Παρατηρήσεις αποστολέα: Μετά από ένα καλοκαίρι με σκόρπιες συναντήσεις με τον κύριο Σταύρο και τον κύριο Σάκη, έφτασε η ώρα που έφυγα στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσω. Ήταν μία καινούργια αίσθηση για μένα, ελευθερίας και ανεμελιάς.
Προηγούμενο μέρος: Ο κύριος Σταύρος (6ο μέρος)
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο την απολάμβανα, στο οποίο βοηθούσε αισθητά και η γνωριμία μου με την Άννα με την οποία περνούσαμε πολύ όμορφα. Κάναμε τρελό σεξ, όποτε και όπου μας ερχόταν. Να πω όμως, ότι είχα ξεχάσει ή δε μου έλειπαν κατά καιρούς οι μέρες που είχα περάσει με τον κύριο Σταύρο και τον κύριο Σάκη, θα ήταν ψέμα. Παρόλη την έλλειψη αυτή όμως, περνούσα πολύ καλά κι έτσι τις είχα βάλει σε μία γωνία του μυαλού μου, αποφασισμένος να απολαύσω όσο περισσότερο γινόταν την καινούργια μου φοιτητική ζωή.
Μέχρι που μια μέρα με πήρε τηλέφωνο ο κύριος Σάκης και μου είπε ότι θα έρχονταν δύο γνωστοί του από τη δουλειά να μιλήσουν με κάτι ξένους επιχειρηματίες για δουλειές και ήθελαν κάποιον που να μιλάει καλά Αγγλικά για να τους βοηθήσει στις συνομιλίες. Μου είπε ότι θα πλήρωναν καλά και σκέφτηκε ότι δεν θα έλεγα όχι σε κάποιο χαρτζιλίκι ως φοιτητής που ήμουν. Τον ευχαρίστησα, μου είπε τις λεπτομέρειες για τη συνάντηση και κλείσαμε.
Την ημέρα που έφτασαν, συναντηθήκαμε στο κέντρο να πιούμε έναν καφέ και να μου πουν τι ακριβώς θα έπρεπε να κάνω στην συνάντηση. Είχα πάει λίγο πιο νωρίς και έπινα ήδη καφέ την ώρα που ήρθαν. Συστηθήκαμε και μέχρι να έρθουν οι καφέδες τους παρατηρούσα προσπαθώντας να καταλάβω τι είδους χαρακτήρες ήταν. Και οι δύο 45άρηδες, με κουστούμι, πολύ σοβαροί, σχεδόν αγέλαστοι. Ο ένας (μου συστήθηκε ως Δημήτρης), πολύ ψηλός και γεροδεμένος, με τετράγωνα χαρακτηριστικά, έμοιαζε πιο πολύ με αθλητή ή με πρώην μοντέλο. Ο άλλος (Γιώργος), ήταν το ίδιο ψηλός και σωματώδης, αλλά δεν είχε την κυριλέ εμφάνιση του Δημήτρη. Έδειχνε πιο πολύ σα μπράβος της νύχτας, κοντοκουρεμένος και με κάτι μάτια που έβλεπαν τα πάντα γύρω τους. Λιγόλογοι και οι δύο, μου εξήγησαν τα καθέκαστα της συνάντησης και αφού ήπιαμε τον καφέ, δώσαμε ραντεβού το μεσημέρι στο ξενοδοχείο τους όπου θα έρχονταν να τους συναντήσουν οι δύο ξένοι. Μου ξεκαθάρισαν επίσης, ότι θα έπρεπε να είμαι διαθέσιμος και το βράδυ, για την περίπτωση που κανόνιζαν να βγουν έξω με τους δύο ξένους καθώς και ότι θα έπρεπε να ντυθώ καλά, μια που θα με παρουσίαζαν σαν υπάλληλό τους. Είπα λοιπόν στην Άννα ότι μάλλον δε θα βλεπόμασταν το διήμερο, ετοιμάστηκα και στην ώρα μου, χτύπησα την πόρτα της σουίτας που είχαν κλείσει για την συνάντηση.
Ήταν και οι δύο στην πέννα ντυμένοι, ξυρισμένοι και μια ελαφριά μυρωδιά κολόνιας πλανιόταν στο δωμάτιο. Ο Δημήτρης που μου άνοιξε μόλις με είδε χαμογέλασε και λέγοντάς μου «καλώς τον», γύρισε προς τα μέσα και φώναξε:
- Γιώργο, έλα να δεις τον μικρό! Μοντελάκι σκέτο είναι!
Ο Γιώργος, ήρθε προς το μέρος μου με έπιασε από τον ώμο και την μέση και με γύρισε γύρω-γύρω, λέγοντας:
- Όντως, κουκλί σκέτο ο μικρός! Δίκιο είχε ο Σταύρος, ότι είναι άνετα παρουσιάσιμος. Θέλεις ένα ποτό μικρέ; Έχουμε κανένα τέταρτο μέχρι να έρθουν οι καλεσμένοι.
Δέχτηκα και μέχρι να μου το φέρει, χάζευα το δωμάτιο. Σα διαμέρισμα ολόκληρο ήταν. Δύο ξεχωριστά δωμάτια, ένα σαλόνι με καναπέ και πολυθρόνες, μπαρ και ένα μπαλκόνι με μία υπέροχη θέα του Θερμαϊκού. Όταν χτύπησε η πόρτα, και πήγε ο Δημήτρης να ανοίξει, ο Γιώργος ήρθε πίσω μου και μου είπε χαμηλόφωνα στο αυτί ακουμπώντας σχεδόν πίσω μου:
- Άκου μικρέ, όσο είναι αυτοί εδώ, είσαι υπάλληλός μας. Οπότε, κύριε Γιώργο και κύριε Δημήτρη ok;
Ψέλλισα ένα «εντάξει κύριε Γιώργο» ανατριχιάζοντας από την επαφή, μια και αυτή η στιχομυθία μου έφερε σαν αστραπή στο μυαλό τις καταστάσεις στο εξοχικό του κυρίου Σταύρου. Οι επόμενες ώρες κύλησαν χωρίς να το καταλάβω μέσα στις επαγγελματικές τους συζητήσεις και όταν σηκώθηκαν να φύγουν κανόνισαν να βγούνε το βράδυ έξω για ποτά. Τους ξεπροβόδισε ο κύριος Δημήτρης και όταν γύρισε πίσω μου είπε ότι θα έπρεπε να πάω μαζί τους το βράδυ μήπως και χρειαζόταν να μεταφράσω ότι δεν καταλάβαιναν. Τους είπα ότι δεν θα προλάβαινα να έρθω από το ξενοδοχείο και πρότεινα να τους συναντήσω απευθείας στο κέντρο που θα πήγαιναν. Η απάντηση ήταν αναπάντεχη.
- Όχι βέβαια. Δεν ξέρουμε ούτε πώς να πάμε εκεί. Θα μείνεις εδώ και θα πάμε από εδώ μαζί το βράδυ.
- Μα κύριε Δημήτρη.
- Άσε τα μα και τα μου, μικρέ! Αυτό που σου λέμε θα κάνεις. Δεν πληρώνεσαι για να κάνεις βόλτες…
μου είπε αγριεμένα ο κύριος Γιώργος. Πήγαινε κάνε ένα ντουζάκι αν θέλεις, έχει μπουρνούζια και πετσέτες μέσα και έλα μετά να αράξουμε.
- Α, όχι! Πετάχτηκε ο Δημήτρης. Ντουζάκι θα κάνω πρώτα εγώ. Κολλάω ολόκληρος.
- Οκ, άντε τότε. Να παίρνουμε σειρά. Μικρέ, βάλε δύο ποτά να πιούμε, στέγνωσε το στόμα μου με τόση κουβέντα.
Πήγα χωρίς κουβέντα να βάλω τα ποτά. Κάτι γινόταν εκεί, ήμουν σίγουρος, το ένοιωθα. Αλλά ανατρίχιαζα και μόνο με τον τρόπο που μου φερόντουσαν και οι δύο. Το μυαλό μου έτρεχε σα δαιμονισμένο. Πήγα να του δώσω το ποτό του και μόλις έκανα τον γύρο του καναπέ σταμάτησα αποσβολωμένος. Είχε μείνει μόνο με το μποξεράκι, τα ρούχα του πεταμένα πάνω στην απέναντι πολυθρόνα και με κοίταζε με ένα τρόπο που με έκανε να τρέμω μέσα μου. Από πάνω μέχρι κάτω σαν να με έγδυνε με τα μάτια του. Είχε ένα ύφος, σαν της γάτας που μόλις είδε ένα ποντίκι να περνάει.
- Έλα κάθισε εδώ, μου είπε χτυπώντας τον καναπέ δίπλα του, να μου κάνεις λίγο παρέα μέχρι να βγει ο Δημήτρης.
Μόλις κάθισα, γύρισε στο πλάι και κοιτάζοντας με στα μάτια με ρώτησε:
- Για πες μου τώρα, πού τον ξέρεις τον Σάκη; Το μόνο που μας έχει πει, είναι ότι είσαι γνωστός του.
Του είπα με λίγα λόγια, αλλά όσο μιλούσα το μυαλό μου έτρεχε. Όπως και τα μάτια μου. Παρόλο που είχε κοιλίτσα και δεν ήταν καθόλου όμορφος, έβγαζε κάτι ζωώδες, που από τη μία με ερέθιζε από την άλλη με φόβιζε. Και αυτό το φούσκωμα στο μποξεράκι του; Δεν είναι δυνατόν να είναι τόσο μεγάλος. Πού είχα μπλέξει πάλι; Πάνω στην ώρα, βγήκε ο Δημήτρης από το μπάνιο φωνάζοντας:
- Άντε μικρέ, τελείωσα εγώ σειρά σου.
Πετάχτηκα σαν ελατήριο και πήγα στο μπάνιο. Μία ντουζιέρα με γυάλινη πόρτα, ένας τεράστιος καθρέφτης στον ένα τοίχο και άλλος ένας πάνω από τον νιπτήρα. Γδύθηκα, και μπήκα στην ντουζιέρα, άνοιξα το νερό και χώθηκα από κάτω. Σαπουνίστηκα και κάθισα με κλειστά μάτια κάτω από το ζεστό νερό προσπαθώντας να συμμαζέψω τις σκέψεις μου. Πέρασαν λίγα λεπτά, και άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Άνοιξα τα μάτια και ήταν εκεί, ο κύριος Γιώργος με μία πετσέτα στη μέση, κοιτάζοντας με από πάνω μέχρι κάτω, χαμογελώντας.
- Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο, θα έσκαγα (το πονηρό χαμόγελο πλάτυνε).
- Τώρα έβγαινα…
ψέλλισα εγώ, νοιώθοντας να κοκκινίζω, και κινήθηκα προς την πόρτα της ντουζιέρας.
- Όχι μικρέ μου, τώρα θα μπω εγώ…
μου είπε πιάνοντας με από τη μέση και βάζοντας με σπρώχνοντας ξανά στη ντουζιέρα. Τράβηξε την πετσέτα του, την πέταξε πάνω στην λεκάνη και έμεινα ακίνητος από την έκπληξη. Μη μπορώντας να ξεκολλήσω τα μάτια μου από την πούτσα του. Τελικά, ήταν όντως τόσο μεγάλος όσο φαινόταν. Και όσο με κοίταζε να τον κοιτάζω ακίνητος, άρχισε να του σηκώνεται.
- Τι είναι μικρέ, βλέπεις κάτι που σ’ αρέσει;…
μου είπε γελώντας, ενώ πιάνοντάς με από την μέση με γύρισε προς τον τοίχο.
- Σας παρακαλώ κύριε Γιώργο, μη…
είπα, προσπαθώντας να γυρίσω προς το μέρος του. Με κόλλησε στον τοίχο, κολλώντας πίσω μου, τα χέρια του σαν μέγγενη στην μέση μου. Ένοιωθα να χώνεται ανάμεσα στα μάγουλα και να με τραβάει ελαφρά επάνω του. Το δεξί του χέρι με έπιασε από τον σβέρκο σφιχτά, το αριστερό μετακινήθηκε χουφτώνοντας τον κώλο μου. Η φωνή του βραχνή και επιτακτική στο αυτί μου:
- Άσε τα σας παρακαλώ μικρέ! Από το βλέμμα σου έξω φάνηκες. Θα παρακαλάς σε λίγο, αλλά όχι για να σε αφήσω. Άλλωστε σε πληρώνουμε έτσι κι αλλιώς, να το ευχαριστηθούμε κιόλας λίγο, ε;
Χώνοντας το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου, ξαναγέλασε.
- Και μετά μου λες, όχι κύριε Γιώργο! Κατακαυλωμένο είσαι! Για κάτσε να δω λιγάκι…
και με αυτό τραβήχτηκε λίγο πίσω και έβαλε ένα δάχτυλο στην τρύπα μου, χαϊδεύοντας την κυκλικά ενώ με το άλλο με χάιδευε συνέχεια ανάμεσα στα πόδια. Δεν άντεξα, βόγκηξα.
- Στην έχουν ανοίξει την τρυπούλα σου, ε; Και σ’ αρέσει κιόλας απ’ ότι βλέπω. Λοιπόν μικρέ σήμερα και αύριο θα είσαι καλός υπάλληλος και θα σου βγάλω ένα καλό μπόνους, εντάξει;
Δε μπορούσα να απαντήσω, δεν έβγαινε η φωνή μου. Με είχαν καταλάβει αισθήσεις ξεχασμένες, με τρέλαιναν. Ένα χαστούκι στο κωλομέρι με επανέφερε.
- Απάντα μου όταν σου μιλάω! Εντάξει; Θα είσαι καλός υπάλληλος;
Ένα ξεψυχισμένο «ναι, κύριε Γιώργο» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω, καθώς με γύριζε προς το μέρος του και με έσπρωχνε στο πάτωμα. Μόλις με έβαλε γονατιστό, με το νερό να τρέχει ζεστό στην πλάτη μου, με έπιασε με το ένα χέρι από τα μαλλιά και με ένα χαστούκι στο μάγουλο μου είπε:
- Ζήτα μου τον! Αν δεν το πεις σωστά, θα σε τρελάνω στα χαστούκια μέχρι να το βρεις!
Πριν προλάβω να μιλήσω, έφαγα άλλο ένα.
- Σας παρακαλώ κύριε Γιώργο, δώστε μου τον να τον γλείψω.
- Έτσι μπράβο. Αργά όμως, δε θέλω να χύσω εδώ.
Κρατώντας μου το κεφάλι, άρχισε να με πηγαινοφέρνει δίνοντας μου τον ρυθμό. Χάθηκα στην αίσθηση. Γέμιζε το στόμα μου και δε μπορούσα να τον πάρω όλο. Έγλειφα, ρουφούσα, χάιδευα και δεν το χόρταινα. Και να ήθελα να σταματήσω τώρα, δε μπορούσα, δε άντεχα. Ξαφνικά πιάνοντάς με από τον σβέρκο με σήκωσε όρθιο, σαν παιχνιδάκι. Σπρώχνοντας με μπροστά του μου είπε:
- Έλα μικρέ, πάμε έξω να σε περιποιηθώ. Έχεις να… γνωριστείς και με το Δημήτρη.
Δεν είπα τίποτε, δε μπορούσα να πω. Με έφερε μπροστά στον Δημήτρη, με έσπρωξε να γονατίσω στο πάτωμα και του είπε:
- Τι σου είπα; Κάνει μία πίπα ο μικρός άλλο πράγμα! Να θυμηθούμε να πούμε ευχαριστώ στον Σταύρο για τις συστάσεις (γελώντας).
- Δεν το περίμενα ρε συ! Πάντως, να πω την αλήθεια μου, έτσι λεπτούλης που είναι, πολύ με καυλώνει!
Άνοιξε την πετσέτα που είχε στην μέση και τραβώντας με από τα μαλλιά, μου τον έβαλε στο στόμα λέγοντας…
- για δείξε μου πόσο καλή πίπα είσαι, ξεκωλάκι.
Βολεύτηκε στον καναπέ, άνοιξε τα πόδια και είπε:
- Γιώργο, κράτα του τα χέρια πίσω. Θέλω μόνο τη γλώσσα και τα χείλια του.
Μου έπιασε τα χέρια και μου τα τράβηξε πίσω στην πλάτη, πιάνοντας τα σαν μέγγενη με το δεξί του χέρι και τραβώντας με πίσω, με ανάγκασε να λυγίσω την μέση μου και να τεντωθεί ο κώλος μου προς τα πίσω.
- Πω, πω, να δεις τι κωλαράκι έχει να πάθεις πλάκα! Και του το έχουν ανοίξει κιόλας, το δοκίμασα μέσα στο μπάνιο. Πάλι καλά που έχουν και αυτή την κρέμα μέσα στο μπάνιο, γιατί δεν θέλω να έχουμε φωνές.
Με αυτό ένοιωσα ένα κρύο τζελ να κυλάει μέσα στην τρύπα μου και αμέσως μετά το κεφάλι του τέρατος να ακουμπάει στην τρύπα μου, πιέζοντας ελαφρά. Πήγα να τραβηχτώ να μιλήσω, αλλά ο Δημήτρης τραβώντας με από τα μαλλιά μου το έχωσε μέχρι τον λαιμό, με αποτέλεσμα να βγει ένα «χμ…» από το στόμα μου μόνο. Ταυτόχρονα μου έδωσε ένα χαστούκι, λέγοντας «σκασμός πουτανί! Θα τον φας και θα πεις και ευχαριστώ!». Πίσω μου, ένα γέλιο ακόμα.
- Ευχαριστώ θα πει σίγουρα. Κοίτα τον, πέτρα του έχει γίνει. Γουστάρει το τσουλάκι!
- Έλα, βαλ’ του τον, να δούμε αν γουστάρει να το γαμάνε κιόλας.
Με την πίεση και την αλοιφή, δεν ήταν δύσκολο να με ανοίξει και να χώσει το κεφάλι στο κωλαράκι μου. Βόγκηξα με γεμάτο το στόμα, χαμένος ανάμεσα στα δύο καυλιά. Τον ένοιωθα σταματημένο, χωμένο μέσα μου. Ένοιωθα να ανοίγω αργά-αργά, να τον θέλω πιο μέσα. Τεντώθηκα προς τα πίσω αναστενάζοντας. Τον κατάλαβα να σπρώχνει κι άλλο λίγο, να χώνεται κι άλλο μέσα μου, αργά αλλά σταθερά, σταματώντας που και που, αφήνοντάς με να τον συνηθίσω πριν μου τον βάλει κι άλλο λίγο. Βογκούσα, αναστέναζα, έγλειφα την πούτσα του Δημήτρη σαν τρελός, προσπαθώντας να την πάρω στον λαιμό μου αναπνέοντας από την μύτη. Όλες μου οι αισθήσεις είχαν επικεντρωθεί σε αυτά τα δύο καυλιά. Εκείνοι; Βογκούσαν, μούγκριζαν σαν ζώα. Ο Γιώργος αργά αλλά σταθερά εξαφάνιζε πόντο-πόντο αυτό το θηρίο μέσα στο κωλαράκι μου, κρατώντας μου τα χέρια σφιχτά στην πλάτη, ενώ με το άλλο χέρι πότε χούφτωνε, πότε χαστούκιζε και πότε τραβούσε το κωλομέρι μου προς το μέρος του χώνοντάς μου τον λίγο ακόμα. Ξαφνικά, ένοιωσα τον εσωτερικό σφιγκτήρα μου να υποχωρεί, και το θηρίο να τερματίζει στα βάθη του κώλου μου ανοίγοντάς με τελείως, με τα αρχίδια του να ακουμπάνε καυτά πίσω μου.
- Τι πουτάνα είσαι χριστέ μου;…
μούγκρισε ο Γιώργος πίσω μου. Αφήνοντάς μου τα χέρια, με έπιασε από τη μέση και άρχισε να με πηγαινοφέρνει κουνώντας με ελαφρά πάνω στην πούτσα του. Μούγκρισα, με γεμάτο το στόμα. Θεέ μου, ήταν τέλειο! Έγλειφα και ρουφούσα σαν τρελός την πούτσα του Δημήτρη, ενώ κουνιόμουν στο ρυθμό που μου έδινε ο Γιώργος, χωμένος στο βάθος του κώλου μου. Ούτε που ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτό. Μου φάνηκε ότι μου άνοιγαν το λαρύγγι και το κωλαράκι μου για ώρες. Έπαιρνα το Δημήτρη πλέον εύκολα στο βάθος του λαιμού μου, ενώ ο Γιώργος όργωνε το βάθος της τρυπούλας μου με μικρές, απότομες κινήσεις τινάζοντάς με με κάθε σπρώξιμο πάνω στο καυλί του Δημήτρη. Θυμάμαι τον Δημήτρη να σκύβει μπροστά, χώνοντας μου το καυλί του βαθειά στον λαιμό και να χαστουκίζει το ένα μου κωλομέρι, ενώ την ίδια στιγμή ο Γιώργος μου χτυπούσε το άλλο, χώνοντας την πούτσα του στα βάθη της τρύπας μου που πλέον είχε ανοίξει και σχεδόν τον προσκαλούσε μέσα της.
Πάνω που σκεφτόμουν ότι δεν άντεχα άλλο, ο Δημήτρης τραβώντας με από τα μαλλιά και κολλώντας με πάνω στην κοιλιά του άρχισε να χύνει μουγκρίζοντας βαθειά στον λαιμό μου. Την ώρα που προσπαθούσα να συγκεντρωθώ για να μην πνιγώ, ένοιωσα το Γιώργο να σκληραίνει μέσα μου, να τεντώνεται και να αρχίσει να χύνει φωνάζοντας άναρθρα. Οι συσπάσεις του μέσα μου με παρέσυραν σε ένα τρελό τελείωμα. Φώναζα τόσο που αν το στόμα μου δεν ήταν κλειστό, θα ακουγόμουν σίγουρα μέχρι την ρεσεψιόν κάτω. Έμειναν μέσα μου και οι δύο, προσπαθώντας να βρουν την αναπνοή τους. Μετά από λίγο, σηκώθηκαν και πήγαν στο μπάνιο. Φεύγοντας ο Γιώργος, μου είπε με ένα μπατσάκι στον κόλο:
- Θα το αξίζεις τελικά το μπόνους σου, πουτανίτσα! Καιρό είχα να γαμήσω τέτοιο μικρό και πρόθυμο κωλαράκι!
(Copyright protected OW ref: 93893)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.