Η ιστορία:
Η ιστορία μου είναι πέρα για πέρα αληθινή και τολμώ να την αναφέρω μετά από δώδεκα χρόνια.
Η ιστορία μου ξεκινά τον Σεπτέμβριο του 1990. Πρωτοετής σε μια οικονομική σχολή στην Αθήνα. Από μικρός που ήμουν, πάντα μου άρεσαν τα αγόρια αλλά δεν τολμούσα να το πω σε κανέναν. Πάντοτε ζήλευα τα όμορφα κορμιά χωρίς ποτέ να τολμήσω να αγγίξω κάποιον. Καταλάβαινα ότι δεν ήμουν όπως τα άλλα αγόρια της ηλικίας μου. Ο μόνος δρόμος ήταν να γίνω φοιτητής κα να φύγω από την μικρή επαρχιακή πόλη. Η ευκαιρία μου δόθηκε όταν βγήκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων Εξετάσεων και πέρασα στην Αθήνα. Επιτέλους η ώρα να φύγω, να πάω μακριά από το χωριό μου και να ζήσω κάτι μεγάλο και δυνατό.
Ήρθε επιτέλους η ώρα που ήρθα στην Αθήνα. Πρώτη φορά έβλεπα τα φώτα μεγάλης πόλης. Μαζί ήρθε και ο πατέρας μου να με βοηθήσει. Ήμασταν τυχεροί. Την πρώτη μέρα βρήκαμε ένα μικρό διαμέρισμα δύο δωματίων στον 4ο όροφο πολυκατοικίας. Το μπαλκόνι μεγάλο και ήταν από την πλευρά του δρόμου. Εδώ θα στεγάσω τώρα τα όνειρα μου είπα και ξεκίνησα να το φτιάχνω. Πέρασαν τρεις ημέρες όλο κούραση. Έπρεπε να τα βάλω όλα σε μια σειρά, να φτιάξω επιτέλους τον δικό μου χώρο.
Οι μέρες πέρασαν και ο πατέρας μου έφυγε. Έμεινα μόνος στην αφιλόξενη αυτή πόλη. Πέρασε η πρώτη μέρα χωρίς να κάνω κάτι, απλά καθόμουν στο μπαλκόνι και κοίταγα τον δρόμο. Έβλεπα τον κόσμο και αναρωτιόμουν και τώρα Γιάννη (ψεύτικο όνομα) πρέπει να ζήσεις εδώ τέσσερα χρόνια. Να παλέψεις να πάρεις το πτυχίο σου. Αυτός είναι ο στόχος σου. Ξέχασα να σας πω ότι κατάγομαι από φτωχή οικογένεια και τα χρήματα που θα μου έστελνε ο πατέρας μου ήταν λίγα. Ακόμα και τα έπιπλα που πήραμε ήταν λιγοστά. Έναν καναπέ που γινόταν κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι για γραφείο, δυο καρέκλες και μερικά απλά κουζινικά και ένα μικρό φούρνο και ψυγείο. Χρήματα για τηλεόραση, ούτε κουβέντα.
Πέρασε η πρώτη μέρα.. κυλούσε ήσυχα βυθισμένος στις σκέψεις μου και στα όνειρα μου. Ξαφνικά ένα φορτηγάκι περνούσε από τον δρόμο και διαλαλούσε τις πραμάτειες του. Καρέκλες, τραπέζια για την αυλή για τον κήπο, ελάτε να πάρετε. Χρειαζόμουν δυο καρέκλες στο μπαλκόνι κα δύο μικρά σκαμπό, έτσι για να κάθομαι. Πού χρήματα για κάτι παραπάνω; Φόρεσα γρήγορα ένα σορτσάκι λευκό καθαρό που είχα πρόχειρο με μια κολλητή κόκκινη μπλούζα και κατέβηκα στον δρόμο. Περίμενα τον πωλητή να σταματήσει με το φορτηγάκι του.
Κάνω νόημα και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Βγαίνει από μέσα ένα παλικάρι, ήταν δεν ήταν 27 χρονών. Ψηλός, γύρω στο 1.80, γεροδεμένος, με μαλλιά κοντά σγουρά μαύρα. Φορούσε ένα τζιν παντελόνι κολλητό με μια μπλούζα άσπρη αμάνικη. Το δέρμα του μελαμψό. Μόλις τον κοίταξα τα έχασα. Τι ωραίος άντρας! Τι σώμα! Τα χέρια του γυμνασμένα και οι φλέβες του πετούσαν. Καύλωσα πολύ μόλις τον είδα. Έρχεται κοντά μου, με πλησιάζει και μου λέει με χαμόγελο:
- «Πες μου λεβέντη, τι θέλεις να πάρεις;»
Όταν χαμογέλασε άστραψαν τα λευκά του δόντια. Τι άντρα είναι αυτός! Κοντοστάθηκα για λίγο να τον κοιτάξω καλύτερα.
- «Έλα, πες μου τι θέλεις. Μην ντρέπεσαι. Δεν τρώω ανθρώπους. Τσιγγάνος είμαι και διαλαλώ την πραμάτεια μου».
Η φωνή μου κόπηκε και ένιωθα την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια μου. Κοκκίνισα και έβαλα το κεφάλι μου κάτω.
- «Έλα, πες μου, τι θέλεις να σου δώσω;»
Σηκώνω τα μάτια μου και τον κοιτάζω. Το βλέμμα του διαπεραστικό, με έκανε να καυλώσω πολύ. Με τρεμάμενη φωνή του είπα:
- «Δυο καρέκλες πλαστικές θέλω και δυο σκαμπό».
- «Πάρε τις καρέκλες τώρα και αύριο θα σου φέρω τα σκαμπό».
Η φωνή του ήταν σκληρή αλλά και γλυκιά παράλληλα.
- «Πες μου που μένεις και αύριο θα σου τα φέρω. Δεν θα με πληρώσεις τώρα. Αύριο όλα μαζί».
Χαμογέλασε κι εγώ του έδειξα το κουδούνι της πολυκατοικίας για να χτυπήσει.
- «Αύριο τέτοια ώρα θα περάσω πάλι. Να με περιμένεις».
Ανέβηκα στο σπίτι. Τον σκεφτόμουν συνέχεια και άρχισα να μαλακίζομαι. Έχυσα δυο φορές και φαντασιωνόμουν πως έκανα έρωτα μαζί του. Το απόγευμα της άλλης μέρας περίμενα να περάσει. Οι ώρες κυλούσαν… Απογοητεύτηκα. Μπήκα μέσα και άρχισα να κλαίω. Ήθελα να τον δω πάλι. Κάποια στιγμή χτυπάει το κουδούνι.
- «Ποιος είναι;» ρώτησα.
- «Έλα, ο Νικόλας είμαι. Σου έφερα τα σκαμπό».
Έτρεξα στο μπάνιο, σκούπισα τα μάτια μου και περίμενα να ανέβει. Βγαίνει από το ασανσέρ. Τι άντρας! είπα μέσα μου και του κάνω νόημα να μπει μέσα.
«Γιατί έκλαιγες;» με ρώτησε.
- «Τίποτα…» του απαντώ.
- «Αν θέλεις να με δεις πάλι, θα μου πεις την αλήθεια. Τα μισόλογα τα σιχαίνομαι» και σηκώθηκε όρθιος.
Φοβήθηκα ότι θα έφευγε.
- «Θα σου πω…» του απάντησα με τρεμάμενη φωνή.
- «Λέγε τώρα γιατί εγώ δέρνω κιόλας άμα λάχει!»
Έτσι άγριος που ήταν και φούσκωσαν οι φλέβες του με ερέθισε τόσο πολύ! Κοκκίνισα. Έβαλα το κεφάλι κάτω και του απάντησα:
- «Ήθελα να σε δω πάλι…»
- «Δεν κατάλαβα… Πιο δυνατά! Δεν έχεις ζωή μέσα σου! Δεν άκουσα…»
- «Να σε δω πάλι ήθελα…» είπα και χαμήλωσα το κεφάλι.
- «Καλά άστα αυτά που ξέρεις και φέρε κάτι να πιούμε».
- «Δεν έχω να σου φέρω κάτι γιατί τώρα νοίκιασα το σπίτι αλλά μπορώ να φτιάξω κάτι να φάμε».
- «Δεν έχεις τηλεόραση;»
- «Όχι» του λέω και του εξήγησα.
- «Καλά, καλά. Άστα τώρα και φτιάξε κάτι να φάμε. Ξέρεις;»
- «Ναι» του λέω και πάω στην κουζίνα.
Είχα καυλώσει πολύ. «Τώρα περιποιούμαι τον Αφέντη» μου έλεγα μέσα μου και έβαλα όλη μου την τέχνη να φτιάξω μια ομελέτα και να τηγανίσω πατάτες. Όση ώρα πάλευα στην κουζίνα με κοίταζε επίμονα. Δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω μου. Είχα καυλώσει τόσο που ήθελα να με βάλει κάτω και να με σκίσει, να μου πάρει την παρθενιά. Έστρωσα τραπέζι. Φάγαμε και γυρνώντας μου λέει με τρανταχτή φωνή:
- «Τέλειος είσαι στην κουζίνα. Δεν έχω φάει τέτοιο σπιτικό φαγητό άλλη φορά».
Σηκώθηκε και μου έπιασε το κεφάλι μου και με χάιδεψε. Έτρεμα από καύλα αλλά και είχα κοκκινίσει.
- «Έλα τώρα, φεύγω. Αύριο πάλι θα τα πούμε. Και πρόσεξε απόψε μην μαλακιστείς. Έτσι;»
- «Μια στιγμή να σε πληρώσω για τα πράγματα που μου έφερες» του είπα.
- «Άστα τώρα, με πλήρωσες».
Ανοίγει την πόρτα με δύναμη κι έφυγε. Τον περίμενα να έρθει την άλλη μέρα. Ήθελα πάλι να τον ευχαριστήσω και σηκώθηκα το πρωί κι έφτιαξα ένα ωραίο φαγητό. Καθάρισα το σπίτι και τον περίμενα. Αναρωτιόμουν μέσα μου «Εγώ με τσιγγάνο; Πώς;». Αλλά άνθρωπος είναι κι αυτός.. έχει αισθήματα. Οι ώρες κύλησαν και άκουσα να χτυπάει το κουδούνι της πόρτας. Έτρεξα και άνοιξα την πόρτα. Στεκόταν ακίνητος και όπως τον κοίταξα μου χαμογέλασε. Στα χέρια του κρατούσε ένα κουτί με κρασιά. Ζαλίστηκα για λίγο, ώσπου άκουσα να μου λέει:
- «Καλά, δεν θα μου πεις να περάσω;»
- «Ναι» του λέω και του έκανα νόημα να μπει μέσα.
Άπλωσε το χέρι του και με χάιδεψε πάλι στο κεφάλι.
- «Έλα, τι έπαθες; Δεν ήθελες να με δεις;»
- «Ναι» του λέω. «Εσύ;»
Δεν πήρα απάντηση.
- «Καλά φέρε δυο ποτήρια τώρα και έλα να καθίσουμε στον καναπέ. Άνοιξε και ένα μπουκάλι κρασί».
Υπάκουσα σε αυτά που μου είπε και κάθισα δίπλα του. Άπλωσε τα πόδια του λες και ήταν στην παραλία. Παίρνει το ποτήρι και μου λέει:
- «Τώρα γέμισε το και βάλε και στο δικό σου».
- «Νικόλα δεν πίνω» του λέω.
- «Σήμερα θα πεις. Στο λέω εγώ. Και ότι σου λέω θα το κάνεις από δω και πέρα γιατί σου είπα: εγώ δέρνω και δέρνω πολύ άσχημα! Πρόσεξε μην το δοκιμάσεις».
Έσκυψα το κεφάλι μου. Φοβήθηκα και έκανα ότι μου είπε.
- «Είσαι πολύ υπάκουος και θα τα πάμε καλά. Αλλά πρόσεξε, ότι είναι, θα το λες ξεκάθαρα και ντόμπρα. Εγώ θα το καταλάβω αν λες ψέματα και ξέρεις τι σε περιμένει…»
Πιάνει την ζώνη του και κατάλαβα τι εννοούσε. Άρχισε να πίνει χωρίς να μιλάει. Έτσι όπως είχε τεντώσει τα πόδια του που φαινόταν πως ήταν γυμνασμένα γιατί φορούσε ένα κολλητό παντελόνι, ανάμεσα στα πόδια του φούσκωνε το καυλί του κι εγώ κοίταζα αμήχανα. Ώσπου ξαφνικά γυρίζει και με κοιτάει.
- «Γιατί δεν πίνεις;»
Πιάνει το κεφάλι μου και βάζει το ποτήρι στο στόμα μου.
- «Σου είπα να κάνεις ότι σου λέω!» λέει και αγγίζει πάλι την ζώνη του.
Κατέβασα όλο το κρασί λες και ήταν νερό.
- «Μπράβο! Τώρα είσαι καλό και υπάκουο παιδί, οπότε τώρα θα σου πω ένα μυστικό μου…»
Τον κοίταξα παράξενα. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μου λέει:
- «Εγώ στη ζωή μου δεν έμαθα ποτέ γράμματα. Δεν ξέρω ούτε να γράφω ούτε να διαβάζω. Σπιτικό φαγητό δεν έχω φάει ποτέ. Έτρωγα ότι έβρισκα. Εδώ είσαι για να σπουδάσεις και να γίνεις άνθρωπος».
Απλώνει το χέρι του και με πιάνει από το λαιμό.
- «Πρόσεξε γιατί με το πρώτο λάθος που θα κάνεις, σε σκότωσα!»
Τα έχασα. Φοβήθηκα. Μέχρι που να καταλάβω τι συμβαίνει, σκύβει και μου δίνει ένα δυνατό γλωσσόφιλο. Τι ήταν αυτό; Χάθηκα. Δεν ήξερα που βρισκόμουν.. ποιος ήμουν.
- «Πρόσεξε! Από σήμερα θα γίνεις ο δούλος μου σε όλα. Θα κάνεις ότι σου λέω χωρίς δεύτερη κουβέντα!» είπε και με δύναμη με πέταξε κάτω. «Τώρα σήκω και πήγαινε να φέρεις να φάμε».
Αφού φάγαμε, κάθισε στον καναπέ και μου κάνει νόημα να πάω κοντά του. Άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισο του.
- «Πάρ’ το, κρέμασε το και έλα κάθισε δίπλα μου».
Πήγα κοντά του, Άπλωσε τα χέρι του και άρχισε να με χαϊδεύει σε όλο το κορμί. Άρχισα να τρέμω από καύλα. Χωρίς να καταλάβω, έβγαλε την μπλούζα μου και άρχισε να με γλείφει, σιγά - σιγά, σαδιστικά θα έλεγα.
- «Σου αρέσει μαλακισμένο;»
- «Ναι» του έλεγα.
Και όλο και προχωρούσε… Άρχισε να γλείφει το λαιμό μου, τις ρώγες μου και να προχωράει όλο και πιο χαμηλά.
- «Σταμάτα!» του λέω με δυνατή φωνή. «Δεν μπορώ άλλο. Θα χύσω…»
Και μέχρι να τελειώσω είχα χύσει.
- «Σου άρεσε βλέπω! Από σήμερα θα αλλάξουν πολλά πράγματα. Γουστάρεις να είσαι μαζί μου;»
- «Ναι» του απάντησα.
- «Γουστάρεις που είμαι τσιγγάνος;»
- «Ναι».
- «Θα είσαι το δουλάκι μου σε όλα;»
- «Ναι».
- «Άρα από αύριο να είσαι έτοιμος για πολλά πράγματα. Και όπως είπαμε: αν κάνεις ένα λάθος, θα το πληρώσεις ακριβά!»
Βάζει το πουκάμισο του και φεύγει. Έτρεξα στο μπάνιο να πλυθώ και αναρωτήθηκα μήπως πρέπει να σταματήσω τώρα που είναι νωρίς. Εγώ με τσιγγάνο; Έπεσα στο κρεβάτι αλλά πού ύπνος; Θυμόμουν τα χείλη του, το φιλί του, τα χάδια του, το γλείψιμο που μου έκανε και έχυσα για άλλη μια φορά.
Εγώ με τσιγγάνο…
Θα συνεχίσω την ιστορία μου αύριο. Απλά θυμήθηκα τόσα πολλά, που τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν δάκρια. Και όμως, άντεξα…
(Copyright protected OW ref: 49410)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.