Σεπτέμβρη του ’94, παρότι ήμουν ακόμη μικρός, μετά από ένα χρόνο τακτικό ξέσκισμα από τον Χρήστο, έκανα τα πάντα για να τον νιώθω στο κωλαράκι μου. Είχα μάθει και είχα κάνει σχεδόν όλες τις παραλλαγές του Κάμα Σούτρα για gay.
Αυτός είχε περάσει στην Αθήνα. Έτσι είχε κατέβει για εγγραφές και τα συναφή. Εκεί που τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα με τάιζε την… κρεμούλα του, είχα μείνει στεγνός. Οι συμμαθητές μου συχνά μαζεύονταν για να την παίξουν, αγοράκια…
Ειδικά το Σεπτέμβρη που κάνει ακόμη ζέστη ήταν πολύ εύκολο να κρυφτούν πίσω από τα γυμναστήρια ή μέσα στις τουαλέτες του σχολείου, για να τον παίξουν, άλλωστε δεν ήταν και για πολλά ικανοί. Εγώ προσπαθούσα να το αποφύγω. Αν τα κατέβαζα δε θα ήταν και πολύ δύσκολο να καταλάβουν τι πούτσο είχε φάει ο κώλος μου…
Στις αρχές Οκτώβρη, λίγο πριν αρχίσουν τα μαθήματα στη Σχολή του, ο Χρήστος ανέβηκε. Έτσι είχα την ευκαιρία να τον δω. Όταν πέρασε από το σχολείο μου, τάχα για να πάρει ένα χαρτί και τον είδα, τρελάθηκα από τη χαρά μου. Μου είπε μόλις σχολάσω να περάσω από μια γνωστή καφετέρια, και θα πηγαίναμε… βόλτα με το αυτοκίνητο.
Για καλή μου τύχη εκείνη την ημέρα (ήμασταν απογευματινή βάρδια), πήγαμε εκδρομή. Του τηλεφώνησα σπίτι και ευτυχώς τον πέτυχα με την πρώτη. Πέρασε με το αυτοκίνητο και με πήρε. Προορισμός ένα απόμερο μέρος, στην άκρη της πόλης.
Όταν σταματήσαμε ανέλαβα δράση. Ξεκούμπωσα το παντελόνι του και άρχισα να τον φιλάω, όπως αν συναντούσα ένα παλιό γνώριμο μετά από καιρό.
- «Πουτανάκι… δεν κρατιέσαι!!!»
Όντως, ενάμισης μήνας αποχής με είχε τρελάνει. Άρχισα να τον γλείφω σαν τρελός. Ρουφούσα το πουτσοκέφαλό του, και μετά κατέβαινα όλο τον κορμό μέχρι τ’ αρχίδια.
- «Ένα μήνα στην Αθήνα με έφαγε η μαλακία. Θα σου ξεσκίσω τον πάτο πουστάρα!»
Ξεροκατάπινα και περίμενα με ανυπομονησία να κάνει τα λόγια του πράξη. Με πρόσταξε να βγω από τ’ αμάξι και να γδυθώ. Πέταξα τα ρούχα μου στο πίσω κάθισμα, ενώ αυτός κάθισε στη θέση του συνοδηγού και μου έκανε νόημα να κάτσω πάνω του.
Προσπάθησα να κάτσω με την πλάτη προς το παρμπρίζ, για να κάνουμε τη στάση του κύκνου, που ήταν η αγαπημένη μου, αλλά δυστυχώς δε χωρούσα, έτσι κάθισα με την πλάτη προς αυτόν.
Μπήκε μέσα και άρχισε να με γαμάει με λύσσα. Αν και μαθημένος στον πούτσο του εκείνη την ημέρα ήταν πραγματικά βίαιος. Άρχισε να με πονάει… Τον παρακαλούσα να σταματήσει, δε θα του έφευγα άλλωστε, όμως μου ψιθύρισε:
- «Ναι μωρό μου, όμως αύριο φεύγω εγώ. Ένα μήνα έχω να γαμήσω, δεν κρατιέμαι!!!»
Συνέχισα να κλαψουρίζω. αυτός μου έκλεισε το στόμα.
- «Μη μου τη σπας μη σε παρατήσω έτσι και φύγω..»
Το βούλωσα, δεν ήταν ώρες να παίζω τη μιξοπαρθένα, άλλωστε και εγώ χρειαζόμουν ένα καλό πότισμα…
Με έσκιζε με λύσσα για κανένα τέταρτο όταν ένιωσα το καυτό του σπέρμα να πετάγεται από το έμβολό του μέσα μου. Μείναμε στην ίδια στάση… Εγώ του έγλειφα και του φιλούσα τα χέρια, παρακαλώντας τον να μείνουμε έτσι.
- «Εννοείται μωρό μου… έχω πολύ ακόμη για να αδειάσω…»
Μετά από λίγο το έμβολο άρχισε να ξανακινείται. Το σπέρμα από την προηγούμενη φορά λειτουργούσε σαν λιπαντικό που το έκανε να μπαινοβγαίνει πιο γρήγορα και πιο εύκολα. Συνέχιζε να με ξεκωλιάζει για ώρα… έχυσε άλλες δύο φορές.
Όταν γύρισα και είδα το ρολόι στο καντράν, ήταν τέσσερις και έπρεπε να γυρίσουμε στο πάρκο. Σε λίγο θα μας μάζευαν για τις παρουσίες. Ντυθήκαμε στα γρήγορα και επιστρέψαμε, πάνω στην ώρα. Εγώ μετά από τόσο πούτσο πήγαινα κάπως, είπα και καλά στον επόπτη ότι έπρεπε να πάω τουαλέτα επειγόντως, και έτσι με άφησε να φύγω.
Ευτυχώς ο Χρήστος δεν είχε απομακρυνθεί. Έτσι πριν γυρίσω σπίτι εκτός από τις φροντίδες στο γαμημένο κωλαράκι μου, πρόλαβα και του έκανα και ένα τελευταίο τσιμπούκι, ενώ αυτός έπαιξε με το καυλί μου μέχρι να χύσω κι εγώ. Εκείνο το απόγευμα γύρισα σπίτι χαρούμενος και γεμάτος. Καιρό είχα να νιώσω τόσο γεμάτος. Όμως είχα περάσει πολύ καλά και έπρεπε να πληρώσω το τίμημα…
Την άλλη μέρα στο σχολείο είδα κάτι παιδιά να με κοιτάνε κάπως περίεργα και να μιλάνε μεταξύ τους χασκογελώντας. Δεν τους έδωσα σημασία, άλλωστε οι δύο (ο Τάσος και ο Μπίλης) είχαν μείνει μετεξεταστέοι, ενώ ο τρίτος (Αντώνης) ήταν ορφανός, μεγαλωμένος από παππούδες και με τη φήμη ότι είχε απειλήσει καθηγητή με μαχαίρι για να μην τον κόψει.
Στο τελευταίο διάλειμμα ο ένας με πλησίασε, ο Αντώνης, και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω. Είχε να μου πει κάτι σημαντικό. Με πήγε σε μια απόμερη γωνιά, από όπου ξεπετάχτηκαν και οι άλλοι δύο…
- «Βρε καλώς την!», έκανε ο Τάσος.
Ήταν ένα γομάρι που είχε χάσει δύο χρονιές και δε φημιζόταν για την εξυπνάδα του…
Εγώ: «Τι θέλετε;»
Αντώνης: «Τα βλέπετε, που της είπε καλώς την; Ούτε που την ενδιαφέρει! Θα περάσουμε καλά…»
Εγώ: «Ποια καλώς την; Άει παρατάτε με ρε!»
Έκανα να φύγω, όμως ο Αντώνης με τράβηξε από το χέρι πίσω.
Αντώνης: «Σκάσε μωρή παλιόπουστρα μη σε γαμήσω!»
Μπίλης: «Ρε μάγκες, δε του εξηγήσατε του παιδιού… Λοιπόν χθες, έτυχε να περνάμε από την περιφερειακή, όταν σε είδαμε σε ένα αυτοκίνητο και είπαμε να το ακολουθήσουμε, να δούμε που πάτε…»
Εγώ: «Εεεε και τι θέλετε;»
Έτρεμα στην σκέψη ότι αυτά τα τρία καθίκια θα με έκαναν βούκινο…
Αντώνης: «Άρχισες να το πιάνεις βλέπω… Λοιπόν επειδή οι πουτάνες είναι ακριβές και εμείς δεν είμαστε λεφτάδες σαν εσένα (ο πατέρας μου είναι δικηγόρος και η μητέρα μου γιατρός), θα γίνεις εσύ η πουτάνα μας. Θα κάτσεις να σε γαμήσουμε, όπως έκατσες στο παιδί!»
Τάσος: «Και αν είσαι φρόνιμο πουστράκι δεν θα σε καρφώσουμε…»
Τους ζήτησα χρόνο να το σκεφτώ, όμως αυτοί επέμεναν. Χτύπησε το κουδούνι… Έπρεπε στο τέλος του μαθήματος να τους πω. Ο φόβος ότι θα τα έλεγαν όλα, και φυσικά ότι εύκολα θα μπορούσαν να αποδειχτούν, μιας και ο Χρήστος είχε πολύ μεγάλο εργαλείο και τα ίχνη του πάνω μου ήταν εμφανή, με έκανε να πανικοβληθώ.
Στο σχόλασμα τους βρήκα και τους είπα ότι δεχόμουν, αρκεί να μην έλεγαν τίποτε σε κανένα. Ο Αντώνης είπε ότι έχει τρελές καύλες και θα γαμούσε την πουτάνα από σήμερα. Ο Τάσος, που ο μπαμπάς του είχε συνεργείο πρότεινε να πάμε εκεί. Εγώ ακολουθούσα…
Με ανέβασαν σε ένα από τα μηχανάκια τους και πήγαμε στο συνεργείο που ήταν έξω από την πόλη. Στο πίσω μέρος του συνεργείου είχε ένα δωμάτιο, που όπως είπε ο Τάσος το χρησιμοποιούσε ο μεγάλος του ο αδελφός για γαμηστρώνα.
Ήταν ένα βρώμικο δωμάτιο, αρκετά μεγάλο, με γυμνές στους τοίχους. Είχε έναν λερωμένο καναπέ και δυο ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες, τηλεόραση με βίντεο ένα γραφείο και μια πόρτα που οδηγούσε στο συνεργείο. Με έσπρωξαν μέσα και μου είπαν να γδυθώ.
Μουδιασμένος έκανα ότι μου είπαν. Γδύθηκαν και εκείνοι. Ήταν ήδη αρκετά καυλωμένοι. Του Αντώνη ήταν σχετικά μικρό, λόγω ηλικίας, γύρω στους 15 πόντους. Του Μπίλη ήταν αρκετά χοντρό, όμως και αυτό δεν ξεπερνούσε τους 18 πόντους. Ο Τάσος όμως είχε μια γαϊδουροψωλή που κόντευε τους 25 πόντους, του έφτανε σχεδόν μέχρι το γόνατο.
Ο Αντώνης, ο πιο θρασύς από τους τρεις, με γονάτισε και μου τον έφερε στο στόμα. Το δωμάτιο βρωμούσε γράσο, βενζίνη και απλυσιά, όμως ο Αντώνης μύριζε ακόμη περισσότερο. Μου ήρθε αναγούλα… Αυτός το κατάλαβε, γέλασε χαιρέκακα και με χαστούκισε.
- «Πλυμένοι πάμε με τις γυναίκες μας, στις πουτάνες πάμε βρώμικοι, για να πλυθούμε μια και έξω. Γλείφε να μου το καθαρίσεις!»
Άνοιξα το στόμα και άρχισα να τον γλείφω. Μύριζε κάτουρο, χύσι και ιδρωτίλα. Προσπάθησα να γλείψω τα αρχίδια όμως εκεί η μυρωδιά ήταν πιο βαριά. Μου έκλεισε τη μύτη.
- «Γλείφε μη στο χώσω όλο μέσα και σε πνίξω!»
Αν δεν τον ικανοποιούσα ήταν ικανός να με πνίξει. Τον έβαλα όλο στο στόμα και άρχισα να τον παίζω με τη γλώσσα. Χαλάρωσε και με ελευθέρωσε. Τον έπαιζα με τα χείλη και τον ρουφούσα, όσο πιο γρήγορα έχυνε τόσο το καλύτερο. Οι άλλοι δύο έβλεπαν και τους έπαιζαν.
Μπίλης: «Άντε ρε μαλάκα, θέλουμε κι εμείς!»
Τάσος: «Εγώ δεν κρατιέμαι, θα του τον χώσω!»
Αντώνης: «Μαλάκα Μπιλ κράτα τον! Θα μας το σκίσει και θα βρούμε κανένα μπελά!»
Μπίλης: «Περίμενε ρε Τάσο, να τον προετοιμάσουμε πρώτα εμείς. Αν μπεις έτσι με αυτήν τη γαϊδουρόπουτσα θα μας μείνει στα χέρια! Να γαμήσουμε είπαμε, όχι να μας πάνε και για φόνο. Κι εσύ ρε Αντώνη… άντε, παπάρα στο έκανε. Άσε και κανέναν άλλον να πάρει σειρά…»
Εγώ παρακολουθούσα έντρομος τη συζήτηση, προσπαθώντας να καυλώσω όσο γίνεται τον Αντώνη, για να χύσει και να με αφήσει. Αυτός όμως, ήδη γνωστός στα μπουρδέλα της πόλης, κρατιόταν.
Με άφησε για να αρχίσω να γλείφω τους άλλους δύο και ήρθε από πίσω μου. Εγώ πήρα στα χέρια μου τις δύο άλλες ψωλές και άρχισα να τις γλείφω εναλλάξ. Ο άλλος πίσω μου έφτυσε και μου έβαλε ένα γενναίο κωλοδάχτυλο. Σφύριξε επιδοκιμαστικά..
- «Ε ρε πούτσο που έχει φάει ο πούστης! Η κωλάρα του είναι ορθάνοιχτη. Ο γαμιάς του πρέπει να την έχει μεγάλη!»
Θέλοντας να του τη σπάσω του πέταξα:
- «Όλοι μου η γαμιάδες την είχαν πιο μεγάλη από τη δικιά σου…»
Θύμωσε και με χαστούκισε δυνατά στον κώλο. Με άρπαξε από τα κωλομάγουλα και άρχισε να με γαμάει με λύσσα. Προσπαθούσε πραγματικά να με κάνει να πονέσω, όμως μετά το χθεσινό ξεκώλιασμα του Χρήστου δεν κατάφερνε και πολλά…
Συνέχισα να γλύφω τους άλλους δύο που βογκούσαν από ηδονή, επιδοκιμάζοντας την πίπα που τους έκανα, ενώ εκείνος άρχισε να μου ρίχνει δυνατά χαστούκια. Ο Τάσος γρήγορα ήταν έτοιμος να εκραγεί…
Μου άρπαξε το κεφάλι και με το άλλο άρχισε να την παίζει. Γρήγορα το πρόσωπό μου ήταν γεμάτο από το σπέρμα του. Την ξαναπήρα στα χέρια μου. Άρχισα με την πούτσα του να μαζεύω τα χύσια του και να τη γλείφω. Ο Μπίλης είχε μείνει μαγεμένος να παρακολουθεί, σαν να βλέπει τσόντα, όταν ξαφνικά ο Αντώνης με άρπαξε και με τράβηξε με δύναμη από τα μαλλιά…
- «Σε χύνω παλιόπουστρα! Πάρτα όλα μέσα σου!!!»
Και άρχισε να χύνει χτυπώντας με με λύσσα στα κωλομάγουλα. Μόλις βγήκε ο Μπίλης σαν να ξύπνησε από το λήθαργο ήρθε πίσω μου και άρχισε αργά - αργά να μου χώνει τον πούτσο του. Αν και χοντρός, το γλείψιμο που του είχα κάνει και το σπέρμα του Αντώνη βοήθησαν να μπει μέσα εύκολα. Στην αρχή αργά και μετά γρήγορα και δυνατά άρχισε να με γαμάει, ενώ με το χέρι του άρχισε να μου παίζει το δικό μου.
Εγώ συνέχιζα να γλείφω τον Τάσο, που ξανακαύλωσε, ενώ ο Αντώνης κάθισε στην πολυθρόνα και άρχισε να με βρίζει…
- «Έτσι, γαμήστε την, την παλιόπουστρα! Σκίστε της την κωλοτρυπίδα, να μην μπορεί να περπατήσει!», κ.α.
Ο Μπίλης, όσο περνούσε η ώρα γινόταν πιο γρήγορος και πιο βίαιος. Με σφυροκοπούσε με λύσσα ρωτώντας με:
- «Έτσι σε ξέσκιζε και ο γαμιάς σου; Σου αρέσει πουτανίτσα; Πόσα παίρνεις την ώρα;»
Γρήγορα είχα καυλώσει τρελά και άρχισα να χύνω, προκαλώντας τα γιουχαΐσματα και των τριών. Ο Τάσος είχε ήδη γίνει τούρμπο και άρχισε να διαμαρτύρεται…
- «Άντε ρε μαλάκες να γαμήσω κι εγώ! Τέλειωνε ρε Μπιλ, δεν μπορώ άλλο…»
Ο Μπίλης με έσπρωξε μπροστά με δύναμη. Όπως έγλυφα τον Τάσο το τέρας του καρφώθηκε βαθιά στο λαιμό μου, κόβοντάς μου την ανάσα. Άρχισε να χύνει με δύναμη καυτό και πηχτό σπέρμα στον πάτο μου. Μόλις τελείωσε με ελευθέρωσε, αφήνοντάς με να αναπνεύσω ξανά…
Τα είχα δει όλα! Ανέπνεα λαχανιασμένος διαμαρτυρόμενος ότι πήγαν να με πνίξουν, όμως ο Μπίλης αδιάφορα μου τον έφερε στο στόμα.
- «Σκάσε και καθάρισε τον!»
Υπάκουσα, ενώ ο Αντώνης άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο συνεργείο. Είχε έρθει η σειρά του Τάσου...
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.