Παρατηρήσεις αποστολέα: H ιστορία αυτή, είναι η μεγαλύτερη φαντασίωση όλων μας...
Η ιστορία:
Ένα Σάββατο βράδυ κανόνισα για μπαράκι στο γκάζι. Έκανα ότι κάνω συνήθως. Πήγα νωρίτερα για να πάρω "μάτι" τους ταξιτζήδες και τους τροχονόμους που βρίσκονται συνήθως εκεί.
Αυτή τη φορά πέρασε και άραξε τις μηχανές για καφέ και σάντουιτς μια ομάδα Δίας (ακριβώς εκεί που είχα παρκάρει και περίμενα τους φίλους μου). Η καλύτερη περίπτωση ικανή να με κάνει να χύνω με εκατοντάδες φαντασιώσεις. Η ομάδα βγήκε γρήγορα και ήρθε στο σημείο. Τόλμησα και είπα καλησπέρα σχεδόν "λιπόθυμος".. Απάντησε ένας απαξιωτικά (ήξεραν και τι είμαι και γιατί είπα καλησπέρα).
Δε χρειάζεται να περιγράψω πώς ήταν. Όλοι κάβλαροι, ίδιο ύψος και μάγκες. Και να' θελα δε μπορούσα να μην κοιτάω. Ένας μιλούσε στο το κινητό. "ποια γκόμενα να γαμάς κάβλα μου" (σκέφτηκα).
Οι φίλοι ήρθαν. Άρχισαν το δούλεμα γιατί ξέρουν ότι τρελαίνομαι. Πήγαμε για ποτό. Πέρασαν 3 ώρες και αρχίσαμε να βαριόμαστε. Αποφασίσαμε να το διαλύσουμε.
Πήγα στο αμάξι. Υπήρχε ένα χαρτάκι στους καθαριστήρες. Έγραφε "40 ΕΥΡΩ...". Δεν έδωσα σημασία και ξεκίνησα. Στο δρόμο σκεφτόμουν συνέχεια αυτούς. Κάποια στιγμή αντιλαμβάνομαι σινιάλα από μια τέτοια ομάδα "ωχ κι έχω πιει" (σκέφτηκα).
Σταμάτησα. Ο πρώτος φώναζε (λες και είμαι κουφός):
- Γιατί δε σταματάς στο σινιάλο;
- Περίμενα ν' αδειάσει το δεξί ρεύμα.
- Κόψε τις μαλακίες και βγες απ' το αμάξι τώρα. Βγήκα.
Φορούσα μια βερμούδα και παντόφλες. Όσο κοιτούσαν τα χαρτιά μου, ένας μου έκανε σωματικό έλεγχο. Επέμενε στον κώλο. Φτιάχτηκα τρελά.
- Μαλάκες δε θα χρειαστεί.
- Τι ρε;
- Λιπαντικό. Έτοιμος είναι.
Σβήσανε τις μηχανές και τους φάρους. Σκοτάδι. Ο δρόμος αρκετή ησυχία. Δυο νταλίκες παρκαρισμένες.
- Έλα από πίσω ή φύγε.
Πήγαν από πίσω. Μου έδωσαν τη δυνατότητα ν' αποφασίσω. Τρελάθηκα! Φυσικά πήγα.
- Γδύσου πουτάνα.
Το έκανα σιγά-σιγά. Ήρθε ένα σπρώξιμο.
- Τι κάνεις ρε; Στριπτίζ; Νομίζεις ότι θα "φτιαχτούμε";
- Τι να κάνω;
- Γδύσου γρήγορα.
Μπαμ-μπαμ τα πέταξα.
- Τι θα γίνει, θα μας κοιτάς μωρή λούγκρα;
Πήγα κοντά. Είχα τέσσερις παίδαρους μπροστά μου.
- Τελείωνε.
Κατέβασα το φερμουάρ ενός και έσκυψα. Πετάχτηκε έξω ένας ξεκάβλωτος ιδρωμένος πούτσος. Άρχισα το πιπίλισμα. Οι άλλοι τρεις κοιτούσαν χωρίς να μιλάνε, χωρίς να τον παίζουν. Τον έκανα πέτρα σε δευτερόλεπτα.
- Γύρνα.
Γύρισα και κοιτούσα τις νταλίκες. Άκουγα σιγανές ομιλίες.
- Τι συμβαίνει παιδιά;
- Παιδιά; Τι είπες μωρή αγάμητη;
Ξεκίνησαν κλοτσιές (όχι πολύ δυνατές) στον κώλο μου.
- Πονάω.
- Από τώρα;
- Αρχίζει η άμεση δράση!
Ένα καβλί ήρθε και με λίγες προσπάθειες χώθηκε μέσα μου. Ήμουν στον 7ο ουρανό. Οι άλλοι 3 άρχισαν να βγάζουν τον εξοπλισμό τους. Έμειναν με τ' άρβυλα και κατεβασμένα τα παντελόνια. Πλησίασαν.
- Ώπα μαλάκα τον ξεκώλωσες ρε...
- Μπες να δεις.
Μπήκε ο γκρινιάρης.
- Πω… τι σούφρα ιδρωμένη ειν' αυτή;
Χτυπιόταν σαν να' χε να γαμήσει μήνα. Άρχισε τα βογγητά και ένα ξαφνικό "ουφ"... Είχε χύσει μέσα μου!
- Είδες μαλάκα; Γι' αυτό δεν έβγαινα.
Ξαναμπήκε ο πρώτος. Άκουγα να χτυπιέται στα ζουμιά του άλλου.
- Μάγκα μου τη τρύπα στενή είναι αυτή;
Γάμαγε αρκετή ώρα.
- Δεν αντέχω άλλο...
Δυο χέρια μ' έπιασαν και με κρατούσαν σταθερό.
- Απόψε θα κάνεις τετράδυμα.
- Ωχ… παρ’ τα...
Μέσα κι αυτά. Η τρύπα ορθάνοιχτη. Σκέφτηκα πώς θ' αντέξω άλλους δυο. Ξαφνικά άρχισαν να με βρέχουν με κάτι καυτό. Ναι. Με κατουρούσαν οι άλλοι δυο. Τί βρώμα ήταν αυτή.
- Είχα να κατουρήσω απ’ το μεσημέρι μαλάκα. Καθάρισε με.
Άρχισα το τσιμπούκι σ' ένα βρώμικο τεράστιο καβλί. Εν τωμεταξύ, μπήκε μέσα ο τέταρτος. Αλλά δεν έκανε τίποτα. Ένιωσα υγρασία στην τρύπα. Κατούραγε μέσα... Βγήκε και πετάχτηκαν όλα έξω με φόρα.
- Χα… κοίτα, κοίτα. Γουστάρω τις αδερφές μαλάκα.
Ξαναμπήκε και με γάμαγε σαν σκυλί. Όσο και να φώναζα, αυτός τίποτα. Ο τρίτος που του καθάρισα το καυλί άρχισε να με φτύνει στη μάπα και να χώνει βαθιά στο λαρύγγι την ψωλάρα του. Μπροστά πνιγόμουν και πίσω καιγόμουν. Νέα υγρασία από πίσω. Είχε βγει ο γαμιάς και κατούρησε ο δεύτερος. Ξαναμπήκε ο τρίτος.
- Τώρα θα σε γκαστρώσω κι εγώ.
- Περίμενε μαλάκα.
Βγήκε και μπήκε ο πρώτος. Άρχισε το γαμήσι νέο γύρο.
- Ε… πάλι;
- Μπες κι εσύ ρε.
Με σήκωσαν και με γάμησαν στον αέρα. Δυο καβλιά μέσα μου. Η απόλυτη ξεφτίλα. Παρακαλούσα να τελειώσουν. Με είχαν στον αέρα αρκετή ώρα και με ξέσκιζαν. Έχυσαν και οι δυο και με προσγείωσαν.
- Εγώ δε γκαστρώνω. Πνίγω (είπε ο τρίτος). Μου έχωσε ξανά το καυλί βαθιά μέσα. Άσχημη γεύση. Δε μ' άρεσε.
- Τί κατσουφιάζεις μωρή χιλιογαμημένη;
Αγρίεψε και τον έχωνε κατ' ευθείαν λαρύγγι. Μου έκλεισε και τη μύτη. Οξυγόνο μηδέν. Πνιγόμουν. Δεν άργησα να ξεράσω το ποτό.
- Έπινες κι οδηγούσες ρε κωλόπαιδο;
Ξανά μέσα το καβλί. Πάλι βαθιά. μ' έβριζε συνέχεια. Νέος πνιγμός. Ο καργιόλης άντρας κατούραγε. Με κράτησε με βία.
- Δεν έχεις επιλογή. Πίνε.
Κατάπινα ότι έβγαζε το καβλί του με τη μία. Επιτέλους τελείωσε. Άρχισε να τραβάει μαλακία κι έχυσε πάνω στο λοστό του. Τον έχωσε μες στον κώλο μου μέχρι να ξεκαβλώσει και μου έμπηξε το λοστό στο στόμα να γλείψω το σπέρμα.
- Έχουμε τον αριθμό του αυτοκινήτου σου. Ξέρουμε πού μένεις.
Ντύθηκαν και ήρθαν κοντά μου.
- Μεταξύ μας φίλε.
- Φυσικά (απάντησα).
- Έτσι μπράβο. Το σπίτι σου θα γίνει το μπουρδέλο μας.
Έβαλαν μπρος τις μηχανές. Γύρισα κι εγώ στο αμάξι. Ήρθε ο ένας.
- Τα χαρτιά σας κύριε. Καλή σας νύχτα.
Ανάμεσα στα χαρτιά ήταν και τέσσερα δεκάρικα.
- Ε… (φώναξα), έχει μέσα κάτι...
- Η αμοιβή σου πουτανίτσα.
Κι έφυγαν. Την επόμενη Παρασκευή γύρω στις 2 τη νύχτα, χτύπησε το κουδούνι. Γνώριμη φωνή.
- Είμαστε από κάτω, πες όροφο...
(Copyright protected OW ref: 62108)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.