Ο Θάνος κοίταξε ολόγυρα. Βρισκόταν σ’ ένα πυκνό δάσος. Είχε πάει εκδρομή με δύο συμφοιτητές του και τις κοπέλες τους. Τα ζευγάρια μετά από λίγο απομακρύνθηκαν σε διάφορες κατευθύνσεις...
Σταμάτησε λαχανιασμένος και κάθισε να απολαύσει τους ήχους του δάσους. Ακούστηκε βέλασμα αρνιών. Δεν φαινόταν να είναι μακριά του. Στράφηκε τρέχοντας προς την κατεύθυνση αυτή και σε λίγο βρισκόταν μπροστά σε ένα μαντρί με μια μεγάλη ξύλινη καλύβα. Πλησιάζοντας αργά διέκρινε το βοσκό που εκείνη τη στιγμή τάιζε τα ζώα του. Μόλις που φαινόταν το κεφάλι του πάνω από την καλαμωτή του μαντριού. Πλησίασε θαρρετά.
Ο βοσκός ζούσε εκεί από πολλά χρόνια με τη γυναίκα του. Εδώ και πέντε χρόνια όμως ήταν χήρος. Δεν κατέβαινε ούτε στο κοντινό χωριό. Ζούσε στο δάσος σαν ερημίτης. Δυο φορές το χρόνο ερχόταν συνεργείο ναυλωμένο από μια εταιρεία και έπαιρνε την παραγωγή του και σαν αντάλλαγμα τον εφοδίαζε με τρόφιμα. Δεν τον ένοιαζαν οι ανέσεις, ζούσε ζωή σκληροτράχηλη, με πολλή δουλειά, εξάλλου το κλίμα στο δάσος ήταν ήπιο όλο το χρόνο κι έτσι δεν υπήρχαν απαιτήσεις για βαριά ρούχα.
- «Καλημέρα παππού. Υπάρχει λίγο νερό; Διψώ αφόρητα!»
Ο βοσκός τινάχτηκε από την άγνωστη φωνή που δεν περίμενε και στράφηκε προς το μέρος του νεαρού. Αλληλοκοιτάχτηκαν. Αναμετρήθηκαν με το βλέμμα, όπως γίνεται στη συνάντηση δύο αγνώστων. Ο βοσκός, ήταν ένας πανύψηλος μεσόκοπος, γύρω στα 55, φορούσε ένα φαρδύ κουρελιασμένο παντελόνι της δουλειάς και ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Το σώμα του, ιδρωμένο και γεροδεμένο, με τεράστια μούσκουλα και πολύ τριχωτό, ερχόταν σε αντίθεση με το υπόλοιπο σουλούπι που έδειχνε φανερά την ηλικία του.
Το πρόσωπο μαυριδερό, ρυτιδιασμένο, αξύριστο, με δύο μάτια σακουλιασμένα, σωστές κουμπότρυπες, βυθισμένα σε πυκνά γκριζωπά φρύδια. Στο πάνω χείλος ένα παχύ απεριποίητο μουστάκι, τσιγκελωτό προς τα κάτω, και μια τεράστια καράφλα στο γυαλιστερό κρανίο συμπλήρωναν την εικόνα του γεροβοσκού. Από την άλλη μεριά ο Θάνος, βλαστάρι 18 ετών, μικροκαμωμένος, με ντελικάτο σωματάκι, ξεχείλιζε από δροσιά και νιάτα.
Ο βοσκός τον καλοδέχτηκε. Τον έμπασε στην καλύβα, όπου ξεδίψασε πίνοντας δροσερό νερό από τη μοναδική κανάτα που βρισκόταν μέσα. Δεν άργησαν να πιάσουν κουβέντα.
- «Είσαι ο πρώτος άνθρωπος που μπαίνει στο σπίτι μου τα τελευταία πέντε χρόνια που έμεινα εδώ μόνος…», είπε ο βοσκός με νοσταλγία. «Πώς βρέθηκες στα μέρη μου;»
- «Ήρθα εκδρομή με κάτι φίλους. Περπατώντας ξεμάκρυνα και χάθηκα…», απάντησε πρόθυμα ο Θάνος.
- «Σίγουρα θα σε αναζητούν…», σημείωσε ο βοσκός.
- «Μπα, είναι νωρίς ακόμα. Τώρα θα είναι απασχολημένοι με τις κοπέλες τους, μόνο την έννοια μου δεν θα έχουν. Πιστεύω μέχρι το απόγεμα να έχω γυρίσει…», είπε αθώα ο νεαρός.
Ο γεροβοσκός κάρφωσε το βλέμμα του στο ντελικάτο κορμί του μικρού. Φορούσε μια μακό φανέλα και ένα κολλητό σορτσάκι που αναδείκνυε το σφικτό κωλαράκι του. Πονηρές ιδέες τον κυρίευσαν αυθόρμητα. Είχε να γαμήσει πολύ καιρό και μέσα του ένιωθε πολύ ζωντανός ακόμη. Ο νεαρός παρουσιαζόταν σαν δώρο εξ ουρανού.
Μια βασανιστική ερωτική επιθυμία τον κυρίευσε στην ιδέα. Την ίδια στιγμή αποφάσισε να βάλει σε εφαρμογή σχέδιο αποπλάνησης του ανυποψίαστου νεαρού. Ο Θάνος αισθάνθηκε την αλλαγή στο βλέμμα του γέρου, έγινε πιο οξύ και πιο εξεταστικό. Τον έκοβε από πάνω μέχρι κάτω. Ένιωσε αμήχανα, όχι όμως φόβο.
- «Εσύ δεν έχεις γκόμενα;», ρώτησε απότομα ο βοσκός.
- «Όχι…», απάντησε ξαφνιασμένος ο Θάνος. «Νομίζω ότι είμαι μικρός ακόμα, δεν με απασχολεί το θέμα».
- «Περίεργο. Εγώ στην ηλικία σου είχα πηδήξει τις μισές γυναίκες του χωριού. Με άντρα έχεις πάει ποτέ;», ξαναρώτησε αδιάντροπα το μικρό.
Ο Θάνος συνήλθε γρήγορα από το ξάφνιασμα και αποφάσισε να συνεχίσει το παιχνίδι με τα λόγια. Θα επιχειρούσε να τον ξαφνιάσει κι εκείνος παίζοντας με τους ίδιους όρους. Επιστράτευσε το πιο αθώο ύφος για να δει την αντίδρασή του.
- «Μια φορά, αλλά δεν μου άρεσε…», είπε όσο πιο αδιάφορα μπορούσε και μετάνιωσε αμέσως για το ψέμα του.
Τα μάτια του γέρου άστραψαν. «Αφού γαμήθηκε μια φορά, εύκολα θα το κάνει και δεύτερη!», σκέφτηκε κι έγινε πιο τολμηρός.
- «Δεν σου άρεσε;», επέμεινε προς το νεαρό.
- «Καθόλου. Ήταν αγροίκος και με πόνεσε. Με πήδηξε δυο φορές το ίδιο βράδυ. Ήταν κτήνος! Με ξέσκισε με τη χοντρόπουτσα του!», συνέχισε με προσποιητή ειλικρίνεια ο Θάνος, επιλέγοντας με προσοχή τα λόγια του για να φέρει το γεροβοσκό σε αμηχανία.
Ο βοσκός ήταν πλέον βέβαιος ότι σε λίγο θα είχε το νεαρό στα σκέλια του. Κατάλαβε από την εμπειρία του ότι ήταν διαθέσιμος και πονηρά έβαλε μπροστά το στρατηγικό σχέδιο. Θα επιχειρούσε κυκλωτική κίνηση. Άλλαξε θέμα συζήτησης.
- «Θα μου επιτρέψεις να κάνω ένα ντους, γιατί έχω ιδρώσει από τη δουλειά;», ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά στο νεαρό.
- «Παρακαλώ, κάνε ότι θέλεις!», είπε αυτός με φαινομενική αθωότητα, ενώ από μέσα του σκεφτόταν: «Που το πάει άραγε ο γέρος; Δεν έχω καμιά όρεξη για πηδήματα».
Ο βοσκός με μια κίνηση έβγαλε τα ρούχα του, προβάλλοντας τη γύμνια του μπροστά στα μάτια του Θάνου. Σώμα μαλλιαρό, βαρβατεμένο, με μια τεράστια πούτσα μισοσηκωμένη και με δύο χοντρά αρχίδια στο ζαρωμένο όσχεο. Ο νεαρός δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω του, ένιωσε μια περίεργη έξαψη. Ο γέρος εντόπισε αμέσως το ενδιαφέρον του με μια φευγαλέα ματιά. «Είμαστε σε καλό δρόμο!», σκέφτηκε και χαμογέλασε μέσα του.
Συνέχισε να πλένεται επιδεικνύοντας όσο μπορούσε τα γυμνά προσόντα του. Τέλειωσε, σκουπίστηκε και φόρεσε ένα φαρδύ μποξεράκι. Άρχισε ανέμελα να τακτοποιεί τα πράγματα γύρω του, ενώ μια αμήχανη σιωπή κυριαρχούσε στο δωμάτιο. Όταν ξεκίνησε να φτιάχνει περίτεχνους κόμπους για να κρεμάσει τα προϊόντα της παραγωγής του, ο Θάνος άδραξε την ευκαιρία να σπάσει αυτή την ενοχλητική σιωπή.
- «Πώς φτιάχνεις αυτούς τους κόμπους;», ρώτησε με προσποιητό ενδιαφέρον.
- «Έλα εδώ να σου δείξω!», απάντησε ο βοσκός, θεωρώντας ότι έφτασε η στιγμή για την επίθεσή του και του έδειξε να καθίσει μπροστά του πάνω στο μπούτι του.
Ο νεαρός πλησίασε δισταχτικά και ο γέρος τον άδραξε με το στιβαρό του χέρι και τον κάθισε στο γόνατό του ανάμεσα στα σκέλια του, αρχίζοντας την επίδειξη δεσίματος του κόμπου. Η επαφή με το νεανικό κορμί τον άναψε. Ο μικρός έκανε ότι δεν καταλάβαινε. Σύντομα διαπίστωσε ότι μέσα στο μποξεράκι θέριευε ο πούτσος του ηλικιωμένου άντρα. «Ωχ! Δεν πάμε καλά…», σκέφτηκε. Τα πράγματα γίνονταν ιδιαίτερα επικίνδυνα.
Προσπάθησε να μην δείχνει το φόβο του, η καρδιά του όμως κτυπούσε δυνατά. Ο γέρος τριβόταν αδέξια πάνω του. Κουνώντας τα χέρια, δήθεν για να του δείχνει, τον αγκάλιαζε και τον έσφιγγε πάνω του ασφυκτικά. Ο Θάνος κρατιόταν όσο μπορούσε ακίνητος δείχνοντας επίπλαστο ενδιαφέρον σε ότι αράδιαζε ο γέρος, καμωνόμενος ότι δεν αντιλαμβανόταν την ερωτική του έξαψη.
Σε κάποια στιγμή, έχασε την ισορροπία του και ακούμπησε στο μηρό του γέρου. Προς μεγάλη του έκπληξη άγγιξε μια τεράστια ψωλή που έσφυζε από λαχτάρα. Είχε ξεπεταχτεί λόγω μεγέθους έξω από το μποξεράκι. Ο Θάνος τινάχτηκε σαν ηλεκτρισμένος. Ο βοσκός τον άδραξε γερά και τον ακινητοποίησε ανάμεσα στα σκέλια του.
- «Γιατί ξαφνιάζεσαι; Δεν μου είπες ότι έχεις ξαναγαμηθεί; Δεν θέλεις να παίξουμε λίγο;»
- «Σε παρακαλώ, μη με γαμήσεις, δεν θέλω…», τον παρακάλεσε ο νεαρός.
- «Μη φοβάσαι. Δεν θα γίνει τίποτε χωρίς να το θέλεις…», τον καθησύχασε ο γέρος.
- «Σ’ ευχαριστώ…», ψέλλισε ο Θάνος καθησυχασμένος από τις διαβεβαιώσεις του γέρου.
- «Θα μου πάρεις μια πίπα τουλάχιστον;», ξαναεπιτέθηκε ο βοσκός.
Ο Θάνος κατάλαβε ότι τα όρια στένευαν. Τον έπιασε απελπισία. Ο γέρος έγινε πιο τολμηρός, πέταξε μακριά το βρακί του, ανάγκασε το νεαρό να γονατίσει μπροστά του και του οδήγησε το κεφάλι στο καυλί του. Ο Θάνος δεν μπορούσε να αντιδράσει και δεν άργησε να βρεθεί με την ψωλή του βοσκού στο στόμα. Ήταν τεράστιος, με δυσκολία τον δεχόταν στο στόμα του, ενώ εμβολιζόταν από τον ασυγκράτητο άντρα, που μούγκριζε από ευχαρίστηση. Ο Θάνος έβαλε τα δυνατά του να τον ευχαριστήσει, ελπίζοντας ότι έτσι θα συγκρατούσε την ορμή του εκεί.
Ο γέρος είχε φωλιάσει τον πούτσο του μέσα στο γλυκό στοματάκι του μικρού και μπαινόβγαινε σαν να γαμούσε πραγματικά. «Ο μικρός το απολαμβάνει!», σκέφτηκε, πλημμυρισμένος από ολοένα αυξανόμενη καύλα. «Θα τον ξεσκίζω σε λίγο. Πρέπει να γαμήσω το γρηγορότερο!», μονολόγησε ανυπόμονα, έχοντας κατά νου να κερδίσει τον χαμένο καιρό αποχής από το σεξ.
Ο μικρός συνέχισε στωικά να γλείφει το θεριεμένο καυλί, το πιπίλιζε με τα χείλη του, ρουφούσε την ουρήθρα, φιλούσε τ’ αρχίδια του γέρου και δάγκωνε ελαφρά το γέρικο σάκο του. Εκείνος πνιγμένος από καύλα μούγκριζε και ξεστόμιζε ασυνάρτητα λόγια.
- «Μμμμ… Είσαι τεχνίτης, καυλιάρικο, και μου το παίζεις παρθένα. Βλέπω ότι ξέρεις κόλπα απίθανα, ε; Το στοματάκι σου με τρελαίνει. Αααα!!!»
Και ξαφνικά, αλλεπάλληλες ριπές από καυτό σπέρμα άρχισαν να εκτοξεύονται στο στόμα του νεαρού που το δεχόταν ευχαρίστως καταπίνοντας το και συμμετέχοντας πλέον στο ερωτικό παιχνίδι. Είχε και ο ίδιος φτιαχτεί. Ο πούτσος του ήταν σε πλήρη στύση μέσα στο σορτσάκι του. Με τα χύσια ακόμη στο στόμα γύρισε να αντικρίσει το λαχανιασμένο γέροντα που ξεθεωμένος βρισκόταν στον έβδομο ουρανό.
Χαμογέλασε στο νεαρό, τον σήκωσε με τα στιβαρά του χέρια και τον έκλεισε στην αγκαλιά του, σφραγίζοντας του το στόμα μ’ ένα καυτό φιλί. Η γλώσσα του χώθηκε στο στόμα του μικρού και συνάντησε τη δική του σμίγοντας σε τρελό παιχνίδι. Τα σάλια τους ανακατώθηκαν. Ερωτοτροπούσαν ασυγκράτητα. Τα χέρια του κατέβηκαν στη μέση του μικρού και στη συνέχεια στα κωλομέρια του. Του κατέβασε το σορτσάκι αποκαλύπτοντας ένα σφικτό, πεταχτό κωλαράκι. Δεν άργησε με τον αντίχειρα να βρει τη σχισμή του.
Του έτριβε την κωλοτρυπίδα, βυθίζοντας ελαφρά το δάκτυλο στον πρωκτό του. Ο μικρός καταλάβαινε ότι γινόταν ευάλωτος. Η επιθυμία κοντραριζόταν με τη λογική. Με το χέρι του προσπάθησε να τον απομακρύνει.
- «Μη, σε παρακαλώ… ας μείνουμε στο τρίψιμο και στα φιλιά μόνο…», τον ικέτεψε.
- «Έλα τώρα μικρέ… ξέρω ότι θέλεις, μην αντιστέκεσαι. Θα σε ζεστάνω λίγο…»
Με μια άγρια κίνηση τον τράβηξε πάνω του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Οδήγησε το νεαρό με το κεφάλι προς τα κάτω για άλλο ένα τσιμπούκι στον ήδη θεριεμένο πάλι πούτσο του και ο ίδιος ξεκίνησε το γλείψιμο της κωλοτρυπίδας του νεαρού. H γλώσσα του σαν τρελή σάλιωνε τη σχισμή και την είσοδο του πρωκτού του νεαρού. Το παχύ μουστάκι σερνόταν στα κωλομέρια του νεαρού γαργαλώντας τον και ανάβοντάς του την επιθυμία όλο και περισσότερο.
Όταν ο έμπειρος άντρας θεώρησε ότι είχε λιπάνει καλά την περιοχή ανέσυρε το μικρό επάνω του σφραγίζοντας του το στόμα με ένα καυτό φιλί. Το τεράστιο καυλί με το κατακόκκινο πουτσοκέφαλο ανέλαβε αμέσως υπηρεσία. Άρχισε να ψάχνει τη λαχταριστή κωλοτρυπίδα. Ο μικρός, αλαφιασμένος από την απρόσμενη επιθυμία και το φόβο να γαμηθεί, διαμαρτυρόταν απελπισμένα.
- «Σε παρακαλώ μην προχωρήσεις…», ικέτεψε.
Μάταια, όμως, ο γέρο-σάτυρος προχωρούσε ακάθεκτος. Επιδέξια τον κάθισε πάνω στο πεινασμένο καυλί του, τον έτριψε λίγο πάνω του. Ακινητοποίησε τα μπούτια του θύματος του όσο πιο ανοικτά μπορούσε και καθησύχασε έμπειρα το νεαρό.
- «Μη φοβάσαι δεν είναι τίποτα. Ξέρεις τώρα εσύ…»
- «Είσαι τεράστιος. Θα με ξεσκίσεις!», ούρλιαξε φοβισμένα ο μικρός.
- «Φώναξε όσο θέλεις, είμαστε μόνοι μας. Και μ’ ανάβεις περισσότερο έτσι!», κάγχασε ο γέρος απομακρύνοντας περισσότερο τα κωλομέρια του μικρού.
Τον εμβόλισε μεμιάς. Ήταν μια άγρια διείσδυση από την αδημονία χρόνων αποχής. Μια άγρια χαρά από την επιβεβαίωση του ανδρισμού τον κατέκλυσε. Ο μικρός ούρλιαξε από τον πόνο. Ο τεράστιος πούτσος ήταν δύσκολο να βολευτεί στο σφικτό κωλαράκι του. Ο σφικτήρας του τεντώθηκε επικίνδυνα.
Ο γαμιάς σταμάτησε την ορμητική είσοδο. Φίλησε ρουφηχτά το αγόρι και έσυρε τα χείλη του σ’ όλο το νεανικό πρόσωπο με μικρές δαγκωνιές ολόγυρα. Ήταν πραγματικά έμπειρος. Συγχρόνως μέσα στο λαχάνιασμα από την ερωτική λαχτάρα ψιθύριζε του κόσμου τα γλυκόλογα ανάκατα με αισχρόλογα στο αφτί του αλαφιασμένου φοιτητή.
- «Τι κωλαράκι είναι αυτό! Δεν συγκρίνεται ούτε με το πιο όμορφο μουνί. Αγόρι μου, είσαι σκέτος πειρασμός. Σου αρέσει ο πούτσος μου; Σε γαμώ καλά;»
- «Σε παρακαλώ βγες, δεν αντέχω… θα με ξεσκίσεις με τη φόρα που πήρες!»
- «Ναι μωρό μου σε ξεσκίζω και σου αρέσει. Πες στον παππού ότι σου αρέσει το γαμήσι του. Δεν είμαι ο άντρας των ονείρων σου; Αργήσαμε να βρεθούμε, ας μη χάνουμε χρόνο. Γαμήσου και απόλαυσέ το!»
Ο επιβήτορας έχοντας σφιχταγκαλιάσει το θύμα του εμβόλιζε ανενόχλητος σαν γνήσιο αρσενικό. Το βαρβάτο καυλί του έκανε καλή δουλειά, βολεμένο στο σφικτό κωλαράκι του νεαρού. Αυτός έχοντας συνηθίσει πια την χοντρόπουτσα του γαμιά του βρισκόταν σε κατάσταση αυξανόμενης ηδονής. Η καύλα τον κατέκλυζε σιγά - σιγά.
- «Σιχαμένε κωλόγερε! Με γαμάς. Σε θέλω πολύ! Ξέρεις να κουμαντάρεις καλά το καυλί σου. Πρέπει να έχεις κάνει πολλά γαμήσια στη ζωή σου. Αααα… Σε θέλω μέσα μου σαν τρελός! Ξέσκισε με, παλιόγερε, με όση δύναμη έχεις! Κάνε το κωλαράκι μου ν’ ανάψει! Αχ, θεέ μου, τι πούτσος είναι αυτός! Με τρελαίνεις!»
- «Σου αρέσει πουστόπαιδο; Έ; Σου αρέσει το γαμήσι; Θα σου ανοίξω το κώλο στα δύο. Σου ξεχειλώνω τη σούφρα με τη χοντρόπουτσα μου, εγώ ο γερογαμιάς εσένα το πουστράκι. Εγώ γαμώ και εσύ γαμιέσαι!!!», ούρλιαζε λαχανιασμένα τώρα ο βοσκός, εμβολίζοντας με δύναμη μέχρι τη ρίζα της γιγάντιας ψωλής του.
Τα βαρβάτα αρχίδια του κτυπούσαν στα κωλομέρια του νεανικού κώλου και ετοίμαζαν το φορτίο που θα δώριζε σε λίγο στο θύμα του.
- «Αααχ! Δεν αντέχω άλλο! Ξεφώνιζε γεμάτος ηδονή ο Θάνος. Τέλειωνε σε παρακαλώ… κοντεύω να λιποθυμήσω! Χύσε, παλιόγερε! λυπήσου με! Ααααα… Φτάνωωω…!!!»
Ξέσπασαν και οι δύο ταυτόχρονα. Κύματα σπέρματος χύνονταν κι απ’ τις δύο ψωλές. Ο νεαρός δεχόταν τα ατέλειωτα κύματα καυτού σπέρματος του γέρου επιβήτορα μέσα του βαθιά στη κοιλιά του, πράγμα που του αύξαινε την καύλα εκτοξεύοντας κι αυτός το φορτίο του ολόγυρα. Ο γαμιάς του χαλάρωσε εξαντλημένος. Δεν τον άφησε όμως να βγει από το κωλάντερό του. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε γλυκά, με ευγνωμοσύνη.
Το σημερινό γαμήσι τον απελευθέρωνε σεξουαλικά, κι αυτό το όφειλε στο γέρο τούτο που αποδείχτηκε πιο νέος από τον καθένα, άφταστος στο γαμήσι. Έγειραν πλάι - πλάι στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι. Ο νεαρός Θάνος συνέχιζε να φιλά και να χαϊδεύει το γέρο επιβήτορά του σ’ όλο το σώμα. Το χέρι του άδραξε αχόρταγα το γέρικο πούτσο, που ήταν έτοιμος να θεριέψει πάλι. Ο βοσκός τον απομάκρυνε γλυκά.
- «Δεν έχω τα νιάτα σου», του είπε. «Ας ξεκουραστούμε πρώτα».
Κοιμήθηκαν αγκαλιά σαν μολύβι.
Ο Θάνος ξύπνησε αργά το μεσημέρι. Ο γεροβοσκός έλειπε από δίπλα του. Τεντώθηκε ευχαριστημένος στο σκληρό κρεβάτι. Αναπόλησε όσα είχαν προηγηθεί. Θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που βρέθηκε στο δρόμο του ο άνθρωπος αυτός. Το σημερινό γαμήσι τον βοήθησε να καταλάβει ότι ήταν ομοφυλόφιλος.
Ο γεροβοσκός αργούσε να εμφανιστεί. Ο Θάνος φόρεσε το σορτσάκι του και ετοιμάστηκε για το δρόμο του γυρισμού. Μια καινούργια ζωή ξανοιγόταν μπροστά του και θα την γευόταν ως το μεδούλι.
Βγήκε από την καλύβα. Έψαξε με τα μάτια ολόγυρα να βρει το βοσκό. Δίπλα από την καλύβα υπήρχε μια μικρή αποθήκη απ’ όπου ερχόταν ένας θόρυβος σαν να πελεκούσαν ξύλα.
- «Εκεί θα είναι…», μονολόγησε και έτρεξε προς την αποθήκη.
Μπαίνοντας μέσα είδε τον γέρο επιβήτορα να κόβει ξύλα και να τα ντανιάζει παραδίπλα.
- «Πρέπει να φύγω», του είπε χαμογελαστά. «Θέλω να σε ευχαριστήσω για τις ωραίες στιγμές που μου χάρισες. Ελπίζω να ξανασυναντηθούμε…»
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Ο γέρος τον άρπαξε στα στιβαρά του χέρια και του κατέβασε με μια κίνηση το σορτς. Βουβά τον στρίμωξε σε ένα σωρό ξύλα, απαλλάγηκε και αυτός από το βρακί του. Άρπαξε με τα δυνατά του χέρια τα πόδια του μικρού, τα σήκωσε στον αέρα και τα τύλιξε στα πλευρά του.
- «Τι κάνεις;», έκανε να ρωτήσει ναζιάρικα ο Θάνος.
Ο βοσκός του έκοψε τη φράση με ένα καυτό φιλί και ξεκίνησε ένα ακόμα ασυγκράτητο γαμήσι εκεί στα όρθια. Και οι δύο, αμίλητοι τώρα, να βαριανασαίνουν και να αγκομαχούν πλημμυρισμένοι από ηδονή. Τέλειωσαν συγχρόνως, βουβά, όπως ξεκίνησαν.
- «Σ' ευχαριστώ…», ψέλλισε ο νεαρός, μαζεύοντας τα βρακιά του.
- «Να ξανάρθεις!», είπε με πάθος ο γέρος.
Ο Θάνος δεν απάντησε, ξεμάκρυνε χωρίς να γυρίσει πίσω του. Βιαζόταν να σμίξει με την παρέα του. Σ' όλη τη διαδρομή, μουσκεμένος μέσα στο σορτσάκι του από το σπέρμα του γέρου επιβήτορα, ξαναζούσε νοερά κατευχαριστημένος τη πρωτόγνωρη ερωτική του εμπειρία…
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.