Η ιστορία:
Την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε γενικά σε κακή διάθεση. Εγώ λόγω του χτεσινού επειδή δεν περίμενα τον τρόπο με τον οποίο με πήδηξαν, όχι επειδή δεν μου άρεσε. Αυτό το ομολογώ. Η Άννα επειδή κατάλαβε ότι κάτι έγινε με τους δυο αυτούς το βράδυ, και ο Σπύρος επειδή έπρεπε να πάει στην Αθήνα το πρωί και να γυρίσει το απόγευμα λόγω ενός προβλήματος στη δουλειά. Με έστειλαν να φτιάξω καφέδες και όταν τους έφερα, η Άννα έλεγε στον Σπύρο ότι θα απέφευγε να βρεθεί με τα δυο φιλικά ζευγάρια και εκείνος έδειχνε να συμφωνεί απολύτως.
Κάθισα ανάμεσα τους και όσο συζητούσαν, ο Σπύρος χωρίς να μιλήσει με έπιασε από τον σβέρκο και μου τράβηξε το κεφάλι πάνω στο καυλί του το οποίο άρχισα να ρουφάω αμέσως, αργά, απολαμβάνοντας την καυλωμένη του πούτσα στο λαιμό μου. Η Άννα συνεχίζοντας την συζήτηση, άνοιξε τα πόδια της και άρχισε να χαϊδεύεται κοιτάζοντας μας. Μετά από κανένα δεκάλεπτο ακόμα συζήτησης μεταξύ τους, η Άννα τραβώντας με από τα μαλλιά και την μέση ανάμεσα στα πόδια της με οδήγησε μέσα της, λέγοντας σ’ εκείνον:
- «Συγνώμη βρε μωρό μου, αλλά θέλω να γαμηθώ» και σ’ εμένα, υπό μορφή οδηγίας: «Πολύ αργά μικρέ, ξέρεις εσύ….»
Εκείνος γέλασε, σηκώθηκε και έκατσε γονατιστός πάνω από το στόμα της λέγοντας:
- «Καλύτερα έτσι, μωρό μου. Έχω δυο γλώσσες αντί για μια» βάζοντας μου την πούτσα στο λαιμό πάλι και έχοντας την Άννα να του γλείφει τ’ αρχίδια συγχρόνως.
Το συνεχίσαμε αυτό για αρκετή ώρα, βογκώντας και οι τρεις από καύλα μέχρι που ο Σπύρος μην αντέχοντας άλλο, ήρθε και ξάπλωσε πάνω μου, γλιστρώντας την μισή πούτσα του μέσα στο κωλαράκι μου μουγκρίζοντας και αρχίζοντας να με σπρώχνει αργά - αργά. Βόγκηξα, και τεντώθηκα προς τα πίσω, να τον διευκολύνω αλλά κάνοντας το αυτό βγήκα σχεδόν εντελώς από το μουνί της Άννας. Εκείνη χωρίς δευτερόλεπτο καθυστέρησης τεντώθηκε να με κρατήσει μέσα της και συγχρόνως αγκάλιασε την μέση και των δυο μας μαζί και μας τράβηξε με δύναμη επάνω της. Αποτέλεσμα; Μουγκρίζοντας και οι δυο ένα βραχνό «Αααααχχχ!» χωθήκαμε ο μεν Σπύρος μέχρι τη ρίζα στην τρυπούλα μου κι εγώ μέχρι το βάθος του μουνιού της Άννας. Η Άννα, φώναξε:
- «Έτσι… γαμάτε με και οι δυο!»
Άρχισε να με σπρώχνει με την λεκάνη της πάνω στην πούτσα του Σπύρου και εκείνος καρφώνοντας με να με σπρώχνει μέσα στο μουνί της Άννας. Το αγαπημένο μου σάντουιτς! Άρχισα να βγάζω βογκητά που ούτε ήξερα, ούτε πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσα να βγάλω. Με πηδούσαν στην κυριολεξία και οι δυο, μέχρι που η Άννα έχυσε ουρλιάζοντας και τινάζοντας την λεκάνη της πάνω μου και ο Σπύρος μέσα στα βάθη του κώλου μου μουγκρίζοντας σαν ζώο. Σηκώθηκε πρώτος εκείνος και μετά η Άννα, σπρώχνοντας με από πάνω της και ξεκίνησαν για το μπάνιο. Πίσω τους εγώ απορημένος καυλωμένος ακόμα, χωρίς να έχω χύσει, ρώτησα:
- «Εγώ;»
Γυρίζοντας και οι δυο μαζί μου είπαν:
Σπύρος: Έχω αργήσει καυλάκι. Δεν προλαβαίνω.
Άννα: Αργότερα μικρέ, μην βιάζεσαι. Σου είπα, θα χύνεις όταν θέλουμε εμείς. Και μην τυχόν διανοηθείς να τον παίξεις, οκ;
Γέλασαν μεταξύ τους και με άφησαν εκεί, μπαίνοντας για μπάνιο. Σε είκοσι λεπτά ο Σπύρος έφευγε και η Άννα βγήκε με ένα μικρό νυχτικό χωρίς τίποτε από μέσα, πηγαίνοντας στην πολυθρόνα, έκατσε με ανοιχτά τα πόδια πάνω στα μπράτσα, λέγοντας:
- «Έλα μικρέ, γλείφε. Στην τρίτη φορά που θα με κάνεις να χύσω, θα σου τα πιω όλα!»
Γυμνός όπως ήμουν, χώθηκα ανάμεσα στα πόδια της στα τέσσερα και άρχισα δουλειά. Χωρίς χέρια, μόνο με τη γλώσσα και τα χείλια και στον ρυθμό που ήξερα ότι της άρεσε. Εκείνη, χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά με έναν περίεργα γλυκό τρόπο, άρχισε να μου μιλάει Ανάμεσα στα βογκητά της.
- «Μπράβο, ξεκωλάκι. Έτσι. Τι ωραία που γλείφεις! Και ο Σπύρος το ίδιο λέει για την γλωσσίτσα και τα χειλάκια σου. Αααααχχχ, έτσι, ναι! Και να το ψάχναμε, τέτοιο πουτανάκι δεν θα βρίσκαμε πουθενά!»
Μου άρεσε αυτή η διάθεση της. Βραχνή, καυλωμένη αφηνόταν στο γλείψιμο μου για πρώτη φορά. Τα μάτια θολά, τα χείλη μισάνοιχτα, τα χέρια της να μου τραβάνε τα μαλλιά, το μουνί της να στάζει στην γλώσσα μου. Κι εκεί, χτύπησε το κουδούνι. Πεταχτήκαμε και οι δυο. Εκείνη, με κομμένη την Ανάσα, φτιάχνοντας την νυχτικιά της, μου είπε:
- «Μην κουνήσεις μικρέ. Πάω να διώξω όποιον είναι και έρχομαι…»
Έμεινα εκεί, στα τέσσερα, ξέροντας ότι θα ήθελε να με βρει έτσι ακριβώς όταν γύριζε. Ξαφνικά ακούω πίσω μου μια αντρική φωνή:
- «Έλα να δεις ρε! Χτυπήσαμε τζακ ποτ! Η θεία γαμιέται με τον ανιψιό, και ο Σπυράκος της στην Αθήνα μέχρι το απόγευμα. Θα περάσουμε το τριωράκι τέλεια!»
Πηγαίνοντας να σηκωθώ, ακούω τον άλλο να απαντάει:
- «Το είδα, το είδα. Και μετά η Αννούλα μας το παίζει παρθένα!»
- «Κοίταξε να δεις…» πήγε να πει η Άννα και άκουσα ένα χαστούκι ενώ ένα χέρι στο σβέρκο μου με κράτησε με δύναμη εκεί που ήμουν.
Άκουσα έναν ψίθυρο στο λαιμό μου:
- «Μην τολμήσεις να κουνηθείς εσύ, μαύρο θα σε κάνω!»
Ήρθε και κάθισε μπροστά μου κατεβάζοντας το παντελόνι του και τρίβοντας μου την πούτσα που θυμόμουν από χτες το βράδυ στα μούτρα κρατώντας με, με το ένα χέρι από τα μαλλιά και χαστουκίζοντας το μάγουλο με το άλλο.
- «Όχι εσύ θα ακούσεις Αννούλα!» άκουσα τον άλλον να της λέει πίσω μου. «Πρώτον, ήξερες ότι ο ανιψούλης σου γουστάρει και πούτσες; Τον πηδήξαμε χτες το βράδυ και οι δυο και έσκουζε σαν πουτάνα από την καύλα! Λοιπόν, για να μην μάθει κανείς ούτε τα σημερινά, ούτε τα παλιά τα δικά σου, Θα μας διασκεδάσετε σήμερα μέχρι να γυρίσουν οι γυναίκες μας από την εκδρομή που της στείλαμε. Αν και, έτσι που σε έχει κάνει το ανιψάκι σου, δεν νομίζω να έχεις και πολλές αντιρρήσεις!»
Κοιτάζοντας λοξά, είδα τον άλλο να κρατάει την Άννα από τα μαλλιά με το ένα χέρι και με το άλλο από πίσω, να της χαϊδεύει το μουνί. Έντονα, σκληρά. Την καύλωνε αυτό, το έβλεπα. Η ματιά της άρχισε να θολώνει πάλι. Βγάζοντας το χέρι από το μουνί της, την χαστούκισε ξανά, πιο δυνατά αυτή τη φορά, και με εντελώς ειρωνικό τόνο:
- «Ναι είπες Αννούλα; Δεν σε άκουσα!»
- «Είστε και οι δυο εντελώς μαλάκες!» του απάντησε εκείνη, κερδίζοντας άλλο ένα χαστούκι.
- «Πες μου Αννούλα! Θα γίνετε τα πουτανάκια μας, ναι ή όχι;»
Με το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της πάλι, της ξέφυγε ένα «Ααααχ!». Εκείνος, γελώντας, της είπε:
- «Θα το πάρω σαν ναι αυτό, πουτανίτσα! Ξέρω πόσο σου αρέσει να γαμιέσαι, το θυμάμαι καλά. Κι εγώ, και ο αδερφός μου! Εσύ, το θυμάσαι; Σίγουρα. Που να το ξεχάσεις έτσι που τσίριζες; Άντε, πήγαινε εκεί και δείξε μας τι διακόψαμε όταν ήρθαμε!»
Και μ’ αυτό την πέταξε με μια σπρωξιά στον καναπέ δίπλα μου. Ο άλλος, τραβώντας με από τα μαλλιά, με πήγε μπουσουλώντας ανάμεσα στα πόδια της, λέγοντας:
- «Της έγλειφες το μουνί της θείας σου, πουτανάκι; Δείξε μας πως!»
Μια δυνατή σφαλιάρα στον κώλο με έκανε να αρχίσω να την γλείφω όπως πριν. Το μουνί της έσταζε. Είχα δίκιο! Την καύλωνε όλο αυτό!
- «Κοίτα πως καυλώνει το ανιψάκι σου με της αγριάδες! Δες το προσεκτικά αυτό, πουτάνα!»
Εκεί κατάλαβα ότι η πούτσα μου είχε γίνει πέτρα! Μια που δεν είχα χύσει πριν, μια όλο αυτό το κλίμα, είχα ερεθιστεί τρελά! Ένιωσα μια πούτσα σαν πέτρα να χώνεται αργά μέσα μου και ένα χέρι να γλιστράει ανάμεσα στα πόδια μου και να αρχίζει να μου παίζει αργά τον πούτσο. Τεντώθηκα από καύλα, με αποτέλεσμα να χωθεί και άλλο το τέρας μέσα μου, κάνοντας με να βογκήξω.
- «Είδες πως του αρέσουν οι πούτσες του ανιψούλη σου, Αννούλα; Πες το στην θεία να το ακούσει, πουτανίτσα!»
- «Τρελαίνομαι για πούτσες, θεία!» είπα εγώ, τεντώνοντας τον κώλο μου να πάρω κι άλλο από αυτό το ζεματιστό καυλί.
Το μουνί της άρχισε να τρέχει σαν βρύση. Έβγαλε ένα μακρόσυρτο βογκητό, χύνοντας στο στόμα μου. Εκείνη την ώρα, ο άλλος ανεβαίνοντας όρθιος πάνω στον καναπέ, της έχωσε την πούτσα του στο στόμα, και κρατώντας την από τα μαλλιά, άρχισε να της τον νάζι αργά, μέχρι τον λαιμό και ξανά έξω. Βόγκηξε ακόμα πιο δυνατά, με γεμάτο το στόμα και αρπάζοντας τα μαλλιά μου, μου τράβηξε το κεφάλι, κολλώντας το πάνω στο μουνί της.
- «Έτσι… πουτάνες και οι δυο! Μόλις νιώσετε πούτσα μέσα σας, τρελαίνεστε! Γλείφετε, ξέκωλα. Μην σταματάτε λεπτό!»
Συνέχισαν έτσι, για αρκετή ώρα. Ο κώλος μου, ορθάνοιχτος, αγκάλιαζε πια το τέρας μέσα του σε όλο του το μήκος. Μπαινοβγαίνοντας μέσα μου αργά, με έσπρωχνε πάνω στο μουνί της Άννας, που ήταν γεμάτο υγρά. Και ο άλλος όρθιος μπροστά της, να της γαμάει το στόμα αργά και βαθιά. Πως να φανταζόμουν ποτέ πριν από αυτές τις διακοπές ότι θα κατέληγα να τα κάνω αυτά; Και ένα παραπάνω, να μου αρέσουν; Εκεί που ήμουν χαμένος μέσα σ’ αυτές της σκέψεις και καυλωμένος τόσο που ένιωθα την πούτσα μου έτοιμη να σπάσει, ένιωσα το μουνί της Άννας να απομακρύνεται και ένα ακόμα καυλί να χώνεται στο στόμα μου αυτή τη φορά.
- «Θα σου χύσουμε πρώτα το ανιψάκι, ξεκωλιάρα. Μετά θα ασχοληθούμε μαζί σου για πολύ περισσότερο!» άκουσα πάνω από το κεφάλι μου.
Έτοιμος από την πίπα της Άννας, έχωσε το καυλί του στο λαιμό μου, πνίγοντας με και άρχισε να χύνει μουγκρίζοντας ενώ με χαστούκιζε στο μάγουλο.
- «Όλα πουτανάκι! Έτσι, όλα θα τα πιεις!»
Συγκεντρώθηκα να καταφέρω να μην πνιγώ από την πλημμύρα στο λαιμό μου. Την ίδια στιγμή, ένα γερό χαστούκι στον κώλο και ένα μουγκρητό μαζί με δυο χέρια σαν τανάλιες να σφίγγουν την μέση μου, μου έδωσαν το σύνθημα να τεντώσω τον κώλο και να λυγίσω την μέση μου απολαμβάνοντας (ποιος; Εγώ!) τον καυτό καταρράκτη που γέμιζε τον κώλο μου. Τραβήχτηκαν και οι δυο σχεδόν μαζί από μέσα μου, και πηγαίνοντας προς το μπάνιο μου είπαν:
- «Ετοίμαζε την θεία σου, ξεκολλώ! Την θέλω να μην κρατιέται από καύλα όταν γυρίσουμε!»
Και πάλι με άφησαν χωρίς να έχω χύσει! Πονούσα από το σφίξιμο. Γύρισα να δω την Άννα, και την είδα να χαμογελάει. Με έπιασε από τα μαλλιά και με τράβηξε πάνω στο μουνί της, λέγοντας:
- «Το ευχαριστήθηκες, ε πουτανάκι; Τώρα λοιπόν, σειρά μου. Δεν το γλιτώνω μ’ αυτούς τους δυο, οπότε θα το ευχαριστηθώ! Και ούτε κουβέντα στον Σπύρο το απόγευμα. Κατάλαβες;» με συνοδεία ενός ελαφρού χαστουκιού στο μάγουλο.
Χαμογελώντας της, της πρόσφερα αυτό που ζητούσε. Την επιβεβαίωση ότι θα μείνει μυστικό.
- «Μάλιστα, κυρία Άννα».
Μου το ανταπέδωσε, με ένα χαμόγελο λέγοντας μου:
- «Άντε λοιπόν, μικρέ. Ετοίμασε με!»
Αφού έτσι το ήθελε λοιπόν, αυτό έκανα. Την έγλειφα χρησιμοποιώντας όσα μου είχε μάθει ότι της αρέσουν, ότι ήξερα ότι θα την καύλωνε. Την ώρα που βγήκαν τα δυο αδέρφια από το μπάνιο χασκογελώντας μεταξύ τους, την είχα κάνει να στριφογυρίζει πάνω στον καναπέ, βογκώντας από καύλα, έτοιμη σχεδόν να τελειώσει στο στόμα μου. Αλλά όχι, δεν την άφηνα. Σταματούσα, την καθυστερούσα, την κρατούσα εκεί, κοντά στην έκρηξη. Σαν ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί.
Όταν τους άκουσα να βγαίνουν από το μπάνιο, γύρισα να τους κοιτάξω χωρίς να σταματήσω να γλείφω την Άννα που είχε παραδοθεί πλέον στην γλώσσα μου. Δεν μπόρεσα για ακόμη μια φορά, να μην θαυμάσω τα εργαλεία που κρεμόντουσαν ακόμα μισό-ερεθισμένα ανάμεσα στα πόδια τους. Χοντρά και μακριά, με φλέβες να τα διατρέχουν σε όλο το μήκος τους. Με μεγάλα κοκκινισμένα χοντρά κεφάλια, που άρχιζα ήδη να τα θέλω και πάλι να ανοίξουν την τρυπούλα μου, η οποία είχε ήδη αρχίσει να ανοιγοκλείνει με προσμονή. Αλλά, όχι, ήταν η σειρά της Άννας τώρα…
- «Εντάξει η θεία μικρέ; Έτοιμη;» ρώτησε ο ένας, γελώντας.
- «Τι ρωτάς ρε; Δεν την βλέπεις πως την έκανε; Μόλις την ακουμπήσει πούτσα, θα χύσει, έτσι Αννούλα;» ρώτησε ο άλλος, πιάνοντας και στρίβοντας και της δυο ρώγες της δυνατά όπως καθόταν δίπλα της.
Ένα δυνατό, βραχνιασμένο «Ααααααχχχ Θεέ μου!» ξέφυγε από τα χείλη της, όπως τεντώθηκε ολόκληρη, κολλώντας πάλι το μουνί της στο στόμα μου.
- «Ζει για τον πούτσο η πουτάνα, δεν την βλέπεις; Και μας έκανε πριν ότι δεν θέλει κιόλας!» απάντησε ο άλλος.
«Θαύματα κάνει η γλώσσα του μικρού τελικά. Έλα εδώ τώρα να ετοιμάσεις την πούτσα για την θεία σου πουτανάκι!» είπε ο άλλος, αρπάζοντας με από τα μαλλιά και τραβώντας με, με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο οδηγούσε την πούτσα στο στόμα μου.
Την ίδια ακριβώς κίνηση έκανε και ο άλλος με την Άννα. Τραβώντας την από τα μαλλιά την κατέβασε στο πάτωμα, γονατιστή ανάμεσα στα πόδια του και της την έβαλε στο στόμα χωρίς κουβέντα. Κι έτσι, βρεθήκαμε εγώ και η Άννα γονατιστοί στο πάτωμα κι εκείνοι καθισμένοι δίπλα - δίπλα στον καναπέ με τις πούτσες τους στα στόματα μας. Ξεκίνησε ο ένας τους να χαστουκίζει την Άννα πότε στο ένα μάγουλο και πότε στο άλλο και σε λίγο ακολούθησε και ο δικός μου το παράδειγμα του, αρχίζοντας να χαστουκίζει εμένα. Όταν σταματούσαν, μας τσιμπούσαν της ρώγες, τραβώντας τες, μας χτυπούσαν τον κώλο και μετά ξανά χαστούκια στο πρόσωπο. Ένιωθα να καίω ολόκληρος. Πως γινόταν να με ερεθίζει τέτοια συμπεριφορά; Μου φερόντουσαν σαν ένα τίποτε, σαν ένα εργαλείο για την ικανοποίηση τους κι εγώ καύλωνα σαν τρελός. Δεν το πίστευα!
Ξαφνικά ένιωσα να χάνω τον πούτσο από το στόμα μου. Σηκώθηκε, και πήγε πίσω από την Άννα την έστησε στα τέσσερα και της τον έβαλε με μια κίνηση, ολόκληρο. Και είχε δίκιο! Μόλις της τον έχωσε, άρχισε να συσπάται και να τραντάζεται χύνοντας σαν τρελή, μουγκρίζοντας μπουκωμένοι με την πούτσα του άλλου. Αμέσως αυτός τραβήχτηκε έξω, πράγμα που έκανε την Άννα να ξεκινήσει να γυρίζει, ίσως έτοιμη να πει κάτι. Δεν της έδωσε τον χρόνο για τίποτε. Την άρπαξε από την μέση, σαν παιχνίδι. Την σήκωσε και την έβαλε να καθίσει καβαλήσει στον πούτσο του αδερφού του αναγκάζοντας την με πίεση να τον πάρει όλο μέσα με την μια!
Την ώρα που άρχισαν να της ξεφεύγουν άναρθρες κραυγές και το σώμα της τιναζόταν από τον οργασμό ακόμα, πήγε πίσω της και πιέζοντας της την μέση προς τα κάτω την ανάγκασε να τεντωθεί έτσι που έβλεπα τον κώλο της ορθάνοιχτο, στην διάθεση του. Εκείνη, μόλις ακούμπησε ο πούτσος στην τρύπα της τινάχτηκε. Τι τον παρακάλεσε, τι τον έβρισε, τι προσπάθειες έκανε να μην τον αφήσει να της τον βάλει. Μάταια. Της τον έβαλε, σπρώχνοντας αργά. Χώνοντας τον πόντο - πόντο μέσα της, αδιαφορώντας για ότι κι αν έλεγε η έκανε εκείνη. Όταν έφτασε όλος μέσα της, έγειρε πάνω στην πλάτη της και είπε στον αδερφό του
- «Πάμε τώρα, αργά. όπως την προηγούμενη φορά. Να δούμε πόσο θα φωνάξει σήμερα η πουτάνα μας…»
Και άρχισαν να κινούνται με έναν τρόπο που έδειχνε ότι το έχουν ξανακάνει αυτό πολλές φορές μαζί. Μέσα - έξω με πολύ μικρές κινήσεις, και οι δυο μαζί. Ο ένας κρατώντας την σαν μέγγενη από την μέση, πιέζοντας την κάτω και πίσω, έτσι που δεν μπορούσε να κουνήσει εκατοστό και ο άλλος τσιμπώντας και τραβώντας της ρώγες της με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο την χαστούκιζε πότε στο ένα μάγουλο και πότε στο άλλο. Όσο συνεχιζόταν αυτό, μια αλλαγή έγινε στην Άννα. Έκλεισε τα μάτια, τα χείλη της μισάνοιχτα, το κεφάλι τεντωμένο προς τα πίσω άρχιζε να φωνάζει. Φαινόταν καθαρά ότι δεν είχε συναίσθηση πια. Το κορμί της τεντωμένο προσφερόμενο και στους δυο τους χωρίς φραγμό. Οι κραυγές της μαζί με την εικόνα της, στριμωγμένοι ανάμεσα τους να την πηδάνε όπως γουστάρουν και εκείνη να καυλώνει και να προσπαθεί να κουνηθεί αλλά να μην την αφήνουν με είχε καυλώσει πάλι τόσο πολύ, ώστε να πονάω.
- «Αααααχχχ, ναι! Έτσι και οι δυο! Μπράβο! Έτσι, όλο μέσα! Σκίστε μεεεε! Ααααααχχ, πουτάνα με έχετε κάνει! Κι άλλο!»
«Μικρέ, ανέβα εκεί και κλείσε το στόμα της θείας σου! Θα μαζευτεί η μισή παραλία από κάτω, έτσι που φωνάζει η πουτάνα!»
Δε χρειαζόμουν δεύτερη παρότρυνση. Ήμουν τόσο καυλωμένος που θα τον έπαιζα έτσι κι αλλιώς. Ανέβηκα όρθιος στον καναπέ, της τράβηξα το κεφάλι και σε ένα «Αααααχχχ» που έκανε, της τον έβαλα όλο μέχρι τον λαιμό. Άνοιξε τα μάτια της έκπληκτη! Ούτε που είχε ακούσει τα προηγούμενα από την καύλα της! Μόλις είδε ότι ήμουν εγώ, γλίστρησε ξανά σ’ εκείνη την κατάσταση νιρβάνα που ήταν ξανακλείνοντας τα μάτια. Ένα χαστούκι την έκανε να τα ξανανοίξει.
«Θα τον κοιτάς τον ανιψούλη όταν σε τσιμπουκώνει, πουτάνα! Κατάλαβες;»
Στο επόμενο χαστούκι, έκανε ένα «Μμμμμ…» καταφατικό με τον πούτσο μου σφηνωμένο στο λαιμό.
- «Κι εσύ μικρέ, χαστούκιζε την! Δυνατά! Καυλώνει η πουτάνα να της τρώει όταν γαμιέται, το είδες. Άντε να μπορώ να ασχοληθώ και με της δυο ρώγες της μαζί!»
Λες και ήταν σύνθημα αυτό, μόλις την χαστούκισα έπεσε και μια δυνατή στον κώλο της από πίσω και ο άλλος της έστριψε της ρώγες με μανία, τραβώντας της. Εάν ήταν ανοιχτό το στόμα της Άννας, θα μας άκουγε πραγματικά όλη η παραλία! Φώναζε και προσπαθούσε να μιλήσει με τον πούτσο μου στο στόμα, και πάλι ακουγόταν. Ήταν σε άλλο κόσμο εντελώς! Την γαμούσαμε έτσι για δέκα λεπτά περίπου. Χαστούκια, σφαλιάρες στον κώλο, οι ρώγες της είχαν πρηστεί από το σφίξιμο.
Δεν άντεχα άλλο. Με ένα μουγκρητό και ένα χαστούκι, άρχισα να αδειάζω στο λαιμό της χωρίς να σκέφτομαι τίποτε. Την ένιωθα να καταπίνει με μανία, προσπαθώντας να μην πνίγει ενώ οι δυο άλλοι με μουγκρητά και χτυπώντας την, έχυναν τον κώλο και το μουνί της. Βγήκαμε από μέσα της όλοι αφήνοντας την σαν αναίσθητη να βαριανασαίνει με κλειστά τα μάτια. Το ένα από τα δυο αδέρφια, σηκώθηκε και έβαλε το σορτσάκι του, λέγοντας:
- «Το μεδούλι μας αδειάσατε πουτάνες! Πάω μέχρι το δωμάτιο να φέρω κανένα χαπάκι για την συνέχεια…»
Τράβηξε την πόρτα και έφυγε, αφήνοντας μας όλους εξουθενωμένους και σιωπηλούς, ξαπλωμένους στον καναπέ, να προσπαθούμε να ξαναβρούμε την αναπνοή μας…
(Copyright protected OW ref: 66571)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.