Το e-mail μου είναι το:
Ήταν μια καλοκαιρινή Κυριακή και ετοιμαζόμασταν με τη Μπέτι για τη συνηθισμένη βραδινή μας έξοδο. Παρόλο που αυτή ήταν κορίτσι κι εγώ αγόρι, ήμασταν πολύ δεμένοι, λέγαμε τα μυστικά μας ο ένας στον άλλο και κάναμε πολύ παρέα. Οι γονείς μας εδώ κι ένα χρόνο μας επέτρεπαν αυτή τη μικρή διασκέδαση.
Η σημερινή μέρα ήταν ξεχωριστή για την αδελφή μου γιατί είχε το πρώτο της ραντεβού με το αγόρι της. «Είναι ένας κούκλος!», μου είχε εξομολογηθεί με έξαψη. Δεν κρατιόταν να βρεθεί στην αγκαλιά του. Άθελά μου ζήλεψα και με κυρίεψε η ίδια έξαψη ανακατωμένη με περιέργεια και ανησυχία για το καινούριο πρόσωπο που έμπαινε στη ζωή μας.
------------------------------------------------------------
Μπέτι: Ο δίδυμος αδελφός μου, ο Σάκης, είναι ένα πανέμορφο αγόρι. Αντίθετα από εμένα που είμαι μελαχρινή και μου αρέσουν τα κοντά μαλλιά, εκείνος είναι καστανόξανθος με μακριά ίσια μαλλιά. Εάν τον δεις από μακριά, τον νομίζεις για όμορφη κοπέλα.
Σήμερα έχω ραντεβού με το πρώτο μου φλερτ, το Ντίνο. Είναι ένας παίδαρος δύο μέτρα, όμορφος σαν αρχαίος θεός. Τα φτιάξαμε στο πάρτι της φίλης μου της Σωσώς. Με είχε ξεμοναχιάσει σε ένα δωμάτιο και με είχε χουφτώσει άγρια. Είχα παραλύσει. Όση ώρα με φιλούσε παθιασμένα, το χέρι του είχε χωθεί στο βρακάκι μου και εξερευνούσε αχόρταγα το μουνάκι μου.
Μας διέκοψε η Σωσώ που μπήκε ξαφνικά στο δωμάτιο. Κλείσαμε ραντεβού για σήμερα στις επτά το απόγεμα σε κεντρικό ξενοδοχείο. Τα είπα όλα στο Σάκη και εκείνος προθυμοποιήθηκε να με συνοδεύσει…
------------------------------------------------------------
Σάκης: Βρισκόμασταν στον τόπο του ραντεβού από τις έξι. Ο Ντίνος, το αγόρι της αδελφής μου, έφθασε καθυστερημένος μαζί μ’ έναν αρκετά μεγαλύτερο άντρα. Ήταν ο Θέμος, o θείος του που τον φιλοξενούσε τους τελευταίους τέσσερις μήνες στο διαμέρισμα του. Η κουβέντα γρήγορα έγινε πολύ άνετη και ο χρόνος κυλούσε ευχάριστα.
Η Μπέτι χαριεντιζόταν με το Ντίνο, χαϊδευόταν επάνω του, φιλιόντουσαν ρουφηχτά στο στόμα κάθε λίγο και λιγάκι, παρόλο που εκείνος ήταν σχετικά σφιγμένος λόγω της δικής μου παρουσίας. Κατά τις οκτώ και μισή έπεσε η πρόταση από το Θέμο να πάμε στο σπίτι τους με το αυτοκίνητο του.
Η διαδρομή ήταν μεγάλη γιατί έμεναν σε μακρινό προάστιο. Εγώ καθόμουν μπροστά, δίπλα στο Θέμο, που οδηγούσε στιβαρά και με άνεση. Πίσω καθόταν το ζευγάρι που είχε προχωρήσει ασύστολα σε τολμηρές περιπτύξεις. Η αδελφή μου ήταν ασυγκράτητη. Ντρεπόμουν να γυρίσω το κεφάλι πίσω, αλλά κάτι θόρυβοι, κάτι πνιχτά αγκομαχητά, κάτι σκαστά φιλιά έκαναν και τον πιο αδαή να καταλαβαίνει ότι το πίσω κάθισμα είχε μετατραπεί σε κρεβάτι.
Ο Θέμος αμίλητος συνέχισε να οδηγεί, έριχνε αδιάφορα βλέμματα στον καθρέφτη του και γενικά έδειχνε να μην ενοχλείται. Τον παρατηρούσα κλεφτά σ’ όλη τη διαδρομή. Πρέπει να είχε περάσει τα σαράντα, το παρουσιαστικό του όμως είχε σφρίγος εφήβου. Ήταν το ίδιο καλογυμνασμένος με τον ανιψιό του, μόνο που ο Ντίνος ήταν πανέμορφος, ξανθός με γαλανά μάτια και τέλεια χαρακτηριστικά, ενώ το Θέμο μάλλον ασχημάντρα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις.
Το μαλλί κοντοκομμένο με αρχές φαλάκρας, μύτη γαμψή με ένα παχύ μουστάκι να στολίζει το πάνω χείλος, πρόσωπο οστεώδες με δύο βαθιές ρυτίδες να διασχίζουν τα μάγουλα. Μέτωπο φαρδύ επίσης ρυτιδωμένο, δύο μάτια μικρά με διαπεραστικό βλέμμα και το πηγούνι δυνατό και ελαφρά πεταχτό προς τα έξω.
------------------------------------------------------------
Μπέτι: Σ’ όλη τη διαδρομή ο Ντίνος ήταν ασυγκράτητος. Είχε χώσει το ένα του χέρι κάτω από το φουστάνι μου, ενώ με το άλλο μου χούφτωνε τα βυζιά. Με φιλούσε ρουφηχτά κι εγώ ανταποκρινόμουν, αδιαφορώντας για την παρουσία του αδελφού μου και του Θέμου που είχε στυλώσει τη ματιά στο καθρεφτάκι του και κοιτούσε αχόρταγα προς εμένα. Τα χείλη του Ντίνου διέτρεχαν το λαιμό και τα μάγουλα μου και μ’ άναβαν όλο και περισσότερο.
Η καύλα με κυρίευε σιγά - σιγά, αλλά δεν ήθελα να φανώ εύκολη και να ξεπέσω στην εκτίμησή του. Δεν τον άφηνα να προχωρήσει περισσότερο και συνεχώς του τραβούσα το χέρι απ’ το μουνί μου όταν τον ένιωθα να γίνεται πιο τολμηρός. Είχα αρχίσει να μουσκεύομαι από τα υγρά μου. Η καύλα με κατέκλυζε. Επιτέλους το αμάξι σταμάτησε μπροστά σε μια βιλίτσα.
------------------------------------------------------------
Σάκης: Φτάνοντας στο σπίτι η Μπέτι με το Ντίνο φρόντισαν να χαθούν σε ένα από τα δωμάτια. Ο Θέμος βάλθηκε να προετοιμάζει το περιβάλλον, προσπαθώντας να με κάνει να μη νιώθω άβολα. Τον παρατηρούσα με επιμονή. Οι κινήσεις του μετρημένες και στιβαρές τον έκαναν ιδιαίτερα ελκυστικό. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Το πρόσεξε και ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ. Μου άνοιξε τη συζήτηση.
- «Εμείς στο σόι μας είμαστε γαμιάδες.. Ο ανιψιός μου το γλεντάει με τη μικρή τώρα. Θα την έχει ξεσκίσει με την ψωλάρα του!»
Μιλούσε αργά τονίζοντας τις λέξεις. Καταλάβαινα ότι το διασκέδαζε. Με κοιτούσε περιπαικτικά. Βρισκόμουν σε φανερή αμηχανία, όχι τόσο για το ξεπαρθένιασμα της αδελφής μου, ήξερα ότι το είχε αποφασίσει από καιρό τώρα και σαν καπάτσα που ήταν θα απολάμβανε το γαμήσι και ακόμη ήμουν σίγουρος ότι σε λίγο θα τραβούσε το μορφονιό από τη μύτη.
Ήταν προικισμένο πλάσμα από κάθε άποψη. Ένιωθα όμως στενάχωρα γιατί ο κακομούτσουνος βαρβάτος άντρας απέναντι μου γινόταν όλο και πιο επιθετικός και προσβλητικός και δεν ήξερα που θα έφτανε αυτή η κατάσταση.
- «Γαμάμε και κωλαράκια άμα λάχει…!», συνέχισε αδιάντροπα.
«Τώρα αυτό πού κολλάει;», σκέφτηκα παραξενεμένος, για να εισπράξω αμέσως την απάντηση σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη μου…
- «Είσαι όμορφο αγόρι, το ξέρεις;», ρώτησε, χωρίς να περιμένει απάντηση και ταυτόχρονα με τσίμπησε δυνατά στο μάγουλο. «Έχεις τόσο καλοβαλμένο σωματάκι.. Θέλεις να σε γαμήσω;»
Έμεινα αποσβολωμένος από το ξάφνιασμα. Τραβήχτηκα αυθόρμητα στην άκρη του καναπέ. Αυτός χαχάνισε πρόστυχα.
- «Μη φοβάσαι, μικρέ. Δεν θα σε φάμε.. Έναν πούτσο θα σου ρίξουμε. Για γαμήσι μιλάμε. Θα το ευχαριστηθείς, στο εγγυώμαι!», εξακολούθησε να με προκαλεί μ’ αυτό το βάναυσο τρόπο.
Έβγαλε το παντελόνι του. Δύο τριχωτά καλογυμνασμένα πόδια, με καλογραμμωμένους μυώδεις μηρούς, που κατέληγαν σε δυνατές, το ίδιο μυώδεις και τριχωτές γάμπες, πρόβαλαν μπροστά στα μάτια μου. Στο σλιπάκι του φούσκωνε ο ανδρισμός του. Είχε αρχίσει να διεγείρεται. Βρισκόμουν σε πρωτόγνωρη έξαψη, δεν ήξερα τι να κάνω.
- «Μη σκέφτεσαι την αδελφή σου. Αυτή θα σκυλογαμιέται μέσα. Θα βρίσκεται σε πελάγη ευτυχίας τώρα. Μην είσαι ανόητος, γλέντησέ το κι εσύ».
Τον κοιτούσα με απόγνωση, όμως δεν έκανε καμία κίνηση να με πλησιάσει, έπαιζε όπως η γάτα με το ποντίκι, φαίνεται όμως ότι η αμηχανία και η σιωπή μου τον ξεσήκωναν.
Έβγαλε και την μπλούζα του. Ένα γρανιτένιο σώμα, σμιλεμένο περίτεχνα με γυμναστική έκανε την εμφάνισή του. Σώμα λυγερό, παρά την ηλικία του, τριχωτό, με φουσκωτά στήθη, επίπεδη κοιλιά, γεμάτους ώμους και μυώδη μπράτσα γεμάτα φλέβες που κατέληγαν σε καλογυμνασμένους βραχίονες και δυνατούς στρογγυλούς καρπούς. Σε κάθε του κίνηση φούσκωνε και διαφορετικός μυς. Η μέση του δακτυλίδι συναντούσε το πεταχτό αντρικό κωλαράκι του. Η εικόνα έφτανε στα μάτια μου ιδιαίτερα ερωτική.
- «Έλα, αγόρι μου, να σε ξεπαρθενέψει ο μπάρμπας. Να χώσει τη ψωλάρα του στο κωλαράκι σου. Να σε γεμίσει με τα χύσια του. Να νιώσεις τι είναι πήδημα από πραγματικό άντρα…»
Τα λόγια του βρώμικα, αισχρά, προσβλητικά, σφυροκοπούσαν ανελέητα τ’ αυτιά μου, μου άναβαν όμως συγχρόνως την περιέργεια. Συνέχισε απτόητος…
- «Φαντάσου ο ανιψιός να γαμάει την αδελφή και ο μπάρμπας στο διπλανό δωμάτιο να ξεκωλιάζει το δίδυμο αδελφό της. Οι πουτσαράδες να βιδώνουν τα διδυμάκια κι αυτά να ουρλιάζουν από καύλα. Ή θα προτιμούσες και οι τέσσερις στο ίδιο κρεβάτι;»
Τα λόγια του άρχισαν να με ανάβουν. Ο πούτσος μου σκλήρυνε στο βρακί μου. Κατέβαλα προσπάθεια να μην αποκαλυφθώ. Κάτι μ’ έσπρωχνε ολοταχώς στα νύχια αυτού του αισχρού. Οι εικόνες που μου αράδιαζε το βρομόστομα του μου παρέλυαν κάθε λογική. Έβαλα τα κλάματα. Με πλησίασε και με αγκάλιασε τρυφερά. Χώθηκα με ανακούφιση στην τεράστια αγκαλιά.
Έσκυψε και με φίλησε δυνατά. Ανταποκρίθηκα απελπισμένα. Η γλώσσα του χώθηκε ασυγκράτητη μέσα στο στόμα μου αναζητώντας τη δική μου. Μπλέχτηκαν σε τρελό παιχνίδι. Τα σάλια μας ανακατώθηκαν. Με τα χείλια του με ρούφαγε στην κυριολεξία. Με δάγκωνε ελαφρά στο πηγούνι, με φιλούσε βαριανασαίνοντας στα βλέφαρα, στ’ αυτιά, στο λαιμό. Η καυτή του ανάσα έπεφτε κατά ριπές στο πρόσωπό μου.
Οι εξελίξεις είχαν πάρει το δρόμο τους κι εγώ είχα αφεθεί στα έμπειρα χάδια του. Με σήκωσε στα στιβαρά του χέρια και με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα του. Μ’ έριξε στο διπλό καλοστρωμένο κρεβάτι. Σε λίγο γυμνοί και οι δύο φιλιόμασταν και τριβόμασταν αδιάντροπα. Είχαμε γίνει ένα σύμπλεγμα που κυλιότανε στο κρεβάτι προσπαθώντας το ένα κορμί να εξερευνήσει το άλλο…
Με είχε από κάτω του, είχε μπει ανάμεσα στα σκέλια μου και έτριβε τον τεράστιο πούτσο του πάνω στον δικό μου. Ήταν σχεδόν διπλάσιος και σε μήκος και σε πάχος. Με έσφιγγε δυνατά προσπαθώντας να ρουφήξει όλη τη νεανική μου ικμάδα.
- «Είσαι παρθένος, μικρέ;», με ρώτησε κοιτώντας με τρυφερά στα μάτια.
Ένευσα θετικά.
- «Θα μου πάρεις μια πίπα;», ξαναρώτησε και γύρισε ανάσκελα απλωμένος σχεδόν σ’ όλο το κρεβάτι.
Κοίταξα το γρανιτένιο σώμα του. Ο πούτσος του μεγάλος και δυνατός, γεμάτος φλέβες, με ένα κατακόκκινο μανιτάρι στην κορυφή του κοιτούσε ορθός, έτοιμος να απογειωθεί. Έσκυψα πάνω του και τύλιξα το στόμα μου γύρω από το πουτσοκέφαλο, ρούφηξα ελαφρά την ουρήθρα. Τον άκουσα να αναστενάζει. Γύρισα το βλέμμα μου προς τα πάνω. Είχε περάσει τα χέρια του προσκέφαλο πίσω στο κεφάλι και είχε κλείσει ηδονικά τα μάτια. Το απολάμβανε.
Συνέχισα το παιχνίδι με τη γλώσσα κι ο πούτσος του παλλόταν από λαχτάρα. Ξαφνικά με μια ελαφριά κίνηση της μέσης του βύθισε όλο το κοντάρι του βαθιά μέσα στο στόμα μου και άρχισε να το γαμάει ρυθμικά, αναλαμβάνοντας εκείνος την πρωτοβουλία των κινήσεων. Έτσι μπουκωμένος με το θεϊκό καυλί συμμετείχα σ’ αυτή την πρωτόγνωρη για μένα πανδαισία, προσπαθώντας να τον ευχαριστήσω με όλη μου τη δύναμη.
Δεν άργησε ο πούτσος του να σκληρύνει, έγινε πιο τραχύς και επιτάχυνε τον εμβολισμό. Ξέσπασε με αλλεπάλληλες ριπές, φιλοδωρώντας εμένα, τον άπειρο νεαρό, με πλούσιο πηχτό ψωλόχυμα, που καυτό και υφάλμυρο το κατάπινα αχόρταγα. Με τράβηξε πάνω του αγκαλιάζοντάς με στοργικά με τα δυο του χέρια. Τρίφτηκα ξετσίπωτα πάνω του…
Ήμουνα τόσο μπερδεμένος… Ποτέ δεν είχα φανταστεί μια τέτοια συνεύρεση με άντρα. Ένιωθα φοβερή έξαψη και ακατανίκητη έλξη γι’ αυτόν τον άντρακλα. Η περιέργεια για το τι θα συνέβαινε στη συνέχεια με είχε κυριεύσει.
- «Πάμε να συνεχίσουμε δίπλα;», πρότεινε απότομα.
Πριν προλάβω να αντιδράσω, σηκώθηκε γρήγορα και φόρεσε ένα μποξεράκι. Τον ακολούθησα υπάκουα φορώντας κι εγώ το σλιπάκι μου.
Σε λίγο βρισκόμασταν στο δωμάτιο του Ντίνου. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα και μ’ έσπρωξε μέσα. Πάνω στο κρεβάτι ο νεαρός ξαπλωμένος ανάσκελα και θεόγυμνος, με την αδελφή μου από πάνω του, μικροσκοπική, φορώντας ακόμη το αποκαλυπτικό ελαφρό σουτιέν που μετά βίας κάλυπτε τις ρώγες του πλούσιου στήθους της, να ρουφά με μανία τον βαρβάτο πούτσο του. Εκείνος είχε τραβήξει το λεπτό στρινγκάκι της στο πλάι και της χάιδευε το μουνάκι της με την παλάμη.
Προφανώς δεν είχαν προχωρήσει σε συνουσία. «Η άτιμη τον χορεύει στο ταψί!», σκέφτηκα. Το ίδιο όμως πρέπει να σκέφτηκε και ο Θέμος που άρχισε να θυμώνει από την απραξία του ανιψιού του. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ, χαμογέλασα ειρωνικά αναπολώντας τις προηγούμενες καυχησιές του ασχημάντρα.
- «Τι γίνεται εδώ; Ακόμη δεν τη γάμησες, μαλάκα;», άρχισε να ουρλιάζει με την αγριοφωνάρα του.
- «Δεν θέλει ακόμη, Θέμο…», απολογήθηκε ο νεαρός.
- «Μπλόκαρε ο άντρακλας… και προσπαθώ να τον ξαναστήσω!», άκουσα με έκπληξη τη Μπέτι να λέει κοροϊδευτικά στο Θέμο.
Είχε ξαπλώσει δίπλα στο Ντίνο που κοιτούσε αλλού, κατακόκκινος από ντροπή. Είχε ανοίξει τα σκέλια της επιδεικνύοντας προκλητικά το λαχταριστό μουνάκι της μέσα από το μισοτραβηγμένο στρινγκ και κοιτώντας ειρωνικά τον θεόρατο ασχημάντρα. Ο Θέμος είχε λυσσάξει. Στράφηκε στον ανιψιό του.
- «Πάρε το μικρό δίπλα και ξέσκισέ τον!», του είπε επιτακτικά. «Άφησέ με μόνο με το πορνίδιο!»
Σηκώθηκαν σαν αυτόματα και οι δύο. Η Μπέτι του επιτέθηκε με κακία.
- «Αν πειράξετε τον αδελφό μου, θα σας σκοτώσω!», ούρλιαξε με τσιριχτή φωνή.
- «Το αδελφάκι σου την κουνάει την αχλαδιά και θέλει το γαμήσι του, καριόλα!», αντέτεινε ο άλλος.
Ντρεπόμουν, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ο Ντίνος χωρίς να κοιτάξει τη Μπέτι με σκυφτό το κεφάλι υπάκουσε. Με έσπρωξε προς την πόρτα και βγήκαμε στο σαλόνι. Έριξα μια απελπισμένη ματιά πίσω προς την αδελφή μου, ανησυχούσα πιο πολύ γι’ αυτήν. Στεκόταν αγέρωχη, κοντούλα και ντελικάτη, πανέμορφη και δροσερή, μπροστά στο θηριώδη γορίλα.
Ο Θέμος, τεράστιος, τριχωτός και φορώντας μόνο το φαρδύ μποξεράκι του, την πλησίαζε αργά και απειλητικά. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο διαπεραστικά. Ήμουν όλο ανησυχία. Ο Ντίνος με οδηγούσε μαλακά προς το μαρμάρινο τραπέζι. Άρχισε να με φιλάει στο λαιμό. Δεν μπορούσα να τον συγκρατήσω… για μια στιγμή έχασα τη θέα στο δωμάτιο.
------------------------------------------------------------
Μπέτι: Ξαφνικά ο Θέμος με χαστούκισε δυνατά. Έπεσα στο πάτωμα. Με άρπαξε από τα μαλλιά.
- «Πουτανάκι! Τόλμησες να τα βάλεις μαζί μου;», σφύριξε θυμωμένος.
Με πέταξε πάνω στην τσαλακωμένη κουβέρτα. Τα πόδια μου άνοιξαν διάπλατα, αποκαλύπτοντας το λαχταριστό μουνάκι μου. Τα μάτια του άστραψαν.
- «Θα σου δείξω εγώ!», σφύριξε με μανία.
Με γρήγορες κινήσεις ξεβρακώθηκε αποκαλύπτοντας έναν βαρβατεμένο πούτσο έτοιμο για δράση. Έπεσε αχόρταγα πάνω μου.
- «Θα σε γαμήσω καριόλα!», είπε πνιχτά.
Βρισκόμουν σε κατάσταση σοκ δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Προσπάθησα να μαζευτώ, να προστατεύσω τη παρθενιά μου, όμως πλακωμένη από το δυνατό αντρικό σώμα βρισκόμουν σε πλήρη αδυναμία. Μου άνοιξε πάλι με ορμή τα πόδια. Ο πούτσος του θεριεμένος, με χοντρές φλέβες να τον διατρέχουν και ένα κατακόκκινο πουτσοκέφαλο σαν μανιτάρι προσπαθούσε να βρει το στόχο του.
Για μια στιγμή, μπροστά σ’ αυτό το αναπάντεχο που μου έτυχε, συνήλθα και αντέδρασα. Κτυπιόμουν δεξιά και αριστερά ουρλιάζοντας.
- «Σε παρακαλώ. Μην προχωρείς… Είμαι κορίτσι. Έγινε παρεξήγηση.. Μηηη...»
Σε λίγο όλα ήταν ανώφελα. Ο πούτσος όρμησε ακάθεκτος στην τρύπα μου διακορεύοντας με. Συνέχισε να με σφυροκοπά ανελέητα. Πονούσα φοβερά. Δαγκωνόμουν για να μη φωνάξω. Δεν ήθελα να δείξω σ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο που με βίαζε κτηνωδώς ότι ήμουν σε απόγνωση..
------------------------------------------------------------
Σάκης: Ο Ντίνος άρχισε να μου μαλάζει τα κωλομέρια και με τα δύο χέρια. Με είχε εγκλωβίσει στην άκρη του μεγάλου τραπεζιού. Τον άφηνα να με χειρίζεται και προσποιούμουνα ότι ανταποκρινόμουν στα χάδια του ενώ είχα ξαναβρεί την οπτική επαφή με την κρεβατοκάμαρα και παρακολουθούσα όλη τη σκηνή εκεί μέσα.
Δεν μπορούσα όμως να κάνω τίποτα. Έβλεπα το άγριο γαμήσι. Ο άντρας εμβόλιζε το λαχταριστό νεανικό μουνάκι αχόρταγα. Ο αντρικός τριχωτός κώλος του πηγαινοερχόταν ασυγκράτητος. Η Μπέτι βογκούσε από το σφυροκόπημα. Ο χοντρός πούτσος μέσα της μετά τον πρώτο πόνο γέμισε κάθε σημείο.
Ήδη φαινόταν ότι την κυρίευε η καύλα. Πολύ γρήγορα βογκούσε από ηδονή και παρακαλούσε ουρλιάζοντας τον γαμιά της να τελειώνει. Ξέσπασε άγρια μέσα της αθόρυβα με πνιχτά βογκητά. Τραβήχτηκε χορτασμένος…
------------------------------------------------------------
Μπέτι: Είχα γυρίσει την πλάτη στο Θέμο κι έκλαιγα γοερά. Τον ένιωθα θεόρατο, ξαπλωμένο δίπλα μου, φανερά ευχαριστημένο ν’ αρχίζει να ξαναφτιάχνεται. Ο πούτσος του θέριευε. Γύρισε και χούφτωσε με τη χερούκλα του το βυζί μου, ενώ ταυτοχρόνως με τράβηξε και με κόλλησε πάνω του. Έκανα να τραβηχτώ. Μάταια…
Σαν αγρίμι έπεσε ξανά πάνω μου, άρχισε να χουφτώνει το μουνί μου και να με φιλά με λύσσα στο λαιμό και το αφτί. Με δύναμη μου γύρισε το κεφάλι και με πίεση μου άνοιξε το στόμα και έχωσε μέσα την γλώσσα του. Με το δεξί του χέρι μου πασπάτευε το μουνί, έχωσε μέσα δύο δάχτυλα και με γαμούσε ρυθμικά μ’ αυτά.
Άρχισα να καυλώνω. Το μουνί μου έγινε πάλι μούσκεμα. Ο μπάσταρδος μου είχε επιβληθεί πλήρως. Έβγαλε τα δάχτυλά του, και άρχισε να τα γλείφει.
- «Απ’ ότι βλέπω καριόλα, σ’ αρέσει. Είσαι πάλι έτοιμη για ξέσκισμα!»
Με μεταχειριζόταν σαν τσούλα. Μου ξαναχούφτωσε τα βυζιά.
- «Πω, πω κορμάρα μου! Τι βυζάρες είναι αυτές!», μου ψιθύρισε και άρχισε να πασπατεύει και να ζουλάει με δύναμη τα βυζιά μου.
Τράβηξε προς τα κάτω το σουτιέν και οι καυλωμένες ρώγες πετάχτηκαν μπροστά του. Έγλειφε, δάγκωνε, έβγαλε τα δάχτυλα από το μουνί μου, έπιασε και με τα δυο χέρια τα βυζιά μου και έχωσε ανάμεσά τους το πρόσωπό του.
- «Και τώρα μωρό μου, τι θέλεις να σου κάνω; Πες μου… τι θέλεις να σου κάνω;», μου λέει με ύφος επιτακτικό.
Ο πούτσος του ήταν πάλι τεντωμένος, έτοιμος να με ξεσκίσει πάλι.
- «Πες μου καριόλα… τώρα τι θέλεις;», επανέλαβε.
- «Θέλω να με γαμήσεις. Θέλω να με γαμήσεις!!!», φώναξα δυνατά.
Ήταν κραυγή ηδονής. Η καύλα με είχε κυριεύσει. Το μόνο που ήθελα ήταν να έχω πάλι το καυλί αυτού του άνδρα μέσα μου.
- «Ξαναπέστο καριόλα. Θέλω να το ακούσω πάλι!», λέει και χώνει ένα δάχτυλο βαθιά στο μουνί μου.
Δεν άντεξα. Άρχισα να παραληρώ… βογκούσα… με παίδευε και ήθελα να μπει επιτέλους στο ψητό.
- «Σκίσε με! Γάμησε με επιτέλους! Δώσε μου το καυλί σου!!!»
- «Πάρ' τον, σκύλα, πάρ' τον, όλος δικός σου!», λέει και μου τον χώνει βάναυσα μέχρι τη ρίζα.
------------------------------------------------------------
Σάκης: O Ντίνος με ξάπλωσε στο μαρμάρινο τραπέζι και σπρώχνοντας με να ανεβάσω το σώμα μου τελείως έπεσε πάνω μου και άρχισε να τρίβει τον πούτσο του στον δικό του. Είχαμε φτιαχτεί και οι δύο. Με αγκάλιασε σφιχτά και μου ψιθύρισε λαχανιασμένα στο αφτί με φόβο μην ακουστεί:
- «Σε γάμησε ο μπάρμπας μου;»
- «Όχι».
- «Απ’ ότι βλέπω τέλειωσαν μέσα. Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε τίποτα.. Θέλεις να ξαναβρεθούμε; Μου αρέσεις πολύ!»
- «Πότε;», ρώτησα ανυπόμονα.
- «Θα σου τηλεφωνήσω.. Θέλω να είμαι ο πρώτος σου. Νομίζω ότι σε ερωτεύομαι…»
- «Στο υπόσχομαι».
Με φίλησε με πάθος.
Οι φωνές της Μπέτι από ανείπωτη καύλα και τα αγκομαχητά του Θέμου που είχε βαλθεί να την ξεπατώσει και να την κάνει να σπαρταράει από ηδονή, έδειχναν ότι μέσα το ζευγάρι είχε βρει το ρυθμό του και το γλένταγε. Σε λίγο είχανε χύσει κι οι δύο και από τα κρυφόγελα και τα μουρμουρητά τους καταλάβαινες ότι ήταν απόλυτα ικανοποιημένοι από τα γαμήσι.
------------------------------------------------------------
Γυρίσαμε στο σπίτι αργά κατά τις μία το βράδυ. Σ’ όλη τη διαδρομή ήμασταν αμίλητοι…
(Συνεχίζεται…)
(Copyright protected OW ref: 8537)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.