Το e-mail μου είναι το:
Μέρος πρώτο: Το μίσος
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι αληθινή και συνέβη στο Ηράκλειο της Κρήτης όπου και σπούδαζα στα μέσα της δεκαετίας του '90.
Τα είχα τότε με μια κοπέλα, τη Μαίρη πολύ όμορφη και πολύ σεξουλιάρα. Εγώ ήμουνα απόλυτα στρέιτ και με επιτυχίες στα κορίτσια, αν και λίγο στρουμπουλός. Όλες μου έλεγαν ότι είμαι φοβερός εραστής, και η αλήθεια είναι τα κατάφερνα αρκετά καλά. Μου άρεσαν πολύ οι γυναίκες, και ειδικά όταν ήταν καυλωμένες.
Πάντοτε βέβαια είχα κάποιες ομοφυλοφιλικές φαντασιώσεις, σε αποκλειστικά παθητικό ρόλο. Αυτές είχαν αρχίσει από το Γυμνάσιο όταν είχα πρωτοανακαλύψει το πουλάκι μου. Πάντοτε οι φαντασιώσεις μου ήταν είτε με φανταστικά άτομα, είτε με άτομα που δεν τα πολυσυμπαθούσα, μου έβγαζαν κάτι το βίαιο και πρόστυχο σαν χαρακτήρες.
Κρυφά στα όνειρά μου γινόμουνα η πουτανίτσα τους, αλλά ποτέ δεν είχα συγκεκριμένη επιθυμία για άντρα. Ποτέ δεν είχα κοιτάξει ερωτικά έναν άντρα γύρω μου και η ιδέα με απωθούσε μάλιστα όταν τους είχα μπροστά μου. Αλλά οι φαντασιώσεις υπήρχαν και τις κρατούσα κρυφές.
Εκείνο που με ερέθιζε περισσότερο ήταν η ιδέα της γυναίκας που καυλώνει, χύνει από μια πούτσα, γίνεται το υποχείριο ενός άντρα που γαμάει καλά. Βλέποντας τις κοπέλες μου να εξαρτιόνται σεξουαλικά από μένα, κάπου τις ζήλευα λίγο. Αναρωτιόμουνα πόσο δυνατά πρέπει να αισθάνονται την απόλαυση του γαμησιού, πιο πολύ κι από μένα, για να εξαρτιόνται έτσι.
Η Μαίρη ήταν πολύ εξαρτημένη από εμένα, μου έλεγε πως μόνο με εμένα χύνει, με τους άλλους πριν τίποτα, και με κοίταζε με λατρεία στο σεξ. Εγώ γούσταρα τρελά αλλά ίσως δεν ήμουνα αρκετά ερωτευμένος μαζί της γιατί ξενοκοίταγα, και καμιά φορά ξενοπήδαγα.
Πότε μια παντρεμένη Κρητικιά που έμενε στη γειτονιά μου, σαραντάρα και λυσσασμένη, πότε καμιά γκομενίτσα από το Ρέθυμνο τότε, που ήταν γεμάτο φοιτήτριες, γιατί οι δικές μας σχολές είχανε μόνο άντρες.
Κάποτε μια κολλητή της κοπέλας μου, σε μια φάση που έλειπε στην Αθήνα, της τα πρόφτασε ότι με είδε να φιλιέμαι με μια πρωτοετίνα της σχολής ονόματι Έλσα. Ήταν πολύ ωραίο γκομενάκι. Εκείνο το βράδυ και μερικά άλλα την είχα πηδήξει και είχα χάσει το μυαλό μου μαζί της.
Έτσι όταν η Μαίρη ήρθε μέσα στα κλάματα και τις φωνές το παραδέχτηκα. Εκείνη πόνεσε πολύ, άρχισε να γυρνάει τα μπαρ και να πίνει, πότε μου έλεγε να μην της ξαναμιλήσω, πότε με παρακαλούσε να γυρίσω. Μια μέρα με παρέσυρε σπίτι της και ξαναγαμηθήκαμε, μετά ξαναχωρίσαμε, τα ξαναφτιάξαμε κτλ. Τυπική ιστορία.
Κάποια στιγμή εγώ είχα αδιαφορήσει πλήρως, είχα μεν τύψεις γι' αυτήν, και με ενοχλούσε που είχε αρχίσει να πηγαίνει με διάφορους για να με κάνει να ζηλέψω. Αλλά δεν ζήλευα, στεναχωριόμουνα γιατί αισθανόμουνα υπεύθυνος και ήξερα ότι δεν με είχε ξεπεράσει.
Όμως μια μέρα όλα άλλαξαν… Ήταν μια μέρα που ήπιαμε έναν καφέ παρέα για να συμφιλιωθούμε όπως είχε πει. Δεν την πίστεψα αλλά όταν τη συνάντησα την είδα όντως αλλαγμένη, να μην με κοιτάζει με αυτό το σκοτεινό βλέμμα της πληγωμένης γυναίκας. Μου ευχόταν καλή τύχη.
Ο λόγος της αλλαγής; Είχε βρει κάποιον με τον οποίον ήταν καλά. Αυτό έθιξε λίγο τον εγωισμό μου, αλλά το πράγμα θα σταμάταγε εκεί αν δεν μου έλεγε και ποιος ήταν αυτός ο κάποιος: Ο Ιδομενέας, ένας σαρανταπεντάρης Κρητικός, ψηλός, μαυροπουκαμισάς, μελαχρινός, γεροδεμένος, με όψη αγριανθρώπου και μουστακαλής, λες και ήταν βγαλμένος από καρτ-ποστάλ. Παντρεμένος.
Εγώ τον γνώριζα αφού ανακατευόταν στις φοιτητοπαρέες μπας και πηδήξει καμιά φοιτήτρια. Κάτι είχα ακούσει ότι τα ψιλοκατάφερνε κιόλας, αλλά δεν έδινα σημασία. Δεν τον χώνευα γιατί είχε ένα υπεροπτικό στιλ, και έλεγε και χοντράδες, μάλλον όμως δεν τον χώνευα κυρίως γιατί την έπεφτε στις γκόμενες της παρέας.
22 χρονών εγώ τότε, τους μεγάλους τους έβλεπα σαν κάτι άλλο, μακρινό και ξένο, και με ενοχλούσε η παρουσία τους. Ειδικά που δεν πολυχώνευα τους Κρητικούς με το ψευτοαντριλίκι τους. Και πού να 'ξερα τι με περίμενε!
Τσαντίστηκα και της το έδειξα, κι εδώ που τα λέμε η Μαίρη άλλο που δεν ήθελε -έπαιρνε την εκδίκησή της η κοπέλα. Εγώ είχα ένα στιλάκι: πού τον βρήκες και πώς ξέπεσες; Αλλά εκείνο που με ενοχλούσε ήταν που έδειχνε πολύ ικανοποιημένη σεξουαλικά, το μυριζόμουν. Σχεδόν την έβρισα και έφυγα, αλλά από εκείνη τη στιγμή μου είχε γίνει έμμονη ιδέα να την ξανακερδίσω.
Άρχισε μια πολύ άσχημη ιστορία τότε, εγώ να κυνηγάω τη Μαίρη, εκείνη να με απορρίπτει αλλά από την άλλη να είναι και λίγο μπερδεμένη, πότε να πηγαίνει με εμένα και πότε με αυτόν. Μιας και ο τύπος ήταν παντρεμένος, εγώ είχα το πλεονέκτημα, και μιας και αισθήματα υπήρχαν μεταξύ μας, δεν άργησε να εκπληρωθεί η επιθυμία μου και τα ξαναφτιάξαμε.
Γενικά όμως η σχέση μας είχε γίνει ένα μαρτύριο. Το σεξ μεταξύ μας είχε γίνει χάλια γιατί και αυτή και εγώ σκεφτόμασταν τον… Ιδομενέα. Εγώ με μίσος, αυτή με λατρεία, ήταν φανερό. Κάνα δυο φορές είχε αφήσει να εννοηθεί ότι δεν ήμουν πια προ πολλού εκείνος που της είχε κάνει το καλύτερο σεξ στη ζωή της κι αυτό με είχε χαλάσει τόσο που δεν την πήδαγα καλά.
Τη μία φορά μάλιστα είχε υπονοήσει ότι ήταν και ζήτημα… μεγέθους κι αυτό τα έκανε όπως καταλαβαίνετε όλα χειρότερα. Είναι αλήθεια ότι είχα αρχίσει και τότε να έχω κάτι φαντασιώσεις με τον Ιδομενέα να μας γαμάει και… τους δύο, αλλά εντελώς θεωρητικά.
Βασικά όταν τον συναντούσα στον δρόμο ή στα μπαρ και τις ταβέρνες μου ανάβανε τα λαμπάκια και τον κοιτούσα με μίσος. Εκείνος είχε αντιδράσει μια - δυο φορές λίγο ειρωνικά, αλλά τις υπόλοιπες μάλλον με συμπάθεια, σαν να μου έλεγε ότι δεν είχε τίποτα μαζί μου, πράγμα που με εξαγρίωνε ακόμη περισσότερο.
Με τη Μαίρη μείναμε μαζί ένα εξάμηνο ακόμη και βασανίζαμε ο ένας τον άλλον. Πλέον είχε αυτή τύψεις απέναντί μου, όπως διαπίστωσα μετά από λίγο καιρό δικαιολογημένες, καθώς δεν είχε σταματήσει ποτέ να πηδιέται με τον Ιδομενέα.
Εγώ τη φάση την έμαθα όταν τους έπιασε στα πράσα η γυναίκα του μέσα στο σπίτι τους και έκανε μεγάλη φασαρία. Αλλά τα περισσότερα και με λεπτομέρειες μου τα είπε η κολλητή φίλη της η Πέρσα, με την οποία είχα τσακωθεί χοντρά. Εκείνη μου περιέγραψε ότι γαμιόντουσαν παντού σαν τα σκυλιά.
Μου είπε μάλιστα και λεπτομέρειες που με σκότωσαν, όπως ότι ένα βράδυ σ' ένα μπαρ, όταν είχα πάει Αθήνα, της είχε χώσει τη χερούκλα του κάτω από το παντελόνι της εκεί που καθότανε στην καρέκλα και της είχε χώσει τα χροντροδάχτυλά του στον κώλο και στο μουνί και την έκανε να χύσει σαν τρελή μπροστά στον κόσμο (καταπίνοντας τη φωνή της βέβαια, αλλά δυο - τρεις άλλοι εκτός από την Πέρσα το καταλάβανε.
Κοινώς ήμουνα και επισήμως κερατάς και το ξέρανε όλοι. Το χειρότερο όμως που μου είπε η Πέρσα ήταν κάτι άλλο, εν τη αφέλεια της:
- «Είναι εντελώς μαλακισμένη! Δεν το βλέπει ότι είναι μαλάκας, παντρεμένος, ότι την κοροϊδεύει; Πώς έχει κολλήσει έτσι; Επειδή την έχει μεγάλη δηλαδή;»
Αυτό ήταν που με σκότωσε και δεν μπορούσε να το μαζέψει μετά. Εγώ τότε την χώρισα, την έβρισα αλλά λίγο, συγκράτησα τα νεύρα μου και την χώρισα οριστικά. Εκείνη συνέχισε για λίγους μήνες στο Ηράκλειο και μετά την επόμενη χρονιά έφυγε, και πήρε το πτυχίο της από απόσταση. Η πληγή μεταξύ μας σιγά - σιγά έκλεισε.
Η πληγή όμως που μέσα μου δεν έλεγε να κλείσει ήταν η ψωλή του Ιδομενέα. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα, με έκανε να τον μισώ ακόμη περισσότερο και να έχω ακόμη περισσότερες φαντασιώσεις μαζί του. Όσο τον σιχαινόμουνα, τόσο πιο πολύ φαντασιωνόμουν ότι με γαμάει. Θεωρητικά πάντα.
Το απόλυτα τελειωτικό χτύπημα όμως μου το έδωσε η Έλσα, η πρωτοετίνα που είχα πηδήξει πριν από κανένα χρόνο και με την οποία ήμουνα ψιλοερωτευμένος. Αυτή με είχε φτύσει εντελώς απ' όταν τα ξανάφτιαξα με τη Μαίρη, και με κοίταζε με ένα ειρωνικό και περιφρονητικό βλέμμα. Εγώ νόμιζα πως ζήλευε.
Ένα βράδυ όμως λίγο μετά τον χωρισμό μου βρεθήκαμε να τα πίνουμε σε ένα μπαρ. Εγώ ξερογλειφόμουνα ότι θα την ξαναπηδήξω, εκείνη όμως άλλα είχε κατά νου. Άρχισα να της λέω σε γενικές γραμμές την ιστορία του χωρισμού μου με τη Μαίρη λέγοντας γενικά πράγματα, αισθηματικά χωρίς να αναφέρω τίποτα για τον Ιδομενέα. Εκείνη είχε πιει πολύ και ήταν πολύ θυμωμένη, με σταμάτησε κάποια στιγμή λέγοντας:
- «Είσαι γελοίος!»
Εγώ ξαφνιάστηκα και τότε μου άρχισε μια φοβερή επίθεση, λέγοντας ότι λυπάται πολύ την κακομοίρα την κοπέλα που με αγαπούσε και την πόνεσα τόσο πολύ, και ήμουνα τόσο εγωιστής. Εγώ τη σταμάτησα θυμωμένα λέγοντάς της:
- «Δεν ξέρεις! Μη μιλάς! Γιατί κι εγώ είμαι πληγωμένος σε αυτή την ιστορία…»
Και τότε εκείνη με κοίταξε ειρωνικά και μου είπε:
- «Γιατί; Λόγω του Ιδομενέα;»
Ταράχτηκα. Και πού το ήξερε;
- «Έλα καλό μου. Όλο το Ηράκλειο το ξέρει!», είπε και γέλασε. Και συμπλήρωσε: «Εδώ που τα λέμε δεν την αδικώ…»
Τσαντίστηκα φοβερά.
- «Τι εννοείς;», της είπα.
- «Με συγχωρείς…», μου λέει. «Έχεις ιδέα για τι ψωλή μιλάμε;»
Την είχε πηδήξει και αυτήν όπως παραδέχτηκε, την πήδαγε από τα Χριστούγεννα μέχρι το καλοκαίρι. Εγώ έγινα Τούρκος, κόντεψα να τη χτυπήσω από τα νεύρα μου.
- «Ε, και λοιπόν;»
- «Άκου αγοράκι μου…», μου λέει. «Όποια γυναίκα σου πει ότι δεν μετράει το μέγεθος, σου λέει ψέματα για να μην σε προσβάλλει. Καμιά δεν αντιστέκεται σε μια τέτοια ψωλή. Σου κολλάει, μπαίνει μέσα στο μυαλό σου και τη σκέφτεσαι συνέχεια. Κι αν θες να ξέρεις δεν είναι μόνο το καυλί του. Είναι πραγματικός άντρας, κι ας είναι λίγο κάθαρμα. Όταν αρχίσει δεν σταματάει. Είναι sex machine ο τύπος. Γι' αυτό και η γυναίκα του δεν τον αφήνει με τόσα και τόσα κέρατα. Γι' αυτό και όλες κολλάνε».
Είχα γίνει αληθινό ράκος, άρχισα να κλαίω. Εκείνη με λυπήθηκε, πήγε να με παρηγορήσει και τα έκανε χειρότερα.
- «Μα κι εσύ καλό μου μια χαρά εραστής είσαι! Και το πουλάκι σου είναι πολύ συμπαθητικό. Δεν το είπα έτσι…»
Το πουλάκι και η ψωλάρα. Τώρα πια η έμμονη ιδέα είχε μεταβληθεί σε αληθινό εφιάλτη. Το αμέσως επόμενο διάστημα είχα αρχίσει να έχω προβλήματα με τη σεξουαλικότητά μου. Είχα δυσκολία στη στύση με όποια γκόμενα μου καθότανε και το κυριότερο δεν λάμβανα πια την ικανοποίηση ότι τις γαμάω καλά. Ήμουνα νευρικός και αργός.
Για να καυλώσω και να τελειώσω πια φανταζόμουνα το μεγάλο, θεόρατο όπως είχε πει μια άλλη γκόμενα «κοντάρι» του Ιδομενέα. Είχα αρχίσει σχεδόν να ενδιαφέρομαι για όποια γκόμενα είχα δει μαζί του κάποια στιγμή. Έτσι είχα βρει μια φοιτήτρια από το Ρέθυμνο που σχεδόν είχε παρατήσει τις σπουδές της για χάρη του για ένα εξάμηνο για να την πηδάει.
Εκείνη την περίοδο τον είχε «ξεπεράσει» έλεγε και έγινε φάση, ενώ αυτή δεν ήξερε τίποτα για τους παλιούς λογαριασμούς μας. Αυτή λοιπόν, επειδή ήταν φιλολογίνα, μου είχε πει και την ιστορία ότι Ιδομενέας ήταν το όνομα του βασιλιά των Κρητικών στην Ιλιάδα, κι ότι ήταν διάσημος για το… δόρυ του. Κι έτσι κι αυτή τον πείραζε λέγοντάς του ότι είναι «όνομα και πράγμα» για «ευνόητους λόγους» όπως είπε.
- «Δηλαδή;», ρώτησα.
- «Ε… να… χα χα! Την είχε κάπως μεγαλούτσικη… Τι κάπως καλέ; Κανονικό κοντάρι! Αν και λίγο χοντρή για κοντάρι…», είπε μονολογώντας.
Ακόμα ένα χτύπημα. Το κοντάρι του Ιδομενέα δεν είχε βγει από το μυαλό μου, αλλά τα επόμενα δύο χρόνια μάλλον ηρέμησα. Πήρα πτυχίο, παρέμεινα στο Ηράκλειο δουλεύοντας σε προγράμματα του πανεπιστημίου. Από την πολλή δουλειά σταμάτησα να γυρνάω στην πόλη και σταμάτησα να τον βλέπω.
Όταν τον έβλεπα και τον σκεφτόμουνα πλημμύριζα από θυμό. Μόνο κρυφά τα βράδια στη φαντασία μου έβρεχα το σλιπάκι μου σκεπτόμενος το κοντάρι εκείνο… που τόσο μου είχαν περιγράψει. Είχα παχύνει, ήμουν πάντα νευρικός και καχύποπτος και σχέσεις μου με τις κοπέλες πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, αλλά οι ομοφυλοφυλικές μου τάσεις ήταν απλώς φαντασίωση. Εξακολουθούσαν να μην μου αρέσουν οι άντρες από κοντά.
Κι όλα αυτά μια μέρα άλλαξαν, τόσο μα τόσο αναπάντεχα…
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.