Σχόλασε αργά το απόγευμα και σχεδόν ένιωσε ανακούφιση γνωρίζοντας πως δεν θα ήταν κανείς σπίτι στο γυρισμό. Τους είχε πει ψέματα πως θα δούλευε για κάποιες μέρες ακόμη ώστε να μην κατέβει κι αυτός στο χωριό αμέσως. Δεν γούσταρε που τους έλεγε ψέματα αλλά δεν άντεχε με όλο το σόι. Θείοι, θείες, ξεχασμένα μαλακισμένα μεγαλύτερα ξαδέρφια και μέσα σε όλα αυτά και οι δικοί του. Όχι προτιμούσε ένα αθώο ψεματάκι και να κατέβαινε απλώς για ένα διήμερο.
Βέβαια τώρα που έπαιζε η πιθανότητα να έκανε φάση μετά από τόσο καιρό, υπήρχε ένας λόγος παραπάνω, αν και δεν πίστευε πως θα γινόταν κάτι. Πίστευε πως μάλλον πάλι ήταν η ιδέα του και πως θα ήταν απλά παρεΐστικο κλίμα, φιλικό. Όσο και απελευθερωμένος να ακούστηκε στις προηγούμενες συζητήσεις τους αυτό δεν σήμαινε πως γούσταρε φάση μαζί του ή γενικά.
Προτίμησε να μην τον πάρει τηλέφωνο. Είχε πει πως θα πέρναγε το βραδάκι να αράξουνε, οπότε προτίμησε να μην φανεί πως τον πίεζε. Εξάλλου μπορεί και να είχε δουλειά και εκείνος με την οικογένεια του. Ήταν παντρεμένος, δεν ήταν 22 χρονών σαν τον ίδιο να είναι στα αρχίδια του όλα. Αφού έκανε ένα μπάνιο, φόρεσε απλώς το τζιν του και ένα πουκάμισο ξεκούμπωτο και άραξε στο μπαλκόνι του να πιει τον καφέ του. Σε λίγο χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε. Μιλήσανε και του είπε πως θα πέρναγε σε λίγο, αν δεν είχε πρόβλημα.
- «Τι να φέρω;», τον ρώτησε.
- «Μην φέρεις τίποτα, έχω μπίρες».
- «Τι μπίρες ρε μαλάκα; Θα φέρω ουσία τρελή!», του είπε και το έκλεισε.
Κατέφτασε ύστερα από κανένα μισάωρο με τα ρούχα της δουλειάς του (δούλευε σε μεταφορική).
- «Σόρι που ήρθα έτσι, αλλά άμα ντυνόμουν δεν θα το πίστευε πως είχαμε αργά το απόγευμα μεταφορά…», του είπε με το που μπήκε στο σαλόνι.
«Δεν πειράζει, σε παίρνω κι έτσι!", σκέφτηκε από μέσα του και άνοιξε με τρόπο το αιρκοντίσιον για να αράξουνε μέσα σαλόνι. Έφερε ποτήρια, τασάκια και τα σχετικά και άραξε δίπλα του στον καναπέ.
- «Για λέγε, πως τα πάτε στο μαγαζί;», τον ρώτησε ο Νίκος.
- «Καλά, τα ίδια όπως τα ήξερες. Από όταν έφυγες δεν άλλαξε κάτι…»
- «Σας σπάει τα αρχίδια ακόμα ο μαλάκας;», τον ρώτησε και σέρβιρε και στους δυο τους.
- «Ε, κάνει και τίποτα άλλο;», του απάντησε και άναψε τσιγάρο.
- «Δεν την πάλευα ρε 'συ γι’ αυτό και έφυγα. Εντάξει, καλή δουλειά είναι για έναν φοιτητή σαν κι εσένα, αλλά τώρα εντάξει, για μένα παραήταν μαλακία. Όχι πως είναι καλύτερα στην μεταφορική, αλλά τέλος πάντων, δεν είναι το ίδιο…»
- «Ναι έχεις δίκιο. Μην νομίζεις, κι εγώ έτσι κι αλλιώς δεν το κόβω να μένω. Μόλις κατέβω -και καλά για διακοπές- από μεθαύριο θα τον πάρω να του πω πως σταματάω».
- «Εσύ τώρα υποτίθεται πως θα δουλεύεις, έτσι; Οι δικοί σου έφυγαν;»"
- «Ναι, την κάνανε σήμερα πρωί…», του απάντησα για να του θυμίσω πως θα ήμουν μόνος όλη την εβδομάδα.
- «Και γυρνάνε;»
- «Από βδομάδα και βλέπουμε…»
- «Ωραία, ωραία!», μονολόγησε και ξαναγέμισε τα ποτήρια μας.
Του Πέτρου απλώς το συμπλήρωσε αφού δεν είχε πιει σχεδόν καθόλου.
- «Πίνε ρε μαλάκα! Δεν σε βλέπω να πίνεις…»
- «Πίνω, απλώς το ουίσκι με χτυπάει».
- «Ε, και τι σε νοιάζει ρε; Σπίτι σου είσαι. Στα αρχίδια σου!»
- «Άσε μην κάνω καμιά μαλακία…», του είπε με νόημα.
Δεν άντεχε άλλο, ήθελε να δει που θα πήγαινε το σκηνικό.
- «Γι’ αυτό σου λέω. Άμα είναι να κάνεις μαλακία, πιες...», του απάντησε και του έριξε τρελό βλέμμα. «Να σου πω, δεν χαμηλώνεις και τα φώτα; Κάνει ψιλοζέστη άμα είναι αναμμένα…», συμπλήρωσε και ο Πέτρος σηκώθηκε να τα σβήσει.
Είχε σουρουπώσει κιόλας και μόλις τα έσβησε η ατμόσφαιρα άλλαξε απίστευτα. Έκατσε δίπλα του και πήγε να ανάψει τσιγάρο.
- «Άσε μην ανάβεις άλλο, θα σου δώσω εγώ να καπνίσεις κάτι άλλο…», του είπε ο Νίκος και κατέβασε το φερμουάρ του.
Τον κοίταξε και άπλωσε το χέρι του για να του χαϊδέψει το πούτσο.
- «Είναι πιο υγιεινή η πίπα;», του έκανε πλάκα για να χαλαρώσουν.
- «Εννοείται! Από το βρωμοτσίγαρο, χίλιες φορές τσιμπουκάκι!»
Άρχισε να του τον παίζει. Ένιωθε να φουσκώνει στα χέρια του ενώ έσκυψε για να τον γλείψει.
- «Ρούφηξε τον όλο. Μέχρι την ρίζα!», του είπε και τον έσπρωξε προς τα κάτω.
Άρχισε να του κάνει πίπα αλλά όσο του φούσκωνε η ψωλή δυσκολευόταν ολοένα και περισσότερο. Δεν ήταν ιδιαίτερα έμπειρος για να ξέρει τι ακριβώς να κάνει. Προσπαθούσε να τον πάρει όλο στο στόμα αλλά δεν μπορούσε. Ο Νίκος συνεχώς τον χάιδευε και τον έσπρωχνε όλο και πιο κάτω μέχρι που ένιωθε πως πνιγόταν.
- «Ρούφα το καύλα μου! Έλα…», του είπε και τον έπιασε και με τα δυο του χέρια απ’ τα μαλλιά.
- «Δεν μπορώ να ανασάνω…», του είπε μπουκωμένα και σηκώθηκε να πάρει ανάσα ενώ σκούπιζε τα σάλια του με τα χέρια του.
Σηκώθηκε και τον κοίταξε ενώ εκείνος του χαμογέλασε.
- «Πώς μπορεί η γυναίκα σου;», του είπε και άρχισε να του τραβάει και πάλι μαλακία.
- «Δεν μπορεί!», του είπε και γέλασε. «Πίπα γενικά δεν κάνει η μαλακισμένη!»
- «Δεν ξέρει τι χάνει!», του απάντησε και ξαναχαμήλωσε.
Όσο δύσκολο ήταν τόσο δεν μπορούσε να το χορτάσει. Του έγλειφε ασταμάτητα το πουτσοκέφαλο και τα αρχίδια ενώ εκείνος βόγκαγε από καύλα. Όσο τον ρούφαγε όλο και περισσότερος εκείνος τεντωνόταν και ψυλλιάστηκε πως σε λίγο αν συνέχιζε θα τον έκανε να χύσει.
Του τον πίπωσε λίγο ακόμα και έπειτα σταμάτησε.
- «Τι έγινε;», τον ρώτησε ο Νίκος ενώ προσπαθούσε να συνέλθει.
- «Τίποτα…», του απάντησε και σηκώθηκε. «Έρχομαι…», του είπε και πήγε μέσα στο δωμάτιο του.
Κατέβασε βιαστικά το τζιν του και φόρεσε ένα καβατζωμένο κιλοτάκι της αδερφής του. Ήταν αδύνατη και του ερχόταν σαν τάνγκα επειδή ήταν παχουλός. Άνοιξε και το πουκάμισο και πήρε το λιπαντικό μαζί του. Βγαίνοντας στο σαλόνι ο Νίκος εκστασιάστηκε…
- «Δεν σε είχα για τόσο καυλιάρη!», του είπε και άρχιζε να χαϊδεύεται μόνος του κοιτάζοντας τον.
- «Έλα, δεν αντέχω. Το θέλω σαν τρελός!», του ψιθύρισε ο Πέτρος και έσκυψε στο πάτωμα στα τέσσερα τουρλώνοντας τον κώλο του.
Ο Νίκος σηκώθηκε αργά συνεχίζοντας να τραβάει μαλακία για να κρατηθεί καυλωμένος.
- «Βάλε αυτό!», του ψιθύρισε και του έδωσε το λιπαντικό.
Ο Πέτρος τον πασάλειψε βιαστικά. Φαινόταν πως ήταν σαλεμένος από την καύλα.
- «Μην βιάζεσαι καύλα μου, έχουμε ώρα…», του είπε πουτανιάρικο ο Πέτρος και του έδειξε πως να τον κωλογαμήσει με το χέρι του.
- «Έτσι μωρό, μου, έτσι άνοιξε με…», του έλεγε με βογκητά ενώ ο Νίκος του έβαζε δάχτυλο.
Ξαφνικά σταμάτησε και προσπάθησε να φορέσει το προφυλακτικό του.
- «Άσε με εμένα…», του είπε ο Πέτρος και γύρισε.
Τον κοίταζε ενώ του το πήρε από τα χέρια.
- «Είναι μικρό για την ψωλάρα σου γαμιά μου…», του είπε καθώς του το φόραγε και άρχισαν να φιλιούνται με γλώσσα.
Τον γύρισε μανιασμένα και τον έστησε για πούτσο. Χώθηκε με δύναμη κάνοντας τον να νιώσει τέτοιο πόνο που νόμιζε πως θα λιποθυμούσε. Έτσι το γούσταρε το γαμήσι όμως, σαν τιμωρία. Του άρεσε να τον παίρνουν έτσι δυνατά.
- «Σ’ αρέσει το καυλί μου καύλα μου;», τον ρώτησε ενώ μπαινόβγαινε μέσα του.
- «Τρελαίνομαι. Γάμα με έτσι. Γάμα με μωρό μου, ξεκώλιασε με!»
- «Αχ και να το ‘ξερα πιο πριν. Θα σε γαμούσα κάθε βράδυ στο μαγαζί στην αποθήκη. Να σε παίρνουν μάτι όλοι οι μαλάκες εκεί μέσα και να τρελαίνονται!»
- «Ναι καύλα μου. Να με γαμάτε όλοι. Όλοι μαζί!», του είπε και σφίχτηκε για να τον κάνει να χύσει.
Δεν άντεχε άλλο τον πόνο και την καύλα…
- «Δεν αντέχω άλλο. Θα με κάνεις να χύσω καριόλη μου!», του είπε και κατάλαβε πως δεν άντεχε άλλο.
- «Χύσε μωρό μου, χύσε. Κάνε την δουλειά σου, κάνε αυτό που πρέπει. Ξέρεις που το θέλω…!», του είπε και τον έσφιξε δυνατά με τον πρωκτό του.
Ο Νίκος άρχισε να βογκάει ενώ άρχισε να εκτοξεύει το σπέρμα του μέσα του. Ακουμπώντας και μόνο το καυλί του άρχισε και εκείνος να χύνει μαζί του στο πάτωμα. Ο Πέτρος δεν σάλεψε μέχρι που τον είδε πως θα κατέρρεε και τραβήχτηκε. Σκουπίστηκε στα κωλομέρια του και σηκώθηκε για να πέσει στον καναπέ. Ο Πέτρος πήγε μέχρι το δωμάτιο του όπου φόρεσε το τζιν του και επέστρεψε.
- «Πω πω μαλάκα! Τι ήταν αυτό;», του είπε ενώ έκατσε δίπλα του.
- «Σ’ άρεσε;», του είπε ο Πέτρος και του χάιδεψε το μουσκεμένο πέος του.
- «Αν μ’ άρεσε λέει; Είσαι τρελός; Ξέρεις πόσο καιρό έχω να αισθανθώ έτσι;», του είπε και έσκυψε για να πάρει τσιγάρο.
Αράξανε λίγο ακόμα και ήπιανε αμίλητοι και εξουθενωμένοι από εάν ουίσκι. Έπειτα από λίγο ο Νίκος σηκώθηκε και φτιάχτηκε..
- «Θα φύγω. Έχω αργήσει και θα περιμένει και η άλλη…»
- «Εντάξει!», του είπε ο Πέτρος και σηκώθηκε να τον χαιρετήσει.
Φτάνοντας στην πόρτα γύρισε και τον κοίταξε…
- «Ρε 'συ θέλω να σου πω κάτι αλλά δεν θέλω να στραβώσεις. Ξέρεις, αύριο μπορώ να έρθω και να αράξουμε και πολύ μέχρι αργά. Αλλά δεν ξέρω σίγουρα...»
- «Θα σε περιμένω. Όποτε θες. Μην αγχώνεσαι, δεν ζήτησα τίποτα…», τον διέκοψε και τον φίλησε στο στόμα χαϊδεύοντας τον κάτω.
Κοιτάχτηκαν χαμογελαστοί και τον χαιρέτησε. Χώθηκε για μπάνιο νομίζοντας πως έβλεπε όνειρο. Αλλά τις επόμενες ημέρες θα καταλάβαινε πως το όνειρο είχε μόλις αρχίσει…
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.