Η ιστορία:
Ταξίδευα από Αθήνα για Καβάλα με το υπεραστικό λεωφορείο. Μόλις είχα κλείσει τα δεκαοκτώ και ήμουν φοιτητής στα ΤΕΙ. Φύγαμε αργά το απόγεμα. Ήταν ένα συνηθισμένο μεγάλο και βαρετό ταξίδι. Είχε βραδιάσει για τα καλά, δεν είχα παρέα και είχα βολευτεί στο τελευταίο κάθισμα. Δεν άργησε να με πάρει ο ύπνος.
Ξύπνησα γύρω στα μεσάνυχτα από ένα δυνατό χέρι που με ψαχούλευε μέσα στο σκοτάδι προσπαθώντας να ξεκουμπώσει το τζιν μου. Τα έχασα. Προτίμησα να κρατήσω τα μάτια κλειστά και να προσποιηθώ ότι κοιμόμουν βαθιά. Σε λίγο το χέρι του άγνωστου είχε χωθεί μέσα στα σκέλια μου και μου έπαιζε τον πούτσο άγρια. Δεν τολμούσα να κουνηθώ. Φοβόμουν ότι θα μας έπαιρναν χαμπάρι. Κοίταξα κλεφτά όσο μπορούσα ολόγυρα. Ήταν ο γεροδεμένος σαραντάρης που καθόταν πριν στο απέναντι κάθισμα και τώρα είχε γλιστρήσει στα σκοτεινά αθόρυβα δίπλα μου. Οι λιγοστοί επιβάτες μέσα στο λεωφορείο κοιμόντουσαν.
Ξεθάρρεψα και γλίστρησα κι εγώ το χέρι μου μέσα στ’ αχαμνά του. Έτρεμα σύγκορμος… Ήμουν φοβισμένος; Ήμουν ξαναμμένος; Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τα συναισθήματά μου. Συνεχίζαμε να μαλακίζουμε ο ένας στον άλλον. Μου ζήτησε ψιθυριστά να του πάρω τσιμπούκι. Κοκάλωσα από το φόβο, έκανα ότι δεν άκουσα και συνέχισα να του τον παίζω. Σε λίγο έχυνα μέσα στο βρακί μου. Ήμουν εξουθενωμένος. Σταμάτησα να του τον παίζω. Καθόμασταν ο ένας δίπλα στον άλλο σιωπηλοί και αμήχανοι. Ντρεπόμουν αφάνταστα και ο χρόνος περνούσε βασανιστικά αργά.
Γύρω στις τέσσερις το πρωί σταματήσαμε σε μια υπαίθρια καντίνα προκειμένου να ξεμουδιάσουμε και να φάμε κάτι. Πήρα ένα αναψυκτικό και ένα σάντουιτς για να ξεγελάσω την πείνα μου. Παρατήρησα ότι ο σαραντάρης στεκόταν ακριβώς απέναντι μου και με κοιτούσε επίμονα.
Μετά από λίγο απομακρύνθηκε και βρήκα την ευκαιρία να πάω στην υπαίθρια τουαλέτα που υπήρχε πιο πέρα. Ήταν πολύ βρώμικα όμως και τράβηξα πίσω από τους θάμνους για ένα κατούρημα. Περπάτησα λίγο στο μισοσκόταδο και χώθηκα μέσα στη βλάστηση για να μη φαίνομαι και έκανα τη δουλειά μου πίσω από τους θάμνους. Έκλεινα το φερμουάρ του παντελονιού μου όταν τον αισθάνθηκα να στέκεται στην άκρη της συστάδας.
Συνέχισα το δρόμο μου σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Εκείνος με πήρε από κοντά και άρχισε να μου μιλάει γλυκά:
- «Γεια σου. Τι κάνεις; Πού πας; Είσαι ωραίο παιδί. Σου άρεσε πριν; Θέλεις να το ξανακάνουμε;»
Κοντοστάθηκα να του μιλήσω για να τον ξεφορτωθώ, αλλά έκπληκτος τον άκουσα να συνεχίζει, αγριεμένος όμως τώρα…
- «Νομίζεις πως θα ξεμπερδέψεις τόσο εύκολα μαζί μου; Δεν είμαι μαλάκας εγώ. Δεν θα μείνω στα κρύα του λουτρού. Είσαι πολύ γελασμένος πούστρα ότι θα σε αφήσω έτσι…»
Κατέβασε αστραπιαία τα βρακιά του, κράτησε το καυλί του στο χέρι μισοσηκωμένο και κραδαίνοντάς το με πρόσταξε:
- «Γλείψε!»
«Το τσιμπούκι που ήθελε…!», πρόφτασα να σκεφθώ και αστραπιαία έκανα να τρέξω προς την καντίνα… Αμ, δε! Πρόλαβε και με άρπαξε από το μπράτσο. Με τράβηξε άγρια προς τους θάμνους. Με έσερνε στην κυριολεξία. Είχα τρομοκρατηθεί αλλά από την άλλη βρισκόμουν σε μια περίεργη έξαψη… Του είπα να με αφήσει να φύγω αλλά εκείνος μου γέλασε κατάμουτρα κοροϊδευτικά. Συνέχισε να με σέρνει προς τους θάμνους… Δεν μπορούσα να αντιδράσω… έστω και απρόθυμα τον ακολούθησα. Σταματήσαμε… Είχε ξαναπετάξει έξω τη ψωλάρα του. Χωρίς να πει κουβέντα με άρπαξε από τα μαλλιά και μου έσπρωξε το κεφάλι στο καυλί του. Με ανάγκασε να το πάρω στο στόμα. Ήταν μια πούτσα θεόχοντρη.
Αρχικά δεν ήταν και τόσο άσχημα τα πράγματα, εξακολουθούσε να με κρατάει από τα μαλλιά και να μου γαμάει το στόμα άγρια. Πολύ γρήγορα ένιωσα τη πρώτη γεύση της βλέννας του. Εκσφενδόνισε τα χύσια του απροειδοποίητα κατευθείαν στο λαρύγγι μου. Αναγούλιασα από τη γεύση και ίσως και απ’ ότι μου συνέβαινε, εκείνος όμως συνέχισε βογκώντας να τροφοδοτεί το στόμα μου με καυτό ψωλόχυμα κι εγώ, μη έχοντας άλλη διέξοδο, να το καταπίνω ακατάπαυστα για να μην πνιγώ.
Ένιωσα τον πούτσο του να χαλαρώνει. «Ευτυχώς, του πέφτει…», σκέφτηκα με ανακούφιση και έκανα να τραβηχτώ. Αυτός όμως γρύλισε άγρια και με ανάγκασε να συνεχίσω το ψωλορούφηγμα. Μου ‘ρθε πάλι να ξεράσω, φοβόμουν πολύ έτσι όπως τον έβλεπα με άγριες διαθέσεις και θεώρησα σκόπιμο ότι έπρεπε μάλλον να βάλω τα δυνατά μου να τον ευχαριστήσω.
Μετά από λίγα λεπτά ο αθεόφοβος είχε ξανακαυλώσει, παρά την ηλικία του, και ετοιμαζόταν για δεύτερο γύρο μέσα στο στοματάκι μου. Τελικά, σταμάτησε και κρατώντας με συνέχεια από τα μαλλιά, έσκυψε και με φίλησε ρουφηχτά στο στόμα ενώ με το άλλο του χέρι μου σκούπισε το ψωλόχυμα από το πρόσωπο και το σαγόνι. Με διέταξε να βγάλω το παντελόνι μου. Έμεινα άναυδος. Πήγαινε πολύ. Του είπα αποφασιστικά «Όχι!». Με καθησύχασε λέγοντάς μου ότι απλά θα μου έπαιρνε εκείνος πίπα. «Γιατί όχι;», σκέφτηκα και δεδομένου ότι ήδη είχα καυλώσει κι εγώ για τα καλά (γιατί άραγε;) κατέβασα γρήγορα - γρήγορα τα βρακιά μου στους αστραγάλους.
Πριν το καλοκαταλάβω με είχε πετάξει μπρούμυτα στο χορτάρι και μάλαζε το κωλί μου με ψωλόχυμα που έσταζε ακόμη από τον πούτσο του. Έβαλα τα δυνατά μου να σηκωθώ αλλά του κάκου.. ήμουν πολύ αδύναμος μπροστά σε αυτόν τον γεροδεμένο άντρα. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα το ίδιο.. εγώ πεσμένος μπρούμυτα κι αυτός από πάνω μου να με καβαλικεύει, όπως κάνει ο γάτος στη γάτα όταν είναι να τη γαμήσει. Πράγματι, χρησιμοποιούσε το μηρό του για να ανοίξει τα πόδια μου. «Θεέ μου! Δεν γλιτώνω.. θα με γαμήσει!!!», σκέφτηκα πανικόβλητος.
Είχε ήδη μαλάξει αρκετά την παρθένα τρυπούλα μου με τα χύσια του και φαινόταν σχεδόν βέβαιο ότι θα προχωρούσε στο μοιραίο. Μες στην απελπισία μου, έκανα το λάθος να τον παρακαλέσω να βάλει τουλάχιστον προφυλακτικό. Ήταν σαν να του έδινα την άδεια να με πηδήξει. Εκείνος πήρε θάρρος πλέον, με αγνόησε επιδεικτικά, απλώς γρύλισε πάλι σα ζώο και αντί για απάντηση, αισθάνθηκα ένα βαρβάτο πουτσοκέφαλο να τρίβεται επιθετικά στην τρυπούλα μου προσπαθώντας να την παραβιάσει.
Μέσα στη λύσσα του με δάγκωνε άγρια στο σβέρκο, με φίλαγε πίσω στη ρίζα του αφτιού, με ρούφαγε στα μάγουλα και στο λαιμό και συγχρόνως μου ψιθύριζε λαχανιασμένος χίλια δυο γλυκόλογα προσπαθώντας να με καταφέρει…
- «Μην κουνιέσαι μωράκι… Άσε να τρίψω λίγο στην τρυπούλα σου το καυλί μου. Δεν θα μπω μέσα, μη φοβάσαι. Λίγο το κεφαλάκι θα μπει στην καυτή τρυπούλα σου να τη φιλήσει. Χαλάρωσε… Μη σφίγγεσαι. Άσε το παλικάρι να μπει λίγο…»
Την ίδια ώρα το καυλί του, πάνσκληρο πια, έκανε τη δική του προσπάθεια. Συνέχιζε να τρίβεται στη χαραμάδα μου και να κάνει αλλεπάλληλες επιθέσεις στο άνοιγμα της κωλοτρυπίδας μου. Κάποια στιγμή, που είχα κι εγώ καυλώσει και η τρύπα μου άρχισε άθελά της να ανοιγοκλείνει με λαχτάρα, κατάφερε και προσπέρασε ξαφνικά το σφικτήρα μου και να διεισδύσει μέσα μου. Παρέμεινε προς στιγμή ακίνητος κρατώντας με σφιχτά κολλημένο πάνω του σαν τρόπαιο από τη μάχη. Αισθανόμουν σα να είχα σκιστεί στα δύο.
Στριφογύριζε το πουτσοκέφαλο του τρίβοντας το στα τοιχώματα του κώλου μου. Ο προστάτης μου δεχόταν κάθε λίγο ηλεκτρικές εκκενώσεις. Με ξέσκιζε κανονικά. Μούγκριζε σαν ταύρος. Ο πόνος άρχισε να υποχωρεί. Τον ξαναρώτησα αν είχε βάλει προφυλακτικό.
- «Όχι… Δεν χρειάζεται. Είμαι εντάξει…», είπε λαχανιασμένα.
Τον παρακάλεσα να σταματήσει. Εκείνος, σαν να μην υπήρχα, συνέχισε να σπρώχνει και το υπόλοιπο καυλί του μέσα στο κωλάντερο μου. Έπιασε πάτο και ξεκίνησε το μέσα - έξω. Συνειδητοποίησα ότι εκείνη την ώρα ήμουν σκεύος ηδονής, μόνο για πήδημα, έτσι αρκέστηκα να τον παρακαλάω να μη χύσει μέσα μου.
- «Εντάξει, εντάξει. Μην ανησυχείς. Ότι θέλει το μανάρι…», είπε βιαστικά για να με ξεφορτωθεί.
Με γαμούσε και μου φαινόταν αιώνας, αλλά δεν πρέπει να είχαν περάσει παρά μόνο μερικά λεπτά. Ο πόνος είχε περάσει τελείως και αισθανόμουν μάλλον όμορφα αλλά ακόμη άβολα. Η ανάσα του έγινε πιο βαριά στο αφτί μου.
- «Έχεις καυτό κωλαράκι! Θα χύσω…», είπε.
- «Προσπάθησε να τραβηχτείς…», του υπενθύμισα απεγνωσμένα.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν να με σπρώχνει ακόμη πιο βίαια στο έδαφος, να μουγκρίζει και να λέει:
- «Μμμ… Νιώθεις το ψωλόχυμα μου στο κωλί σου; Πουστράκο, χύνω στο σφιχτό κωλαράκι σου. Σε γκαστρώνω πουτανάκι!»
Προσπάθησα να τον διώξω από πάνω μου, να βγει έξω, αλλά μάταιος κόπος… Το μόνο που κατάφερνα ήταν να τρίβεται το κωλί μου στον ακόμη σκληρό πούτσο του και να καυλώνω! Σταμάτησε επιτέλους να με εμβολίζει και χαλάρωσε. Τραβήχτηκε και έτριψε την ψωλή του πάνω κάτω στη χαραμάδα μου. Με βεβαίωσε ξανά ότι ήταν εντάξει - πράγμα που δεν με καθησύχασε καθόλου. Σήκωσε τα παντελόνια του και χάθηκε στο ξέφωτο…
Μου πήρε μερικά λεπτά να σταθώ στα πόδια μου. Το καυλί μου στειλιάρι. Τα χύσια του τρέχανε στα μπούτια μου... Η γεύση τους είχε μείνει ακόμη στο στόμα μου και ο κώλος μου έμοιαζε σαν να τον έχει γαμήσει άλογο… Και η καύλα παρέμενε ενοχλητικά. «Είμαι πούστης;», αναρωτήθηκα. Δεν άντεχα. Με νωπή ακόμη την αίσθηση του ξεπαρθενιάσματος, ένιωσα την ανάγκη να ξεχαρμανιάσω. Βάρεσα μαλακία σα μανιακός. Το ξέσπασμα ήτανε βίαιο. Η καύλα απόλυτη και από μπρος και από πίσω(;).
Χρησιμοποίησα το βρακί μου για να καθαρίσω τα χύσια από πάνω μου όσο καλύτερα μπορούσα, ξαναφόρεσα το τζιν μου και πέταξα το βρακί πίσω από τους θάμνους. Όταν ξαναβρέθηκα στο ξέφωτο, τον συνάντησα να με περιμένει, φανερά ευχαριστημένος από το γαμήσι. Με κοιτούσε θριαμβευτικά, με ένα κοροϊδευτικό (;) χαμόγελο. Είχα την αίσθηση ότι ένιωθε απέραντη περιφρόνηση για μένα.
Με πλησίαζε… Με διαπέρασε ρίγος. Έφτασε δίπλα μου αγνοώντας τους άλλους που βρίσκονταν γύρω μας αλλά δεν είχαν καταλάβει ακόμα τίποτα. Μου ψιθύρισε ξετσίπωτα ότι ήμουν πολύ γαμηστερό πιπίνι και μου πρότεινε να ξαναβρεθούμε στην Καβάλα. Τρέχοντας μπήκα στο λεωφορείο, άλλαξα θέση και απέφυγα να του ξαναμιλήσω στο υπόλοιπο ταξίδι. Με πήρε ο ύπνος εξαντλημένο.
Μετά από τρεις ώρες φτάσαμε στην Καβάλα. Είχα ξαναβρεί τις δυνάμεις μου. Κατεβήκαμε και τον είδα να με ξαναπλησιάζει…
- «Μωρό, τι λες για ένα γρήγορο στις τουαλέτες;», πρότεινε πρόστυχα.
Τον αγνόησα. Πήρα τη βαλίτσα μου και έκανα σήμα σε ένα ταξί που περνούσε εκείνη την ώρα. Δεν σταμάτησε. Τον έβλεπα που με παρατηρούσε χαμογελαστός. Αποφάσισα να προχωρήσω πιο κάτω. Με ακολουθούσε. Η παρουσία του με ενοχλούσε αφόρητα. Θα είχα προχωρήσει άπρακτος γύρω στα διακόσια μέτρα. Η περιοχή υποβαθμισμένη, ήταν γεμάτη χαμόσπιτα, τα περισσότερα εγκαταλειμμένα.
Σε κάποια στιγμή τον βλέπω να προβάλλει μπροστά μου σε μια στροφή. Ο άθλιος είχε κόψει δρόμο και με είχε προλάβει από παράλληλο δρόμο. Πανικοβλημένος οπισθοχώρησα και χώθηκα στην ανοιχτή πόρτα που ήταν ακριβώς δίπλα μου. Βρέθηκα σε μια αυλή. Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι επρόκειτο για ακατοίκητο σπίτι. Βλαστήμησα την κακοτυχία μου γι’ άλλη μια φορά. Μπήκε κι αυτός... Με κοιτούσε ειρωνικά.
Με άρπαξε από τη μέση και με κόλλησε πάνω του. Κοκάλωσα. Θεέ μου, καύλωνα… όχι, δεν ήθελα να με αγγίζει. Ένιωθα την πονεμένη τρυπούλα μου να ανοιγοκλείνει από καύλα; Σκεφτόμουν το παλούκι του να με σκάβει και δεν κρατιόμουν. Εκείνος το κατάλαβε και γελούσε σαρδόνια… Με έσυρε σε μια μικρή αποθήκη και έγειρε την πόρτα πίσω του. Κατέβασε τα βρακιά του και πετάχτηκε πάλι μπροστά μου η ψωλή του καμαρωτή με φουσκωμένο κεφάλι.
«Όχι πάλι, όχι!», σκέφτηκα αλλά ήταν αργά πλέον... Για πότε με έγδυσε, για πότε με έστησε στα τέσσερα, όσο χωρούσαμε στην αποθήκη, για πότε βρέθηκε πίσω μου να σέρνει πάλι την ψωλάρα του στη χαραμάδα μου… να με φιλάει ρουφηχτά στο σβέρκο και το λαιμό… να μου χουφτώνει τα στήθια να μου λέει προστυχόλογα διεγερτικά…
- «Πουστράκο θα σε γκαστρώσω! Θέλεις το καυλί μου μέσα σου; Θα σου ανοίξω το κωλί για πάντα γαμιόλη! Θα περπατάς με ανοιχτά τα πόδια...»
Αναστέναξα. Ανακάλυπτα ότι ο πούτσος μου με πρόδινε.. είχε ήδη θεριέψει! Ο κωλαράκος μου τριβόταν στο καυλί του ανυπόμονα! Με γύρισε κατάφατσα και στερέωσε τα πόδια μου στους ώμους του. Το πουτσοκέφαλο του βρήκε το στόχο του εύκολα και έσπρωχνε. Δυσκολευόταν να το χώσει. Η τρυπούλα μου ήταν ακόμη στενή. Αντιστεκόταν στην εισβολή. Εκείνος έβαζε ολοένα μεγαλύτερη δύναμη. Πονούσα και καύλωνα συνάμα. Θα με γαμούσε πάλι!
«Τι κάνω θεέ μου;». Ο σφικτήρας μου υποχωρούσε.. Το στειλιάρι του σκληρό και καυτό, τον εκπόρθησε για άλλη μια φορά μέσα σε λίγες ώρες! Βρισκόταν πια όλος μέσα μου και δεν κρατιόταν. Με πήδαγε άγρια, ασυγκράτητα... κάθε τόσο με κοπανούσε, δυνάμωσε την ένταση και πυρπολούσε τον προστάτη μου. Ένιωθα κάθε τόσο ρίγη ηδονής ανακατωμένα με πόνο...
- «Μαλάκα, με πονάς! Δεν έχεις ξαναγαμήσει;», ούρλιαξα ανόητα (ήδη γαμούσε εμένα για δεύτερη φορά).
- «Έτσι γαμάω εγώ πούστηδες ρε μαλακισμένο! Σ’ αρέσει που σε σκίζω μωρή πούστρα; Το ξέρω ότι σ’ αρέσει... Πάρ’ τον. Όλος δικός σου!», μου πέταξε κατάμουτρα με περιφρόνηση.
Οι μυώδεις τριχωτοί μηροί του χτυπούσαν το κορμάκι μου και φαινόταν καθαρά ότι γούσταρε πολύ που με ξέσκιζε.
- «Πούστρα! Τι σου κάνει ο γαμιάς σου; Εγώ θα σε σκίσω καλύτερα από κάθε άλλο μαλάκα! Πάρε την ψωλάρα μου, γαμιόλη!»
Τα αρχίδια του χτυπούσαν στα κωλομέρια μου. Ήμουν έτοιμος να χύσω... Κρατούσα τα προσχήματα αλλά αποφασίζοντας για να τον ανάψω περισσότερο, του έλεγα παρακλητικά σα να μην καταλάβαινα τι συνέβαινε…
- «Σε παρακαλώ.. μη με γαμήσεις. Σε παρακαλώ, μη με γαμήσεις. Δεν είμαι. Γιατί είναι το καυλί σου στο κωλαράκι μου; Δεν πρέπει να γαμάς αγόρια στο κωλαράκι.. Να γαμάς αγόρια.. Να γαμάς… Μηηηη! Σε παρακαλώ.. Μη με γαμάς. Είσαι τεράστιος! Είσαι τόσο δυνατός! Μη! Μη με γαμάς. Μη! Σταμάτα να με γαμάς. Γιατί έχωσες την πουτσάρα σου στο κωλαράκι μου και με γαμάς αχόρταγα; Σε παρακαλώ, σταμάτα!»
- «Σε γαμώ! Σε γαμώ! Πούστρα! Πάντα εγώ θα ‘μαι ο γαμιάς σου. Θα σου κάνω τρίδυμα ψώλα!», απάντησε στα λιγωμένα παρακάλια μου.
Εμβόλιζε με ολοένα και μεγαλύτερη μανία.. βαθιά και γρήγορα.. ασυγκράτητα. Έσφιξα τους μυς του σφικτήρα μου. Ήθελα να παίξω λίγο μαζί του. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη, ανακατεμένη με αυξημένη καύλα. Χρειαζόταν μεγαλύτερη πίεση για να βυθιστεί μέσα μου, ενώ ο πούτσος του είχε φουσκώσει υπερβολικά από το σφίξιμο. Τα κατάφερνε όμως περίφημα ο άντρακλας και στις καινούργιες συνθήκες. Γαμούσε… γαμούσε απερίσπαστος και το ευχαριστιόταν. Και το ευχαριστιόμουνα κι εγώ. Και το έδειχνε κι ο δικός μου πούτσος που είχε θεριέψει και κόντευε να χύσει…
Εκείνος συνέχιζε ανενόχλητα μουγκρίζοντας και βλαστημώντας. Εγώ έπαιζα το καυλί μου για πάρτη μου και.. δεν άργησα να χύσω χαμένος σε απέραντη καύλα. Εκείνος το είδε, έσκυψε προς το πρόσωπό μου σε απόσταση αναπνοής, μου πιάνει με τα δυο του χέρια το πρόσωπο και μου δίνει ένα ατέλειωτο γλωσσόφιλο! Τα είχα χάσει.
Άρχισε να με φιλάει με πάθος και ταυτόχρονα επιτάχυνε τις ψωλιές του… Με φίλαγε σε όλο το πρόσωπο, στο λαιμό, πίσω από το αφτί και δεν άργησε το ηφαίστειο να ξεράσει τη λάβα του. Καυτό ψωλόχυμα κατάκλυσε τα σωθικά μου. Λαχανιασμένος και τρέμοντας από καύλα, έπεσε πάνω μου με όλο του το βάρος, ενώ ο πούτσος του βαρβάτος συνέχιζε να συσπάται βαθιά μέσα μου.
- «Χαίρομαι που σε έκανα να χύσεις, μωρό μου…», μου είπε ψιθυριστά στο αφτί. «Θέλω να ξαναβρεθούμε. Πού μένεις;», ρώτησε με αληθινή προσμονή.
- «Στην εστία…», του απάντησα μηχανικά χαμένος.
Μου χάιδεψε τα μαλλιά τρυφερά, φόρεσε τα ρούχα του αργά, χωρίς να παίρνει να μάτια του από πάνω μου, άνοιξε την πόρτα της αποθήκης και χωρίς άλλη κουβέντα, έφυγε. Έμεινα μόνος… δεν είχα δυνάμεις πια… μου είχε ρουφήξει και την τελευταία ικμάδα. Δεν μου έμενε παρά να αναπολήσω τις τελευταίες σκηνές. Μηχανικά άρχισα να τον παίζω πάλι (για πάρτη του αυτή τη φορά), με δύο δάχτυλα να μπαινοβγαίνουν ταυτόχρονα στην ανοιγμένη για τα καλά υγρή σούφρα μου. Πόναγα και καύλωνα συγχρόνως. Σε λίγο έχυνα ουρλιάζοντας από ευχαρίστηση…
Έμεινα μόνος, ξεβράκωτος, με το κωλαράκι ξεσκισμένο, μέσα στα χύσια. Ντρεπόμουν.. Δεν ήξερα πως να αντιμετωπίσω τη νέα κατάσταση στη ζωή μου. Ήμουν τόσο μπερδεμένος.. Ήταν όλα τόσο αναπάντεχα. Εξελίχθηκαν τόσο γρήγορα. Ήδη είχα σκυλογαμηθεί δύο φορές μέσα σε λίγες ώρες. Έψαξα με το χέρι την τρύπα μου. Με τρόμο διαπίστωσα ότι έχασκε ορθάνοικτη σα μουνί σκυλογαμημένο.
«Δεν πρόκειται να τον ξαναδώ…», αποφάσισα με τον εαυτό μου. Μάζεψα τα βρακιά μου και κίνησα για την πόλη…
(Copyright protected OW ref: 11768)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.