Το e-mail μου είναι το:
Η επιχείρηση ανήκε στον κύριο «Β» έναν μεσήλικα γύρω στα 55, καλοστεκούμενο και γεροδεμένο με κάποια περιττά κιλά. Η συμφωνία μας ήταν να διεκπεραιώνω τις εξωτερικές δουλειές το πρωί και στη συνέχεια να κάθομαι σε ένα γραφείο στη βιοτεχνία για να ασχολούμαι με τα εσωτερικά της επιχείρησης. Το κλίμα ήταν αρκετά καλό και φιλικό και γρήγορα εγκλιματίστηκα στο νέο περιβάλλον. Εκτός από εμένα, οι εργαζόμενοι ήταν μια κοπέλα στο λογιστήριο, δυο οδηγοί και πέντε εργάτες που χειριζόντουσαν τα μηχανήματα της βιοτεχνίας.
Επειδή ο ένας από τους οδηγούς έμενε κοντά στη περιοχή που ήταν το σπίτι μου (στην άλλη άκρη της Αθήνας), περίμενα πολύ μετά το ωράριο μου να τελειώσει από τις παραδόσεις για να γυρίσουμε μαζί πίσω με το Ι.Χ. του. Μεταφορικό μέσο δεν είχα τότε και η συγκοινωνία δεν βόλευε. Έμενα έτσι σχεδόν κάθε μέρα μέχρι αργά και πολλές φορές μόνος στη βιοτεχνία. Ο κύριος «Β» που ήταν άφαντος συνήθως όλο το πρωί σε δουλειές, γυρνούσε το απόγευμα στην επιχείρηση και καθόταν και άλλο αφού φεύγαμε εγώ και ο οδηγός για τα σπίτια μας.
Έτσι πολλές φορές βρισκόμασταν με το αφεντικό μου και τα λέγαμε. Εγώ περιμένοντας τον οδηγό για να φύγω, αυτός γυρνώντας από μια κοπιαστική μέρα σε δουλειές έξω.
Εγώ εκείνη τη περίοδο είχα αρχίσει να ανακαλύπτω (ή μάλλον καλύτερα να αποδέχομαι) την άλλη πλευρά της σεξουαλικότητας μου και παρόλο που είχα σχέση με κοπέλα πειραματιζόμουν μόνος μου, χώνοντας πράγματα στην κωλοτρυπίδα μου. Ήταν ένα προσωπικό παιχνίδι που το ευχαριστιόμουν πολύ και καύλωνα τρομερά! Φυσικά και είχε περάσει από το μυαλό μου η ιδέα να πάω με άλλον άντρα, αν και για να είμαι ειλικρινής φοβόμουν να κάνω αυτό το βήμα.
Ένα από τα πολλά απογεύματα που περίμενα στη δουλειά τον οδηγό για να φύγω, ο κύριος «Β» μπήκε στην βιοτεχνία μαζί με έναν φίλο του συνομήλικο. Μου τον σύστησε και πήγαν να κάτσουν στο πάνω γραφείο στο πρώτο όροφο. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά ο κύριος είπε στο αφεντικό μου:
- «Το παιδί είναι ρε που μου έλεγες; Καλόοοοο!» και έμπηξαν κάτι πνιχτά γελάκια.
Δεν έδωσα σημασία και συνέχισα να περιμένω κάτω. Εντωμεταξύ το αφεντικό μου με το φίλο του είχαν αρχίσει τα ουίσκι και τα λέγανε. Γέλια συνεχώς διέκοπταν τη συζήτηση τους, περνάγανε καλά προφανώς.
Σε κάποια φάση μετά από ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω και είναι ο οδηγός.
- «Έλα» μου λέει. «Με ζήτησε ο κύριος «Β»;»
- «Όχι», του απαντώ. «Αλλά εδώ είναι, μισό λεπτό να στον δώσω».
Περνάω τη γραμμή πάνω και μετά από λίγο με φωνάζει ο κύριος «Β».
- «Καλώς το το παιδί!» μου λέει ο φίλος του με περιπαικτικό ύφος όταν πάω στο γραφείο.
- «Σταμάτα ρε!» του κάνει παρατήρηση το αφεντικό μου.
- «Ξέρεις, δεν θα έρθει σήμερα από εδώ ο «Σ». Μπορώ να σε πάω εγώ στο σπίτι σου αν θες να περιμένεις λίγο…»
- «Όχι» του λέω εγώ. «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Παίρνω και ένα ταξί και πάω».
- «Δεν υπάρχει περίπτωση! Εγώ θα σε πάω. Να, τώρα σε λίγο φεύγει ο (δεν θυμάμαι το όνομα του), άλλωστε εγώ φταίω που έστειλα τον «Σ» σε μια δουλειά, δεν είσαι υποχρεωμένος να πληρώνεις ταξιά και μαλακίες για τις δικές μου υποθέσεις»
- «Οκ» απάντησα εγώ, και κατέβηκα ξανά κάτω.
Η αλήθεια είναι πως ο κύριος «Β» τα είχε τσούξει. Δεν τον είχα ακούσει να ξαναβρίζει ποτέ, φαινόταν και από το ύφος του, άσε που μύριζε αλκοόλ και όλο το γραφείο.
Μετά από πέντε-δέκα λεπτά κατέβηκαν και οι δύο, και ο φίλος του αφεντικού μου φεύγοντας του είπε κάτι σαν:
- «Άντε, άντε! Καλά να περάσεις...»
Ο κύριος «Β» αφού έκλεισε τη πόρτα, μου πρότεινε να πάω μαζί του στο γραφείο να με κεράσει ένα ποτάκι.
- «Έτσι, επειδή περίμενες τόση ώρα. Πέντε λεπτά μόνο και φεύγουμε».
Δέχτηκα παρόλο που ήθελα να φύγουμε αμέσως, ήταν και μεγάλος ο δρόμος που είχαμε για το σπίτι μου. Ανεβήκαμε επάνω και μου έβαλε ένα ουίσκι. Μετά μου πρότεινε να καθίσουμε σε ένα σαλονάκι που είχε στο γραφείο. Αυτός άραξε στον καναπέ και εγώ στην πολυθρόνα δεξιά του.
Μιλούσαμε περί ανέμων και υδάτων ο κύριος «Β» ήταν σαφώς πιο χαλαρός και διαχυτικός μαζί μου. Με έπεισε μάλιστα να πιω άλλο ένα ποτό και άρχισα να ζαλίζομαι και εγώ, να χαλαρώνω. Αυτό που με ξένιζε λίγο ήταν ότι με κοίταζε με ένα περίεργο τρόπο, όχι ενοχλητικό, απλώς ένιωθα το βλέμμα του να με διαπερνάει και αισθανόμουν κάπως άβολα. Συνεχίσαμε να λέμε διάφορα αλλά δεν μπορούσα να τον κοιτάξω κατάματα, έσκυβα το κεφάλι.
- «Με ντρέπεσαι;» ρώτησε σε κάποια φάση.
- «Όοοχι» είπα εγώ με τρόπο που σίγουρα έπειθε για το αντίθετο.
- «Γιατί δεν χαλαρώνεις λίγο, φοβάσαι κάτι;»
- «...τι να φοβάμαι κύριε «Β»; Όχι, δεν φοβάμαι»
Με κοίταξε αμίλητος μέσα στα μάτια χαμογελώντας ελαφρά και εγώ γύρισα πάλι αλλού το βλέμμα μου.
- «Χα! Πλάκα έχεις!» είπε και μου χτύπησε φιλικά το μηρό.
...εγώ δεν μίλησα παρά χαμογέλασα αμήχανα σαν το χαζό. Εντωμεταξύ συνειδητοποίησα ότι το χέρι του κυρίου «Β» δεν είχε σηκωθεί από το μηρό μου και είχε αρχίσει διακριτικά να με χαϊδεύει. Η αμηχανία μου ήταν τώρα πολύ μεγάλη. Από τη μία δεν καταλάβαινα τι διάολο παίζει, από την άλλη η καρδιά μου χτυπούσε πολύ δυνατά. Έτοιμη να σπάσει ήταν, αφού μου άρεσε πολύ που με χάιδευε ένα αντρικό χέρι.
- «Έλα, κάτσε εδώ!» μου είπε και μου έδειξε τη θέση δίπλα του στον καναπέ.
Σαν υπνωτισμένος υπάκουσα και έκατσα δίπλα του. Η ανάσα μου τώρα είχε γίνει κοφτή και πρέπει σίγουρα να ήμουν κατακόκκινος! Ο κύριος «Β» πέρασε το χέρι του πάνω από την πλάτη μου και με το άλλο συνέχιζε να με χαϊδεύει στα μπούτια, πιο έντονα αλλά πάντα τρυφερά. Είχα κάτσει σαν το χαζό με τα χέρια μαζεμένα. Η στάση μου μαρτυρούσε πως δεν αισθανόμουν άνετα, από την άλλη δεν ήθελα να αντισταθώ. Ο κύριος «Β» πλησίασε το πρόσωπο του στο λαιμό μου και άρχισε να με φιλάει. Αισθανόμουν τη βαριά ανάσα του στο δέρμα μου και ανατρίχιαζα. Μου άρεσε πολύ η αγριάδα από τα γένια του στο λαιμό του. Προχώρησε προς το αφτί μου και άρχισε να το πιπιλάει. Εγώ είχα κοκαλώσει και αισθανόμουν ανάμεικτα καύλα, ντροπή, ενοχές και ξανά καύλα...
- «Σου αρέσει μωρό μου;» ψιθύρισε στο αφτί μου.
Εγώ το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν ένα πνιχτό: «μμμ….».
- «Χαλάρωσε αγόρι μου… δεν αισθάνεσαι ωραία;»
Αυτή τη φορά κατάφερα να αρθρώσω ένα: «ναι...».
Μου έπιασε το κεφάλι, το γύρισε προς το μέρος του και το ακινητοποίησε.
- «Καύλα είσαι μωρό μου!» ψέλλισε και άρχισε να με φιλάει στο στόμα.
Στην αρχή αντιστάθηκα κάπως κρατώντας τα χείλη μου κλειστά αλλά μετά από λίγο αφέθηκα και ένιωσα τη γλώσσα του να τρυπώνει ορμητικά στο στόμα μου. Μια γεύση τσιγαρίλας και ποτού με πλημμύρισε, αλλά αντί να αηδιάσω καύλωσα περισσότερο! Αισθανόμουν τη γλώσσα του να μπερδεύεται με τη δική μου σαν αφηνιασμένη και με ξετρέλαινε το γεγονός ότι είχε το πάνω χέρι, ότι μου επιβαλλόταν.
Πλέον είχα παραδοθεί ολοκληρωτικά! Άρχισα να χαλαρώνω και να το απολαμβάνω σε κάθε του στιγμή αυτό που συνέβαινε. Με πίεσε να πέσω στο καναπέ και ήρθε από πάνω μου. Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε παθιασμένα… γούσταρα πολύ που αισθανόμουν το βάρος του σώματός του πάνω μου. Είχα σταυρώσει τα χέρια μου πίσω από το λαιμό του και αυτός μια κρατούσε ο πρόσωπο μου και μια ένιωθα τα χέρια μου να πλανώνται σε όλο μου το κορμί. Έτσι σφιχταγκαλιασμένοι όπως ήμασταν, αισθάνθηκα το φούσκωμα στο παντελόνι του να πιέζει τον πούτσο μου που ήταν έτοιμος να εκραγεί. Άρχισε να τρίβεται πάνω μου και το ίδιο έκανα και εγώ.
Σε κάποια φάση με σήκωσε από τη μέση και μου έβγαλε άγαρμπα το φούτερ που φορούσα. Με ξανάριξε με βία στον καναπέ και άρχισε να πιπιλάει τις ρώγες μου. Πλέον δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα βογγητά μου... έβγαλε και αυτός το πουκάμισο του και αποκάλυψε ένα ώριμο δασύτριχο στήθος που το ένιωσα ζεστό πάνω στο σώμα μου. Με σήκωσε όρθιο και μου κατέβασε το παντελόνι και το σλιπάκι και ο πούτσος μου πετάχτηκε έξω στάζοντας προσπερματικά υγρά. Τον γράπωσε και μου τον έπαιξε για λίγο.
- «Σταμάτα! Θα χύσω!!» του φώναξα.
Ήθελα να το ζήσω όλο εκείνη τη στιγμή, δεν ήθελα να χύσω τόσο σύντομα. Σε εκείνο το σημείο ανέλαβα δράση εγώ! Τον έγδυσα με τη σειρά μου και ξετρελάθηκα με το γεμάτο και τριχωτό σώμα του. Γονάτισα μπροστά από τον πούτσο του που δεν ήταν απόλυτα καυλωμένος, ακόμα και έτσι όμως ήταν χορταστικός σε μέγεθος. Τον πήρα στο στόμα μου και άρχισα να τον πιπώνω. Πρώτη μου φορά... γεύτηκα αυτή την ελαφριά αλμύρα και αισθάνθηκα μια πληρότητα από λαχταριστή σάρκα στο στόμα μου. Άρχισε να βογκάει, πήρα θάρρος και εγώ καθότι αρχάριος στις πίπες.
- «Ρούφα το καύλα μου, ρούφα το μωρό μου... έτσι! Έτσι καύλα, ρούφα...»
Ο πούτσος του μεγάλωνε και φούσκωνε στο στόμα μου και εγώ τον έγλυφα αχόρταγα και τον έβαζα βαθιά μέσα στο στόμα μου. Πλέον είχε καυλώσει για τα καλά! Σκεφτόμουν τι θα ήθελα να μου κάνουν όταν μου παίρνουν πίπα και άρχισα να τα εφαρμόζω. Άρχισα να βεντουζάρω με τα χείλη μου το ζουμερό πουτσοκέφαλο του, γαργαλούσα με τη γλώσσα μου το πετσάκι και τον άκουγα να γουστάρει αναστενάζοντας... έπιασα και εγώ το δικό μου καυλί. Δεν ήθελα να το παίξω, απλώς το ζούλαγα και έλιωνα από καύλα.
- «Κοίτα με καυλίτσα μου, θέλω να με κοιτάς όταν με ρουφάς!»
Τώρα δεν είχα κανένα πρόβλημα να τον κοιτάζω βαθιά στα μάτια. Γύρισα το βλέμμα μου και το κάρφωσα με λαγνεία στο δικό του. Τα βλέφαρα μου μισόκλειστα από καύλα. Ρούφαγα τον υπέροχο χοντρό πούτσο του και δεν ξεκολλούσα τα μάτια μου από τα δικά του. Χούφτωσα τα τριχωτά του αρχίδια και άρχισα να τα μαλάζω... μετά αφού έγλυψα με τη γλώσσα μου όλο το μήκος της καυλάρας του, άρχισα να του φιλάω τα αρχίδια και να παίζω τον πούτσο του με το χέρι μου. Τον ένιωσα στεγνό και τότε χωρίς να διστάσω έφτυσα στη παλάμη μου για να την υγράνω...
- «Γουστάρεις καυλάκι να ρουφάς πούτσες; Καυλώνεις;» με ρώτησε.
Τον έβγαλα για λίγο από το στόμα μου...
- «Πολύ γουστάρω. Με τρελαίνει η καυλάρα σου!» του απάντησα εντυπωσιασμένος από τη συμμετοχή μου στο λεκτικό παιχνίδι.
Δεν τα συνήθιζα αυτά, αλλά ένιωσα μια πρωτόγνωρη ηδονή καθώς ξεστόμιζα αυτά τα λόγια. Συνέχισα να του παίρνω πίπα αργά και απολαυστικά, όταν ξαφνικά μου είπε:
- «Όπα! Το μαγαζί! Έχουμε αφήσει ξεκλείδωτο το μαγαζί!»
Φόρεσε πρόχειρα το παντελόνι του και κατέβηκε κάτω να κλειδώσει την πόρτα...
- «Έρχομαι καύλα μου, μην πας πουθενά» μου είπε γελώντας.
- «Δεν πάω πουθενά!» του απάντησα εγώ.
Ξάπλωσα νωχελικά στο καναπέ μεθυσμένος από την καύλα. Άρχισα να χαϊδεύω τις ρώγες μου και να παίζω με τον πούτσο μου περιμένοντας τον. Δεν άργησε να έρθει και ξάπλωσε δίπλα μου, τραβώντας με προς τα πάνω του. Αρχίσαμε πάλι να φιλιόμαστε και έτσι όπως ήμασταν στο πλάι, το χέρι του με χάιδευε στη ραχοκοκαλιά και δεν άργησε να κατέβει πιο κάτω χουφτώνοντάς μου το κωλομέρι. Μου έσφιγγε το κωλομάγουλο όλο και πιο δυνατά μέχρι που τα δάχτυλα του ακούμπησαν την κωλοτρυπίδα μου. Έφερε το χέρι του μπροστά στο πρόσωπο μου και με προτεταμένο το κωλοδάχτυλο μου είπε:
- «Γλύψτο».
Το σάλιωσα όσο περισσότερο μπορούσα και το ξανακατέβασε στη τρύπα μου αρχίζοντας να την χαϊδεύει με κυκλικές κινήσεις τρυφερά.
- «Μμμ… πολύ καύλα, τέλεια είναι!» του είπα.
Και τότε με σήκωσε και με έφερε από πάνω του. Τα καυλιά μας ακουμπούσαν και τρίβονταν μεταξύ τους, ενώ τα χέρια του άνοιξαν τα κωλομέρια μου διάπλατα.
- «Ξαναγλύψε καύλα!» μου είπε και σάλιωσα το δάχτυλο του τόσο που έσταζε.
Η τρύπα μου έκανε συσπάσεις περιμένοντας το δάχτυλο του το οποίο δεν άργησε να μου το ξανακουμπήσει...
- «Τι ωραία τρυπούλα είναι αυτή μωρό μου; Ε; Θες να στη γαμήσω καύλα μου;»
- «Ναι, θέλω πολύ!»
Τότε άρχισε να χώνει το δάχτυλο του μέσα μου. Στην αρχή έτσουξε λίγο αλλά μετά από δυο τρία μέσα - έξω άρχισα να γουστάρω πολύ και ξεκίνησα σταδιακά να κουνάω το κωλαράκι μου μπρος - πίσω και εγώ.
- «Σ’ αρέσει βλέπω καυλάκι μου έ; Γουστάρεις το δάχτυλο μωρό μου;»
- «Ναι, καύλα είναι! Μμμμ… μην σταματάς…»
Πλέον το δάχτυλο του μπαινόβγαινε όλο μέσα στον κώλο μου και εγώ ένιωθα μια πρωτόγνωρη ηδονή που καμία σχέση δεν είχε με τα κεριά και τα καρότα που έβαζα κατά περιόδους στην τρύπα μου.
- «Πάμε κάτω» μου είπε σε μια φάση.
- «Που;» τον ρώτησα εγώ.
- «Στην αποθήκη πάμε. Εδώ μπορεί να μας ακούσουν».
Με πήρε από το χέρι και κατεβήκαμε στο υπόγειο. Η αποθήκη ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο στο οποίο συγκεντρώναμε εκτός των άλλων και όλα τα κομμάτια υφάσματος που προορίζονταν για κουρελούδες ή για γέμιση σε στρώματα. Υπήρχαν τεράστιες στοίβες από τέτοια κομμάτια πανιών και με έριξε πάνω σε μια τέτοια μπρούμυτα. Γονάτισε πίσω μου, άνοιξε τα κωλομέρια μου και άρχισε να μου γλύφει τη τρύπα μου. Η αίσθηση ήταν απίστευτη! Ένιωσα πως λιώνω από καύλα. Εκεί κάπου έχασα κάθε ηθικό φραγμό και άρχισα να μιλάω με δική μου πρωτοβουλία, όχι μόνο να απαντώ σε πρόστυχες ερωτήσεις...
- «Ναι καύλα μου, γλύψε με. Με τρελαίνεις καύλα μου! Λιώνω…»
Ο κύριος «Β» πρέπει να τρελάθηκε και αυτός ακούγοντας με να βογκάω και να λέω τέτοια πράγματα και πολύ σύντομα πήρε θέση πίσω μου με τον πούτσο του να σημαδεύει την τρύπα μου.
- «Θα σε γαμήσω τώρα μωρό μου. Θα στο χώσω! Αυτό δεν θες;»
Ένιωσα το καυλί του να ακουμπάει στην τρύπα μου. Η πίεση του ήταν σταθερή και έμπαινε μέσα μου πολύ αργά. Η τρυπούλα μου αντιστάθηκε και την ένιωσα να πονάει, όμως πολύ σύντομα άρχισε να υποχωρεί και να υποδέχεται τον πούτσο του κυρίου «Β». Ο πόνος ήταν μεγάλος και αρκετές φορές του ζήτησα να σταματήσει για λίγο ώστε να συνηθίσω την αίσθηση.
- «Χαλάρωσε και θα δεις ότι θα σου αρέσει πολύ…» μου είπε.
Συνέχισε να πιέζει και πολύ σύντομα όλος ο πούτσος του ήταν μέσα μου. Τον ένιωθα να με γεμίζει ολοκληρωτικά. Κάτσαμε για λίγο έτσι και τότε άρχισε να τραβά το καυλί του προς τα έξω. Πόναγα αλλά μια γλυκιά αίσθηση άρχισε να υπερισχύει του πόνου σιγά-σιγά. Με αργές κινήσεις άρχισε να παλινδρομεί το καυλί του μέσα στον κώλο μου και εγώ όσο πήγαινε τόσο πιο πολύ ωραία το αισθανόμουν! Ο κύριος «Β» επιτάχυνε και με προέτρεψε να παίζω το καυλί μου για να γουστάρω πιο πολύ, πράγμα το οποίο έκανα αμέσως.
Τώρα πλέον είχε αρχίσει να κινείται με γοργό ρυθμό και τα πατήματα του ωθούσαν ολόκληρο το σώμα μου μπροστά, άρχισε να γουστάρει και αυτός, αφού είχαμε πλέον ξεπεράσει το «μαθητικό» στάδιο.
- «Τι κωλαράκι σφιχτό είναι αυτό; Τι μωρό είσαι εσύ;» είπε και εγώ χτύπησα καμπανάκι από την καύλα.
Τώρα πλέον δεν πόναγα αλλά αισθανόμουν ένα απίστευτο αίσθημα καύλας και πληρότητας κάθε φορά που ο πούτσος του εισχωρούσε στην τρύπα μου. Έφευγε προς τα έξω και εγώ κούναγα το κωλαράκι μου προς τα πίσω μην τυχόν και χάσω έστω και μια σπιθαμή από το καυλί του που τόσο υπέροχα με γαμούσε. Συγχρονιστήκαμε και οι δύο σε ένα ρυθμό και ο πούτσος του πλέον έμπαινε πολύ βαθιά μέσα μου. Ένιωθα τα αρχίδια του να χτυπάνε τα δικά μου και τρελαινόμουν!
- «Κι άλλο, κι άλλο! Πιο βαθιά! Πιο βαθιά!!!» άρχισα να φωνάζω.
- «Γουστάρεις που σου γαμάω το κωλαράκι καυλίτσα μου;»
- «Ναι! Πολύ μου αρέσει, γάμα με!»
- «Θα στο σκίσω ρε πουστράκι! Θα στο σκίσω το κωλί σου»
Δεν ξέρω το πως, άλλα αυτός ο διάλογος με έφτασε σε ένα σημείο ηδονής και καύλας που δεν είχα ξαναφτάσει ποτέ! Πλέον είχα περάσει σε άλλο επίπεδο και ένιωσα μια καταπιεσμένη γυναικεία φύση να αναδύεται από μέσα μου...
- «Γάμα μου το μουνάκι!»
Αυτό πραγματικά δεν το σκέφτηκα, μου βγήκε αυθόρμητα και με καύλωσε τρελά!
- «Το μουνάκι;» αποκρίθηκε ο κύριος «Β». «Μουνάκι θες να έχεις καύλα μου; Γουστάρω μωρό μου! Γουστάρω καυλίτσα μου!!»
- «Ναιιιιιι!» είπα σχεδόν κλαίγοντας από την καύλα. «Μουνάκι έχω και εσύ μου το γαμάς. Γαμιά μου, άντρα μου!!!»
- «Θα είμαι ο μόνιμος γαμιάς σου πουτανάκι. Θα είσαι το τσουλάκι μου!!! Θες;»
- «Μόνο εσύ ψωλαρά μου, μόνο εσύ θα με γαμάς!!!»
Ο κύριος «Β» άρχισε να χτυπάει τα κωλομέρια μου με μανία.
- «Αυτό μου αξίζει!! Χτύπα με γαμιά μου εσύ! Χτύπα το τσουλάκι σου!»
Μου γύρισε το ένα χέρι πίσω και με κράταγε από εκεί συνεχίζοντας να με γαμάει με λύσσα ενώ με το άλλο του χέρι έπιασε το κεφάλι μου και το έχωνε μέσα στα βρώμικα υφάσματα. Πλέον ένιωθα ότι θα εκραγώ και το μόνο που έβγαινε από το στόμα μου ήταν άναρθρες κραυγές ηδονής και βογγητά.
- «Χύνωωωωω! Χύνω καύλα!!! Χύνωωωωωω» τον άκουσα να λέει και αρκούσε ένα μόλις μικρό παίξιμο στο καυλί μου για χύσω και εγώ!
Ένιωσα το σπέρμα του να εκτοξεύεται ζεστό μέσα μου, ενώ ο κώλος μου έκανε συσπάσεις λόγω της δικής μου κλιμάκωσης, λες και ήθελα να στραγγίξει και το παραμικρό γραμμάριο από τα χύσια του.
Πέσαμε διαλυμένοι από τη κούραση πάνω στα ρέλια και κάτσαμε εκεί αμίλητοι βαριανασαίνοντας, ούτε και εγώ ξέρω πόση ώρα... ο κύριος «Β» μίλησε πρώτος και μου είπε πως αυτό θα πρέπει να μείνει κρυφό και μεταξύ μας. Φυσικά συμφώνησα και μετά από λίγη ώρα ντυθήκαμε και με πήγε σπίτι χωρίς να λέμε πολλά - πολλά στο δρόμο.
Οι επόμενες μέρες ήταν εφιαλτικές στη δουλειά αφού είχα την εντύπωση ότι όλοι ξέρουν τι έχει συμβεί. Εσπευσμένα έφευγα και πιο νωρίς για να μην συναντιέμαι με τον κύριο «Β», μόνος, ώστε η επικοινωνία μας να είναι απόλυτα σε επαγγελματικό επίπεδο με τους άλλους εργαζόμενους παρόντες. Είχα ενοχές και αισθανόμουν άσχημα και μάλλον το είχε καταλάβει και ο κύριος «Β» για αυτό και δεν πίεζε τις καταστάσεις...
Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός μέχρι που να ξαναβρεθούμε μόνοι, αυτή τη φορά στο σπίτι μου, λίγο πριν φύγω για φαντάρος.
Έκτοτε δεν τον έχω ξανασυναντήσει.
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.