Η ιστορία:
Αφού με τελείωσαν κάνοντας με να χύσω και να φωνάζω σαν τρελός, και κάναμε ντουζάκι, με πήρε η Άννα από το χέρι και ακολουθώντας ο Σπύρος με πήγαν στο κρεβάτι. Εκεί ξαπλώσαμε, εγώ σχεδόν πάνω στην Άννα χαϊδεύοντας την (με έβαλε, λέγοντας μου ότι της αρέσει) και ο Σπύρος στο πλάι πίσω μου με την πούτσα του να τρίβεται στα κωλομέρια μου. Εκεί που είχα χαλαρώσει εντελώς ακούω την Άννα:
- «Λοιπόν μικρέ, μιας που σου αρέσει τόσο πολύ όλο αυτό και μιας που αποφασίσαμε να σε κρατήσουμε για όσο μείνουμε εδώ, άκου πως θα γίνει: Όσο θα είμαστε στο δωμάτιο, ότι και να φοράμε εμείς εσύ θα γδύνεσαι με το που θα μπαίνουμε μέσα και θα ξαναντύνεσαι όταν θα είναι να βγούμε. Όσο είμαστε εδώ θα κάνεις ότι σου λέμε χωρίς δεύτερη κουβέντα και χωρίς αυτοσχεδιασμούς. Στο πρώτο όχι ή μα που θα πεις, πας στους φίλους σου και δεν μας ξαναβλέπεις. Οκ;»
- «Μάλιστα, κυρία Άννα» είπα εγώ, ξέροντας πια τι της άρεσε να ακούει.
Ένιωσα τον πούτσο του Σπύρου να τεντώνεται πίσω μου.
- «Τελικά μωρό, του αρέσει όλο αυτό το κλίμα του μικρού!», της είπε χουφτώνοντας το κωλομέρι μου.
- «Το ξέρω», του απάντησε εκείνη. «Άστον όμως τώρα, και πήγαινε ντύσου. Θα αργήσουμε. Περιμένουν τηλέφωνο τα παιδιά».
Ο Σπύρος σηκώθηκε και πήγε να ντυθεί και η Άννα, αφού βολεύτηκε με το μαξιλάρι στην πλάτη, άνοιξε καλά τα πόδια της και πήρε το κινητό στο χέρι λέγοντας βραχνά:
- «Γλείφε μου το μουνί όσο θα μιλάω. Θέλω να βγω καυλωμένη έξω! Ξέρεις πώς μ’ αρέσει, ε;»
Την έγλειφα για κανένα δεκάλεπτο, όσο μίλαγε και κανόνιζε με μια φίλη της τι θα κάνουν το βράδυ. Που και που, δαγκωνόταν να μην φωνάξει και μου τραβούσε τα μαλλιά κολλώντας με πάνω στο μουνί της, και κάποιες φορές με τράβαγε μακριά και με χαστούκιζε με αυστηρό ύφος, δείχνοντας μου ότι δεν θέλει να τελειώσει. Όταν τελείωσε είπε:
- «Λοιπόν, έχουμε ραντεβού σε μισή ώρα στην ταβέρνα».
Πάνω που πήγα να απαντήσω, νομίζοντας ότι μιλούσε σ’ εμένα, απάντησε ο Σπύρος.
- «Οκ, άντε ντύσου λοιπόν, μην αργούμε. Εσύ μικρέ, έλα εδώ και συνέχισε».
Γύρισα να τον δω και ήταν καθιστός στην πολυθρόνα παίζοντας την πούτσα του πολύ αργά, με τα μάτια καρφωμένα στον κώλο μου. Πήγα να σηκωθώ για να πάω και γύρισε η Άννα ενώ έφευγε και μου είπε:
- «Όχι έτσι μωρό μου, στα τέσσερα θα πας. Να βλέπει το κωλαράκι σου να κουνιέται».
Ο Σπύρος γέλασε.
- «Απ’ το στόμα μου το πήρες, μωρό!»
Πήγα κοντά του, ανάμεσα στα πόδια του μπουσουλώντας στα τέσσερα. Μου έπιασε το κεφάλι με το ένα χέρι κρατώντας με σε απόσταση, με το άλλο έφερε την πούτσα ακριβώς στα χείλια μου. Μόλις τέντωσα τον λαιμό μου, γέλασε.
- «Έτσι, ξεκωλάκι! Μπαίνεις στο νόημα. Μόνο το κεφάλι και μόνο με τα χείλια και την άκρη της γλώσσας σου. Και μην τυχόν και σου φύγει από το στόμα!»
Ήταν μαρτύριο σκέτο, αλλά μου άρεσε. Να βλέπω την υπόλοιπη πούτσα του κατακόκκινη, σκληρή, με τις φλέβες να πάλλονται και να μην μπορώ να την πάρω στο στόμα. Έγλειφα και ρουφούσα, χαμένος στην καύλα μου. Άνοιξα τα μάτια όταν ένιωσα την Άννα να κάθεται στο μπράτσο της πολυθρόνας, λέγοντας:
- «Άντε, φτάνει. Πρέπει να φεύγουμε».
- «Ααααχ, βρε μωρό… στο καλύτερο με κόβεις!», της απάντησε ο Σπύρος.
Εκείνη γέλασε.
- «Έλα, θα το πιάσει από εκεί που το άφησε όταν γυρίσουμε. Πάμε τώρα!»
Όταν σηκώθηκε εκείνος από την πολυθρόνα, ήρθε εκείνη από πάνω μου όρθια μ’ εμένα ανάμεσα στα πόδια της. Άρχισε να μου δένει τα μάτια μ’ ένα φουλάρι της και συγχρόνως
μου έλεγε στο αφτί:
- «Εσύ θα κάτσεις εδώ. Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις όσο λείπουμε, αλλά όταν γυρίσουμε σε θέλω όπως είσαι τώρα. Εντάξει μικρέ;»
Και μιλώντας στον εαυτό της:
- «Θα πρέπει να σου πάρουμε και κάτι να φας».
Εγώ πια, έχοντας μπει εντελώς στο νόημα:
- «Μάλιστα κυρία Άννα».
Έλειψαν κανένα δίωρο. Άκουσα αυτοκίνητο στην είσοδο και χαμηλές φωνές και ετοιμάστηκα βάζοντας το μαντίλι στην θέση του και παίρνοντας θέση στα τέσσερα, μπροστά στην πολυθρόνα. Άκουσα την φωνή του Σπύρου:
- «Εγώ πάω να συνεχίσω».
Τον ένιωσα να κάθεται στην πολυθρόνα, το χέρι του στο κεφάλι μου και…
- «Όπως πριν πουτανίτσα, με τεντωμένο το λαιμουδάκι σου».
Τον πήρα, όπως μου είπε. Άρχισα να γλείφω και να ρουφάω, ελπίζοντας πως μέσα στην καύλα του θα με άφηνε να πάρω και τον υπόλοιπο στο στόμα. Ήταν ήδη μισοκαυλωμένος και με το που τον πήρα στο στόμα πέτρωσε, όπως το απόγευμα. Εκεί που άρχισα να χάνομαι στην αίσθηση πάλι, ακούω:
- «Μ’ αρέσει που δεν σε πίστευα. Πού το πετύχατε, τέτοιο ξεκώλι;»
Τινάχτηκα. Αντρική φωνή. Ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο, και η πούτσα του Σπύρου ξαφνικά μέχρι το λαρύγγι μου.
- «Άκου, πουτανίτσα: Η Άννα κάνει παρέα στη γυναίκα του Τάκη που δεν ξέρει τίποτε. Με τον Τάκη όμως, είμαστε παιδικοί φίλοι και γουστάρει τέτοιες καταστάσεις. Είπαμε πως πάμε βόλτα και τον έφερα να σε παρτουζώσουμε στα γρήγορα. Φεύγουνε και αύριο πρωί, οπότε δεν έχουμε καιρό για συστάσεις. Κατάλαβες;»
Σκεφτόμουν τι να κάνω. Κι άλλο χαστούκι (με την πούτσα ακόμη στο λαιμό, σχεδόν να με πνίγει).
- «Κατάλαβες, πουτανίτσα; Απάντα όταν σε ρωτάω!»
Κούνησα το κεφάλι καταφατικά, μουγκρίζοντας μπουκωμένα. Σηκώθηκε όρθιος προσέχοντας να έχει την πούτσα βαθιά στο λαιμό μου και κρατώντας με από τα μαλλιά κολλημένο πάνω της είπε:
- «Έλα Τάκη, κάτσε εσύ».
- «Ρε μαλάκα, αυτός καύλωσε με τα χαστούκια και την αγριάδα».
- «Στο είπα, του αρέσει».
Μου τράβηξε την πούτσα από το λαιμό και τραβώντας με από τα μαλλιά μου έβαλαν την πούτσα του Τάκη στο στόμα. Τινάχτηκα. Ήταν πιο χοντρή από του Σπύρου. Λες και διάβασε την σκέψη μου ο Τάκης:
- «Είναι και πιο μακριά, αλλά λίγο. Έλα, ρούφα την. Μου είπε τόσα καλά για σένα ο Σπύρος…»
Χάθηκα πάλι. Μου άρεσε τόσο πολύ αυτή η αίσθηση. Γεμάτο το στόμα, τεντωμένος λαιμός, να γλείφω και να μην έχει τελειωμό. Ο Σπύρος πίσω μου, καβαλητά. Να μου τον βάζει πόντο - πόντο. Ήξερε από το απόγευμα ότι με τρελαίνει έτσι και το έκανε όπως ακριβώς μου άρεσε. Ο Τάκης με το χέρι πάνω στο κεφάλι μου να μου δίνει το ρυθμό, να με χαστουκίζουν πότε στα μάγουλα ο ένας, πότε στον κώλο ο άλλος, να μου λένε βρωμόλογα, όσο μου πηδούσανε κώλο και στόμα συγχρόνως και να μιλάνε μεταξύ τους.
- «Τρελή πίπα το ξέκωλο Σπύρο. Δεν χορταίνει. Δίκιο είχες».
- «Πού να δεις ο κώλος του. Κοίτα τον πως τον κουνάει».
- «Έχω μια ιδέα Σπύρο. Σταμάτα να κουνιέσαι».
Κρατώντας με από τα μαλλιά ο Τάκης, άρχισε να με σπρώχνει πίσω. Δεν κατάλαβα αμέσως, με αποτέλεσμα άλλο ένα χαστούκι στο κωλομέρι.
- «Μπρος - πίσω, πουτανίτσα. Όπως σου λέει. Πηδήξου πάνω στις πούτσες μας, Δείξε μας πόσο σ’ αρέσει».
Με άφησαν να κουνιέμαι μόνος μου μπρος - πίσω πάνω στις πούτσες τους. Είχα χάσει τον κόσμο. Βογκούσα και κουνιόμουν, σαν την πουτάνα που μου έλεγε συνεχώς ο Σπύρος ότι είμαι. Μετά από κι εγώ δεν ξέρω πόσο, ένιωσα ένα χέρι να μου σφίγγει τον σβέρκο, την πούτσα του Σπύρου να χώνεται όλη μέσα μου, σπρώχνοντας με πάνω στην πούτσα του Τάκη.
Ένιωσα τον Τάκη να μου τραβάει τα μαλλιά κολλώντας το σαγόνι μου στα αρχίδια του, την πούτσα του να τεντώνεται μέσα στο λαιμό μου. Με έχυσαν και οι δυο ταυτόχρονα,
μουγκρίζοντας, χαστουκίζοντας μου κώλο και μάγουλα, εκτός εαυτού. Αφού άδειασαν εντελώς και οι δύο, σηκώθηκαν και έφυγαν αφήνοντας με έτσι χυμένο και μισοκαυλωμένο ακόμα στο πάτωμα. Ο Σπύρος φεύγοντας μου είπε:
- «Η Άννα μου είπε ότι αν ήσουν καλός θα σου είχε μια ανταμοιβή. Να την περιμένεις, γιατί την αξίζεις ξεκωλάκι!»
(Copyright protected OW ref: 35610)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.