊδεύοντας την όλο και πιο επίμονα, σταματώντας όλο και πιο συχνά επάνω της.
Χαμένος μέσα στην ηδονή που μου πρόσφερε, έχωσα το χέρι μου στο άνοιγμα της πυτζάμας θέλοντας να κάνω αυτό που μου είχε ζητήσει. Μόλις όμως το χέρι μου ακούμπησε επάνω του μαρμάρωσα. Έκλεισα αργά-αργά την παλάμη μου γύρω από τη βάση της πούτσας του. Τα δάχτυλά μου ίσα που έκλεισαν γύρω της. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα χαϊδεύοντας, προσπαθώντας να καταλάβω το μήκος. Δεν είναι δυνατόν σκέφτηκα! Δε μπορεί να μπει όλο αυτό μέσα μου. Δε χωράει, θα με ανοίξει στα δύο!
Πρέπει να μαρμάρωσα και το κατάλαβε. Συνεχίζοντας ασταμάτητα τα φιλιά και τα χάδια, ψιθύρισε στο αυτί μου ξανά:
- Έλα, μη με παιδεύεις σε παρακαλώ! Βγαλ' τον έξω.
Υπάκουσα και πάλι, σαν αυτόματο. Έβαλα το χέρι μου λίγο βαθύτερα, έπιασα με το ένα χέρι τα αρχίδια του (τι μεγάλα που ήταν, Χριστέ μου!), με το άλλο την πούτσα του και τα έβγαλα έξω από το άνοιγμα, συνεχίζοντας να τα κρατάω.
Τα φιλιά του στον λαιμό μου δε σταμάτησαν ούτε δευτερόλεπτο. Τα χάδια στο κορμί μου συνεχίζονταν, πιο έντονα, πιο κτητικά. Η φωνή του στον λαιμό μου ψιθύριζε:
- Δε θέλω να σκέφτεσαι, μόνο να νοιώθεις θέλω. Μην φοβάσαι, θα σου αρέσει πολύ.
Το μόνο όμως που σκεφτόμουν όμως εγώ ήταν αυτό το βαρύ, τεράστιο καυλί που είχα στο ένα χέρι και τα δύο τεράστια, βαριά, κρεμαστά αρχίδια που γέμιζαν την παλάμη μου. Είχα αρχίσει να ανεβοκατεβάζω το χέρι μου χαϊδεύοντας του ασυναίσθητα την πούτσα, ενώ το άλλο μου χέρι είχε αρχίσει να παίζει με τα αρχίδια του μέσα στην παλάμη μου. Ένα περίεργο συναίσθημα με είχε καταλάβει. Φοβόμουν, αλλά ταυτόχρονα το ήθελα, με ερέθιζε πάρα πολύ όλο αυτό το κλίμα που είχε δημιουργηθεί. Τραβήχτηκε πίσω αφήνοντας τα μαλλιά μου, ακούμπησε στην πλάτη του καναπέ, και με την ίδια κίνηση με τράβηξε πιο κοντά, ανάμεσα στα πόδια του λέγοντας:
- Κοίτα να δεις τι μου έχεις κάνει! Κοίτα και κάνε ότι θέλεις, ότι σου έρχεται στο μυαλό.
Κατέβασα το βλέμμα μου, νοιώθοντας κατακόκκινος από την έξαψη. Ήθελα να επιβεβαιώσω αυτό που μου έλεγε η αφή μου τόση ώρα. Και είχα δίκιο, ήταν τεράστιος! Σκούρος, εβένινος, σκληρός με δύο κρεμαστά αρχίδια ανάλογου μεγέθους. Ξεροκαταπίνοντας, (χωρίς όμως να σταματήσω να του τον χαϊδεύω σε όλο το μήκος) του είπα με μία φωνή που την στιγμή που ξεκίνησα να μιλάω κατάλαβα ότι έβγαινε βραχνή και σπασμένη:
- Είναι υπέροχος! Αλλά είναι τεράστιος. Εγώ, ξέρετε…
Σηκώθηκε όρθιος και χαϊδεύοντας το μάγουλο μου με έφερε τόσο κοντά που η άκρη του ακουμπούσε στα χείλια μου, πολύ ελαφρά.
- Εγώ ξέρω, μου είπε βραχνά. Φοβάσαι αλλά συγχρόνως το θέλεις. Κάνε αυτό που θέλεις και μην φοβάσαι. Δεν θα σε πονέσω καθόλου, ούτε μία στιγμή μέχρι αύριο το πρωί.
Αύριο το πρωί; Σκέφτηκα μέσα μου ότι δεν θα άντεχα ούτε δέκα λεπτά, άνοιξα το στόμα μου να του το πω και με μία ελαφριά κίνηση του προς τα εμπρός, βρέθηκα να έχω το κεφάλι της πούτσας του στο στόμα μου. Αντανακλαστικά, από την καύλα που ένοιωθα, έκλεισα τα χείλια μου γύρω του όσο μπορούσα, κρατώντας την με το ένα χέρι ενώ το άλλο χάιδευε τα αρχίδια του ασταμάτητα, σαν να είχε δική του ζωή.
- Ναι… μούγκρισε. Έτσι μπράβο μικρέ μου. Κάνε αυτό που ήθελες. Γι' αυτό ήρθες και το ξέρω και το ξέρεις. Την ευχαρίστηση που μου δίνει το στοματάκι σου, θα την πάρεις πίσω σε λίγο. Θα δεις και αν σου αρέσει τόσο πολύ όσο νομίζω, θα βγεις ξανά από εδώ μεθαύριο το πρωί που θα φύγω για το αεροδρόμιο.
Συνέχισα να γλείφω και να ρουφάω, σαν υπνωτισμένος από την φωνή του. Τον ένοιωθα να σκληραίνει κι άλλο μέσα στο στόμα μου και η αίσθηση με τρέλαινε. Ξαφνικά, έσκυψε και με σήκωσε όρθιο. Με πήρε στα χέρια του, με πήγε στο υπνοδωμάτιο και με άφησε ανάσκελα στο κρεβάτι πολύ απαλά. Ανέβηκε ανάποδα επάνω μου, τα χέρια του κατευθείαν στα κωλομέρια μου ανοίγοντάς τα. Ένα δάχτυλο άρχισε να χαϊδεύει την τρύπα μου μαζί με τη γλώσσα του, στέλνοντάς με στα ουράνια. Πρώτη φορά μου το έκαναν αυτό, και το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να βογκάω με κάθε κίνηση του.
- Συνέχισε αυτό που έκανες μικρέ μου. Συνέχισε να το κάνεις τόσο καλά και άσε με να στο ανταποδώσω…
και με αυτό, άνοιξε τα πόδια του και χαμήλωσε πάνω από το πρόσωπο μου κάνοντας το κεφάλι της πούτσας του να ακουμπήσει στα χείλια μου. Δε σκέφτηκα καν. Άνοιξα το στόμα, τεντώθηκα προς τα πάνω και τον άφησα να μπει μέσα. Άρχισα να γλείφω γύρω-γύρω το κεφάλι σαν τρελός. Η γλώσσα του γύριζε γύρω από την τρύπα μου, με το δάχτυλό του να έχει χωθεί το μισό μέσα. Το στριφογύριζε μέσα μου, πιέζοντας συγχρόνως προς την περίμετρο με αποτέλεσμα να νοιώθω να ανοίγω σιγά-σιγά και μία κάψα που με έκανε να θέλω κι άλλο, πιο πολύ. Βογκούσα με το στόμα γεμάτο, τεντωμένο από την πούτσα του και όσο τον άκουγα να βαριανασαίνει τόσο πιο πολύ παθιαζόμουν και προσπαθούσα να τον ερεθίσω περισσότερο. Χαμένος στην αίσθηση αυτή, δεν κατάλαβα πότε τα δάχτυλα στον κώλο μου έγιναν δύο, χωμένα μέσα μου ολόκληρα να με φέρνουν σε κατάσταση παραληρήματος με την κυκλική κίνησή τους. Επανήλθα επειδή τον ένοιωσα να σηκώνεται, παίρνοντας μου τον από το στόμα μου. Ασυναίσθητα, τεντώθηκα για να τον ξαναπάρω, αλλά σηκώθηκε όρθιος και πιάνοντάς με σφιχτά με γύρισε βάζοντάς με να στηριχτώ στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Μου έσπρωξε τα γόνατα μπροστά κάνοντας τον κώλο μου να τεντωθεί προς τα πίσω, μου άνοιξε τα γόνατα κάνοντάς με να χαμηλώσω κι άλλο και πίεσε τη μέση μου προς τα κάτω κάνοντας με να πάρω την θέση που ήθελε.
- Εκεί, έτσι σε φανταζόμουν από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Έτσι με τεντωμένο το γλυκό σου κωλαράκι, ερεθισμένο, ζαλισμένο και έτοιμο να αφεθείς…
μου είπε βραχνά ενώ κολλούσε πίσω μου, ανοίγοντας με τα δύο του χέρια τα κωλομέρια μου και ακουμπώντας το καυλί του ολόκληρο ανάμεσα τους και αρχίζοντας να κινείται πάνω κάτω. Έγειρε μπροστά ακούμπησε το στόμα του στο αυτί μου και συνέχισε:
- Και το καλύτερο απ’ όλα, είναι να σε βλέπω να το απολαμβάνεις πουτανάκι (little slut ήταν οι λέξεις που χρησιμοποίησε).
Είχα μείνει ακίνητος. Η αίσθηση αυτού του τεράστιου φαλλού να κινείται ανάμεσα στα κωλομέρια μου ήταν κάτι απερίγραπτο. Ο συνδυασμός με αυτά που μου έλεγε με βραχνή φωνή και τα χέρια του που με χάιδευαν ασταμάτητα παντού με έκαναν να ζαλίζομαι από ερεθισμό. Πρέπει να βογκούσα, δεν καταλάβαινα, μου το έλεγε όμως, αυτό το θυμάμαι. Μου ψιθύριζε στο αυτί πόσο του αρέσει που βογκάω έτσι καυλωμένα, πόσο τον ερεθίζει να βλέπει την αντίθεση που έκανε η μαύρη πούτσα του με το άσπρο μου κωλαράκι και άλλα τέτοια παρόμοια. Λίγο αργότερα, δεν ξέρω πόση ώρα μετά, ένοιωσα να αλλάζει θέση και να ακουμπάει το κεφάλι του καυλιού του στην τρύπα μου, με μία πολύ ελαφριά πίεση. Τινάχτηκα, ξαφνιασμένος. Γέρνοντας μπροστά, ήρθε πάλι δίπλα στο αυτί μου (αυξάνοντας ταυτόχρονα την πίεση πάνω στην τρύπα μου) και μου είπε αργά, βραχνιασμένα:
- Μη φοβάσαι μικρέ μου. Δε θέλω να σε πονέσω. Να σε καυλώσω θέλω, ακόμα περισσότερο. Κουνήσου εσύ, νοιώσε τον όσο και όπως θέλεις, εγώ μόνο να σε χαϊδεύω θέλω…
και μένοντας ακίνητος πίσω μου, πέρασε το ένα χέρι του από κάτω μου και άρχισε να μου τρίβει ελαφρά την ρώγα φιλώντας και δαγκώνοντας ελαφρά τον σβέρκο μου. Αν είχα και τον παραμικρό ενδοιασμό, η κίνηση αυτή και η αίσθηση που μου προκάλεσε με αποτελείωσε. Άρχισα να κινούμαι αργά, δοκιμάζοντας. Ήταν τέλεια. Με χάιδευε παντού, μου μιλούσε στο αυτί και αυτό το τέντωμα της τρύπας μου με την πίεση που ένοιωθα επάνω της, με έκανε να μη θέλω να σταματήσω. Άρχισα να ξεθαρρεύω, να κινούμαι πιο έντονα προς τα πίσω, αυξομειώνοντας την πίεση πίσω μου όσο μου άρεσε. Ένοιωθα την τρύπα μου να ανοιγοκλείνει όλο και περισσότερο σε κάθε κίνηση. Ένοιωθα την πίεση πίσω μου να μην είναι πια τόσο έντονη, να χαλαρώνω. Κατάλαβα ότι κουνιόμουν πια σαν εκκρεμές, μπρός-πίσω, με σταθερό ρυθμό. Ζαλιζόμουν από ερεθισμό, βογκούσα σε κάθε μου κίνηση κι εκείνα τα χέρια του. Δεν σταματούσαν λεπτό. Πότε στη μία ρώγα μου, πότε στην άλλη, πότε στα κωλομέρια μου να χαϊδεύουν, να σφίγγουν και η φωνή του να ψιθυρίζει δίπλα στο αυτί μου βραχνά. Ήμουν στον παράδεισο!
Ξαφνικά τον ένοιωσα να μην ακουμπάει πίσω μου, να σηκώνεται από την πλάτη μου.
- Πού…
ψέλλισα ξεψυχισμένα και ένοιωσα το χέρι του απαλά να χαϊδεύει την πλάτη μου.
- Μην ανησυχείς μικρέ, λίγη βοήθεια είναι μόνο.
Κάτι κολλώδες και κρύο πάνω στην τρύπα μου, μία μικρή καθυστέρηση και μετά. Το κεφάλι πάνω στη τρύπα μου και πάλι. Κατάλαβα, με ετοίμαζε. Τον ένοιωθα υγρό πίσω μου και η ποσότητα που είχε μείνει πάνω στη τρύπα μου κυλούσε πολύ αργά μέσα μου.
- Λίγο τζελ μικρέ μου, μου είπε. Θα σε βοηθήσει να νοιώσεις ακόμα καλύτερα. Μείνε εκεί και άσε εμένα τώρα.
Τα χέρια του στα κωλομέρια μου να τα σφίγγουν. Τα άνοιξε πολύ αργά. Έγειρε αργά και πάλι πίσω στην πλάτη μου, κρατώντας τα ανοιχτά. Η πίεση πίσω μου έγινε πιο έντονη. Αφήνοντας τα, έφερε τα χέρια του στο σημείο που ήξερε πια ότι με τρελαίνει, στις ρώγες μου. Τις έπιασε στις άκρες των δαχτύλων του σφίγγοντάς τες ελαφρά. Τις έστριψε και με την ίδια κίνηση, τις τράβηξε προς τα κάτω. Ήταν σαν να έγιναν όλα μαζί. Σα να με διαπερνούσε ρεύμα, βόγκηξα δυνατά, ένοιωσα την τρύπα μου να ανοίγει, εκείνον να σπρώχνει πολύ ελαφρά και το καυλί του να χώνεται μέσα μου, όλα αυτά ταυτόχρονα.
- Ναι, σχεδόν φώναξε όπως χωνόταν μέσα μου χωρίς προσπάθεια, σα μαχαίρι σε βούτυρο.
Έμεινε ακίνητος, σαν άγαλμα. Η ανάσα του βαριά στο αυτί μου, το καυλί του μέσα μου σαν πυρωμένο σίδερο να με ανοίγει κάθε δευτερόλεπτο και περισσότερο. Οι ρώγες μου να στέλνουν κύματα πόνου μαζί με ρίγη απόλαυσης σε όλο μου το σώμα. Δευτερόλεπτα μετά, τις άφησε. Σηκώθηκε από την πλάτη μου, το ένα του χέρι πήγε στην μέση μου και το άλλο στο σβέρκο μου, σφίγγοντας τον. Πέρασε το ένα πόδι του μπροστά από το δικό μου και κρατώντας με έτσι, άρχισε να με πηγαινοφέρνει πολύ ελαφρά μπρός-πίσω, μπρός-πίσω, μπρός-πίσω. Ένα μακρόσυρτο βογκητό βγήκε από τα βάθη του είναι μου, χωρίς να μπορώ να το σταματήσω. Χωρίς να σταματήσει την κίνηση που με υποχρέωνε να κάνω, με ρώτησε:
- Σου αρέσει, πουτανίτσα;
Ήταν μισή ερώτηση, μισή δήλωση. Ένα μακρόσυρτο, καταφατικό μ… ήταν το μόνο που κατάφερα να πω, καθώς ένοιωθα χιλιοστό με χιλιοστό το καυλί του να προχωράει μέσα μου με κάθε ταλάντωση..
- Ήμουν σίγουρος ότι θα ήσουν έτσι, μούγκρισε πίσω μου. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα, αυτή την εικόνα είχα στο μυαλό μου.
Έγειρε πάλι μπροστά μπαίνοντας κι άλλο λίγο μέσα μου, πιάνοντάς μου το πηγούνι μου γύρισε το κεφάλι και μου είπε:
- Άνοιξε τα μάτια σου! Δες πώς σε σκεφτόμουν το βράδυ στο εστιατόριο.
Η εικόνα που είδα με στοιχειώνει ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά. Εγώ, στα γόνατα να κρατιέμαι με τα χέρια από το κεφαλάρι του κρεβατιού, με την μέση λυγισμένη από το βάρος του πάνω μου, με μία έκφραση καθαρής απόλαυσης στο πρόσωπο μου. Πίσω μου εκείνος σχεδόν διπλάσιος σε όγκο από εμένα, γερμένος επάνω μου να μου κρατάει το πηγούνι. Κατάμαυρος, ιδρωμένος και με την μισή πούτσα του να προεξέχει ακόμα έξω από το κωλαράκι μου.
- Συνέχισε να κοιτάζεις μικρούλη μου…
μου είπε.. Σηκώθηκε πάλι από πάνω μου, με έπιασε με το ένα χέρι από τη μέση, άπλωσε το άλλο και με έπιασε από τα μαλλιά. Τραβώντας προς τα πίσω με έκανε να τεντωθώ κι άλλο, λυγίζοντας την μέση μου τόσο που νόμιζα ότι θα σπάσει.
- Βλέπε το για να θυμάσαι το μαύρο καυλί που σου άνοιξε για πρώτη φορά το μικρό άσπρο σου κωλαράκι.
Και με αυτό, άρχισε να πηγαινοέρχεται εκείνος μέσα μου, με πολύ μικρές κινήσεις. Ήταν πολύ απαλές, αλλά στην κάθε μία από αυτές το ένοιωθα, έμπαινε και λίγο παραπάνω μέσα μου. Κάθε φορά που τραβιόταν προς τα πίσω, αντανακλαστικά τεντωνόμουν πίσω μόνος μου. Είχα τρελαθεί, δεν ήθελα να βγει, ήθελα κι άλλο, συνέχεια. Λες και άκουγε τις σκέψεις μου, λες και καταλάβαινε τι σκεφτόμουν, χωρίς να σταματήσει τις κινήσεις που με τρέλαιναν, με ρώτησε:
- Πες το μου, πες μου τι θέλεις!
Απάντησα χωρίς καμία σκέψη:
- Θέλω να συνεχίσεις αυτό που κάνεις, μη σταματάς.
Σηκώθηκε πίσω και πάνω μου σε βαθύ κάθισμα, στηρίχτηκε στη μέση μου και με τα δύο του χέρια. Με την κίνηση αυτή, χώθηκε κι άλλο μέσα μου και το καυλί του άλλαξε γωνία, έτσι που το ένοιωθα να κοντεύει να με σηκώσει από το στρώμα. Και θα με σήκωνε μάλλον, αν τα χέρια του δεν πίεζαν την μέση μου κρατώντας με ακίνητο, έρμαιο πια στις ορέξεις του. Ένας δυνατός ήχος, μισός βογκητό μισός αναστεναγμός βγήκε από μέσα μου. Σταματώντας, ακίνητος εντελώς, με ρώτησε:
- Σου αρέσει πιο πολύ έτσι, μικρή μου πουτάνα; Πες το μου, μου αρέσει να μιλάς όσο σε γαμάω!
Μαζί με την αλλαγή στον τόνο της φωνής του, άλλαξαν και οι κινήσεις του. Γινόταν πιο έντονος, πιο κτητικός. Αγρίευε και πράγμα περίεργο, με καύλωνε πιο πολύ έτσι. Χωρίς να μπορώ να ξεκολλήσω τα μάτια μου από τον καθρέφτη απέναντι, ένας χείμαρρος άρχισε να βγαίνει από το στόμα μου. Άρχισα να του λέω ότι μου αρέσει τρελά που με γαμάει, να του ζητάω να μου βάλει κι άλλη πούτσα στο κωλαράκι μου, ότι θέλω να με πηδάει έτσι μέχρι αύριο και πολλά άλλα τέτοια. Οι μικρές κινήσεις μέσα στον κώλο μου σταμάτησαν. Με έπιασε σαν τανάλια από την μέση μου και κρατώντας με σταθερά, γύρισε και ακούμπησε στην πλάτη του, έχοντάς με καθισμένο επάνω του. Κουνώντας τους γοφούς του, ανέβηκε πιο πάνω στο στρώμα, σχεδόν καθιστός. Αποτέλεσμα αυτής της σχεδόν κυκλικής κίνησης ήταν να χωθεί κι άλλο μέσα μου κάνοντάς με να φωνάξω. Τραβώντας με πίσω με έκανε να ακουμπήσω στο στήθος του, φέρνοντας το αυτί μου δίπλα στα χείλη του. Μούγκρισε κι εκείνος και με μία σχεδόν ζωώδη ευχαρίστηση στην φωνή του μου είπε:
- Κοίταξε κάτω, κοίταξε πώς ανοίγει η πούτσα μου το μικρό σου κωλαράκι!
Την ώρα που κατέβαζα το βλέμμα μου για δω, άρχισε να κινείται από κάτω μου. Πότε μέσα έξω, πότε κυκλικά, ανοίγοντας με τόσο που ποτέ δεν θα το πίστευα δυνατόν. Η εικόνα που είδα ήταν τόσο ερεθιστική, που μαζί με την αίσθηση αυτού του μαύρου τέρατος να πηγαινοέρχεται μέσα μου με έκανε να χάσω τον έλεγχο. Άρχισα να φωνάζω, ένοιωθα τον κώλο μου να συσπάται γύρω του και άρχισα να χύνω πάνω στην κοιλιά μου παραδομένος χωρίς όρους, χωρίς να με νοιάζει τίποτε.
Ένα μουγκρητό μέσα στο αυτί μου “oh, you little bitch!” και τα χέρια του να με σπρώχνουν κάτω, καρφώνοντας και το υπόλοιπο μήκος του μέσα μου κάνοντάς με να φωνάξω πάλι. Άρχισε να χύνει στο βάθος του κώλου μου, σηκώνοντας τη λεκάνη του με κάθε ριπή και κρατώντας με ακίνητο με έστριβε με τα χέρια του δεξιά-αριστερά σαν παιχνιδάκι. Αφού σταμάτησε να χύνει με κράτησε εκεί ακίνητο, καρφωμένο επάνω του, λέγοντάς μου βραχνά μέσα στο αυτί μου ότι εκεί θα με κρατήσει μέχρι που να φύγει, ότι θέλει το μαύρο του καυλί μέσα στο άσπρο μου μικρό κωλαράκι όσο περισσότερο γίνεται.
Μας πήρε ο ύπνος έτσι σιωπηλούς, με εμένα ακουμπισμένο πάνω στο στήθος του και εκείνον χωμένο μέχρι την ρίζα μέσα στον κώλο μου.
Copyright protected OW ref: 97861
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.