Είχα ξαπλώσει μπρούμυτα, διάβαζα ένα βιβλίο και κόντευε να με πάρει ο ύπνος, όταν με την άκρη του ματιού μου διέκρινα μια κίνηση. Κάποιος κατηφόριζε από τον κεντρικό δρόμο προς την παραλία. Για μια στιγμή σκέφτηκα να ξαναβάλω το μαγιό μου, αλλά το μετάνιωσα. Σιγά σιγά άρχιζα να ξεχωρίζω τον άνθρωπο που ερχόταν προς το μέρος μου. Ήταν κοντός, περίπου 1.65 γύρω στα 40, ενώ από τα ρούχα του κατάλαβα, ότι ήταν μάλλον κάποιος αλλοδαπός εργάτης. Φορούσε παλιό γκρι φανελένιο παντελόνι, μακρύ πουκάμισο και κάτι φθαρμένα αθλητικά παπούτσια.
Πρέπει να έσκαγε από την ζέστη. Τον είδα να πλησιάζει, αλλά δεν κουνήθηκα, παρέμενα ξαπλωμένος μπρούμυτα, ενώ η ιδέα ότι το κωλαράκι μου ήταν εκτεθειμένο εκτός από τον ήλιο και στα μάτια ενός άγνωστου άντρα, έκανε το καυλί μου να ξυπνήσει λίγο. Ο άγνωστος πέρασε ακριβώς από δίπλα μου, σήκωσε το χέρι του με χαιρέτησε και μετά προχώρησε γύρω στα 10 μέτρα παρακάτω και έκατσε στην άμμο.
Συνέχισα να διαβάζω το βιβλίο μου ενώ με την άκρη του ματιού μου παρακολουθούσα και τον άγνωστο. Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και τον είδα να σηκώνεται και να έρχεται πάλι προς το μέρος μου. Εγώ εξακολουθούσα να είμαι ξαπλωμένος μπρούμυτα, ενώ πίεζα την σηκωμένη μου πούτσα πάνω στην πετσέτα θαλάσσης. Τώρα πια και να ήθελα δεν θα μπορούσα να σηκωθώ αφού θα γινόμουν ρόμπα.
- «Μήπως έχεις τσιγάρο;» μου είπε.
- «Ναι, βέβαια. Μισό λεπτό…» είπα και έψαξα να βρω το πακέτο μου.
- «Θέλεις παρέα ή να φύγω;» με ρώτησε.
- «Μείνε» του απαντάω. «Μόνος μου είμαι και δεν περιμένω παρέα».
Πιάσαμε ψιλοκουβέντα και έμαθα ότι τον λέγανε Ηλία, ήταν από την Αλβανία και δούλευε εργάτης σε κάτι έργα στο λιμάνι του νησιού.
- «Είσαι παντρεμένος;» τον ρώτησα.
- «Ναι, αλλά γυναίκα μου είναι Αλβανία και έχω να την δω τρεις μήνες. Δύσκολα άμα δεν έχει γυναίκα».
- «Έλα ρε, σε λίγο θα γεμίσει το νησί τουριστριούλες και κάτι θα γίνει, μην στεναχωριέσαι...¨»
- «Μπα, δεν αρέσει επειδή είμαι από Αλβανία. Προτιμούν Έλληνες. Εσύ έχεις γυναίκα;
- «Μπα όχι αυτόν τον καιρό» απάντησα.
- «Γιατί δεν αρέσει εσένα γκόμενες; Ωραίος είσαι. Γιατί δεν έχεις;»
- «Πως μ’ αρέσουν» είπα και χαμογέλασα.
Συνεχίσαμε την κουβέντα, ενώ σιγά σιγά ο Αλβανός άρχισε να με ακουμπάει με το χέρι του. Πρώτα λίγο στην πλάτη φιλικά, μετά μου χάιδεψε τα μαλλιά, ενώ όσο έβλεπε ότι εγώ δεν τραβιόμουν, τόσο ανοιγόταν. Ξαφνικά έβαλε την χερούκλα του λίγο πάνω από το γόνατό μου και ενώ συνεχίζαμε να μιλάμε, άρχισε να με χουφτώνει και να ανεβαίνει προς τα πάνω. Εγώ είχα λιώσει από καύλα και μάλλον το είχε καταλάβει. Γύρισα ανάσκελα και είδε ότι το καυλί μου είχε γίνει πέτρα. Γέλασε λίγο, το έδειξε με το χέρι του και είπε:
- «Μάλλον εσένα δεν αρέσει γυναίκες. Προτιμάς άντρες ρε;»
- «Μου αρέσουν και οι άντρες και οι γυναίκες. Εσύ έχεις κάνει κάτι με άντρα;»
- «Όχι δεν έχω κάνει» μου απάντησε και τον είδα να βάζει το άλλο του χέρι στο καυλί του και άρχισε να το τρίβει πάνω από το παντελόνι.
Σήκωσε το χέρι του και μου χούφτωσε δυνατά το στήθος. Λίγο πριν το αφήσει, έπιασε με τα δυο δάχτυλα την ρώγα μου και την τράβηξε ελαφρά. Βόγκηξα και το καυλί μου συσπάστηκε μόνο του. Λίγο ακόμη και θα έχυνα επιτόπου. Ανέβασε το χέρι του πιο πάνω και άρχισε να μου χαϊδεύει το μάγουλο.
- «Πουστράκι είσαι ρε;» με ρώτησε.
Αντί για απάντηση σηκώθηκα στα τέσσερα, σήκωσα λίγο το κεφάλι μου προς τα πάνω και πήρα το δάχτυλό του στο στόμα μου και άρχισα να το πιπιλάω, σαν να ήταν ψωλή. Γρήγορα πήρα και δεύτερο και τρίτο δάχτυλο στο στόμα και άρχισα να τα ρουφάω όλα μαζί. Η ιδέα ότι ήμουν γυμνός σε μια παραλία, γονατιστός μπροστά σε έναν Αλβανό και μου γάμαγε το στόμα με τα δάχτυλα του, με τρέλαινε. Είχα χάσει τον έλεγχο. Θα έκανα ότι μου έλεγε. Τράβηξε τα δάχτυλά του από το στόμα μου, τα σκούπισε στο πρόσωπο μου και μου έριξε ένα ελαφρύ χαστούκι.
Πήρε ένα από τα τσιγάρα μου, το άναψε και σηκώθηκε όρθιος κοιτάζοντας προς τη θάλασσα. Όπως ήμουν γονατιστός ολόγυμνος πάνω στην πετσέτα μου, το πρόσωπο μου ήταν στο ύψος του καυλιού του. Από το φούσκωμα στο παντελόνι του κατάλαβα ότι είχε φτιαχτεί κι αυτός όσο κι εγώ. Με χέρια που έτρεμαν από την καύλα, έσκυψα προς το μέρος του, ξεκούμπωσα το παντελόνι του και κατέβασα το φερμουάρ. Δεν είπε τίποτε, αλλά γύρισε το κεφάλι του προς την μεριά του δρόμου, για να ελέγχει αν έρχεται κανένας.
Έπιασα με τα χέρια μου το εσώρουχό του και το κατέβασα λίγο. Η πούτσα του ήταν κάγκελο και μόλις απελευθερώθηκε από το ελαστικό εσώρουχο πετάχτηκε σαν ελατήριο και με χτύπησε κάτω από το σαγόνι. Ήταν λίγο πιο μεγάλη από την δικιά μου, γύρω στα 15-16 εκατοστά, αλλά ήταν πολύ χοντρή. Χοντρόπουτσα κανονική ενώ στην άκρη το κεφαλάκι ήταν ακόμη πιο μεγάλο και φουσκωμένο.
Χωρίς να χάσω καιρό άνοιξα το στόμα μου το ρούφηξα αμέσως. Έβγαλα έξω την γλώσσα και έγλειφα παντού την πούτσα του Αλβανού σαν να ήταν παγωτό. Έγλειψα τα αρχίδια του, ενώ του βάραγα μαλακία με το ένα χέρι, έριχνα πουτσοσκάμπιλα μόνος μου και τον ρούφαγα όσο πιο βαθιά μπορούσα. Έκανα ότι μπορούσα για να ευχαριστήσω τον γαμιά μου, ενώ είχα ξεχάσει τελείως ότι ήμουν σε μια παραλία και ανά πάσα στιγμή μπορούσε να έρθει κάποιος.
Ενώ ακόμη κάπνιζε, έβαλε το άλλο χέρι του στο κεφάλι μου και άρχισε να με σπρώχνει προς το καυλί του, να μου τον χώνει όλο και πιο βαθιά όλο και πιο γρήγορα. Σε λίγο μου γάμαγε τα μούτρα κανονικά, ενώ εγώ πνιγόμουν και είχα γεμίσει την ψωλή του και τα μούτρα μου με σάλια. Δεν έμοιαζε να τον νοιάζει και συνέχισε να με ταΐζει ψωλή όλο και πιο άγρια. Ξαφνικά και ενώ εγώ ήμουν έτοιμος να χύσω, μου δίνει μια σπρωξιά και με ρίχνει ανάσκελα προς τα πίσω.
- «Κάποιος έρχεται! Ντύσου!», ενώ άρχισε πανικόβλητος να προσπαθεί να βάλει την όρθια ψωλή του μέσα στο παντελόνι.
Γύρισα προς τον δρόμο και είδα να κατεβαίνει κάποιος προς τη θάλασσα. Δεν μας είχε δει ακόμη, αλλά από στιγμή σε στιγμή θα μπαίναμε στο οπτικό του πεδίο. Έπιασα γρήγορα το σορτσάκι μου και το έβαλα. Είχα κι εγώ το ίδιο πρόβλημα με την πούτσα μου. Δεν χώραγε με τίποτα μέσα. Ευτυχώς, αυτός που κατέβαινε, έκατσε στην άλλη άκρη της παραλίας, περίπου 50 μέτρα μακριά μας και τον είδα να ετοιμάζεται για μπάνιο.
- «Δεν έχεις κανένα μέρος να πάμε;» τον ρώτησα με φωνή που έτρεμε ακόμη.
- «Όχι, δεν μένω μόνος. Εσύ;»
- «Ούτε εγώ».
- «Έχει λίγο πιο κάτω ένα παλιό σπίτι. Θέλεις να πάμε εκεί να σε γαμήσω;»
- «Πάμε όπου θέλεις» του απάντησα. Πού είναι;»
- «Θα πάω εγώ κι εσύ έλα από πίσω...»
Σηκώθηκα, έβαλα τα παπούτσια μου, μάζεψα τα πράγματά μου και άρχισα να τον ακολουθώ. Λίγο πριν τελειώσει η παραλία έστριψε προς τα πάνω, μπήκε σε κάτι ψηλά χόρτα και χάθηκε από τα μάτια μου. Όταν πλησίασα κι εγώ, είδα ένα μικρό μονοπάτι ανάμεσα στα χόρτα και χώθηκα. Με περίμενε λίγα μέτρα παρακάτω. Μόλις τον έφτασα, με άρπαξε άρχισε να με φιλάει, ενώ το ένα του χέρι μπήκε κάτω από το σορτσάκι μου και άρχισε να μου χουφτώνει δυνατά τον κώλο.
Εγώ από την άλλη έβαλα το χέρι μου πάνω στο καυλί του και άρχισα να το τρίβω πάνω από το παντελόνι του. Αρχίσαμε να περπατάμε μαζί στο μονοπάτι, ενώ το χέρι του συνέχιζε να με χουφτώνει πότε πάνω και πότε μέσα από το μαγιό. Σε λίγο είδα το σπίτι που μου έλεγε. Ήταν ερείπιο. Δεν είχε πόρτες, παράθυρα και σκεπή. Μόνο τέσσερις τοίχοι έστεκαν, ενώ μέσα είχαν φυτρώσει ψηλά αγριόχορτα.
- «Εσύ πρώτα και περίμενε. Μη μας δουν μαζί...»
Προχώρησα και μπήκα. Ακούμπησα την τσάντα μου στο χώμα, έβγαλα το σορτσάκι μου, γονάτισα δίπλα σε έναν τοίχο και περίμενα γυμνός τον γαμιά μου. Μετά από λίγο άκουσα βήματα πάνω στα χόρτα, να πλησιάζουν. Για μια στιγμή φοβήθηκα, μήπως είναι κανένας άλλος και με δει έτσι, αλλά ευτυχώς ήταν αυτός που περίμενα. Προχώρησε προς το μέρος μου, στάθηκε μπροστά μου, ξεκούμπωσε το παντελόνι του και το κατέβασε ως τα γόνατα, όπως και το εσώρουχό του. Η ψωλή του στεκόταν όρθια, λίγα εκατοστά από τα μούτρα μου. Την έπιασε με το χέρι του και άρχισε να μου ρίχνει πουτσοσκάμπιλα και να την πιέζει πάνω στα χείλια μου. Άνοιξα το στόμα και την ξαναρούφηξα ενώ ο Αλβανός με είχε πιάσει από τα μαλλιά και με καθοδηγούσε.
Με έβαλε να του γλείψω τα αρχίδια ενώ του χάιδευα το καυλί, μου γάμησε τα μούτρα δυνατά, σαν να ήταν μουνάκι, με μπούκωνε με τα αρχίδια του, ενώ εγώ ζοριζόμουν και πνιγόμουν, αλλά δεν τα παράταγα και έκανα ότι μπορούσα, για να τον ευχαριστήσω. Κάποια στιγμή, ενώ με είχε μπουκωμένο με το καυλί του, ένιωσα και την δικιά μου ψωλή να είναι έτοιμη να εκραγεί και χωρίς καν να την ακουμπήσω, άρχισε να χύνει δυνατές ριπές, που έπεφταν πάνω στα μπούτια μου. Ήταν απίστευτο! Είχα καυλώσει τόσο πολύ με την πούτσα που ρούφαγα, που το καυλί μου έχυσε μόνο του.
Ο Αλβανός δεν κατάλαβε τίποτε και συνέχισε να με ταΐζει με την πούτσα του. Σε κάποια φάση την έβγαλε από το στόμα μου ενώ μια λεπτή γραμμή από σάλιο απλωνόταν από το πουτσοκέφαλο του ως τα χείλη μου.
- «Θέλεις να σε γαμήσω; Γύρνα να στον βάλω λίγο...»
- «Έχεις καπότα;» τον ρώτησα.
- «Όχι είμαι καθαρός, γύρνα να στον βάλω λίγο...»
- «Χωρίς καπότα δεν γίνεται!» του απάντησα.
- «Καλά τότε, ρούφα να σε χύσω έτσι...»
Όρμησα ξανά στην ψωλή του και άρχισα να τον γλείφω και να τον τρομπάρω, όσο καλύτερα μπορούσα. Γρήγορα τον άκουσα να ανασαίνει πιο γρήγορα, ενώ έλεγε και κάτι μέσα από τα δόντια του στα αλβανικά, που δεν κατάλαβα. Με μια κίνηση με έσπρωξε λίγο προς τα πίσω, έπιασε την ψωλή του με το χέρι του και άρχισε να μαλακίζεται ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό μου.
- «Αααααχ, χύνω! Χύνωωωω! Πάρ’ τα όλα πούστη!!!»
Αμέσως μετά ένιωσα τις καυτές ριπές από τα χύσια του, να πέφτουν πάνω μου. Πρώτα μια στο μέτωπό μου, άλλη μια στα μάτια μου, κι άλλη στην μύτη, στο στόμα, είχα γεμίσει παντού κι αυτός ακόμη έχυνε. Κάποια στιγμή σταμάτησε, ενώ εγώ είχε γεμίσει παντού ψωλόχυμα και το ένιωθα να κυλάει πάνω στο πρόσωπό μου, να στάζει και να με γεμίζει παντού, στο στήθος, στην κοιλιά, στα μπούτια μου. Σκούπισα με τα χέρια μου τα μάτια μου. Τα άνοιξα και είδα μπροστά μου την κατακόκκινη ψωλή του, να σπαρταράει ακόμη, ενώ αυτός στεκόταν με κλειστά τα μάτια από πάνω μου.
Πήρα το σορτσάκι μου από κάτω, έπιασα το καυλί του και άρχισα να το σκουπίζω. Χωρίς να πει τίποτε, σήκωσε τα παντελόνια του, ντύθηκε κι έφυγε ενώ εγώ ήμουν ακόμη γονατιστός στα χώματα κι ένιωθα τα χύσια του να στεγνώνουν και να μου τραβάνε το πρόσωπο.
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.