Η ιστορία:
Είμαι ο Johny όπως με φωνάζουν και τυχαία ανακάλυψα αυτό το site και είπα να γράψω κι εγώ την πρώτη μου ιστορία.
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια καλή και εύπορη οικογένεια της Αθήνας. Στο σπίτι μας είχαμε έναν κηπουρό ηλικιωμένο, τον κυρ Γιώργο, ο οποίος έμενε μέσα μαζί με τον εγγονό του, ορφανό από γονείς, καθώς είχαν σκοτωθεί σε τροχαίο. Καθώς μου έριχνε έναν χρόνο, ήμασταν περισσότερο σαν αδέλφια με τον μικρό Γιώργο, μαζί παίζαμε μικρά, οι γέροι μου τον έστειλαν στα ίδια σχολεία με μένα και μαζί άρχισαν να ξυπνάνε και οι ερωτικές μας επιθυμίες...
Οι δικοί μου, απορροφημένοι στις επιχειρηματικές τους υποχρεώσεις, ασχολούνταν πιο πολύ μ’ αυτές παρά μαζί μου, έλειπαν πολλές ώρες (συχνά και μέρες ολόκληρες σε ταξίδια) απ’ το σπίτι, ενώ και τα δυο αδέλφια μου, μου έριχναν οκτώ και εννέα χρόνια, οπότε από μικρός έμεινα μόνος στο σπίτι, με την οικονόμο, τον κηπουρό και τον εγγονό του. Κάπου στην δευτέρα γυμνασίου αρχίσαμε να μαζευόμαστε στο παλιό γκαράζ που τώρα το είχαμε σαν αποθήκη και να παίζουμε τις πούτσες μας… ώσπου βγάζαμε λίγα υγρά και σταματάγαμε.
Σιγά - σιγά καταφέραμε και βρήκαμε το θάρρος να πάρουμε και ένα πορνοπεριοδικό με εικόνες κλπ. και βλέπαμε διάφορες σκηνές… τον χειμώνα ήταν λίγο πιο δύσκολα τα πράγματα.
Δυο χρόνια μετά, τελειώνοντας την Α’ Λυκείου εγώ (κι αυτός την Β’ Λυκείου) θα κάναμε ψιλο-ανακαίνιση στο σπίτι και μας ανακοίνωσαν ότι τα δύο παιδιά θα μέναμε σε ένα εξοχικό που έχουμε στην Σαλαμίνα μέχρι να τελειώσουν οι εργασίες. Εμείς μες στην τρελή χαρά ξεκινήσαμε και φτάσαμε. Τα είχαμε οργανώσει όλα: πήραμε αρκετές μπίρες και βότκα και για πιούμε μια φορά όσο θέλαμε.
Το πρώτο κιόλας βράδυ ήπιαμε μέχρι σκασμού, σε σημείο να μη θυμόμαστε καλά - καλά τι έγινε. Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε γυμνοί στο σαλόνι, εγώ στην πολυθρόνα, ο Γιωργάκης στο πάτωμα. Κοιμόταν ανάσκελα και ο πούτσος του ήταν σε στύση. Τον χάζευα για ώρα, ώσπου πήρα την μεγάλη απόφαση: πήγα και άρχισα να του τον παίζω, ώσπου ξύπνησε. Η απόφαση πάρθηκε στιγμιαία. Του εξομολογήθηκα επιτέλους ότι γούσταρα αγόρια και ότι κάθε βράδυ στο κρεβάτι πριν κοιμηθώ τον έπαιζα για πάρτη του. Στην αρχή σάστισε λίγο, ενώ εγώ έγινα κατακόκκινος από ντροπή.
Εκείνη τη μέρα δεν μιλήσαμε άλλο. Μόνο το βράδυ ήρθε στον κήπο εκεί που ήμουν σε μια γωνία και μου ζήτησε συγνώμη και ότι τίποτα δεν θα άλλαζε μεταξύ μας. Πλημμύρισα από χαρά και τον αγκάλιασα σφιχτά ευχαριστώντας τον που δεν θα χάλαγε μια τόσο καλή φιλία ετών.
Τις επόμενες μέρες άρχισε να μου ρίχνει υπονοούμενα. Αν έχω κάνει τίποτα με άλλο αγόρι, αν θέλω να κάνω κλπ. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ολοκληρώθηκε η ανακαίνιση στο σπίτι και επιστρέψαμε εκεί. Ένα βράδυ κλασικά μαζευτήκαμε στο παλιό γκαράζ για να τραβήξουμε μαλακία. Αυτή την φορά μου πρότεινε αν ήθελα να του πάρω πίπα. Μου είπε να προσπαθήσω όπως οι γκόμενες που έπαιρναν πίπα σε ψωλές που βλέπαμε στα περιοδικά.
Ξεκίνησα και έβαλα το στόμα μου πάνω στο πουτσοκέφαλο του. Ήταν ήδη κάπως σκληρό. Χοντρό κεφαλάκι και όλος μαζί ήταν γύρω στα 15 Cm, αρκετά για την ηλικία μας. Ξεκίνησα και άρχισα να το γλείφω σαν γλειφιτζούρι. Στην αρχή μόνο το πουτσοκέφαλο, αλλά με το χέρι του πίεζε το κεφάλι μου για να τον πάρω όλο μέσα μου. Προσπάθησα να βάλω όσο πιο πολύ χώραγε, αλλά πνιγόμουν. Ο Γιωργάκης, όμως, άρχισε να βγάζει βογγητά καύλας. Δεν μίλαγε, μόνο βόγκαγε. Κι εμένα μου άρεζε και άρχισα να παίρνω σιγά - σιγά τον κατάλληλο ρυθμό. Έπαιζα με το πουτσοκέφαλο του συνέχεια, το έγλειφα, το ρούφαγα, το έπαιζα με τα δάχτυλά μου και ξανά το έβαζα στο στόμα μου.
Μετά από αρκετό τσιμπούκωμα που του έκανα, άρχισε να αναστενάζει και να ψιλοφωνάζει και άρχισε να χύνει. Με έχυσε κυριολεκτικά στα μούτρα, καθώς μόλις τον είχα βγάλει απ’ το στόμα μου. Εκείνη την στιγμή και ενώ εγώ έπαιζα τον πούτσο μου, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα και βλέπουμε τον παππού του να στέκεται και να αρχίσει να ουρλιάζει. Τα κάναμε πάνω μας. Προφανώς με είχε δει να του παίρνω πίπα και τα είχε πάρει πολύ άσχημα. Πρώτη φορά τον έβλεπα τόσο οργισμένο.
Μπήκε μέσα, έκλεισε την πόρτα και μας έδωσε ένα περιποιημένο βρωμόξυλο, μέχρι που να σιγουρευτεί ότι δεν είχαμε κάνει σεξ. Τα κωλαράκια μας πήραν φωτιά, τέτοιο ξύλο δεν είχα ξαναφάει. Όταν ξεθύμανε, σκέφτηκε και αποφάσισε να μας ξεκόψει. Ο όρος να κρατήσει το στόμα του κλειστό, αρκεί να μην ξανακάναμε παρέα. Εάν μας έβλεπε έστω στα δέκα μέτρα απόσταση, θα τα έλεγε όλα στους δικούς μου.
.....
Έκανα δυο χρόνια να ξαναδώ τον Γιωργάκη, μέχρι που τέλειωσα το Λύκειο. Αυτός είχε περάσει σε μια σχολή στο Ηράκλειο και έφυγε για Κρήτη. Δεν ερχόταν στις διακοπές εδώ, για να μην βρεθούμε. Τελειώνοντας το Λύκειο ζήτησα και με άφησαν οι δικοί μου να πάω διακοπές στην Κρήτη. Είχα τρεις μέρες, όλη μέρα έξω από την σχολή του, ξεροστάλιαζα μπας και τον πετύχω. Την τέταρτη μέρα τον πέτυχα που ερχόταν να δώσει μάθημα. Τα είπαμε, αλλά είχε αλλάξει, δεν ήταν πια το παιδί που ήξερα ως πριν από δυο χρόνια. Είχε φάει πολύ ξύλο από τον παππού του και το επόμενο διάστημα, ώστε θέλοντας και μη αναγκάστηκε να με ξεχάσει…
Έντεκα χρόνια τώρα δεν τον έχω ξαναδεί. Ούτε έχω ρωτήσει ποτέ τον παππού του γι’ αυτόν. Μετά από καιρό αποκαταστήσαμε τη σχέση μας και έγινε ο καλός μου μεγάλος φίλος κι εγώ πάλι το μικρό άτακτο παιδί που συζήταγαν για τα πάντα (σχεδόν). Αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω αυτή την βραδιά, όταν όλα ξεκίνησαν…
(Copyright protected OW ref: 13489)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.