Η ιστορία:
Η εξεταστική τελείωσε και περίμενα να έρθει. Αναρωτιόμουν: «Άραγε πού τα ξέρει όλα; Πού ξέρει για την εξεταστική πότε τελειώνω;». Πέρασε μια εβδομάδα χωρίς να φανεί. Τι να έγινε; Πού βρίσκεται; Μάλλον με ξέχασε… Γύριζα από τη σχολή και περίμενα να τον δω να με περιμένει. Πού να πάω να τον βρω; Σε ποιο καταυλισμό είναι; Και όλο έκλαιγα. Την δέκατη μέρα ακούω το κλειδί στη πόρτα. Επιτέλους ήρθε. Έτρεξα να τον αγκαλιάσω.. να τον φιλήσω.
- «Έλα» μου λέει και με σταματάει με τις μεγάλες του χερούκλες. «Δεν είναι ώρα για τέτοια. «Πες μου, τι έκανες; Πόσα μαθήματα πέρασες;»
«Μα πού τα ξέρει όλα αυτά;» αναρωτιόμουν.
- «Περιμένω απάντηση…»
- «Όλα Νικόλα μου τα πέρασα».
- «Λες την αλήθεια;»
- «Ναι Νικόλα μου, όλα».
Αγρίεψε και βγάζει από την τσέπη του ένα χαρτί.
- «Όλα; Και το επαναλαμβάνεις;»
Τι να του έλεγα; Ότι κόπηκα σε ένα μάθημα; Χωρίς δεύτερη κουβέντα βγάζει την ζώνη από την μέση του και άρχισε να με χτυπάει με λύσσα.
- «Όλα πουτανίτσα!» έλεγε. «Οι γονείς σου, σου στέλνουν χρήματα για να γαμιέσαι με ένα τσιγγάνο; Στο γαμήσι είσαι πρώτος, γιατί όχι και στη σχολή;»
Και χτύπαγε με λύσσα.
- «Σταμάτα σε παρακαλώ».
Άρχισε να τρέχει αίμα από τα χτυπήματα. Με αρπάζει, με πετάει πάνω στον καναπέ, κατεβάζει την φόρμα μου με λύσσα και ανοίγει το κωλαράκι μου.
- «Και τώρα καριόλα ετοιμάσου να γαμηθείς γιατί γι’ αυτό είσαι ικανός!»
Και χώνει το μεγάλο του καυλί μέσα.
- «Έτσι καριόλα… Πάρ’ τα όλα τώρα!»
Αφού τελείωσε, με πιάνει και με πετάει στο μπάνιο.
- «Άλλη φορά, αν τολμήσεις και μου πεις ψέματα και αφήσεις μάθημα απέραστο, θα έχεις χειρότερη μεταχείριση!»
Το κωλαράκι μου πονούσε πολύ. Και οι πληγές που μου άφησε η ζώνη του πάνω στο κορμί μου ακόμα περισσότερο.
- «Αφού συνέλθεις, κάθισε δίπλα μου να σου πω κάποια πράγματα…»
Πέρασε αρκετή ώρα χωρίς να μιλάμε. Κάποια στιγμή έρχεται δίπλα μου και μου λέει άγρια:
- «Εγώ για σένα προσπαθώ να μάθω να διαβάζω και να γράφω. Για σένα έφυγα από τη ζωή μου. Για σένα δουλεύω από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αλλά επειδή δεν παίρνεις από λόγια θα πάρεις με πράξεις. Όποτε έχεις χρόνο, θα έρχεσαι να δουλεύεις μαζί μου και τα καλοκαίρια να ξεχάσεις το χωριό σου. Να μάθεις πως βγαίνει το ψωμί. Δεν άκουσα, τι είπες;»
- «Ναι Νικόλα μου» του λέω.
- «Να ακούσω…»
- «Ναι Νικόλα μου».
- «Βάλ’ τα καλά στο μυαλό σου και κοιμήσου στον καναπέ. Εγώ πάω στο κρεβάτι. Αν φέρεις αντίρρηση, ξέρεις τι σε περιμένει…» λέει και πιάνει επιδεκτικά την ζώνη του.
Όποτε ερχόταν εξεταστική, ο Νικόλας έφευγε στον καταυλισμό. Τα καλοκαίρια δούλευα μαζί του. Έμαθα να καθαρίζω αποθήκες, να μαζεύω παλιά πράγματα, να ξεχωρίζω τα πράγματα αξίας και να τα πουλάμε στα παλιατζίδικα. Εκείνος πάλι με τον δικό του τρόπο ήξερε να με ευχαριστεί και να περνάμε καλά μαζί. Έμαθε ο Νικόλας μου να γράφει, να διαβάζει και να χρησιμοποιεί κινητό τηλέφωνο. Για τη σχολή δεν χρώσταγα ούτε μάθημα. Πριν τελειώσω τη σχολή και ενώ έδινα το τελευταίο μάθημα, με ενημέρωσαν ότι το σπίτι πουλιέται και έχω περιθώριο να μείνω μέχρι τον Σεπτέμβριο. Παίρνω τηλέφωνο να τον ενημερώσω.
- «Τι θέλεις;» μου λέει. «Τι έπαθες; Σου έλειψε το γαμήσι και με πήρες;»
- «Όχι Νικόλα μου…» του λέω. «Πουλιέται το σπιτάκι μας. Εδώ σε γνώρισα, εδώ ζήσαμε όμορφες στιγμές…»
- «Καλά, θα τα πούμε» λέει και κλείνει το τηλέφωνο.
Το καλοκαίρι δούλευα μαζί του.
- «Νικόλα μου…» του λέω μια μέρα. «Αύριο παίρνω το πτυχίο μου. Ορκίζομαι και πρέπει να πάω φαντάρος».
- «Καλά, το ξέρω. Τι με ζαλίζεις με τα δικά σου; Αύριο είναι μεγάλη μέρα για σένα. Πτυχιούχος οικονομικής σχολής και μάλιστα με βαθμό Άριστα».
- «Ναι Νικόλα μου, αριστούχος. Θα έρθεις στην ορκωμοσία;»
- «Εγώ ο τσιγγάνος στην ορκωμοσία σου;»
- «Ναι Νικόλα μου. Είναι μεγάλη μέρα για μένα. Κανέναν δεν περιμένω δικό μου άνθρωπο. Μόνο εσένα έχω».
- «Εμένα; Από δω και πέρα θα έχεις πολλούς. Αύριο θα ετοιμαστείς και θα πας. Εγώ θα πάω στον καταυλισμό».
- «Καλά Νικόλα μου…» είπα και ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια μου.
Έφτασε η μεγάλη μέρα. Όλοι ήταν με τους δικούς τους.. εγώ, μόνος. Κάπου στο πλήθος βλέπω τον Νικόλα να με κοιτάει και πρώτη φορά τον είδα να κλαίει. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Ήταν εκεί. Ήρθε. Πριν καλά - καλά τελειώσει η τελετή, έφυγε. Πίστευε ότι δεν τον είδα. Γύρισα σπίτι και με περίμενε.
- «Τέλειωσε η ορκωμοσία; Πήγαν όλα καλά;»
- «Ναι Νικόλα μου» λέω και πάω να γονατίσω μπροστά του.
Με πιάνει με τα χέρια του τα δυνατά, μου δίνει ένα δυνατό φιλί στο στόμα και μου λέει:
- «Από σήμερα τα ψέματα τελείωσαν. Το όνειρο τεσσάρων χρόνων τελείωσε. Από σήμερα ο καθένας παίρνει το δρόμο του».
Μου ανοίγει ένα κουτί και μου δίνει ένα φυλακτό από τα δικά τους.
- «Πάρ’ το αυτό και όταν κάποτε με χρειαστείς, να μου το στείλεις. Εγώ θα έρθω να σε βρω όπου είσαι».
Βγάζει από την τσέπη του ένα βιβλιάριο τραπέζης και γυρνώντας άγρια και επιτακτικά, μου λέει:
- «Αυτά τα χρήματα είναι ο ιδρώτας σου. Όλη η δούλεψη σου, είναι εδώ. Να πας φαντάρος και να περάσεις καλά. Εγώ δεν θα είμαι να σε προσέχω».
Έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο.
- «Από σήμερα είσαι ελεύθερος να κάνεις ότι θέλεις. Αλλά πριν προχωρήσουμε, θέλω να μου πεις ποια βαλίτσα να πάρω. Ρούχα της δουλειάς ή και τις δυο;»
«Τι μου έλεγε πάλι;» έλεγα μέσα μου. Δεν ήθελα να πιστέψω ότι ήρθε το τέλος. Ήξερα ότι οι μεγάλες αγάπες κάποτε τελειώνουν αλλά ποτέ δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα φτάναμε στο τέλος έτσι.
- «Καμία» του λέω.
- «Λες την αλήθεια;»
- «Ναι, καμία».
- «Λες την αλήθεια; Γιατί ξέρεις…» λέει και πιάνει πάλη τη ζώνη του.
- «Ναι, καμία».
- «Καλά» μου λέει έτσι ξερά και έφυγε.
«Πού να πήγε;» αναρωτήθηκα. Δεν πέρασε μια ώρα και άκουσα το κλειδί στην πόρτα. Ήταν εκείνος. Έτρεξα κοντά του, με αγκάλιασε και με πήγε στην κρεβατοκάμαρα όπου εκεί κάναμε έρωτα όλο το βράδυ. Ήταν τόσο γλυκός.. τόσο τρυφερός μαζί μου. Αναρωτιόμουν: «Αυτός είναι ο Νικόλας μου;».
Οι μέρες κύλισαν. Ετοίμασα τα πράγματα μου γιατί έπρεπε να παραδώσω το σπίτι. Σηκώθηκε το πρωί όπως συνηθίζαμε, του έφτιαξα καφέ και μου λέει με επιτακτικό ύφος:
- «Σήμερα είναι η τελευταία μας μέρα. Θα σε βοηθήσω να μαζέψεις τα ρούχα σου όλα. Το βράδυ έρχονται από την μεταφορική εταιρεία να τα πάρουν».
- «Το τέλος έφτασε Νικόλα μου . Θα χάσω εσένα.. το σπιτάκι μας. Εδώ κάναμε τόσα όνειρα. Εδώ μέσα περάσαμε τόσες όμορφες στιγμές. Όλα τέλειωσαν…»
- «Σταμάτα να κλαις και μάζευε. Τα έπιπλα θα τα αφήσεις όλα. Εγώ θα τα πουλήσω. Θα πάρεις μόνο τα δικά σου προσωπικά πράγματα. Τίποτα παραπάνω».
Όλα έγιναν όπως μου είπε. Πήγα στο στρατό. Ερχόταν όποτε μπορούσε και με έβλεπε. Όσο για γαμήσι, πηγαίναμε σε ξενοδοχεία. Ήρθε η μέρα της απόλυσης. Με περίμενε έξω από το στρατόπεδο. Με πήρε, πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο, όπως πάντοτε, κάναμε έρωτα και μετά μου λέει επιτακτικά:
- «Θα φύγεις στο χωριό σου και σε δεκαπέντε μέρες θα είσαι Αθήνα».
Όταν επέστρεψα Αθήνα, με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Το σπίτι το αγόρασε ο Νικόλας και τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως τα άφησα. Εκείνος άνοιξε παλαιοπωλείο σε γνωστό σημείο της Αθήνας. Εγώ συνέχισα τις σπουδές μου, έκανα μεταπτυχιακό και κατάφερα να ανοίξω το δικό μου λογιστικό γραφείο. Είμαστε μαζί δώδεκα χρόνια με τις λύπες και με τις χαρές μας.
Σε ευχαριστώ Νικόλα μου για ότι έκανες για μένα. Ξέρω ότι θα το διαβάσεις γατί μπαίνεις σε αυτή την ιστοσελίδα. Σε ευχαριστώ που με έμαθες να σε λατρέψω με τον δικό σου μοναδικό τρόπο. Σε ευχαριστώ για όλα γιατί είσαι η ζωή μου ολόκληρη και πρέπει να μου πεις κάποτε και να μου εξηγήσεις γιατί ήρθες στην ορκωμοσία κρυφά. Νόμιζες ότι δεν θα σε έβλεπα; Από εκεί να ξέρεις κατάλαβα ότι δεν ήταν το τέλος για μας αλλά μια νέα αρχή τις δικής αρχής της δικής μας σχέσης που την χτίσαμε με χιλιάδες κόπους και βάσανα. Και δεν ντράπηκα ποτέ για αυτό.
(Copyright protected OW ref: 49616)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.