Το e-mail μου είναι το:
Αρκετά βράδια καθόμασταν στην παραλία και ακούγαμε τον Δημήτρη, ένα πολύ ωραίο παιδί, φίλο του μεγαλύτερου κατά δυο χρόνια αδερφού μου, να παίζει την κιθάρα του. Για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθανόμουν ότι ήθελα να φιλήσω κάποιον και να χωθώ στην αγκαλιά του.. Βέβαια, δεν τόλμησα να του πω τίποτα.
Το τέλος του καλοκαιριού σημάδεψε, ίσως και από την απίστευτη γυμναστική που έκανα, το πέρασμα μου από την εφηβεία στην ενηλικίωση και αυτό επιβεβαιώθηκε από την τυχαία ανακάλυψη της μαλακίας, που εγώ, εν μέσω μιας πολύ μοναχικής ζωής, την αντιμετώπισα σαν θείο δώρο. Και αυτή ήταν ευτυχώς η αντιμετώπιση μου γενικώς για το σεξ στη ζωή μου: ένα θείο δώρο.
Επί χρόνια μας ανέφερε ο πατέρας μου τις περιπέτειές του από τα χρόνια της εξορίας στο νησί της Ικαρίας και την αγάπη του για τους ντόπιους και το νησί τους. Έτσι λοιπόν πέταξα απ την χαρά μου όταν μας ανακοίνωσε ότι επιτέλους το επόμενο καλοκαίρι θα το περνάγαμε στο αγαπημένο του νησί.
Το καλοκαίρι του 1975 λοιπόν και μετά από δεκαπέντε ώρες ταξίδι αποβιβαζόμασταν στην Ικαρία, όπου έμελλε να εξελιχθεί ένα από τα ωραιότερα καλοκαίρια της ζωής μου.
Από τον Εύδηλο κατευθυνθήκαμε προς τα βόρεια μέχρι που συναντήσαμε τον Παράδεισο.. Οι κατάφυτες πλαγιές του βουνού έπεφταν κατευθείαν μέσα στην θάλασσα. Ένα κομμάτι γης είχε ξεχαστεί μέσα στο νερό και στο κέντρο του οι ντόπιοι είχαν κτίσει ένα εκκλησάκι. Καθώς περπατούσες μες στο νερό για να πας στο εκκλησάκι μπορούσες να δεις χταπόδια να λιάζονται στις πέτρες...
Το σπίτι που νοικιάσαμε δωμάτιο, ήταν κτισμένο πάνω στο λόφο, μέσα στο δάσος. Ένα μονοπάτι πέρναγε από μπροστά του. Δεξιά οδηγούσε στο χωριό που απλωνόταν περιμετρικά στην πλαγιά του λόφου και έφτανε μέχρι το νερό, ενώ αριστερά έπεφτε κατακόρυφα για πενήντα περίπου μέτρα μέχρι που μέσα από ένα στενό πέρασμα ανακάλυπτες δυο συνεχόμενες παρθένες παραλίες, χιλιομέτρων η κάθε μια και στο βάθος έβλεπες το χωριουδάκι του Αρμενιστή.
Στην πρώτη παραλία έβλεπες ξένους να λιάζονται γυμνοί έξω από καλύβες φτιαγμένες από καλάμια, ενώ ένα ποταμάκι την διαπέρναγε σαν φίδι και χυνόταν στην θάλασσα...
Από τις πρώτες μέρες γνωρίστηκα με μια μεγάλη παρέα, που αποτελείτο κυρίως από τα παιδιά του χωριού αλλά και μερικά ακόμη που οι οικογένειες τους είχαν έρθει να παραθερίσουν εκεί από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ανάμεσα τους ξεχώριζε ένας, πάνω-κάτω στην ίδια ηλικία με μένα, που ήταν ο μόνος από τα παιδιά που είχε κάνει σχέση με μια ντόπια και που είχε αφήσει την Σύρο για να δουλέψει σε ένα λατομείο, που βρισκόταν σε ένα λόφο πάνω από το χωριό.
Καθώς οι μέρες περνούσαν έψαχνα να βρω ένα τρόπο να γίνω μέλος του πυρήνα της παρέας και να τον πλησιάσω.. και επειδή είμαι ιδιαίτερα ντροπαλός, όταν έχει να κάνει με τα αντικείμενα του πόθου μου, τα έριξα στην γκόμενα του και του την έκλεψα. Έτσι βρέθηκα να φιλάω μια γκόμενα που δεν ήθελα, πίσω από τις συστάδες των θάμνων, τρέμοντας στην ιδέα ότι θα με ανακαλύψει ο αγριάνθρωπος κτηνοτρόφος θείος της, που την φιλοξενούσε και θα με κάνει μαύρο στο ξύλο. Ο σκοπός μου βέβαια πέτυχε, εγώ μπήκα στο κέντρο της ομάδας και σιγά-σιγά εγώ και ο Γιάννης γίναμε κολλητοί, οπότε άφησα και την γκόμενα μου στην αγκαλιά του επόμενου επίδοξου εραστή.
Κάθε μέρα πια πήγαινα έξω από το λατομείο και τον περίμενα πότε θα σχολάσει. Τρέχαμε σπίτι μου, αρπάζαμε μια μικρή καουτσουκιένια βαρκούλα που ίσα-ίσα χώραγε δυο άτομα και ορμάγαμε στη θάλασσα όπου μας έβρισκε το δειλινό...
Σε εκείνο το σημείο το πέλαγος είναι ανοιχτό και πολύ συχνά τεράστια κύματα σκάνε στην παραλία. Αυτή ήταν και η χαρά μας! Μπαίναμε μέσα στη βάρκα και την πηγαίναμε άκρη-άκρη εκεί που έσκαγαν τα κύματα και αυτά μας σήκωναν στον αέρα και αφού μας στριφογύριζαν 2-3 φορές, μας πέταγαν με τρομερή ορμή στην αμμουδιά. Είναι θαύμα που δεν σπάσαμε τα κόκκαλα μας...
Άλλες μέρες που είχε μπουνάτσα, ανοιγόμασταν με την βάρκα στα βαθιά που δεν μας έβλεπε κανένας και αφού κατεβάζαμε τα μαγιό μας, συγκρίναμε τις πούτσες μας... του Γιάννη ήταν λίγο πιο μεγάλη, αλλά εγώ υπερηφανευόμουν ότι είχα περισσότερες τρίχες..:) Άλλες μέρες πηγαίναμε σε μια σπηλίτσα που είχαμε ανακαλύψει πάνω από τα βράχια στην άκρη της παραλίας, και καθόμασταν εκεί με τις ώρες συζητώντας, ή κάποιες φορές τραβώντας μαλακία για να δούμε ποιος θα χύσει πιο μακριά...
Κάθε μέρα που πέρναγε τον λάτρευα και πιο πολύ. Τον σκεφτόμουν μέρα και νύχτα. Έλιωνα και μόνο στην ιδέα ότι θα μπορούσα να φιλήσω τα χείλη του. Και καθώς δεν βρήκα την τόλμη να το κάνω, ήρθε η μέρα που έπρεπε να τον αποχαιρετήσω γιατί έπρεπε να γυρίσει στην μάνα του, που ήταν μόνη της και τον χρειαζόταν για τις δουλειές στο νησί.
Καθώς τον ξεπροβόδιζα, σαν δαρμένος σκύλος, στη στάση του λεωφορείου, γύρισε ξαφνικά και με φίλησε πολύ τρυφερά στο μάγουλο. Τον κοίταξα αγριεμένος και του είπα:
- "Γιατί το ‘κανες αυτό;"
Και ακόμα πιο τρυφερά μου απάντησε:
- " Για να σε ευχαριστήσω για ότι έκανες για μένα.."
Τριάντα χρόνια μετά δεν έχω μαζέψει τα κομμάτια μου από κείνη την στάση στο Γυαλισκάρι.
Δεν τον ξανασυνάντησα ποτέ.
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.