Η ιστορία:
Μέχρι να γυρίσουν οι δυο τους, με είχε πάρει ο ύπνος για τα καλά. Ούτε που τους κατάλαβα πότε γύρισαν. Με άφησαν να κοιμηθώ μέχρι την επόμενη το πρωί. Ξύπνησα ανάμεσά τους και πάλι, με τον Σπύρο κολλημένο πίσω μου και εμένα να κρατάω το βυζί της Άννας. Απόλαυσα την αίσθηση για λίγο και μετά σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο, έκανα ντουζάκι να ξυπνήσω και έφτιαξα καφέδες. Την ώρα που τους έφερνα, άνοιξε τα μάτια της η Άννα και χαμογέλασε.
- «Έφτιαξες και καφέδες, χαρά μου; Εξελίσσεσαι. Θα γίνεις καλή υπηρετριούλα. Τον δικό μου, πήγαινέ τον στο μπαλκόνι. Δεν θέλω να ξυπνήσω τον Σπύρο».
Έκανα ότι μου είπε. Βγήκε με το νυχτικό, σχετικά κοντό, χωρίς εσώρουχα. Οι ρώγες της τεντωμένες, φαίνονταν καθαρά. Κάθισε άνετα στην μπαμπού πολυθρόνα του μπαλκονιού, ακούμπησε τον καφέ της στο τοιχάκι του μπαλκονιού, ήπιε την πρώτη γουλιά. Έβαλε τα πόδια της στο τραπεζάκι, τα άνοιξε καλά και βολεύτηκε σαν την γάτα κοιτάζοντάς με που την έτρωγα με τα μάτια και μου είπε:
- «Έλα μικρέ, τι περιμένεις;»
- «Τι, εδώ έξω; Θα μας δουν όλοι!»
Γέλασε, μ’ εκείνο το βραχνό της γέλιο που ήξερε πολύ καλά πόσο με αναστάτωνε.
- «Πρώτον το τοιχάκι σε κρύβει. Δεύτερον, τι σε πειράζει; Θα σε δουν να κάνεις γλειφομούνι και θα εύχονται να είναι αυτοί στην θέση σου. Και τρίτον και σημαντικότερο μικρέ μου, είπαμε ή όχι ότι δεν θέλω μα και μου όταν σου λέω κάτι;»
Χωρίς απάντηση, πήγα και γονάτισα ανάμεσα στα υπέροχα πόδια της. Άρχισα να γλείφω, όπως ήξερα ότι της αρέσει. Αργά, βασανιστικά… Βόγκηξε, τεντώθηκε. Ακούμπησε το κεφάλι της πίσω.
- «Αυτό είναι πρωινό!» είπε χαμογελώντας.
Εκείνη την ώρα ακούστηκε μια φωνή από το δρόμο:
- «Άννα; Εδώ ήρθατε τελικά;»
Ήταν δυο αντρικές φωνές. Από τη συζήτηση, κατάλαβα ότι ήταν δυο ζευγάρια φιλικά της Άννας και του Σπύρου, που είχαν έρθει για διακοπές στο νησί. Όση ώρα μιλούσαν με την Άννα, εγώ στα τέσσερα την έγλειφα. Αργά, χωρίς να σταματήσω δευτερόλεπτο. Με το χέρι της πότε να με τραβάει από τα μαλλιά δίνοντας μου ρυθμό και πότε να με τραβάει από το σβέρκο κολλώντας με πάνω στο μουνί της κάνοντας με να βάζω όλη τη γλώσσα μου μέσα της. Η γυναίκα ήταν εντελώς καυλωμένη και το απολάμβανε! Το πρόσωπό μου έσταζε από τα υγρά της. Δεν με άφησε να την τελειώσω όμως. Σηκώθηκε, αφήνοντας με στα τέσσερα στο μπαλκόνι και με άφησε με ένα:
- «Πήγαινε ξύπνα τον Σπύρο, μικρέ».
Όταν μπήκα στο δωμάτιο, εκείνη ήταν ήδη στο μπάνιο. Ο Σπύρος, με μισάνοιχτα μάτια τεντωνόταν στο κρεβάτι με την πούτσα του να δείχνει στο ταβάνι. Μόλις τελείωσε το τέντωμα, άνοιξε τα πόδια, βολεύτηκε στα μαξιλάρια και μου είπε:
- «Έλα καυλάκι, το πρωινό σου!»
Δεν ήθελα δεύτερη κουβέντα. Ξάπλωσα ανάμεσα στα πόδια του και άρχισα να του γλείφω και να του ρουφάω τα αρχίδια, παίζοντας την πούτσα του αργά με το χέρι μου. Μούγκρισε και μου είπε:
- «Μμμ… Όσο πας και γίνεσαι καλύτερη πίπα!»
Λίγο μετά, χουφτώνοντας τα αρχίδια του, πήρα την πούτσα του σχεδόν όλη στο στόμα μου παίζοντας τη γλώσσα γύρω - γύρω. Εκείνη την ώρα, ήρθε και κάθισε δίπλα μας η Άννα, λέγοντας γελαστά:
- «Μικρέ, τελικά όλο και πιο πολύ σ’ αρέσουν οι πίπες, ε;»
Και άρχισε να εξηγεί στον Σπύρο για τα δυο ζευγάρια που είχαν έρθει. Από τη συζήτηση κατάλαβα πως η Άννα δεν γούσταρε τους δυο τύπους καθόλου. Θα πηγαίναμε για μπάνιο μαζί είπε στον Σπύρο αλλά μέχρι εκεί. Το βράδυ κανονίσανε να τους πάρει ο Σπύρος και καλά για μια βραδιά χωρίς γυναίκες και η Άννα θα πήγαινε με τις γυναίκες τους για ποτό. Θα έβρισκαν και μια δικαιολογία και θα έφευγαν νωρίς και θα συναντιόντουσαν στο δωμάτιο. Εγώ αποφάσισαν ότι θα πήγαινα με τον Σπύρο.
Στη θάλασσα ήταν μια μέρα όλο ένταση. Ήταν από εκείνες τις άσπονδες φιλίες, καταλαβαίνετε. Εμένα με σύστησαν σαν ανιψιό μακρινό της Άννας. Για μένα πάντως ήταν μια μέρα ξεκούρασης, αφού δεν ασχολιόταν κανείς μαζί μου. Το μόνο που παρατήρησα, ήταν ότι οι δυο άντρες από τα ζευγάρια, πολλές φορές ψιθύριζαν μεταξύ τους και κάποιες στιγμές που γύρναγα μπρούμυτα κάρφωναν τα μάτια τους στον κώλο μου.
Το βράδυ, πήγαμε οι τέσσερεις μας σε ένα μπαράκι με έντονη μουσική και πολύ κόσμο. Όσο περνούσε η ώρα και γέμιζε το μπαράκι και κυλούσαν τα ποτά, συνειδητοποίησα ότι όπως και να στεκόμουν, πάντα ένας από τους δυο ήταν πίσω μου τόσο κοντά ώστε να ακουμπάει επάνω μου. Όσο τραβιόμουν και έστριβα να τον αποφύγω, κατέληγα να έχω πίσω μου τον άλλον στην ίδια ακριβώς κατάσταση. Ο Σπύρος, είτε δεν το έβλεπε ή δεν τον ένοιαζε γιατί είχε μια διάθεση χάλια. Μέχρι που κάποια στιγμή που είπε:
- «Άντε μικρέ, πάμε πίσω;»
Άρχισαν οι άλλοι να τον πειράζουν λέγοντας του να πάει εκείνος για ύπνο και ότι θα με γυρίσουν εκείνοι μετά, να αφήσει το παιδί να διασκεδάσει και να μην το σέρνει γέρος άνθρωπος από τις δώδεκα στο δωμάτιο και άλλα τέτοια. Όταν με ρώτησε αν θέλω να μείνω, του είπα:
- «Ναι, για καμιά δυο ωρίτσες και μετά θα έρθω…»
Έφυγε αμέσως χωρίς δεύτερη κουβέντα. Να πω την αλήθεια, ήθελα να κάτσω πιο πολύ για να δω μέχρι που θα το πήγαιναν οι δυο τους, μια και αυτό που ήξεραν για μένα ήταν ότι ήμουν συγγενής της Άννας. Μετά που έφυγε ο Σπύρος, ξεθάρρεψαν και οι δυο. Ερχόντουσαν δήθεν να μου πούνε στο αφτί, ή να μιλήσουν μεταξύ τους (κατάφερναν να με έχουν μονίμως ανάμεσα τους) και κολλούσαν επάνω μου χουφτώνοντας όπου έβρισκαν. Σε μια από αυτές τις φάσεις που είχε κολλήσει ο ένας πίσω μου και μου τριβόταν, πήγα να τραβηχτώ λέγοντας:
- «Ελάτε ρε παιδιά, μην το παρακάνουμε…»
Αυτός που ήταν πίσω μου με έπιασε από την μέση σφιχτά και με ξανατράβηξε πάνω του λέγοντας μου στο αφτί:
- «Την ευκαιρία να φύγεις την είχες μικρέ. Γιατί έκατσες; Για να ακούσεις μουσική;»
Και γυρίζοντας στον άλλο του είπε:
- «Πλήρωσε και έλα. Έξω θα είμαστε».
Σπρώχνοντας με μπροστά του, βγήκαμε έξω από το μπαρ και με πήγε μέχρι το αυτοκίνητο. Άνοιξε την πόρτα και μου είπε να μπω μέσα να με πάνε στο ξενοδοχείο, να τελειώνουμε. Ήρθε και ο φίλος του και κάθισε μπροστά συνοδηγός. Ξεκινήσαμε αμίλητοι. Πέντε λεπτά μετά, έχωσε το αυτοκίνητο σε ένα δρομάκι και σταμάτησε μπροστά στην παραλία. Έσβησε την μηχανή, άνοιξαν τις πόρτες και βγήκαν έξω και οι δυο. Πριν προλάβω να αναρωτηθώ, τράβηξαν μπρος τα καθίσματα και μπήκαν ξανά στο πίσω κάθισμα, βάζοντας με στην μέση.
- «Τι κάνετε ρε παιδιά; Θα φύγω να πάω με τα πόδια, αν είναι έτσι…» είπα και πήγα να σηκωθώ.
Ο ένας με τράβηξε πίσω, δυνατά. Ο άλλος, είχε ξεκουμπώσει το παντελόνι του ήδη και είχε βγάλει έξω ένα εργαλείο από τα λίγα! Εικοσάποντο τουλάχιστον, και χοντρό, με φλέβες σαν ανάγλυφες να το διατρέχουν. Γέλασε.
- «Μόνο αυτό το ύφος σου φτάνει, μικρέ!»
Και μ’ αυτό πιάνοντας με από το σβέρκο με τραβάει πάνω στο καυλί του. Με τα χέρια του κουνάει το κεφάλι μου, το τρίβει πάνω στην πούτσα του.
- «Σ’ αρέσει, ε; Κοίτα κι από ‘κει τι έρχεται…»
Και μ’ αυτό, πιάνοντας με από τα μαλλιά με σηκώνει και μου γυρίζει το κεφάλι στον φίλο του. Χάζεψα! Σαν καρμπόν ήταν! Ίδιες, χοντρές και μακριές. Εκεί που την χάζευα, με πιάνει από τα μαλλιά και με τραβάει προς τα κάτω. Φώναξα από τον πόνο. Με ένα δυνατό χαστούκι στο μάγουλο μου λέει:
- «Στο πάτωμα καριολάκι. Στα γόνατα και γλείφε! Δεν θα το ξαναπώ!»
Ασυναίσθητα, τραβήχτηκα πίσω από το χαστούκι. Ξανά τράβηγμα τα μαλλιά, κι άλλο χαστούκι, πιο δυνατό αυτή τη φορά. Μαζί όμως με μια γερή στον κώλο από τον άλλο πίσω μου.
- «Κάνε αυτό που σου λέει ο αδερφός μου αλλιώς θα σε μαυρίσουμε στο ξύλο! Μας κάνεις και τον δύσκολο!»
Και μ’ αυτό, νιώθω να κατεβαίνει το παντελόνι μου στα γόνατα, μαζί με το μποξεράκι. Αδερφός; Έκπληκτος μαρμάρωσα. Ένα χαστούκι ακόμα και ο πούτσος του μπροστινού μου στο στόμα με έβγαλε από τις σκέψεις. Καυτή, σκληρή η πούτσα στο λαιμό, το ένα χέρι του στο σβέρκο να μην μπορώ να τραβηχτώ και το άλλο να μου δίνει συνεχώς ελαφρά χαστουκάκια στο μάγουλο, μαζί με το όλο κλίμα του εξαναγκασμού έκαναν το σώμα μου να με προδώσει.
- «Ρε συ, αυτό καύλωσε! Το γουστάρεις πουτανίτσα, ε;» είπε ο πίσω μου, τρίβοντας τον πούτσο του πάνω στην τρύπα μου.
Δεν άντεχα πια. Μούγκρισα με γεμάτο το στόμα, και άρχισα να γλείφω σαν να μην υπήρχε αύριο.
- «Α, τώρα μάλιστα! Για να δούμε, σ’ αρέσει κι αυτό;»
Και πιέζοντας την πούτσα του πάνω στην τρύπα μου πέρασε το ένα χέρι από μπροστά και άρχισε να μου παίζει τον πούτσο. Άρχισα να κουνιέμαι στο ρυθμό του χεριού του, νιώθοντας την πούτσα του να με ανοίγει, πόντο - πόντο, να γλιστράει μέσα μου. Το έχανα, το ένιωθα. Αλλά μου άρεσε τόσο πολύ που δεν σκεφτόμουν πια παρά μόνο αυτές τις δυο σάρκινες σούβλες που με είχαν καρφωμένο πάνω τους.
- «Πω πω! Βούτυρο είναι το κωλαράκι του! Εγώ πάω στοίχημα ότι το πηδάει και ο Σπύρος!»
- «Τέτοιο κώλο αν δεν τον πηδάει, εκείνος χάνει!»
Ούτε να το ήξεραν ότι με καύλωνε να μιλάνε έτσι, σαν να μην ήμουν εκεί! Αφέθηκα εντελώς. Τέντωσα τον κώλο, λύγισα την μέση μου ζητώντας του βουβά αυτό που ήθελα. Άρχισε να με χτυπάει στον κώλο, ενώ κουνιόταν ελαφρά μέσα μου, κάνοντας τον πούτσο του αδερφού του να χώνεται στο βάθος του λαιμού μου. Έβγαλα την γλώσσα έξω, σχεδόν γλείφοντας τα αρχίδια του.
- «Έτσι έκανε και η θεία σου μικρέ! Την ημέρα που την στριμώξαμε και την παρτουζώσαμε, όλο όχι και όχι ήταν στην αρχή και μετά δεν ξεκόλλαγε από τις πούτσες μας! Γι’ αυτό μας αποφεύγει τώρα. Μην μάθει ο Σπυράκος της ότι παρτουζώθηκε και της άρεσε της πουτάνας! Γι’ αυτό βγήκες κι εσύ τέτοιο πουτανάκι! Το σόι το έχει φαίνεται!»
Είχα χάσει τον κόσμο! Όλα μαζί! Και ο τρόπος τους. Με πηδούσαν, δεν τους ένοιαζε κι εμένα μου άρεσε και ήθελα κι άλλο! Ένιωσα το καυλί στον κώλο μου να τεντώνεται. Πήγα να τραβηχτώ. Με κόλλησε πάνω του, μουγκρίζοντας.
- «Όχι καριολίτσα. Στον κώλο, όλα! Θα πας στην θεία σου και θα τρέχουν στα μπουτάκια σου. Πάρ’ τααααααα!»
Και άρχισε να χύνει στον κώλο μου, χτυπώντας μου τον και μουγκρίζοντας. Εγώ; Έχυσα, ίσως πιο πολύ από ‘κείνον, με σπασμούς πάνω στο καυλί που μου άνοιγε τον κώλο. Μόλις τελείωσε και τραβήχτηκε αργά από μέσα μου, άρχισα να γλείφω πιο έντονα τον πούτσο που είχα στο στόμα μου θέλοντας να τον τελειώσω κι εκείνον. Αλλά, όχι… Με έπιασε από τα μαλλιά και με γύρισε με το ζόρι προς την άλλη μεριά μουγκρίζοντας:
- «Όχι πουτανίτσα! Στο κωλαράκι σου θα τα πάρεις και τα δικά μου! Από το πρωί στην παραλία τον χάζευα. Δώσ’ μου τον!»
Δεν πίστευα ποτέ μου ότι θα έφτανα να το κάνω αυτό, αλλά του τέντωσα το κωλαράκι μου λυγίζοντας την μέση όπως και στον αδελφό του. Μου τον έβαλε με μια κίνηση, όλον μέχρι την ρίζα. Τα χύσια του αδερφού του τον έκαναν να γλιστράει και είχα ήδη ανοίξει αρκετά. Άρχισε να με γαμάει με απότομες κινήσεις, καρφώνοντας με, με κάθε σπρώξιμο. Μέχρι που μ’ έπιασε απ’ το σβέρκο, μου τον έχωσε όλο και άδειασε ότι είχε και δεν είχε κι αυτός στον κώλο μου.
Μετά από ένα τσιγάρο, μου έδωσαν χαρτομάντιλα να σκουπιστώ και με πήγαν αμίλητοι στο δωμάτιο. Έφυγαν με το που κατέβηκα από το αμάξι, χωρίς κουβέντα. Μου άνοιξε η Άννα. Δεν είπε τίποτε. Πήγα και έκανα μπάνιο και κουλουριάστηκα ανάμεσα τους στο κρεβάτι. Ο ύπνος με πήρε σε δευτερόλεπτα…
(Copyright protected OW ref: 41257)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.