Η ιστορία:
Ήταν ένα καυτό μεσημέρι του περσινού καλοκαιριού που για άλλη μια φορά βαριόμουν στο σπίτι. Πήρα τηλέφωνο κάποιους από τους φίλους μου για κανέναν καφέ, ωστόσο κανείς δεν ήθελε να βγει μέσα στην τόση ζέστη. Τότε αποφάσισα να πάω για ένα περπάτημα για να περάσει η ώρα.
Περπατούσα για καμιά ωρίτσα, ώσπου έφτασα σε ένα μικρό γήπεδο μπάσκετ μιας γειτονιάς κι είπα να καθίσω να ξεκουραστώ. Στο ίδιο γήπεδο έπαιζαν δυο παλικάρια, ο Αλέξανδρος κι ο Γιάννης. Και οι δύο ψηλοί (κοντά στο 1,90), με αθλητικό σώμα, ο Γιάννης με λίγο μακρύ, καστανό μαλλί κι ο Αλέξανδρος με κοντό και μαύρο. Είχαν ιδρώσει από τη ζέστη και οι υγρές τους φανέλες διέγραφαν ολοκάθαρα τα καλογυμνασμένα τους κορμιά. Έκατσα σε ένα παγκάκι και παρακολουθούσα δήθεν αδιάφορα τον αγώνα, ενώ παράλληλα άκουγα λίγη μουσική στο κινητό μου. Λίγα λεπτά πριν φύγω σκάει η μπάλα μερικά μέτρα παραδίπλα μου κι ο Γιάννης πλησιάζει για να την πάρει. Αφού παίρνει την μπάλα, με πλησιάζει ,μου ρίχνει την μπάλα προς το μέρος μου και μου λέει:
- «Φιλαράκι, παίζεις μπάσκετ;»
- «Εγώ;» τον ρωτάω διστακτικά.
- «Ε, ναι, ρε φίλε; Μήπως είναι και κανείς άλλος εδώ άλλωστε;»
- «Μπα!» του απαντάω. «Το ανάστημά μου δεν μου επιτρέπει να έχω βλέψεις στο μπάσκετ!»
Ο Γιάννης χαμογέλασε και γύρισε στον Αλέξανδρο:
- «Ρε μαλάκα, δε θέλει να παίξει, λέει, επειδή είναι κοντός!»
Τότε, πλησίασε κι ο Αλέξανδρος και μου λέει χαμογελώντας:
- «Σιγά το πράγμα, ρε φιλαράκι! Δεν πας και για πρωτάθλημα! Για το χαβαλέ θα παίξουμε!»
Παρά το γεγονός ότι ήθελα να παίξω και γιατί μου αρέσει το μπάσκετ, αλλά πιο πολύ επειδή μου άρεσαν αυτοί οι δύο, αρνήθηκα ξανά.
- «Σας ευχαριστώ ρε παίδες, αλλά ούτως ή άλλως με προλάβατε λίγο πριν πω να φύγω. Θα συνεχίσω το περπατηματάκι μου».
Τους βλέπω αμέσως να κοιτάζονται μεταξύ τους και τότε ο Αλέξανδρος γυρνάει και μου λέει:
- «Μόνος σου θα πας για περπάτημα;»
- «Ναι!» του απαντάω εγώ χωρίς να μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο με ρώτησε.
- «Σε πειράζει να έρθουμε κι εμείς μαζί για παρέα;» ρωτάει ο Γιάννης.
Παραξενεύτηκα, ωστόσο απάντησα ότι δεν υπήρχε κανένα θέμα. Ξεκινήσαμε λοιπόν και οι τρεις μαζί για περπάτημα και πιάσαμε κουβέντα περί γυναικών. Εγώ προσπαθούσα να είμαι όσο πιο λιγομίλητος γίνεται. Με ρωτούσαν βέβαια συνεχώς, όμως πάντα φρόντιζα να μη λέω πολλά. Αφού πέρασε κανένα μισάωρο, φτάσαμε σε ένα γιαπί. Ο Γιάννης μας πρότεινε να καθίσουμε λίγο. Ο Αλέξανδρος συμφώνησε, οπότε δέχτηκα κι εγώ τελικά. Σε λίγο, ο Γιάννης γυρνάει στον Αλέξανδρο και του λέει:
- «Ρε μαλάκα, το μπλουζάκι μου κολλάει επάνω μου. Θα το βγάλω και θα το φορέσω μετά».
- «Σα να ‘χεις δίκιο, ρε! Θα το βγάλω κι εγώ!»
Εγώ είχα κάτσει στη μέση κι ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω από την καύλα. Για ν’ αποφύγω να έρθω σε δύσκολη θέση είπα να ανέβω στους επάνω ορόφους. Λίγα λεπτά μετά ανέβηκαν κι αυτοί. Στον πρώτο όροφο από το γιαπί είχε ένα μεγάλο χαρτόνι, σχετικά καθαρό, όπου είχα κάτσει. Με πλησιάζουν κι οι δυο μαζί ο ένας από δεξιά κι ο άλλος από αριστερά και αρκετά κολλητά πάνω μου.
- «Σε είδαμε πως μας κοιτούσες στο γήπεδο» μου είπε ο Αλέξανδρος. «Σου αρέσει ο πούτσος, έτσι;»
Από τη μια θέλησα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί, αλλά από την άλλη ίσως ήταν μια καλή ευκαιρία για ξέσκισμα.
- «Είμαι bi» είπα διστακτικά με ντροπή και χαμήλωσα το βλέμμα μου.
- «Ίσως να ‘μαστε κι εμείς!» απάντησε ο Γιάννης. «Από την ώρα που σε είδαμε να μας κοιτάς έτσι κι εμείς καυλώσαμε!»
Και με τη μία σηκώνονται όρθιοι, κατεβάζουν κι οι δυο τα σορτσάκια τους και ξεπετάγονται δύο πούτσες των 20 εκατοστών μπρος στο πρόσωπό μου και αρχίζω να τις ρουφάω με μανία εναλλάξ. Συγχρόνως έλυνα τα κορδόνια τους για να βγάλουν παπούτσια και κάλτσες. Αρχίζουν κι αυτοί να με γδύνουν σιγά - σιγά και τους αφήνω για λίγο για να βγάλω κι εγώ κάλτσες και παπούτσια. Στήνομαι στα τέσσερα και λέω στους δυο καυτούς αθλητές:
- «Ποιος θα μπει πρώτος;»
Ο Αλέξανδρος πάει προς τα πίσω μου και αρχίζει να μου κάνει πινέλο στον κώλο. Ο Γιάννης μου έτριβε τον πούτσο του μέσα στα μούτρα ενώ ο Αλέξανδρος άρχισε να μπαίνει με δύναμη μέσα στον κώλο μου. Για περίπου δέκα λεπτά μου γαμούσαν ανελέητα ο ένας το στόμα κι ο άλλος τον κώλο. Έφτασε λοιπόν η ώρα να αλλάξουν τις βάρδιες. Ο Αλέξανδρος με έβαλε να ρουφήξω το καυλί που πριν από λίγο έσκιζε τον κώλο μου, ενώ ο Γιάννης με έσκαβε σαν τούνελ. Για άλλα δέκα λεπτά συνέχιζαν να μπαίνουν μέσα μου με δύναμη και πάθος, ενώ εγώ έβγαζα μπουκωμένες κραυγές:
- «Μμμμμμμμμ…»
Οι δυο γαμιάδες μου έλεγαν συνεχώς:
- «Σε ξεσκίζω πούστρα! Θα σε γκαστρώσω! Δε θα μπορείς να κάτσεις για δέκα μέρες στον κώλο σου!» και άλλα τέτοια που με διέγειραν όλο και πιο πολύ.
Από την καύλα μου κόντεψα να χύσω, ενώ δεν είχα ακουμπήσει σχεδόν καθόλου τον πούτσο μου. Σε λίγο ήρθε η ώρα να χύσουν κι οι δυο. Κάθισαν οκλαδόν κι έχυσε ο ένας πάνω στις πατούσες του άλλου ενώ εγώ είχα ξαπλώσει εντελώς ανάσκελα. Σε λίγο τοποθέτησαν τα πόδια τους μπροστά μου και άρχισα να γλείφω το ψωλόχυμά τους. Εγώ, μόλις ακούμπησα τον πούτσο μου εκσφενδόνισα τα χύσια μου στο σώμα μου και οι δυο μπασκετμπολίστες έπεσαν πάνω μου να μου τα γλείψουν. Αφού ντυθήκαμε, κάτσαμε για λίγο και συζητήσαμε ότι έγινε.
- «Μοναδική εμπειρία!» είπαν οι δυο τους. «Γαμιέται πιο καλά κι από γυναίκα. Αξίζει να το επαναλάβουμε!»
Μετά από λίγο σηκωθήκαμε να φύγουμε και στο δρόμο λέγαμε περί ανέμων και υδάτων. Όταν ήρθε η ώρα να χωριστούμε ανταλλάξαμε κινητά. Δυο μέρες μετά έστειλα και στους δύο μήνυμα τη διεύθυνσή μου και ώρα γιατί οι δικοί μου θα έφευγαν για διακοπές. Σε λίγες μέρες χτύπησε το κουδούνι μου...
Συνεχίζεται…
(Copyright protected OW ref: 46875)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.