Υπόθεση: Ο Πάνος πηγαίνει στους καταδρομείς όπου εκεί, σαν ψάρι, θα αναγκαστεί να υποστεί τα ανάλογα καψόνια. Τον έβαλε όμως στο μάτι ένας καταδρομές με πολύ πονηρούς και άγριους σκοπούς. Η συνέχεια έχει πολύ πόνο για τον Πάνο και μια εμπειρία που δεν θα ξεχάσει ποτέ. Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια όμως; Πόσο κοντά είναι η φαντασία με την πραγματικότητα…;
Η ιστορία:
Στην ζούγκλα πάντα επικρατεί ο δυνατός και οι άλλοι απλά ακολουθούν. Ο γορίλας π.χ. χτυπάει το στήθος του και παλεύει αναγκάζοντας τα πιο αδύναμα αρσενικά να υποταχτούν και να τον υπακούσουν. Αυτό που ίσως λίγοι ξέρουν είναι ότι ο κανόνας ισχύει και στους ανθρώπους. Από το σχολείο μέχρι και τον στρατό, ο δυνατός υποτάσσει, ο αδύναμος ακούει. Η ιστορία μου αφορά την υποταγή μου σε έναν δυνατότερο από μένα.
Είμαι ο Πάνος, είμαι 28 ετών και θα σας διηγηθώ μια ιστορία που δεν έχω πει σε πολλούς, μάλλον σε κανέναν σχεδόν. Είχα πάει στα είκοσι μου να υπηρετήσω κι εγώ την μαμά πατρίδα. Είχα δηλώσει να μπω Ειδικές Δυνάμεις. Γούσταρα να μπω εκεί, γιατί ήθελα να σκληραγωγηθώ. Έτσι και έγινε. Με δέχτηκαν, παρότι σχετικά αδύνατος. Ήμουν «ψάρι» εκεί, αφήστε που είμαι και πολύ ντροπαλός, δηλαδή γεννημένος να παίρνω διαταγές χωρίς να απαντάω, απλά εκτελώ.
Όπως γνωρίζετε όταν πηγαίνεις φαντάρος, συναντάς παλιές σειρές στο στρατόπεδο. Έτσι συνάντησα εγώ, τον Θανάση, έναν παλιό, 1.86 ύψος, 25άρη μελαχρινό, με καστανά μάτια, ηλιοκαμένο, γυμνασμένο, με μια αντρίκια ομορφιά, όχι φλώρος, τον έβλεπες. Επίσης ήταν πολύ ψαρωτικός. Π.χ.: για εμένα που ήμουν νέος, φρόντιζε πάντα να με ψαρώνει, και δεν γνώριζα για ποιο λόγο. Ήμουν πέντε μήνες μέσα, είχα καύλες κι εγώ σαν άντρας, αλλά το ίδιο προφανώς και ο Θανάσης. Έτσι ένα μεσημέρι, απόλυτα φιλικός μαζί μου, ήρθε και περπατούσε δίπλα μου.
- «Πωωω βαριέμαι να κάνω ασκήσεις. Πάμε να κάτσουμε στην αποθήκη; Έχω το κλειδί…», είπε και με χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
Εγώ δέχτηκα. Τι το πονηρό να έβλεπα; Μπήκαμε στην αποθήκη, είχε χαρτικά κτλ. Κλείδωσε πίσω του. Εγώ παραξενεύτηκα και το είδε στο βλέμμα μου.
- «Για να μην μας τσακώσουνε ρε βλάκα!», είπε και έβαλε το κλειδί στην τσέπη του.
Πλησίασε, πέρασε δίπλα μου, ο ιδρώτας του με χτύπησε στην μύτη, κάθισε ακουμπώντας στον τοίχο, και άρχισε περί ανέμων και υδάτων. Σε κάποια φάση με ρώτησε:
- «Έχεις γκόμενα ρε ψάρι;»
- «Ναι», απάντησα εγώ.
- «Πώς είναι; Καλή; Καλή;»
Εγώ ένιωσα άβολα να μιλάω για την κοπέλα μου σε έναν ξένο, όχι ότι ήταν καμία που άξιζε αλλά εντάξει. Έβγαλα μια φωτογραφία και του την έδειξα. Την κοίταξε και μου είπε:
- «Στην πήδαγα να ξέρεις. Άνετα την γαμούσα!», και κοιτούσε προκλητικά να δει αντιδράσεις.
Εγώ κατάπινα τον θυμό μου. Ο Θανάσης ήταν ενοχλητικός αλλά επίσης και ντερέκι, άμα με πλάκωνε στο ξύλο θα γινόμουν χυλός. Δεν απάντησα.
- «Ρε, μήπως είσαι πουστράκος;», είπε.
Εγώ ήθελα να του απαντήσω πάλι αλλά ήμουν πολύ κότα γι’ αυτό, το παραδέχομαι. Ξαφνικά, κατέβασε το φερμουάρ της παραλλαγής και τον πέταξε έξω. Ήταν μακρύ και χοντρό, με φλέβες παντού. Κοίταξα φοβισμένος.
- «Πάρ’ τον μου πίπα!», είπε αυταρχικά με κυνικό τρόπο, σαν να μιλούσε σε καμιά πουτάνα.
Εγώ συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να απαντήσω.
- «Όχι ρε συ, δεν είμαι πούστης…»
Η αδυναμία στην φωνή μου όμως, έδειξε πόσο τον φοβόμουν.
- «Πάρε μου πίπα είπα!», είπε με την βραχνή φωνή του, που ήταν και μπάσα επίσης.
Εγώ δεν απάντησα, κοιτούσα κάτω το πάτωμα, έκανα ότι δεν ακούω, ήλπιζα ότι το κάνει για να ψαρώσω, αλλά τελικά ήρθε κοντά μου όπως καθόμουν και μου έδωσε μια σφαλιάρα.
- «Είμαι παλιός εδώ. Δεν σου έχουν μάθει να ακούς τους παλιότερους, ε;»
Εγώ, έπιανα το μάγουλο μου.
- «Έλα τώρα, τελείωνε! Πάρ’ τον μου μια πίπα!», είπε.
Έπιασα την βάση της καυτής πούτσας του. Πρώτη φορά έπιανα άλλο πούτσο. Άνοιξα το στόμα και τον πήρα μέσα, ρουφώντας με απάθεια. Δεν μου άρεσε ότι έκανα, τουλάχιστον στην αρχή.
- «Έτσι μπράβο...!», είπε εκείνος.
Εγώ σιγά - σιγά, έκανα πίπα σαν μικρή μαθητευόμενη πουτάνα, το καυλί του άγγιζε το λαρύγγι μου. Πολλές φορές τον άφηνα να βγει από το στόμα μου, γιατί μου ερχόταν εμετός. Για πέντε λεπτά περίπου έκανα πίπα, μέχρι που τραβήχτηκε κάποια στιγμή, νόμιζα ότι τελείωσε το μαρτύριο. Η γεύση της πούτσα στο στόμα μου, θα έμενε ανεξίτηλη. Έφτυσα κάτω λες και έτσι θα έδιωχνα την πουτσίλα από το στόμα μου. Παρατήρησα ότι ο Θανάσης είχε κατεβάσει την παραλλαγή στους αστραγάλους.
- «Έλα, στήσου τώρα!», είπε.
Αυτό πήγαινε πολύ.
- «Όχι! Δεν γαμιέμαι!», είπα και σηκώθηκα να δείξω τον λίγο ανδρισμό που μου απέμεινε.
Με μια σφαλιάρα όμως το βούλωσα. Στήθηκα επάνω σε κάτι κουτιά ξύλινα, με τουρλωμένο τον κώλο. Ο Θανάσης ούτε καν μπήκε στον κόπο να με ανοίξει λίγο. Έφτυσε το πουτσοκέφαλο και άρχισε να σπρώχνει στο άμαθο κωλαράκι μου. Εγώ αμέσως άρχισα να φωνάζω, αλλά έσκυψα για να προσπαθήσω να κρατήσω τις κραυγές μου. Καυτό, χοντρό σαν σωλήνας, το ένιωθα να πάλλεται ολόκληρο στον κώλο μου. Ξύπνησε μια πλευρά που πάντα την είχα μέσα μου.
Η λεκάνη του Θανάση δεν σταμάτησε να κουνιέται στιγμή. Ο κώλος μου είχε πάρει φωτιά! Άνοιγε σαν τριαντάφυλλο κι εγώ ένιωθα ότι θα σκιστώ ανά πάσα στιγμή. Οι αναστεναγμοί του Θανάση, είχαν μπλεχτεί με τους λυγμούς μου. Μου ζητούσε να σφίγγω τα κωλομέρια μου με την πούτσα του μέσα. Το έκανα τσούζοντας.
Δεν κράτησε πολύ, νομίζω είκοσι λεπτά. Στο τελείωμα δεν ένιωθα πόνο, μόνο ηδονή. Με έχυσε μέσα στον κώλο μου και ντύθηκε αμέσως, βγαίνοντας από την αποθήκη. Εγώ με έναν κώλο σαν πηγάδι, σηκώθηκα και φόρεσα την παραλλαγή μου, ενώ περπατούσα με το ανάλογο περπάτημα...
Η ιστορία είναι φανταστική, είναι μια φαντασίωση ανεκπλήρωτη… δυστυχώς.
(Copyright protected OW ref: 15223)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.