Η ιστορία:
Όταν βγήκα από το μπάνιο, φρέσκος και ξεκούραστος από τον ύπνο, η Άννα καθόταν στο μπαλκόνι διαβάζοντας ένα περιοδικό. Την ρώτησα αν είχα ώρα να πάω στο δωμάτιο που έμεναν οι φίλοι μου για να κανονίσω πως θα βρισκόμασταν την επόμενη, μιας που ο Σπύρος και η Άννα θα έφευγαν την επόμενη μέρα με το απογευματινό πλοίο. Κοιτάζοντάς με έντονα, άλλαξε στάση ανοίγοντας τα πόδια της και ακουμπώντας τα πάνω στο τραπεζάκι του μπαλκονιού.
- «Εάν το ζητήσεις όπως πρέπει, μάλλον θα σε αφήσω να πας…»
Αμέσως, γονάτισα ανάμεσα στα πόδια της και κρυμμένος πίσω από το τσιμεντένιο παραπέτο του μπαλκονιού άρχισα να την γλείφω αργά, όπως ήξερα ότι της αρέσει. Τα ελαφρά, σαν νιαούρισμα βογκητά της και η κίνηση της λεκάνης της όσο την έγλειφα με έκαναν να ξεχαστώ εντελώς, αφοσιωμένος στην προσπάθεια να την ευχαριστήσω όσο περισσότερο γινόταν. Με συνέφερε το χέρι της όταν μου κόλλησε το κεφάλι επάνω στο μουνί της τραβώντας με από τα μαλλιά καθώς έχυνε, γεμίζοντας το στόμα μου με τα υγρά της.
- «Άντε, πήγαινε. Μην αργήσεις μόνο. Ο Σπύρος θα είναι εδώ σε κανένα δίωρο και δεν ξέρω τι ετοιμάζει. Μου είπε ότι μας έχει μια έκπληξη, μην του την χαλάσουμε, ε; Είναι και το τελευταίο βράδυ μας εδώ».
Και κοιτάζοντάς με να φεύγω, συνέχισε:
- «Θα μου λείψουν πάντως τα χειλάκια και η γλώσσα σου, μικρέ. Και του Σπύρου επίσης, βάζω και στοίχημα!»
Αυτό το τελευταίο, το είπε γελώντας, σαν να το θυμήθηκε εκείνη την ώρα. Δεν ξέρω γιατί αλλά μου άρεσε πάρα πολύ ο τρόπος της και έφυγα με ένα ευχαριστημένο χαμόγελο στα χείλη. Περνώντας μπροστά από την ρεσεψιόν, με χαιρέτησε το παιδί που ήταν βάρδια εκείνη την ώρα. Τον είχα δει δυο - τρεις φορές τις προηγούμενες μέρες και μου φάνηκε πολύ φυσικό όταν μου έκανε νόημα να πάω πιο κοντά για να μου πει.
- «Φεύγετε αύριο τελικά;» με ρώτησε με το που πλησίασα.
- «Εγώ όχι. Ο Σπύρος και η Άννα, ναι. Με το απογευματινό».
- «Συγγενής τους είσαι ή φίλος;»
- «Ανιψιός της Άννας».
- «Α, ναι; Και μόνο γλειφομούνι της κάνεις της θείας, ή την πηδάς κιόλας; Σας χάζευα πριν στο μπαλκόνι και με καυλώσατε τρελά!»
Κοκάλωσα. Το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς. Πρέπει να φάνηκε στο πρόσωπό μου, γιατί χαμογέλασε πονηρά και συνέχισε:
- «Λέγε μικρέ! Δεν θα πω τίποτε, αλλά γουστάρω την θεία σου σαν τρελός. Λες να μου κάτσει, αν της πω ότι σας είδα;»
- «Μπα, μάλλον θα σε βγάλει τρελό. Άσε που μπορεί να κάνει και παράπονα και να τρέχεις».
- «Είσαι έξυπνος, μικρέ. Αλλά εγώ θα το δοκιμάσω. Δεν νομίζω να θέλει να μαθευτεί το τι κάνει μαζί σου. Κι εδώ που τα λέμε ούτε κι εσύ το θέλεις, νομίζω».
- «Καλά, τι σχέση έχω εγώ τώρα;»
- «Έλα μέσα από την ρεσεψιόν να στο εξηγήσω».
Αυτό το τελευταίο ήταν με ένα χαμόγελο που δεν μου άφηνε καμία αμφιβολία για το τι είχε στο μυαλό του. Πήγα όμως, περίεργος να δω πως θα το χειριζόταν. Μπαίνοντας μέσα, μου έκανε νόημα να πάω εκεί που στεκόταν, όρθιος πίσω από τον πάγκο στο σημείο που εξυπηρετούσε τους πελάτες. Όταν έφτασα κοντά είδα ότι είχε ανοίξει τα κουμπιά του παντελονιού του και με το ένα χέρι προσπαθούσε να τον βγάλει έξω. Χαμογελώντας μέσα μου, αποφάσισα να παίξω το παιχνίδι του άπειρου. Και όπως θα δείτε, έπιασε 100%. Κοιτάζοντας, δήθεν έκπληκτος, ρώτησα με γουρλωμένα μάτια:
- «Τι κάνεις εκεί; Τρελάθηκες; Δεν υπάρχει περίπτωση! Ούτε να το σκέφτεσαι!»
Πιάνοντάς με από τον σβέρκο και τραβώντας με κοντά του άγρια, κόλλησε το πρόσωπό του στο δικό μου και μου είπε:
- «Κοίτα, μικρέ. Γλείφοντας με καύλωσες, γλείφοντας θα με ξεκαυλώσεις. Γονάτισε και ξεκίνα, αλλιώς με το που θα γυρίσει ο θείος σου τα μαθαίνει όλα! Και μετά από τον θείο, όλη σου η παρέα. Το θέλεις έτσι;»
- «Όχι» ψέλλισα με μισή φωνή.
Μόνο που σκέφτηκα το ενδεχόμενο να το μάθουν οι φίλοι μου το τι γινόταν, ίδρωσα. Και το είδε. Σπρώχνοντάς με προς τα πίσω και κάτω, με έβαλε γονατιστό με την πλάτη στον πάγκο. Κάθισε σε βαθύ κάθισμα μπροστά μου και μου είπε ότι ήθελε να τον γλείφω πολλή ώρα χωρίς να προσπαθήσω να τον κάνω να χύσει. Απλά να τον έχω καυλωμένο όλη την ώρα, μέχρι να μου πει εκείνος.
- «Και μην τυχόν και κάνεις θόρυβο και μας πάρουν είδηση. Εκεί δεν ξέρεις τι θα πάθεις! Άντε, πουτανίτσα, ξεκίνα! Να δεις που θα σ’ αρέσει και θα θέλεις ξανά!»
Σηκώθηκε όρθιος μπροστά μου. Ο πάγκος ήταν ψηλός, με έκρυβε εντελώς. Θα έπρεπε κάποιος να σκύψει για να δει από πίσω. Η είσοδος του ξενοδοχείου ήταν άδεια εκείνη την ώρα. Ίσως, αν τον τελείωνα σχετικά γρήγορα να ξεμπέρδευα πριν έρθει κανείς. Ένα χαστούκι με επανέφερε.
- «Τελείωνε! Βγάλε την έξω και ξεκίνα! Δεν θα ξημερωθούμε εδώ!»
Δεν ήξερε ότι άγγιξε το ευαίσθητό μου σημείο. Αυτή η αγριάδα στην φωνή, μαζί με το χαστούκι, με απογείωσαν. Έχωσα το χέρι μου μέσα στο άνοιγμα του παντελονιού του και μαρμάρωσα! Ήταν τεράστιος! Τον τράβηξα και βγάζοντας τον έξω, τον είδα σε όλο του το μεγαλείο μπροστά στο πρόσωπό μου. Ήταν λίγο πιο μακρύς από του Σπύρου, αλλά πολύ πιο χοντρός. Χωρίς καν να σκεφτώ, έχωσα το άλλο χέρι μου και έπιασα τα αρχίδια του να τα βγάλω έξω. Γελώντας ικανοποιημένα, μου είπε :
- «Στο είπα, θα σ’ αρέσει και θα θέλεις ξανά! Ξεκίνα και ήρεμα, έρχεται πελάτης».
Άκουσα βήματα να πλησιάζουν και άρχισε μια συζήτηση πάνω από το κεφάλι μου, από την οποία δεν θυμάμαι ούτε λέξη. Βάζοντας το κεφάλι στο στόμα μου και χαϊδεύοντας τα τεράστια και βαριά αρχίδια με το ένα χέρι χάθηκα σε μια υπέροχη αίσθηση. Ο κίνδυνος να με δουν, η τεράστια ζεστή καυλωμένη πούτσα στο στόμα μου κι αυτά τα τεράστια γεμάτα αρχίδια στο χέρι μου με έκαναν να χάσω κάθε αίσθηση τόπου και χρόνου. Με επανέφερε ένα δεύτερο χαστούκι και η ψιθυριστή αγριεμένη φωνή του.
- «Αργά σου είπα, ξέκωλο! Θα το απολαύσω για ώρα το στοματάκι σου πάνω στην πούτσα μου!»
Και καθώς άρχισα να γλείφω πάλι, έχοντας στο μυαλό μου ότι μέχρι το βράδυ να με ήθελε εκεί θα καθόμουν, τον άκουσα να λέει θαυμαστικά:
- «Όπα! Να και η μουνάρα η θεία σου μικρέ! Άκου προσεκτικά τώρα…»
Άκουσα τα τακούνια να πλησιάζουν τον πάγκο και την φωνή της Άννας να ξεκινάει τη συζήτηση.
- «Καλησπέρα σας. Θα βγω για λίγο. Εάν γυρίσει ο σύζυγός μου πριν από εμένα, θα είχατε την καλοσύνη να του δώσετε το κλειδί και να του πείτε ότι σε μισή ωρίτσα θα είμαι πίσω;»
- «Βεβαίως κυρία μου. Να σας ενημερώσω και για κάτι μιας που μιλάμε. Το μπαλκόνι του δωματίου σας φαίνεται πολύ καθαρά από την αποθήκη της απέναντι πτέρυγας. Να το έχετε υπόψη σας, απλά».
- «Τι εννοείς, νεαρέ; Τι σχέση έχει αυτό που μου λες τώρα;»
Η φωνή της, είχε έναν τόνο ανάμικτο. Θυμού και… φόβου; Η Άννα; Έγλειφα τον πούτσο αργά, χαϊδεύοντας τα αρχίδια μηχανικά, προσπαθώντας να μην χάσω λέξη.
- «Θέλω να πω, ότι όταν βάζετε τον ανιψιό σας να σας γλείφει, να προσέχετε. Μπορεί κάποιος να σας δει».
- «Νεαρέ, εάν ακουστεί κουβέντα για αυτό που πιστεύεις ότι είδες αύριο δεν θα δουλεύεις πια εδώ! Και αυτό θα είναι μόνο η αρχή. Κατάλαβες;»
- «Κυρία μου, αυτό θα είναι λίγο δύσκολο μια που είμαι ο γιος του ιδιοκτήτη. Και επειδή γνωρίζω ότι κατάγεστε από εδώ, πιστεύω ότι δεν θα θέλατε να μάθει κανείς αυτό που νομίζω ότι είδα. Αρχίζοντας από τον σύζυγό σας, τους έστω μακρινούς σας συγγενείς και καταλήγοντας στην μητέρα του ανιψιού σας. Έχω δίκιο;»
Η σιγή που ακολούθησε μπορούσε να κοπεί με μαχαίρι. Τόσο έντονη ήταν. Η φωνή της Άννας, όταν ξανακούστηκε, ήταν εκνευρισμένη και σίγουρα φοβισμένη αυτή τη φορά.
- «Τι θέλεις; Γιατί το κάνεις αυτό;»
Έγειρε μπροστά για να της απαντήσει, χώνοντας το καυλί του στο στόμα μου μέχρι το λαιμό. Κόντεψα να πνιγώ. Τραβήχτηκε ελάχιστα πίσω, έχοντας με καρφωμένο πάνω στον πάγκο. Δεν μπορούσα να κουνηθώ καθόλου. Αργά έβγαλα όλη τη γλώσσα έξω και άρχισα κουνώντας την όσο μπορούσα να γλείφω την κάτω πλευρά της βάσης της πούτσας του. Μου τον έσπρωξε ελαφρά λίγο πιο μέσα πάλι. Η γλώσσα μου σχεδόν ακουμπούσε τα αρχίδια του. Ίσως από ην αίσθηση αυτή, ίσως από την καύλα που ένιωθε βλέποντάς την να υποκύπτει αργά αλλά σταθερά, ίσως και από τα δύο μαζί, η φωνή του ήταν ένας βραχνός ψίθυρος όταν της απάντησε:
- «Εσένα θέλω. Από την ημέρα που έχετε έρθει με τον αντρούλη σου. Σε χαζεύω που περνάς και κουνιέσαι ξέροντας ότι χαζεύω την κωλάρα σου κάθε φορά. Και όσες φορές προσπάθησα να σου μιλήσω ήσουνα σαν παγόβουνο, λες και δεν υπήρχα. Τώρα όμως θα αλλάξεις συμπεριφορά… Σχολάω σε τρεις ώρες από τώρα. Πάρε αυτό το κλειδί. Θα με περιμένεις στο δωμάτιο 38, στην απέναντι πτέρυγα με το κόκκινο παρεό που φοράς όταν πάτε για μπάνιο. Χωρίς τίποτε από μέσα!»
- «Δεν γίνεται! Θα έχει γυρίσει ο άντρας μου. Τι θα του πω; Πώς θα φύγω;»
- «Αυτό δεν με αφορά. Αυτό που πρέπει να έχεις στο μυαλό σο, είναι πως αν δεν σε βρω εκεί και αν δεν κάνεις ακριβώς ότι σου πω, θα ντρέπεσαι να ξαναπατήσεις το πόδι σου στο νησί. Συνεννοηθήκαμε;»
- «Καλά, κάθαρμα. Θα δω τι θα κάνω…»
- «Έτσι μπράβο! Τώρα που θα φεύγεις, κούνα μου την κωλάρα σου έτσι όπως μ’ αρέσει. Να έχω κάτι να σκέφτομαι στο ενδιάμεσο».
- «Άντε στο διάολο!»
- «Ναι, αλλά κουνιέσαι…» είπε χαμηλόφωνα και συνέχισε πιο δυνατά: «Πουτάνα! Ά! Και θα το ξεχνούσα! Θα φέρεις και τον ανιψάκι σου μαζί. Να σε ετοιμάσει όπως το απόγευμα».
- «Κοίτα, ο μικρός αποκλείεται! Όσο λιγότερα ξέρει, τόσο το καλύτερο!»
- «Δεν σε ρώτησα νομίζω. Αυτό που σου λέω! Σε τρεις ώρες, εσύ και ο μικρός στο δωμάτιο. Αν φτάσετε πιο νωρίς αρχίστε αν θέλεις. Θα σε έχει και έτοιμη, καυλωμένη, όπως σε θέλω».
- «Άντε γαμήσου! Καλά, θα τον φέρω. Πρόσεχε όμως, μην σου ξεφύγει τίποτε πουθενά. Εάν μαθευτεί κάτι από αυτά-»
Δεν την άφησε να συνεχίσει.
- «Δεν θα μαθευτεί τίποτε και ξέρεις γιατί; Γιατί θα σε πηδάω όποτε σε πετυχαίνω στο νησί. Θα γίνεις η πουτάνα μου, για να μην μαθευτεί κάτι από αυτά. Το κατάλαβες τώρα; Μην με κοιτάς έτσι. Πες το, τώρα! Θέλω να σε ακούσω να το λες! Τι θα γίνεις;»
- «Κοίταξε να δεις…»
- «Καλησπέρα, κύριε Σπύρο. Πάνω που μου έλεγε η κυρία σας να σας δώσω τα κλειδιά».
Άρχισαν μια συζήτηση γενική πάνω από το κεφάλι μου για το πως περάσανε, αν τους άρεσε το ξενοδοχείο για την κίνηση του τουρισμού και άλλα τέτοια. Και όσο συζητούσαν, ένιωθα την πούτσα στο στόμα μου να σκληραίνει. Δεν τον πίστευα! Θα έχυνε μπροστά τους! Και πριν προλάβω να σκεφτώ, τον ένιωσα να τεντώνεται και να αρχίζει να χύνει χωρίς να τραβηχτεί καθόλου. Κόντεψα να πνιγώ. Κατάπινα τα χύσια του συγχρονίζοντας την αναπνοή μου με τα τινάγματα της πούτσας του. Αφού τα ήπια όλα, πήγα να τραβηχτώ. Βάζοντας ένα χέρι κάτω από τον πάγκο, με άρπαξε από τα μαλλιά και κουνώντας μου το κεφάλι, μου έδωσε να καταλάβω ότι θέλει να συνεχίσω να ρουφάω. Τον ένιωσα να σκληραίνει πάλι στο στόμα μου. Τι ετοίμαζε; Τι σκεφτόταν;
- «Καλό απόγευμα κύριε Σπύρο! Αν δεν σας δω αύριο, καλό σας ταξίδι!»
Του απάντησε και ο Σπύρος. Και την ώρα που απομακρυνόντουσαν, το έσκασε σαν βόμβα:
- «Κυρία Άννα; Δεν μου είπατε αυτό που σας είχα ζητήσει».
Άκουσα τα τακούνια της να πλησιάζουν πάλι. Με τρελό θυμό στη φωνή και ψιθυριστά στην αρχή και με κανονικό τόνο φωνής μετά, του είπε:
- «Θα γίνω η πουτάνα σου μαλάκα, εντάξει; Εσείς πρέπει να μου πείτε. Μπορούμε να κρατήσουμε το δωμάτιο μέχρι νωρίς το απόγευμα; Υπάρχει δυνατότητα;»
- «Μέχρι ότι ώρα θέλετε! Και χωρίς χρέωση. Για σας; Ούτε να το συζητάτε!»
- «Ευχαριστούμε!»
Μόλις έφυγαν, τραβήχτηκε μακριά βγάζοντας τον από το στόμα μου και σκύβοντας μπροστά μου, είπε χαμογελαστά:
- «Σταγόνα δεν άφησες πουτανίτσα! Σ’ άρεσε;»
Δεν απάντησα αρκετά γρήγορα. Χαστουκίζοντας με πάλι, ξαναρώτησε:
- «Όταν σε ρωτάω, θα απαντάς αμέσως! Σ’ άρεσε;»
- «Ναι» ψέλλισα, μην μπορώντας ακόμα να χωνέψω τι είχε γίνει.
- «Αν είσαι καλό παιδί, θα σου δώσω κι άλλο αργότερα. Άντε πήγαινε τώρα! Μην σε δει η θεία σου και της χαλάσουμε την έκπληξη!»
Έφυγα σχεδόν τρέχοντας. Έπρεπε να κανονίσω και με τα παιδιά πριν γυρίσω πίσω. Ίσα - ίσα που προλάβαινα…
(Copyright protected OW ref: 47712)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.