Το e-mail μου είναι το:
Ξεκινήσαμε μαζί από τον τερματικό σταθμό Δουκίσης Πλακεντίας. Καθόταν στο απέναντι κάθισμα από εμένα και αντίθετα με την πορεία που θα ακολουθούσε το τραίνο. Δεν ήταν από τους άντρες που θα μπορούσε κανείς να δώσει προσοχή. Αντιθέτως ήταν αρκετά μεγάλος σε ηλικία (γύρω στα 60), με άσπρα μαλλιά και πολύ σπασμένο πρόσωπο.
Το μόνο πράγμα επάνω του που με έκανε εντύπωση ήταν τα μεγάλα γαλανά και θλιμμένα μάτια του. Φαίνετε ότι χωρίς να το καταλάβω τον κοιτούσα πολύ ώρα. Καθώς λοιπόν έκλεισαν η πόρτες του συρμού, τον είδα να σηκώνετε και να κάθετε δίπλα μου από την έξω πλευρά (εγώ καθόμουν στο παράθυρο).
Έσκυψε λίγο προς το μέρος μου και μου μίλησε. «Άσχημο πράγμα η μοναξιά, δεν συμφωνείτε;». Η ανάσα του ήταν κάπως βαριά έως και δυσάρεστη μπορώ να πω. Δεν του απάντησα, απλά κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και συνέχισα να κοιτάω έξω από το παράθυρο το μαύρο σκοτάδι του σκοτεινού τούνελ.
Ήρθε λίγο πιο κοντά μου και ο μηρός του με ακούμπησε, έβγαζε μια περίεργη ζεστασιά, ανατρίχιασα, αλλά έπιασα τον εαυτόν μου να μη απομακρύνεται από το ζεστό άγγιγμα. Ο γέρος άρχισε και πάλι να μου μιλάει. «Εδώ και πέντε χρόνια έχω χάσει την γυναίκα μου, έχω μείνει μόνος και σκοτώνω την ώρα μου «ανεβαίνοντας» και «κατεβαίνοντας» με το Μετρό. Πιάνω κουβέντα με διάφορους, αλλά δεν βαριέσαι, κανείς δεν θέλει να έχει κουβέντα με έναν γέρο... άσε πια η γυναίκες με τα διάφορα ταμπού τους, αλλά αν είχα πορτοφόλι γεμάτο... τότε να δεις...».
Τον λυπήθηκα, και του απάντησα, είπαμε διάφορα περί ανέμων και υδάτων και τελικά καταλήξαμε να πάμε για καφέ. Φυσικά με τίποτα δεν είχα σκεφτεί να κάνω κάτι με τον γέρο.
Από εδώ, από εκεί, μου πέταγε κάτι υπονοούμενα. Με έπιασε η περιέργεια να δω αν του έλεγα ναι, τι θα μπορούσε να κάνει. Το απόγευμα λίγο πριν τις 4:30 ξεκινήσαμε για το σπίτι του. Ο γέρος ήταν γεμάτος χαρά που είχα δεχτεί να πάω σπίτι του. Εντωμεταξύ μου είχε πει και την ηλικία του. Ήταν 62 χρονών. Καθώς πηγαίναμε προς το σπίτι του κάπου στα Εξάρχεια σκεφτόμουν: «Δεν βαριέσαι, το πολύ να σου τον ακουμπήσει λίγο, τι παραπάνω και πόσο θα άντεχε ένας γέρος 62 χρονών;».
Το σπίτι φτωχικό, αλλά πεντακάθαρο. Καθίσαμε στην πολυθρόνα του σαλονιού, εκείνος έβαλε ένα κονιάκ και εγώ ήπια ουίσκι. Μου είπε ότι από τότε που ακόμα ζούσε η γυναίκα του «ψαχνόταν» και άλλα τέτοια. Η γλυκιά ζέστη που μου προκάλεσε το ουίσκι με έκανε πιο ενδοτικό στις ορέξεις του. Ξαφνικά έτσι όπως καθόμασταν μου λέει: «Έχεις ωραίο κώλο, από την πρώτη στιγμή που σε είδα να μπαίνεις το Μετρό το πρόσεξα, αλλά σκέφτηκα ότι μάλλον δεν θα ήθελες να κάνεις κάτι μαζί μου». «Και που ξέρεις ότι θέλω να κάνω κάτι μαζί σου τώρα;», του είπα. «Χμ... για να έρθεις μαζί μου σημαίνει ότι κάτι θέλεις...», δεν τελείωσε την φράση, σηκώθηκε, γέμισε άλλο ένα ποτήρι με κονιάκ και το κατέβασε στα όρθια όλο.
Κάθισε πάλι δίπλα μου, άπλωσε το χέρι του και το έχωσε κατευθείαν μέσα από το παντελόνι μου από πίσω. Δεν κουνήθηκα, το χέρι του άρχισε να με ψαχουλεύει προσπαθώντας να βάλει ένα από τα δάχτυλα του μέσα στην τρύπα μου. Τα χέρια του είχαν άγρια επιδερμίδα και μου γρατζουνούσαν τα κωλομάγουλα. Ένα λεπτό αργότερα αισθάνθηκα το άγριο δάκτυλο να χώνετε βαθιά μέσα στην τρύπα μου. Αυτό με έκανε να ανασηκώσω τα κωλομέρια για να τον διευκολύνω. Αισθανόμουν το δάκτυλο του να κουνιέται μέσα μου άτσαλα. Χωρίς να βγάλει το χέρι του μέσα από την τρύπα μου, άρχισε να ξεκουμπώνει το στενό τζιν που φορούσα. Τώρα η περιέργεια μου είχε φθάσει στο κατακόρυφο, ήθελα να δω τι θα μπορούσε να κάνει.
Έβγαλε το χέρι του από την τρύπα μου και με σήκωσε, άρχισε να με γδύνει. Τα γαλανά μάτια του είχαν πλημμυρήσει από λαγνεία. Τώρα ήμουν ολόγυμνος, έμεινε για λίγο όρθιος και με κοίταγε γεμάτος πάθος. Έκατσε δίπλα μου, άρχισε να με γλύφει παντού, ρούφαγε τις μικρές ρόγες μου, την κοιλιά μου, τον πούτσο μου που ακόμα δεν είχε σηκωθεί. Ύστερα με γύρισε να κάτσω στα γόνατα, πάνω στον καναπέ και μου άνοιξε τα κωλομάγουλα τέντα. Έχωσε την μούρη του ανάμεσα στα κωλομάγουλα μου και τα γένια του με τσιμπούσαν αλλά άρχισε να μου αρέσει. Αισθανόμουν την γλώσσα του να μπαίνει και να βγαίνει πεινασμένη στην ορθάνοιχτη τρύπα μου. Αυτό κράτησε περίπου πέντε λεπτά. Ύστερα με οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα του. Ένα αρκετά μεγάλο, διπλό κρεβάτι με άσπρα καθαρά σεντόνια μας περίμενε. Με ξάπλωσε, ύστερα πήγε στην ντουλάπα που βρίσκονταν αριστερά του κρεβατιού, έβγαλε μια κοντή κόκκινη φούστα και την πέταξε πάνω στο κρεβάτι. Τον είδα να σκύβει μέσα στην ντουλάπα, όταν στάθηκε όρθιος κρατούσε δύο γυναικεία παπούτσια που αφήνουν φτέρνα και δάκτυλα εκτεθειμένα, με πλησίασε και με έβαλε να τα φορέσω.
Τα φόρεσα αν και δεν μου χωρούσαν εύκολα, έδεσα και τα κορδόνια που είχαν λίγο πιο κάτω από τα γόνατα μου, φόρεσα και την κόκκινη κοντή φούστα και είχα γίνει μια τέλεια πουτανάρα. Μόλις με είδε ο γέρος, έκανε σαν παλαβός. Έπεσε στα γόνατα και άρχισε να βάζει τα πόδια μου μαζί με τα παπούτσια στο στόμα του, περνώντας την γλώσσα του ανάμεσα από τα δάκτυλα μου. Ύστερα μου σήκωσε τα πόδια ψηλά κρατώντας τα τακούνια των παπουτσιών και άρχισε να γλύφει την τρύπα μου με πάθος.
Στο τέλος φαίνετε ότι δεν άντεχε άλλο και άρχισε να γδύνεται. Όταν έμεινε γυμνός είδα την πλαδαρή κοιλιά του, τα γεροντίστικα κρέατα κρέμονταν, άρχισα να ξενερώνω, είχα αρχίσει να μετανιώνω που δέχτηκα να με ξεσκίσει. Η έκπληξη μου ήταν όταν κατέβασε το παντελόνι του. Η αποκάλυψη, το τέλειο εργαλείο που εγώ πρώτη φορά έβλεπα σε λευκό, μέχρι τώρα ότι τόσο ωραία εργαλεία είχαν οι μαύροι. Ήταν τόσο χοντρό και μεγάλο που έμοιαζε σαν βγαλμένο χέρι.
Χωρίς να το καταλάβω άναψα στην θέα ενός τέτοιου εργαλείου. Όταν ξάπλωσε δίπλα μου σκέφτηκα ότι αυτός ο γέρος, λίγο να έσκυβε άνετα θα μπορούσε να πάρει πίπα στον εαυτόν του. Του τον έπιασα, άνετα χωρούσε ένα δάκτυλο στα πλάγια για να κλείσει το χέρι μου γύρω από το καυλωμένα άγριο πράγμα του. Άρχισα να του γλείφω τα αρχίδια, μερικές από τις κατσαρές τρίχες μου μπήκαν στο στόμα και έκαναν να αηδιάσω, αλλά η θέα του χοντρού και πανύψηλου πούτσου με έκαναν να συνεχίσω να γλείφω. Το «σκαλοπάτι» του τεράστιου πουτσοκέφαλου μόλις και χωρούσε στο στόμα μου που είχε ανοίξει όσο μπορούσε πιο πολύ, αλλά παρ\' όλα αυτά τα δόντια μου ακουμπούσαν επάνω του. Κατάλαβα ότι τον πονούσα και έτσι άρχισα να του τον γλύφω γύρω-γύρω με την γλώσσα μου ενώ συγχρόνως του έπαιζα το πετσάκι του. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε από το κομοδίνο ένα κουτάκι βαζελίνη, με γύρισε και με πασάλειψε όλη μου την τρύπα. «Πάντως η τρύπα σου είναι αρκετά ανοιχτή, πρέπει να τον παίρνεις σχεδόν συνέχεια πουτάνα». Έβαλε τα δύο δάκτυλα μέσα μου και άρχισε να τα ανοίγει και να τα κλείνει σαν ψαλίδι. Με είχε καυλώσει, ο πούτσος μου είχε τσιτώσει.
Με ξάπλωσε ανάσκελα έβαλε τις γάμπες μου στους ώμους του, μου της έγλειψε με πάθος, μέχρι τα παπούτσια, με ανασήκωσε κάπως βίαια, έβαλα τα χέρια μου και άνοιξα τα κωλομάγουλα μου για να τον διευκολύνω. Άρχισε να σπρώχνει σιγά-σιγά το τεράστιο πουτσοκέφαλο μέσα μου. Άρχισα να πονάω άσχημα, φώναξα λίγο, αλλά δεν έδειξε να πτοείται, αντιθέτως χωνόταν όλο και πιο βαθιά μέσα μου. Φρίκη, ήταν τόσο μεγάλη η πίεση που αισθάνθηκα ώστε μου έφυγαν λίγα κάτουρα χωρίς να το καταλάβω. Όσο πιο βαθιά χωνόταν τόσο μου έφευγε αέρας από το άντερο και τον άκουγα να λέει «...έτσι μπράβο, κλάσε μου τα αρχίδια πουτάνα μου, έτσι, ωχ, έτσι θα σε ξεκάνω, θα σου κάνω την τρύπα να παίρνει μέσα δύο μαζί φυσιολογικούς πούτσους, έτσι μωρό μου έτσι...». Άρχισε να κουνιέται μέσα μου, το απόλυτο ξέσκισμα, κάθε τόσο άλειφε με βαζελίνη το κομμάτι του πούτσου του που έβγαινε για λίγο μέσα από την ξεσκισμένη τρύπα μου.
Ξαφνικά ο πούτσος μου άρχισε να χύνει χωρίς καν να τον παίξω, χύσια ανακατεμένα με κάτουρα έσταζαν επάνω μου, όσο το έβλεπε αυτό τόσο πιο πολύ βίαιος γίνονταν. Δυστυχώς για την ξεσκισμένη σούφρα μου αυτό κράτησε περίπου δέκα λεπτά, άρχισε να τον βγάζει από μέσα μου σιγά, βασανιστικά, κρατώντας τον με τα δύο του χέρια ήρθε και κάθισε πάνω στο στήθος μου, κοντά στο πρόσωπο μου, το χοντρό κεφάλι του τεράστιου οργάνου ήταν λερωμένο από το άντερο μου (φυσιολογικό ήταν), άρχισε να τον παίζει, ανοίγοντας μου το στόμα, ξαφνικά ένας ποταμός από καυτά χύσια μου πλημμύρησε την γλώσσα, το πρόσωπο και τα μάτια μου. «Γλείφε όλα πουτάνα, καθάρισε μου και τον πούτσο μου, να ξέρεις ότι από εδώ δεν θα φύγεις εάν δεν σε χορτάσω καλά...».
Και πραγματικά, ο άτιμος με γάμησε άλλες τρεις φορές, και όταν έφυγα στον δρόμο περπατούσα με ανοιχτά τα πόδια και με πόνους φρικτούς στην μέση μου.
Η μόνη μου χαρά ήταν ότι η μέρα μου γέμισε με ένα τεράστιο καυλί και με πολλά χύσια μέσα στο άντερο και στο στομάχι μου.
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.