Η ιστορία:
Η Άννα σηκώθηκε νωχελικά (τα πόδια της έτρεμαν ακόμη, το έβλεπα) και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, να φτιάξει τους καφέδες, όπως της είπαν. Στα μισά της διαδρομής γύρισε προς εμάς με εκείνο το χαμόγελό της που τόσο μου άρεσε, και μου είπε:
- «Έλα ανιψούδι, ετοίμασε τους για τη συνέχεια μέχρι να γυρίσω, ναι;»
Τα δυο αδέλφια γέλασαν και άρχισαν να σχολιάζουν μεταξύ τους:
- «Είδες; Τώρα μας θέλει και έτοιμους!»
- «Πριν όλο όχι και μη ήταν το πουτανάκι, τώρα δεν θέλει να χάσει χρόνο».
- «Αφού στο είπα ρε. Ψοφάει για πούτσα! Δεν θυμάσαι πώς έκανε πέρυσι, όταν την πηδήξαμε πρώτη φορά;»
- «Ναι, όλο μη και όχι παιδιά. Θα το μάθει ο Σπύρος παιδιά. Και μετά; Γαμάτε με, ξεσκίστε με, πηδάτε με, μην σταματάτε!»
- «Πάντως εγώ ψοφάω που δεν θέλει να την γαμάει ο μικρός. Είσαι να τον βάλουμε να την γαμάει συνέχεια;»
- «Κοίταξέ τον! Γυάλισε το μάτι του! Σ’ αρέσει να πηδάς την θεία μικρέ;»
- «Πώς δεν του αρέσει; Δεν τον βλέπεις; Καυλωμένος είναι ακόμα. Έλα εδώ ρε!»
Και μ’ αυτό με τράβηξε από τα μαλλιά, φέρνοντας το πρόσωπό μου πάνω στην πούτσα του. Την έπιασε και άρχισε να μου την τρίβει στα χείλια. Ασυναίσθητα, άνοιξα το στόμα μου και πλησίασα να την πάρω. Γελώντας εκείνος, μου την έβαλε σχεδόν όλη μέσα.
- «Κι αυτός πάλι τι σου λέει; Μάλλον ανακάλυψε πως του αρέσουν τα καυλιά! Χα χα χα χα χα χα!»
Μου τράβηξε το κεφάλι πίσω, αναγκάζοντας με να τον κοιτάξω.
- «Για πες μου μικρέ, τι σου αρέσει πιο πολύ; Η πούτσα, ή να γαμάς την θεία σου;»
Κατεβάζοντας το κεφάλι εγώ (έβλεπα πως τους καύλωνε να με κάνουν να ντρέπομαι) είπα:
- «Και τα δυο».
Την ώρα που γελούσαν και οι δυο με την απάντηση, πηγαινοφέρνοντας με από την πούτσα του ενός στον άλλο, γύρισε η Άννα με τους καφέδες. Γυμνή, με τις βυζάρες της να πηγαινοέρχονται στον ρυθμό που περπατούσε, ρώτησε χαμογελώντας:
- «Τι έγινε και γελάτε έτσι και οι δυο;»
- «Γελάμε που ο ανιψούλης σου δεν μπορεί να διαλέξει τι του αρέσει περισσότερο. Οι πούτσες μας, ή το να πηδάει εσένα».
- «Ε, μα… Με τέτοιες πούτσες, πώς να μην του αρέσει; Πουστάκι θα το κάνετε και να δω τι θα πω στην ξαδέρφη μου μετά…»
- «Γι’ αυτό αποφασίσαμε Αννούλα, όλη την υπόλοιπη ώρα θα σε γαμάει κι εκείνος και θα του τον λειώσεις από το γλείψιμο. Μας το είπε ο μικρός. Την γουστάρει την θειούλα του. Θα σου ελαφρώσει και τις ενοχές της ξαδέρφης σου έτσι».
Αυτό το τελευταίο το είπε σκασμένος στα γέλια. Την άρπαξε από τα μαλλιά και την έβαλε να γονατίσει μπροστά στον καναπέ. Ο άλλος με τράβηξε από τα μαλλιά, βγάζοντας τον πούτσο από το στόμα μου και με γύρισε με την πλάτη σ’ εκείνον σπρώχνοντας με να καθίσω επάνω στην κοιλιά του. Ένιωσα την πούτσα του να ακουμπάει στην τρύπα μου σκληρή και καυτή.
- «Έλα θειούλα, βαλε την πούτσα στο κωλαράκι του ανιψούλη σου. Βοήθησέ το, το παιδί».
- «Έλα ρε παιδιά το παρακάνετε τώρα!»
Πριν τελειώσει την πρόταση, ένα χαστούκι στον κώλο την έκανε να φωνάξει.
- «Αυτό που σου λέμε θα κάνεις! Είπαμε, κουβέντα αν δεν θέλεις να τα μάθει όλα ο Σπυράκος σου, χαρτί και καλαμάρι. Τέλειωνε!»
Μισο-χαμογελώντας εκείνη, έπιασε την πούτσα και τραβώντας με προς το μέρος της άρχισε να την πιέζει στην τρύπα μου. Μόλις την ένιωσα να χώνεται λίγο μέσα, πήγα λίγο πιο μπροστά για να την διευκολύνω να χωθεί κι άλλο.
- «Ωραία Αννούλα, άστο θα την πάρει μόνος του απ ότι φαίνεται. Τι ξέκωλο ανίψι που έχεις! Άντε, ξεκίνα κι εσύ να του τον γλείφεις τώρα. Κοίτα τον πως καύλωσε!»
Η Άννα τον άρπαξε αμέσως, αρχίζοντας να μου κάνει μια πίπα που τέτοια δεν είχα ξαναδοκιμάσει. Ο συνδυασμός του υγρού καυτού στόματος και της πούτσας που χωνόταν αργά - αργά μέσα μου ήταν υπέροχος! Είχα κλείσει τα μάτια και απολάμβανα την αίσθηση. Κουνιόμουν πολύ αργά πάνω στην πούτσα που είχα μέσα μου και ένιωθα τα χείλια της Άννας να αγκαλιάζουν τον πούτσο μου, που είχε γίνει πέτρα.
Ξαφνικά ένιωσα την Άννα να φωνάζει μπουκωμένα. Ανοίγοντας τα μάτια είδα τον άλλον να την έχει καβαλήσει, με τον πούτσο του χωμένο μέχρι την ρίζα στην κωλάρα της. Εκείνη, με σφιχτά κλειστά τα μάτια, δάγκωνε τα χείλια της και κουνιόταν για να τον πάρει πιο εύκολα και πιο βαθιά.
- «Τον άφησες τον πούτσο του μικρού πουτάνα; Τώρα θα δεις. Σου είπα. Ο μικρός θα σε πηδήξει πάλι, ότι και να κάνεις!»
Και λέγοντας αυτό, όπως είχε κάνει μ’ εμένα πριν την σήκωσε από το πάτωμα, και την έβαλε να κάτσει επάνω μου, κάνοντας την να με πάρει μέχρι την ρίζα στο μουνί της. Ένα «Αααααααααχχχχχχχ!» ξέφυγε και από τους τρεις μας καθώς εκείνη καρφώθηκε πάνω στην πούτσα μου και με το βάρος της με έσπρωξε παν στην πούτσα του άλλου που βόγκηξε σαν ζώο. Αυτός που ήταν πίσω της, γέλασε λέγοντας:
- «Έτσι, πουτάνες! Όλοι μαζί τώρα! Να κλείσουμε το σάντουιτς!»
Και αργά - αργά της τον ξαναέβαλε στον κώλο. Δεν θυμάμαι και πολλά μετά από αυτό. Βογκητά, μουγκρητά, την Άννα να με δαγκώνει στο λαιμό, να μου γλείφει τα χείλια αναστενάζοντας και τον αδελφό από κάτω μου να σπρώχνει την πούτσα του στον κώλο μου λες και ήθελε να μου την βγάλει από το στόμα. Την ώρα που με έχυνε στον κώλο, έχυσα κι εγώ στο μουνί της Άννας που φώναζε σαν τρελή πια. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι, είναι την Άννα να με ξυπνάει λέγοντας μου:
- «Έλα, σήκω να κάνεις ένα μπάνιο να αλλάξω κι εγώ τα καλύμματα. Μην έρθει ο Σπύρος και τα βρει έτσι».
(Copyright protected OW ref: 44316)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.