Το e-mail μου είναι το:
Όταν ανοίξαμε την ξύλινη πόρτα, μια μπόχα σου ερχόταν να λιποθυμήσεις. Σε ένα δωμάτιο όχι πολύ μεγάλο στοιβάζονταν κατάχαμα καμιά εικοσαριά στρατιώτες. Το πρώτο όμως που παρατήρησα ήταν ότι σε έναν στύλο στη μέση του δωματίου ήτανε δεμένος ένας γυμνός στρατιώτης, και τριγύρω του πέντε - έξι σκλάβοι τον μαστίγωναν αλύπητα κάτω από τις οδηγίες ενός παλιού στρατιώτη.
- «Τι δουλειά έχεις εδώ;», τον ρώτησε ο Αφέντης.
- «Έβαλα τους κοπρίτες να δείρουν λίγο τον δικό μου. Πήγα να τον γαμήσω και ο κώλος του ήταν λερωμένος».
- «Άντε ρε. Μα κι εσύ του τον έχεις χαλαρώσει πολύ. Μέχρι και τούβλα έχεις χώσει στον κώλο του!»
- «Μ’ αρέσει να χώνομαι εύκολα. Όταν τον παρέλαβα δεν χωρούσε μέσα του ούτε καρφίτσα και τώρα κοίτα!»
Έσκυψε, πήρε μια σαγιονάρα πλησίασε τον δούλο του και αφού είπε στους κοπρίτες να σταματήσουν για λίγο, έχωσε με την μία την μύτη της σαγιονάρας και έπειτα ολόκληρη στον άγρια μαστιγωμένο κώλο του και μετά άρχισε να την στριφογυρίζει μέσα του. Γέλασαν σαδιστικά και οι δύο.
- «Εσύ πως από αυτό το μπουρδέλο;»
- «Ήρθα να "βαφτίσω" τον δικό μου».
- «Καλά, τότε να μην σε καθυστερώ. Λοιπόν μαλάκες, φτάνει! Λύστε τον και πηγαίνετε τον στα τσιγκέλια!»
Οι σκλάβοι τον έλυσαν. Τον έπιασαν δύο από τα πόδια και άρχισαν να τον σέρνουν προς την αίθουσα βασανιστηρίων όπου θα συνεχιζόταν το μαρτύριο του σκλάβου.
Ο θάλαμος είχε έναν θαλαμάρχη. Ο πιο παλιός από τους νέους. Ήταν ένας όμορφος ξανθομάλλης άνδρας, που θύμιζε Γερμανό στην όψη. Ήταν ο μόνος που εκτός από τις σαγιονάρες και την σκελέα φορούσε και φαιοπράσινη (μπλούζα).
- «Εμπρός μαλακισμένο! Βγάλε τα ρούχα σου και ξάπλωσε ανάσκελα στην κουβέρτα!»
Πράγματι οι κοπρίτες είχαν στρώσει στη μέση του θαλάμου μια κουβέρτα. Ξάπλωσα χωρίς να καταλάβω τι θα συνέβαινε.
- «Μην ανησυχείς. Αυτή την φορά δεν πρόκειται να πονέσεις. Απλά πρέπει να καταλάβεις ότι είσαι όχι μόνο κατώτερος από μας τους παλιούς αλλά και από όλους αυτούς τους κοπρίτες. Εμπρός, αρχίστε!»
Γονάτισαν όλοι γύρω μου με τον παλιό πάνω από το κεφάλι μου. Άρχισαν να τραβάνε μαλακία. Και σε λίγο ένας - ένας έχυνε πάνω μου, άλλος στα στήθη μου άλλος στην κοιλιά μου άλλος στις πουτσότριχές μου άλλος στα πόδια μου. Τελευταίος έχυσε ο παλιός, ψωλο-χύνοντας στο πρόσωπό μου.
Αφού τελείωσε η τελετή, ο Αφέντης έφυγε και με ανέλαβε ο παλιός. Μου έδειξε πρώτα το μέρος που θα κοιμόμουν. Ένα βρεγμένο ποντικοφαγωμένο στρώμα και μια βρώμικη κουβέρτα. Πάνω στον τοίχο ήταν κρεμασμένα, χειροπέδες, αλυσίδες και χονδρά σχοινιά. Ήμουν γυμνός.
- «Βγάλε από το σάκο σου την σκελέα, δύο εσώρουχα και τις σαγιονάρες σου. Ωραία! Τώρα κλείδωσε το σάκο σου. Αυτά μόνο θα σου χρειαστούν. Φόρεσε μόνο την σκελέα. Κάποιοι θα έρθουν να σε γαμήσουν».
Πέρασαν έτσι οι πρώτες μέρες. Ο παλιός ήταν υπεύθυνος. Έπρεπε να μας διατηρεί σε καλή κατάστασή και το κυριότερο με καθαρούς κώλους. Κάθε πρωί λοιπόν μας έστηνε γυμνούς έξω από την αποθήκη και μας έχωνε στον κώλο το λάστιχο. Άνοιγε την βρύση και την άφηνε μέχρι που το κωλάντερό μας να καθάριζε από τις ακαθαρσίες και τα χύσια της προηγούμενης νύχτας.
Μετά από το πρωινό αυτό κλύσμα, πήγαινε ο καθένας στον αφέντη του και τον ξύπναγε. Έπρεπε να ξυπνήσω τον αφέντη μου ακριβώς στις έξι και είκοσι. Ούτε λεπτό νωρίτερα. Εκνευρισμένος αυτός άρχιζε να με δέρνει και να με βρίζει. Βαριόταν συνήθως να πάει στις τουαλέτες για να κατουρήσει, με πρόσταζε να ανοίγω το στόμα μου και κατουρούσε μέσα για να μην λερώσει.
Μια - δυο φορές του άρεσε να χύνει το ζεστό του κάτουρο στην καυτή μου κωλοτρυπίδα. Του έπλενα το πρόσωπο, τον ξύριζα, του έστρωνα το κρεβάτι, του γυάλιζα τις αρβύλες, τον έντυνα, και τέλος έπαιρνα τα άπλυτα για να τα πλύνω. Μέχρι την πρωινή αναφορά είτε με γαμούσε είτε με έδενε μπρούμυτα στο κρεβάτι του και με μαστίγωνε αλύπητα εκατό φορές στην πλάτη.
Στην αναφορά μας μετέφερναν γυμνούς από τη μέση και πάνω, φορώντας τις σκελέες και τις σαγιονάρες μας. Κάποια στιγμή ερχόταν ο θαλαμάρχης και μας έλεγε ποιος ήταν αναφερόμενος και γιατί. Εκείνη την μέρα ήμουν κι εγώ.
- «Κοπρίτη Νο 1668, είσαι αναφερόμενος από τον αφέντη σου γιατί σε είδε να αυνανίζεσαι!»
Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Στον κέντρο της αναφοράς ήταν χωμένα στο χώμα δοκάρια. Έβγαλα τη σκελέα και τις σαγιονάρες μου και ακολούθησα τον θαλαμάρχη. Με έδεσαν με αλυσίδες στον ένα από τους στύλους. Δίπλα τρεις στρατιώτες ετοίμαζαν τα μαστίγια τους. Με κοίταζαν σαδιστικά.
Όταν ήλθε ο Ταγματάρχης και του είπαν τι έκανα με πλησίασε.
- «Το παράπτωμά σου στρατιώτη ήταν πολύ σοβαρό. Μόνο οι παλιοί στρατιώτες έχουν το δικαίωμα να χύνουν εδώ μέσα. Γι’ αυτό και η τιμωρία σου θα είναι ανάλογη. Ογδόντα βουρδουλιές!»
Τα μαστίγια ετοιμάστηκαν. Οι στρατιώτες που ήταν ειδικευμένοι σε αυτές τις δουλειές, χτυπούσαν αλύπητα, όσο μπορούσαν πιο δυνατά. Το σφύριγμα του μαστιγίου που ήταν ένας ατσαλένιος βούρδουλας ντυμένος με δέρμα ξέσχιζε το κορμί μου. Τα χτυπήματα έπεφταν με δύναμη και με μια αδυσώπητη συχνότητα πάνω στο κορμί μου που ήταν δεμένο και ανίσχυρο να αντιδράσει.
Ήμουν υποχρεωμένος να μετράω με δυνατή φωνή το κάθε χτύπημα.
- «Αααα! Είκοσι, αααα... εικοσιένα... είκοσι δύο...»
- «Πιο δυνατά μέτρα μαλάκα! Δεν ακούμε. Εμπρός μην σου σπάσω τα κόκαλα!»
Τα χτυπήματα θαρρούσα ότι έσκιζαν το δέρμα μου σαν μαχαίρι.
- «Σαράντα πέντε... σαράντα έξι... Σταματήστε σας παρακαλώ…»
- «Σκάσε κοπρίτη! Κι εσύ χτύπα τον πιο δυνατά. Αντέχει. Μη φοβάσαι, αν τον σκοτώσεις δεν πρόκειται να τον αναζητήσει κανείς. Θα τον κόψουμε κομματάκια και θα τον δώσουμε να τον φάνε οι σκύλοι. Χα... χα... χα...!»
Ούρλιαζα. Τα πόδια μου τρεμούλιαζαν στα δεσμά τους. Οι δήμιοι με χτυπούσαν ματώνοντας κάθε εκατοστό του στήθους και των τεντωμένων πλευρών μου.
- «Θα ξαναμαλακιστείς ρε γουρούνι; Θα ξανατραβήξεις μαλακία;»
Τα χτυπήματα εξακολουθούσαν να πέφτουν. Τα τελευταία σημάδευαν τις ρώγες μου κι ένιωθα ολόκληρο το κορμί μου να τραντάζεται πάνω στον στύλο.
Το θύμα μετά την εκτέλεση της ποινής κι αφού τον λύνουν είναι υποχρεωμένο να παρουσιαστεί στον διοικητή του στρατοπέδου και να αναφέρει. Αφού λοιπόν τέλειωσε η τιμωρία μου, λύσανε τις αλυσίδες, και ο Αφέντης μου με έπιασε από το πόδι και σέρνοντας με έφερε στα πόδια του Διοικητή.
- «Εμπρός αναφέρσου!», με διέταξε αυτός.
- «Κύριε διοικητά του στρατοπέδου, κοπρίτης Νο 1668. Έλαβα ογδόντα βουρδουλιές για τις οποίες ευχαριστώ», είπα.
Ο διοικητής με έσπρωξε με τις αρβύλες του και ξάπλωσα ανάσκελα στο χώμα. Περιεργάστηκε τις πληγές μου…
- «Λοχία!»
- «Διατάξτε!»
- «Πες στους υπόλοιπους κοπρίτες να κατουρήσουν στις πληγές του και μετά ξαναδέσε τον στο στύλο έως αύριο το πρωί για παραδειγματισμό».
Το κάτουρο έκανε καλό στις πληγές. Τις έκλεινε. Γι’ αυτό συνήθιζαν να μας κατουράνε ύστερα από κάθε τιμωρία.
Ο άνθρωπος μέσα σε δύο βδομάδες μπορεί να αλλάξει πολύ. Πριν δύο βδομάδες ήμουν ένας στρατιώτης που θα υπηρετούσε την πατρίδα. Επί δεκατέσσερις μέρες όμως έτρωγα τους πούτσους της ζωής μου. Κάθε ώρα και στιγμή έκανα τσιμπούκια. Μου έγλυφαν τον πούτσο, έγλυφα κωλοτρυπίδες. Γαμούσαν την δική μου και συγχρόνως με ταπείνωναν, με βασάνιζαν απάνθρωπα με εξευτέλιζαν. Είχα πιει τα χύσια με τους κουβάδες κι άλλα τόσα ψωλοχύματα είχα νιώσει να τινάζονται με δύναμη μέσα στην κωλοτρυπίδα μου.
Συνεχίζεται…
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.