Σύνδεση || Εγγραφή
Αγαπητέ επισκέπτη. Σαν επισκέπτης δεν έχετε πλήρη πρόσβαση σε όλες τις λειτουργίες, και το περιεχόμενο του XStream. Οι ιστορίες που βλέπετε είναι αυτές που είχαν δημοσιευθεί πριν από μέρες.

Για να αποκτήσετε πλήρη πρόσβαση θα πρέπει πρώτα να εγγραφείτε στην online κοινότητα μας και έπειτα να ενεργοποιήσετε την πλήρη πρόσβαση που σας δίνει πλήρη δικαιώματα χρήσης των υπηρεσιών του XStream όπως... Το να βλέπετε όλες τις δημοσιευμένες ιστορίες, Nα σχολιάζετε, να επικοινωνείτε μέσω chat, Nα κάνετε video calls, Nα ανταλλάσετε φωτογραφίες και video, κλπ.

Το XStream δεν είναι απλά ένας χώρος που διαβάζετε ιστορίες. Είναι μια ενεργή κοινότητα ενηλίκων που για όσους τη δοκιμάζουν γίνεται τρόπος ζωής!

Αποποίηση ευθυνών: Όλα τα κείμενα της κατηγορίας, είναι έργα μυθοπλασίας!

Το περιεχόμενο και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο XStream.gr, συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων, με οποιονδήποτε τρόπο και εάν αυτές εμφανίζονται, δε θα πρέπει σε καμιά περίπτωση να θεωρούνται ως έγκυρες πληροφορίες, συμβουλές ή ως παραίνεση για συγκεκριμένη ενέργεια.

Περαιτέρω, ο χρήστης κατανοεί και αποδέχεται ότι, επισκεπτόμενος τις σελίδες περιεχομένου και χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες του XStream.gr, είναι πιθανό να εκτεθεί σε περιεχόμενο, το οποίο, για κάποια μερίδα ανθρώπων, μπορεί θα θεωρείται ως άσεμνο, απρεπές, ενοχλητικό, προσβλητικό κλπ. Σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνο το XStream.gr για οποιαδήποτε βλάβη ή ζημία που τυχόν υποστούν οι χρήστες του, λόγω της έκθεσής τους σε περιεχόμενο τέτοιου είδους, καθώς μια τέτοια έκθεση γίνεται με τη ρητή προς τούτο εκπεφρασμένη βούλησή τους.

Οι χρήστες επισκέπτονται τις σελίδες περιεχομένου και υπηρεσιών με αποκλειστικά δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη. Το XStream σε καμία περίπτωση δε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποδέχεται ή ενστερνίζεται καθ' οιονδήποτε τρόπο τις εκφραζόμενες στις δημοσιευόμενες ιστορίες προσωπικές ιδέες ή αντιλήψεις των χρηστών που τις αποστέλλουν ή άλλων προσώπων.

Όλα τα κείμενα της κατηγορίας είναι έργα μυθοπλασίας, ανεξάρτητα από το αν ο κάθε συγγραφέας ισχυρίζεται το αντίθετο για να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα όσα γράφει. Ονόματα, χαρακτήρες, επιχειρήσεις, τόποι, γεγονότα και περιστατικά, είτε είναι προϊόντα της φαντασίας του συγγραφέα ή τα χρησιμοποιεί για να αποδώσει τα όσα φαντάστηκε. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή πραγματικά γεγονότα, είναι καθαρά συμπτωματική. ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΕΤΕ ΝΑ ΜΙΜΗΘΕΙΤΕ στην πραγματική ζωή όσα διαβάζετε!

Το e-mail μου είναι το:

Το επόμενο καλοκαίρι έμεινα πάλι με τον Russell και πήγα να δουλέψω σε ένα πολύ καλό εστιατόριο με Ελληνική κουζίνα στο Manhattan, απέναντι από το Carnegie Hall, το Wine and Apple. Σύντομα πήρα το καλύτερο πόστο μέσα στο μαγαζί και έβγαζα πολύ καλά λεφτά, από τα φιλοδωρήματα που μου δίνανε οι πλούσιοι πελάτες που ερχόντουσαν να φάνε Ελληνικό φαγητό, μετά τις παραστάσεις που παρακολουθούσαν στην γνωστή αίθουσα συναυλιών.

Γύρισα πίσω με 12.000 αμερικάνικα δολάρια και ξεκίνησα γεμάτος όρεξη την επόμενη χρονιά μου στο πανεπιστήμιο.

Από τα τρία μου χρόνια ήξερα να παίζω κουμ-καν. Μεγαλώνοντας με τον θείο, που είχε βγει νωρίς στην σύνταξη και με την θεία, που σαν νοικοκυρά δεν είχε άλλη δουλειά εκτός από το να προσέχει το σπιτικό της, βρέθηκα να τους παρακολουθώ από τριών χρονών παιδάκι να παίζουν καθημερινά χαρτάκι με τους φίλους τους. Έτσι εξελίχτηκα σιγά - σιγά σε ένα παθιασμένο χαρτοπαίχτη και από τα πέντε μου χρόνια ήδη, αρνιόμουν να πάω για ύπνο αν ο θείος μου δεν με έπαιζε μια παρτίδα ζερό (παραλλαγή του κουμ-καν).

Ευτυχώς αυτό το πάθος το ξεπέρασα γύρω στα δέκα μου χρόνια. Θυμάμαι τα αξέχαστα πολύωρα παιχνίδια που παίζαμε στο εξοχικό τους στη Λούτσα, καθώς μαζευόντουσαν όλοι οι φίλοι τους τα καλοκαίρια. Τι αναμνήσεις Θεέ μου. Οι λάμπες πετρελαίου και τα ξύλινα ψυγεία του πάγου και μετά οι λάμπες ασετιλίνης. Και το Πάσχα που ξαπλώναμε είκοσι άτομα στρωματσάδα έξω στον ξάστερο ουρανό, στην τσιμεντένια αυλή, πάνω από την δεξαμενή του φτωχικού σπιτιού.

Και η μουσική του Βαμβακάρη και του Τσιτσάνη και τα τραγούδια του Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας. Τι υπέροχα χρόνια, γεμάτα φτώχια, γέλιο, καλή καρδιά, μπάνιο στη θάλασσα με την σαμπρέλα της θείας και στην επιστροφή ένα μαριδάκι, στο ταβερνάκι δίπλα στο αμπέλι και ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί. Αχ! Ελλάδα μου γλυκιά. Ήταν και αυτές οι εικόνες που με κάνανε να γυρίσω πίσω σε σένα δεκαπέντε χρόνια πριν και δεν φταις εσύ που το ‘χω μετανιώσει τόσο.

Εκείνο τον χειμώνα λοιπόν στο Μόντρεαλ γνώρισα την αποθέωση της παρέας. Από Παρασκευή βράδυ μαζευόμασταν σε ένα από τα σπίτια των φοιτητών της Ελληνικής παροικίας, συνήθως σε δυο - τρεις που είχαν αρκετά μεγάλα σπίτια, ώστε να χωράνε τα δέκα - δώδεκα άτομα, από τα οποία αποτελείτο η παρέα μας. Συνήθως ήταν όλοι φοιτητές και φοιτήτριες που κάνανε το Master ή το PHD τους, καθώς και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, όπως ο Γιώργος που δίδασκε Φυσική στο Mc Gill.

Βλέπετε ο Καναδάς με τους τρομερούς χειμώνες του ευνοεί την παρέα μέσα στα σπίτια. Και έτσι δώδεκα μαντράχαλοι σκοτωνόντουσαν παίζοντας scrabble, Monopoly, τάβλι και ότι άλλο μπορείτε να φανταστείτε, κλεισμένοι μες στο σπίτι επί τρεις συνεχόμενες μέρες, καθώς τα βράδια κοιμόμασταν όλοι μαζί στρωματσάδα στο πάτωμα! Βέβαια η αποθέωση ερχόταν όταν ξεκινάγαμε τα τουρνουά της μπιρίμπας που δεν τελειώνανε παρά αργά τα βράδια της Κυριακής και όπου φυσικά λόγω της πρότερης σταδιοδρομίας μου στο κουμ-καν, διέπρεπα σχεδόν πάντα. Υπέροχες αναμνήσεις από μια πόλη και μια χώρα που μόνο τα καλύτερα θα μπορούσα να πω, για τον τρόπο που αντιμετωπίζει αυτούς που αναζητούν την μοίρα τους, στα φιλόξενα χώματα της.

Τα Χριστούγεννα του ‘88 έδωσα ραντεβού με τον Σπύρο στο σπίτι του Διονύση, στο Λονδίνο. Δεν έβρισκα το θάρρος να του ανακοινώσω από το τηλέφωνο ότι θέλω να χωρίσουμε, μιας και ως μεγαλόψυχος άνθρωπος ήθελα να τον απελευθερώσω από αυτήν την αδιέξοδη σχέση. Έτσι τον έφερα μέχρι το Λονδίνο, για να του ανακοινώσω γεμάτος χαρά ότι χωρίζουμε και είναι ελεύθερος πια να φτιάξει την ζωή του. Τι τράβηξε και αυτός ο άνθρωπος μαζί μου… Ε! Τον αγαπούσα και είπα να του κάνω δώρο τα πιο μαύρα Χριστούγεννα της ζωής του! Καταπληκτική ιδέα, δεν βρίσκετε; Τώρα που το σκέφτομαι δεν τον κατηγορώ για όσα μου έκανε αργότερα…

Το καλοκαίρι του '89 δεν μπόρεσα να δουλέψω σαν γκαρσόνι στην Νέα Υόρκη. Είχε μόλις κατατεθεί ο νέος νόμος και όλοι οι εστιάτορες ήταν πολύ τρομοκρατημένοι για να με προσλάβουν. Διότι όποιος προσελάμβανε παράνομο εργάτη στην επιχείρηση του και τον ανακάλυπταν, τον χώνανε φυλακή. Και στην Αμερική οι νόμοι τηρούνται. Τουλάχιστον στην αρχή.

Ο Russell τα είχε φτιάξει με τον Carlos, ένα παιδαρά χορευτή από την Κολομβία και ζούσαν μαζί σε ένα studio στο Soho. Με προσκαλέσανε να πάω να τους δω σε μια παράσταση μοντέρνου χορού που παίρνανε μέρος και ήταν υπέροχοι και οι δυο τους. Εκείνο το καλοκαίρι πήγα να μείνω στο σπίτι της φίλης μου της Χρύσας, στο υπέροχο παραλιακό χωριουδάκι του Port Jefferson που θύμιζε Ελλάδα, στο κέντρο του Long Island, μέχρι να δω πως θα εξελιχτεί η κατάσταση.

Και έτσι καθόμασταν και οι δυο μας με τους αγκώνες στο παράθυρο και τα χέρια στο σαγόνι, αναστενάζοντας κάθε φορά που περνάγανε από μπροστά μας ο Mark με τον Bill, τα δυο δεκαοκτάχρονα κουκλιά, που γυμνά από την μέση και πάνω, κόβανε το γρασίδι και κλαδεύανε τους θάμνους του κήπου της.

Η υπέροχη Χρύσα. Το έπος του Έλληνα μετανάστη και της δύναμης της φυλής μας. Που έφυγε 18 χρονών από την Ελλάδα, με το που τελείωσε το Γυμνάσιο, για να παντρευτεί τον καλό της που την πήρε μαζί του στη Νέα Υόρκη και της έκανε δυο παιδιά. Και που, καθώς αυτός πήγαινε στη δουλειά του, σαν μάγειρας στα εστιατόρια, αυτή καθόταν σπίτι να μεγαλώσει τα παιδιά της. Και κάποια στιγμή δεν άντεξε και ξεκίνησε μαθήματα αγγλικών, μια που δεν ήξερε κουβέντα. Και μετά με θράσος θέλησε να μπει στο πανεπιστήμιο και τα κατάφερε και σπούδασε μηχανολόγος - μηχανικός.

Και η υπέροχη Ικαριώτισσα έχοντας καταφέρει να αναρριχηθεί με την αξία της και το απίστευτο Ελληνικό μυαλό της είχε φτάσει να δουλεύει σαν ανώτερο στέλεχος στο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας του Long Island. Και λίγο πριν γίνει υποδιευθύντρια του εργοστασίου, τα παράτησε όλα και μαζί και τον άνδρα της, που είχε τόσο κόμπλεξ απέναντι της και ασχολήθηκε με τα παλιά κοσμήματα και τα έργα τέχνης, που ήταν η αγάπη της και έγινε αντικέρ. Εκείνο το υπέροχο καλοκαίρι εγώ ήμουν είκοσι εφτά χρονών και αυτή κοντά στα σαράντα πέντε.

Την πρωτοσυνάντησα όταν είχε πάει να επισκεφτεί την αδερφή της την Αφροδίτη στην Αθήνα, το τελευταίο καλοκαίρι πριν πετάξω για Μόντρεαλ.. Η Αφροδίτη έμενε στο διπλανό διαμέρισμα από το δικό μου στην Πανόρμου. Μας είχε αγαπήσει πολύ και μένα και τον Σπύρο και είμαι σίγουρος ότι παρόλο που δεν το είχαμε συζητήσει ποτέ, γνώριζε για μας. Ε, δεν μπορεί. Οι μεσοτοιχίες στις Ελληνικές πολυκατοικίες του ‘60 και του ‘70, είναι σαν τσιγαρόχαρτα.

Με την Χρύσα αισθανθήκαμε μια απίστευτη έλξη από την πρώτη φορά που κοιταχτήκαμε στα μάτια. Απίστευτη Σκορπίνα, όπως και η Άννα. Σαν να ήμασταν δίδυμα αδέρφια. Πολλές φορές δεν χρειαζόταν καν να ολοκληρώσω μια πρόταση. Την συνέχιζε και την τέλειωνε αυτή και ήταν σαν να μιλάω εγώ. Ήταν πολύ μοναχική γυναίκα. Παραήταν δυναμική, έξυπνη και ανεξάρτητη, για να στεριώσει άνδρας δίπλα της. Δεν έβαζε νερό στο κρασί της και έπρεπε τον άνδρα που είχε δίπλα της να τον θαυμάζει. Και έτσι οι Βαρόνοι και οι εκατομμυριούχοι (μιας που ήταν και κούκλα) από όλο τον κόσμο, ήρθαν στη ζωή της και παρήλθαν.

Μόνο εγώ έκατσα δίπλα της. Ώστε να μπορέσω να την παραδώσω στην εκκλησία, ένα χρόνο αργότερα, στα χέρια του λάθους ανθρώπου. Γιατί, ναι μεν τον αγάπησε τον τριαντάρη καστανό, παθιάρη Σύριο εραστή της, αλλά αυτός της έκανε την ζωή κόλαση δέκα χρόνια με τις ζήλειες του, μέχρι που μετακόμισαν και οι δυο στην Ελλάδα και εν τέλει χωρίσανε, για να παραμείνουνε όμως δυο καλοί φίλοι μέχρι σήμερα.

Μια μέρα που ο κήπος αναστέναζε από την απουσία των γυμνών παιδαράδων, αποφάσισε να με ξεναγήσει στην πόλη που διασκέδαζε. Δυο ώρες μακριά ήταν ο παράδεισος των χαρτόμουτρων. Μπήκαμε στον κεντρικό δρόμο του Atlantic City και καθώς παρκάραμε το αμάξι και αρχίσαμε την βόλτα μας, τα ‘χασα με τα τεράστια καζίνο-ξενοδοχεία που ήταν κτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο πάνω στην παραλιακή. Τόσος πλούτος και τόση μιζέρια. Μπορούσες να δεις ότι η πόλη ήταν σε παρακμή. Ερχόντουσαν να παίξουν από όλη την ανατολική ακτή, αλλά ο πλούτος δεν είχε διοχετευτεί στην πόλη και στους φτωχούς μαύρους που αποτελούσαν την πλειοψηφία της.

Ερωτεύτηκα το Black Jack (Εικοσιένα). Και από την πρώτη φορά που παρακολούθησα πως παίζεται και πήρα την θέση μου απέναντι στον dealer του καζίνο, δεν ξανακάθισα σε θέση άλλου παιχνιδιού.  Ήταν σκέτη τύχη ότι σχεδόν πάντα κέρδιζα αρκετά χρήματα, μέχρι που γύριζε το παιχνίδι και μου τα 'παιρνε ο dealer όλα πίσω; Ο εγωισμός μου είχε πληγωθεί, καθώς δυο-τρεις φορές κατέληξα να παίρνω την Χρύσα τηλέφωνο, μες στα άγρια μεσάνυχτα και να την παρακαλάω να ‘ρθει να με πάρει από τον σταθμό των λεωφορείων στο Port Jefferson, μια που είχα ποντάρει και το τελευταίο μου δολάριο στην τσόχα. Απ’ όσα είχα πάρει μαζί μου τουλάχιστον.

Σκόπευα να το ανακαλύψω λοιπόν. Πήγα σε ένα κατάστημα αθλητικών ειδών και αγόρασα ένα σορτσάκι, δυο μπλουζάκια και ένα ζευγάρι sneakers. Έπιασα ένα δωμάτιο φτωχού ξενοδοχείου, δυο δρόμους πιο μέσα από την παραλιακή που ήταν όλα τα καζίνο, το προπλήρωσα για μια βδομάδα και ξεκίνησα το πρόγραμμα μου. Σηκωνόμουν το πρωί κατά τις οκτώ, έτρεχα εφτά χιλιόμετρα στην ξύλινη ράμπα της παραλιακής, έκανα άλλη μισή ώρα push ups, κοιλιακούς και ραχιαίους και μετά πήγαινα να πάρω ένα πολύ καλό πρωινό. Κατόπιν ξεκίναγα τον πρωινό κύκλο του παιχνιδιού μου. Ο κανόνας ήταν, σηκωνόμαστε και φεύγουμε όταν τετραπλασιάσουμε τα χρήματα με τα οποία ξεκινήσαμε. Και μετά επιστρέφουμε πάλι για τον βραδινό γύρο αφού έχουμε φάει ένα εξαιρετικό γεύμα και απολαύσει τον απογευματινό μας ύπνο.

Παρόλο ότι ήμουν ένας φτωχός φοιτητής, είχα το θράσος μετά από λίγο καιρό, να πιάνω τρεις θέσεις μόνος μου, από τις έξι που έχει το κάθε τραπέζι του Black Jack. Και που είναι το maximum που επιτρέπεται σε ένα παίκτη. Είχα ακούσει για τον Νick the Greek που έπιανε μόνος του ένα ολόκληρο τραπέζι όταν έπαιζε και που ξετίναζε τα καζίνο όπου εμφανιζόταν. Δεν τους ένοιαζε όμως. Μάζευε ολόκληρα πλήθη και κερδίζανε πολύ περισσότερα από την εμφάνιση του στα καζίνο τους. Όλοι τον θέλανε στο μαγαζί τους. Ήταν ένας ζωντανός θρύλος.
Όταν ο dealer μου μοίραζε δυο δυάρια σε μία θέση, προτιμούσα να κάνω split και να παίζω σαν να ‘μουν σε δυο διαφορετικές θέσεις, παρά να συνεχίσω με ένα τεσσάρι σε μία, που είναι ότι χειρότερο μπορεί να σου τύχει στο Black Jack. Γιατί μετά αν σου έρθουν δυο μεγάλα φύλα έχεις καεί, αφού ξεπερνάς τους εικοσιένα πόντους. Έτσι, αρκετές φορές κάνοντας και δεύτερο ή και τρίτο split, βρέθηκα να παίζω σε έξι ή εφτά διαφορετικές θέσεις και όχι μόνο στις τρεις που επίσημα κράταγα. Και αν μάλιστα μετά το δυάρι, έπεφτε και άλλο δυάρι ξαναέκανα split και στην συνέχεια αν ακολουθούσε ένα οκτάρι ή ένα εννιάρι, είχα το δικαίωμα να διπλασιάσω το στοίχημα και να ζητήσω μόνο ένα φύλλο ακόμα, αφού είχα πολλές ελπίδες να πέσει δεκάρι και να κερδίσω. Αυτό σημαίνει ότι ποντάροντας ένα απλό εικοσαδόλαρο στην αρχική θέση, μπορούσα να βρεθώ να διεκδικώ ακόμα και πεντακόσια δολάρια μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα παιχνιδιού.

Ναι, είναι ανεπίτρεπτο για μια κυβέρνηση που σέβεται τους πολίτες της, να επιτρέπει το άνοιγμα καζίνων, χωρίς πραγματικό περιορισμό στη συμμετοχή παιχτών με χαμηλό εισόδημα και όχι μόνο. Γιατί πώς να αντέξει μια ψυχή την πρόκληση και πόσες είναι αυτές άραγε που μπορούν να τα καταφέρουν, πριν να κλείσουν άπειρα σπίτια, όταν για αυτά τα λεφτά που μπορεί να κερδίσει κάποιος σε μερικά λεπτά, πρέπει να δουλεύει σκληρά για ένα ολόκληρο μήνα;

Γινόμουνα όλο και καλύτερος αλλά έπρεπε να θυσιάζω συνεχώς την τελευταία θέση του τραπεζιού, ώστε να είμαι σίγουρος ότι ελέγχω κατά κάποιο τρόπο τον μαθηματικό κύκλο των χαρτιών και να αποκλείω ταυτόχρονα κάποιο άσχετο παίκτη από το να την πιάσει και να τινάξει με το παιχνίδι του τα πάντα στον αέρα. Γιατί, ότι ανεβαίνει κατεβαίνει και ότι έρχεται παρέρχεται και όποιος αντέξει, όταν έρχεται μαθηματικώς η σειρά του dealer να σαρώσει το τραπέζι με τα συνεχόμενα limit up του! Και τότε πρέπει η όσφρηση σου να είναι εξασκημένη στο έπακρο, ώστε να χαμηλώνεις τα πονταρίσματα σου όσο κρατάει η αντίξοη θύελλα και μέχρι να έρθει και πάλι η σειρά των παικτών να ευχαριστούν την Θεά τύχη για την εύνοια της. Αρκεί βέβαια να είναι ακόμα ζωντανοί στο τραπέζι.

Και συνέχιζα να δίνω την μάχη μου με τις μικρές μου δυνάμεις και να αντέχω βδομάδες ολόκληρες, κάποιες φορές και με τον Russell δίπλα μου, που αποδείχτηκε ένας πολύ τολμηρός και ευδιάθετος παίχτης. Το διασκεδάζαμε πραγματικά...

Και προς το τέλος αυτού του ασυνήθιστου καλοκαιριού η Χρύσα μου είπε ότι ανακάλυψε ένα υπέροχο ρολόι τσέπης, των αρχών του εικοστού αιώνα, με πέντε διαφορετικά χρώματα χρυσού στην επιφάνεια του κι εγώ που τρελαίνομαι για παλιά ρολόγια τσέπης έπρεπε να το αποκτήσω στην καταπληκτική τιμή των 2.500 δολαρίων μόνο. Και έριξα την μούρη μου και ζήτησα από τον πατέρα μου να μου δανείσει χίλια δολάρια. Και όταν έφτασαν, έδωσα τα τετρακόσια στην Χρύσα που της τα χρώσταγα, έβγαλα το εισιτήριο της επιστροφής και πήρα μαζί μου τα τετρακόσια με τα οποία όφειλα να παίξω και να κερδίσω τα χίλια διακόσια δολάρια που χρειαζόμουν για την προκαταβολή της αγοράς του ρολογιού.

Έφτασα πρωί στο Ταζ Μαχάλ του Trump, που ήταν πολύ Kitsch και φιλικό και σε μια ώρα κέρδιζα χίλια εκατό δολάρια. Δεν σταμάτησα εκεί, μέχρι που έχασα όλα τα κέρδη μου. Έχασα και τα διακόσια πενήντα δολάρια από το αρχικό μου κεφάλαιο. Ήθελα πολύ να κερδίσω και έτσι δεν ευχαριστιόμουν το παιχνίδι καθώς ο ιδρώτας πότιζε το πουκάμισο μου. Η πίεση που ένιωθα ήταν απίστευτη και η ανακούφιση φοβερή, όταν έφυγα από κει μέσα την άλλη μέρα στις δυο το πρωί με 1.250 δολάρια κερδισμένα στην τσέπη μου.

Έδωσα τα λεφτά της προκαταβολής στην Χρύσα, πήρα το τραίνο, γύρισα στο Μόντρεαλ, πήρα και τα υπόλοιπα λεφτά από την τράπεζα, της τα έστειλα και αυτά και έμεινα με πεντακόσια δολάρια στο λογαριασμό μου και ένα χρυσό ρολόι τσέπης. Ξεκίνησα άφραγκος την τελευταία και πιο κρίσιμη χρονιά μου στο πανεπιστήμιο, τρέχοντας πέντε μέρες την βδομάδα γύρω-γύρω, από αίθουσα σε αίθουσα. Και αντί τα σαββατοκύριακα να κάθομαι να ξεκουραστώ και να γράφω τις εργασίες μου, βρέθηκα κάθε Παρασκευή βράδυ στις εννιά, να πιάνω δουλειά στο σκυλάδικο της Park Avenue. Στις πέντε το πρωί του Σαββάτου γύριζα εξουθενωμένος στο σπίτι μου, περπατώντας στα δάχτυλα για να μην ξυπνήσω την Άννα με την οποία συγκατοικούσαμε, μετά τον πολιτικό γάμο που είχαμε κάνει.

Ήθελα τόσο να την βοηθήσω να πάρει την πράσινη κάρτα, ώστε να πληρώνει πολύ λιγότερα λεφτά στο πανεπιστήμιο και να ανεξαρτητοποιηθεί από τον δυνάστη πατέρα της. Μερικές μέρες μάλιστα της πήγαινα και το πρωινό στο κρεβάτι για να το μοιραστεί με τον νέο της εραστή, τον Οδυσσέα, ένα καταπληκτικό δεκαοκτάρη έφηβο, που μου έτρεχαν τα σάλια καθώς τον σκεφτόμουνα γυμνό στο δικό μου κρεβάτι. Πόσο μου άρεσε να τους βλέπω να χουζουρεύουν γυμνοί, αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι…

Κατά τις πεντέμισι το πρωί του Σαββάτου λοιπόν, γυρίζοντας από το σκυλάδικο, έκανα ένα καυτό μπάνιο να ξεκουράσω λίγο τα κόκαλα μου και παίρνοντας δυο διαφορετικά λεωφορεία και αλλάζοντας άλλα δυο metro, έφτανα στο αεροδρόμιο, όπου δούλευα σαν καθαριστής από τις εφτά το πρωί μέχρι τις πέντε το απόγευμα. Κατά τις εφτά το απόγευμα του Σαββάτου ήμουν πίσω στο σπίτι μου, όπου έκανα ένα καυτό μπάνιο για να ξεκουράσω τα κοκαλάκια μου και να κοιμηθώ ένα δίωρο, μέχρι που έφτανε εννιά η ώρα και γύριζα για δουλειά στο σκυλάδικο, από όπου τέλειωνα στις πέντε το πρωί της Κυριακής, για να γυρίσω σπίτι μου, να κάνω ένα καυτό μπάνιο για να ξεκουράσω τα κοκαλάκια μου και να φύγω παίρνοντας δυο λεωφορεία και δυο metro, για την δουλειά μου στο αεροδρόμιο, από όπου γύρναγα εξαϋλωμένος στο σπίτι μου στις εφτά το απόγευμα της Κυριακής, για να κάνω ένα καυτό μπάνιο, να ξεκουράσω τα κοκαλάκια μου και να ξυπνήσω την Δευτέρα το πρωί και να ξεκινήσω τον φαύλο κύκλο από την αρχή.

Και εκείνη την Κυριακή που ο μανιακός είχε πασαλείψει τα σκατά του και στους τέσσερις τοίχους της τουαλέτας κι εγώ έπρεπε να τα καθαρίσω γονατιστός, δεν άντεξα άλλο και έκλαψα πικρά άλλη μια φορά, για την μαύρη μου την μοίρα. Ούτε θυμάμαι πόση ώρα έμεινα ξαπλωμένος ανάσκελα στο πάτωμα της τουαλέτας, με τσακισμένη την μέση, κοιτώντας με άδεια μάτια το ταβάνι, παρακολουθώντας την ζωή μου να περνάει από μπροστά μου με ξεθωριασμένη την ονειρική της μεγαλοπρέπεια και που όχι μόνο έμοιαζε πια, αλλά και μύριζε, σκατά.

Έξι μήνες κράτησε το μαρτύριο και μην με ρωτήσετε πως άντεξα. Δεν είχα άλλη λύση. Έπρεπε να πληρώσω για την ματαιοδοξία μου. Αποφοίτησα με 4,4 με maximum το 5 και έτσι με δεχτήκανε στο York στο Τορόντο, για το μεταπτυχιακό μου στη σκηνοθεσία και σενάριο κινηματογράφου και video. Δεχόντουσαν δέκα μαθητές από όλο τον κόσμο κάθε δυο χρόνια και αυτό είναι το μόνο που με κάνει υπερήφανο για την εισαγωγή μου στο York. Γιατί κατά τα άλλα, ήταν ένα πολύ μέτριο πρόγραμμα. Δεν χρειαζόμουνα κανένα master για να γίνω σκηνοθέτης, ούτε ήθελα να διδάξω σε πανεπιστήμιο. Ήθελα να κάνω ταινίες.

Ήμουν σε μια μεταβατική περίοδο της ζωής μου και έπρεπε να πάρω αποφάσεις. Ουσιαστικά μπήκα στο York εξαγοράζοντας χρόνο μέχρι να δω τι θα κάνω. Πήγα προς τα δυτικά, στον Αγγλικό Καναδά, για τις γνωριμίες, μιας που πολλές ταινίες του Hollywood γυριζόντουσαν εκεί. Οι Αμερικάνοι είναι σαν παιδιά, αγνοί και αθώοι, αλλά η ζωή είναι άδεια όταν κυνηγάς μόνο το χρήμα και την καταξίωση. Η συνεχόμενη μοναξιά με είχε κάνει υπερευαίσθητο. Αντικρουόμενα θέλω απειλούσαν να με σχίσουν στη μέση.

Νοίκιασα ένα δωμάτιο στο σπίτι ενός Ιορδανού καθηγητή λογοτεχνίας που έκανε το PHD του στο York. Η γυναίκα του ήταν παρουσιάστρια της τηλεόρασης στο Αμμάν και ερχόταν να τον δει δυο-τρεις φορές τον χρόνο μαζί με τα δυο τους παιδιά που τελειώνοντας το σχολείο, θα ερχόντουσαν να σπουδάσουν στο Τορόντο.

Ο Fayez ήταν σαν στρουμφάκι. Πενηντάρης, χοντρούλης, 1.65, με αρχή φαλάκρας και ένα αθώο παιδικό χαμόγελο. Ένας daddy. Και αυτό ήταν φαίνεται αυτό που του βρίσκανε οι γκομενάρες από το πανεπιστήμιο, που τις έφερνε την μία πίσω από την άλλη και τις πήδαγε στο σπίτι του. Είχα μείνει μαλάκας!! Τα ωραιότερα μανούλια που μπορεί να φανταστεί κανείς, στην αγκαλιά ενός κοντού, χοντρού, καραφλού πενηντάρη. Ε! Ταλέντα είναι αυτά όπως φαίνεται.

Όσο για μένα, είχα εξελιχτεί σε ένα καταπληκτικό μάγειρα Ελληνικής κουζίνας (τι ειρωνεία...), αυτά τα τελευταία τρία χρόνια που αναγκαζόμουν να μαγειρεύω, αφού δεν είχα χρήματα για να τρώω έξω. Έφτιαχνα μια κατσαρόλα φαί και έτρωγα δυο-τρεις μέρες. Αυτό συνέχισα να κάνω λοιπόν και στο σπίτι του Fayez και κάθε φορά που τον καλούσα να το μοιραστεί μαζί μου, άνοιγε τα ματάκια του και με κοιτούσε με λατρεία ξελιγωμένος. Η αγάπη περνάει απτό στομάχι βλέπετε.

Ο Fayez μου εξομολογιόταν πολλά πράγματα για την οικογένεια του και την σχέση του με την γυναίκα του, που δοκιμαζόταν από την απόσταση που χώριζε το ζευγάρι. Περνάγαμε πολύ όμορφα μαζί, αλλά το σεξουαλικό μου πρόβλημα, εν αντιθέσει με αυτόν, μεγάλωνε μέρα με την μέρα! Κόντευα να τα παίξω και δεν βοήθησε καθόλου η εισαγωγή μου στην ομάδα water polo του πανεπιστημίου. Το αντίθετο μάλιστα. Η καθημερινή μου συναναστροφή με όλους αυτούς τους παιδαράδες, που δεν μπορούσα να αγγίξω, με είχε εξουθενώσει. Και έτσι ξέσπαγα στην προπόνηση, μήπως και κουραστώ και ηρεμίσουν οι ορμές μου λίγο. Οι ορμές βέβαια αντί να μειώνονται αυξάνονταν, η μαλακία στις τουαλέτες της πισίνας πήγαινε σύννεφο κι εγώ μετά γύρναγα σπίτι και έτρωγα τον αγλέορα για να αντικαταστήσω την χαμένη ενέργεια.

Έπαθα σοκ όταν πλησιάζοντας την αυλόπορτα του σπιτιού εκείνη το απόγευμα του Οκτώβρη, είδα να την ανοίγει και να βγαίνει ένας ξανθός κούκλος. Τον κοίταξα, με κοίταξε, σάλια έτρεξαν απτό στόμα μου και ένα άναρθρο βογκητό καύλας βγήκε απ’ τα χείλη μου. Νόμιζε ότι τον χαιρέτησα, με χαιρέτησε και αυτός και κατευθύνθηκε προς το αμάξι του. Πιάνοντας ασυναίσθητα τα αρχίδια μου πήγα προς το σπίτι. Μπήκα μέσα γεμάτος προσμονή.

-    «Ποιος ήταν αυτός ρε Fayez;» τον ρωτάω.

-    «Α!» μου λέει. «Ο Peter είναι ηλεκτρολόγος και ήθελε να νοικιάσει την άλλη κρεβατοκάμαρα»

(λόγω οικονομικών δυσκολιών ο Fayez, ήθελε να νοικιάσει και την δεύτερη κρεβατοκάμαρα των παιδιών, μιας που αυτά θα αργούσαν πολύ να έρθουν στο Τορόντο για τις σπουδές τους).

-    «Ε και;» τον ρωτάω γεμάτος προσμονή και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό για το εισάκουσμα των προσευχών μου.

-    «Τι να σου πω βρε παιδί μου» μου λέει, «αλλά…»


-    «Τι αλλά… ρε Fayez;» τον ρωτάω γεμάτος αγωνία τώρα.


-    «Να μωρέ, καλό παιδί μου φάνηκε, αλλά νομίζω ότι είναι gay. Και πραγματικά σου λέω, προτιμάω να βάλω ληστή στο σπίτι μου, παρά ένα gay».

Τα υστερικά γέλια όρμηξαν σαν ποτάμι να με πνίξουν και καθώς δεν βρήκαν διέξοδο, έσκασαν στα μάτια μου και μέχρι να φτάσω τρέχοντας στο μπάνιο, προφασιζόμενος ότι πρέπει να κατουρήσω, αυτά είχαν γεμίσει δάκρυα. Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέπτη και ανακουφισμένος άφησα τα γέλια που είχαν μετατραπεί σε δάκρυα, να κυλήσουν ελεύθερα στα μάγουλα μου.

Έμεινα αγάμητος όλο αυτό τον χρόνο που έμεινα στο σπίτι του Fayez. Ο Θεός να τον έχει καλά, πέρασα πολύ όμορφα μαζί του παρόλα αυτά και λόγω της αγάπης που του είχα, αισθάνθηκα ότι του όφειλα δυο κουβέντες για μένα, προτού φύγω από κοντά του.

Αρκετές φορές τον σκέφτομαι και τότε αισθάνομαι ότι με σκέφτεται και κείνος... και ξέρω ότι είναι από αγάπη επίσης.

(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")

Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.

Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.