Προηγούμενο μέρος: Ο πρώτος του (2o μέρος)
Το επόμενο πρωί ήμουν ευτυχής να τον βρω να κοιμάται ακόμη δίπλα μου ροχαλίζοντας και ανασαίνοντας ηχηρά. Το κορμί του κουρνιασμένο στο πλάι μου, σχεδόν στην αγκαλιά μου αναζητούσε την πηγή της ζέστης που ήταν το δικό μου. Χαμογέλασα ανακουφισμένος, τον φίλησα απαλά στον ώμο όπως σηκώθηκα, προσεκτικά, για να μην ταράξω τον ύπνο του και πήγα στην κουζίνα να ετοιμάσω πρωινό φορώντας πρόχειρα ένα καθαρό μποξεράκι και την ποδιά μου. Στο μυαλό μου έπαιζαν σαν ταινία τα γεγονότα την προηγούμενης νύχτας δίχως να είμαι σίγουρος αν θα έπρεπε να αναφερθώ σε κάτι από αυτά. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι είχα καρφιτσωμένο στο πρόσωπό μου ένα ανεξήγητο χαζό χαμόγελο που δεν έλεγε να φύγει. Δεν ήμουν ποτέ ο άνθρωπος της μιας βραδιάς, όλες μου οι σχέσεις ήταν υπολογισμένες, με ανθρώπους της ηλικίας μου, σοβαρούς, μετρημένους, λογικούς και ήρεμους. Εκείνη τη μέρα αισθάνθηκα σαν να άνοιξα την πόρτα μου στην τρέλα, σε κάτι νέο τρομακτικό και κατακλυσμιαίο που δεν έλεγε να ξεθυμάνει μέσα μου. Που το έκρυβα αυτό τόσο καιρό;… αναρωτήθηκα, γιατί τώρα;… γιατί με εκείνον;… και πως θα μπορέσω να το κουμαντάρω όταν με καταβάλει τόσο απόλυτα; Ένιωσα ένα τσίμπημα στο στήθος. Πόσο ανίσχυρος ήμουν πραγματικά απέναντι στην ίδια μου την επιθυμία.
- Αυγά;
Άκουσα τη φωνή του πίσω μου και γύρισα ξαφνιασμένος.
- Σ' αρέσουν;…
ρώτησα παίρνοντας το βλέμμα μου από το τηγάνι για να τον κοιτάξω. Ήταν ακόμη πιο όμορφος το πρωί, ημίγυμνος και ατημέλητος με μια φυσική λάμψη στο βλέμμα.
- Δεν έχω θέμα…
μουρμούρισε και σωριάστηκε σε μια καρέκλα της τραπεζαρίας μισοκοιμισμένος.
- Το μπλουζάκι μου είναι αυτό;…
μόρφασα παρατηρώντας πως είχε ρίξει πάνω του ένα από τα φρεσκοπλυμένα κοντομάνικα που είχε διπλωμένα στο κομοδίνο. Όλως τυχαίως είχε διαλέξει αυτό με τη στάμπα με μια από τις αγαπημένες μου ροκ μπάντες.
- Μυρίζει ωραία, σχολίασε, μυρίζει σαν εσένα.
Γύρισα και τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια. Μα τι στο καλό; Προσπαθεί να με πεθάνει αυτό το παιδί; Πως μπορεί να είναι τόσο ευθύς με κάτι τέτοιο;
- Θες να βάλω φωτιά στο σπίτι;…
τον ρώτησα σερβίροντάς το πρωινό και τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν.
- Ευχαριστώ. Είπε και μου χαμογέλασε στραβά στρέφοντας την προσοχή του στο πιάτο του. Ξέρεις πολλές μπάντες;… μουσική εννοώ… μουρμούρισε ξύνοντας το πιάτο με το πιρούνι.
- Αρκετές, υπήρξα φιλόμουσος νέος.
Στο άκουσμα της απάντησής μου του ξέφυγε ένα πνιχτό γέλιο σκεπτόμενος μάλλον πως πάλι ακουγόμουν σαν μεσήλικας.
- Έχεις καλό γούστο πάντως…
πρόσθεσε και έστρεψε το βλέμμα του στο χώρο αμήχανα. Μέσα μου καιγόμουν να τον ρωτήσω, είχε μόλις ζήσει την πρώτη του σεξουαλική εμπειρία με έναν άντρα και με έτρωγε μέσα μου να ξέρω αν ήταν ικανοποιημένος, αν πονούσε, αν θα το ξαναέκανε και τι τέλος πάντων θα γινόταν με εμάς τους δύο. Παρατήρησα πως κι εκείνος έπαιζε με το φαγητό του σκεπτικός κάτι που έκανε τους ώμους μου στυφούς. Πως την είχα πατήσει έτσι; Τι περίμενα πραγματικά από ένα παιδαρέλι που δεν γνώριζε τίποτα για τον έρωτα; Περίμενα πως τάχα μου θα ωρίμαζε μέσα σε μια βραδιά και θα μου ζητούσε να γίνει δικός μου; Κι εγώ; Από πού κι ως που είχα τέτοιες απαιτήσεις από μια νύχτα;
- Μου άρεσε. Είπε χαμηλόφωνα σαν να διάβασε τις σκέψεις μου. Σήκωσα το κεφάλι και τον κοίταξα με δυσπιστία. Τα αυτιά του ήταν κατακόκκινα.
- Κι εμένα πολύ… πρόσθεσα χαμογελώντας αχνά. Ξέρεις, δε συνηθίζω να καλώ άντρες σπίτι μου και να το κάνουμε, για την ακρίβεια πριν από όλο αυτό είχα πάρα πολύ καιρό να κάνω έρωτα.
- Φάνηκε. Σχολίασε σαρκαστικά και άρχισε να χαλαρώνει. Χθες το βράδυ… όταν έγινε ότι έγινε …είπες κάτι ή ήταν ιδέα μου;
Κόμπιασα. Τα μάτια του με κάρφωσαν ακαριαία. Τι να έλεγα; Τι θα μπορούσα να πω εκείνη τη στιγμή σε ένα 22χρονο άντρα χωρίς εμπειρία στις ερωτικές σχέσεις μεταξύ αντρών; Σε έναν άντρα που είχε καταφέρει να κάνει το κορμί μου να καίγεται με ένα βλέμμα; Δε μπορούσα να το πω, δεν ξέρω αν ήταν τόσο φόβος ή αμηχανία όσο ήταν μια βαθιά συνειδητοποίηση της ματαιότητας των συναισθημάτων μου.
- Μην το πολυσκέφτεσαι, δε χρειάζεται να παιδεύεις το μυαλό σου, είπα εν τέλει, αυτά είναι προβλήματα για αργότερα, για την ώρα κοίτα να επεξεργαστείς αυτό που έγινε.
Ένευσε καταφατικά και με κοίταξε απεγνωσμένα σαν να περίμενε με κάποιο τρόπο να του δώσω απαντήσεις.
- Θα σε πετάξω μέχρι το κέντρο για να επιστρέψεις σπίτι σου. Πρόσθεσα.
Αυτή τη φορά συνοφρυώθηκε και με στραβοκοίταξε. Σηκώθηκα αποφασισμένος να μην το πολυσκεφτώ, δε ήμουν σε ηλικία να απασχολώ το μυαλό μου με έρωτες και να απογοητεύομαι από απορρίψεις. Εγώ ήμουν ο ωριμότερος που έπρεπε να διαχειριστώ την κατάσταση ψύχραιμα. Εκείνος δικαιούταν να κάνει λάθη. Άλλωστε το ήξερα, η διαφορά ηλικίας και η διαφορά στο χαρακτήρα έκαναν οποιαδήποτε συνεύρεσή μας παράτολμη και αδύνατη. Ο μικρός κι εγώ ήμασταν καταδικασμένοι να μαλώνουμε και να αντιμαχόμαστε κι αυτό το γνώριζα καλά.
- Είσαι πολύ μεγάλος μαλάκας…
μου αντιγύρισε ενώ σηκώθηκε σαν σίφουνας από την καρέκλα κατευθυνόμενος προς την κρεβατοκάμαρα για να πάρει τα πράγματά του.
Η διαδρομή από το σπίτι ήταν δυσβάσταχτα αμήχανη και επίπονη τόσο για εμένα όσο και για τον μικρό που είχε καρφωθεί καθ' όλη τη διάρκεια έξω από το τζάμι και αρνιόταν πεισματικά να με κοιτάξει.
- Ξέρω ότι δεν το καταλαβαίνεις αυτή τη στιγμή, άλλα δώσε στον εαυτό σου λίγο χρόνο…
μουρμούρισα χαμηλόφωνα σφίγγοντας τα χέρια μου στο τιμόνι. Δεν απάντησε, μάλιστα δε μίλησε καθόλου μέχρι να τον κατεβάσω στο μετρό, γύρισε μόνο και με κοίταξε με ένα απροσδιόριστο αφοπλιστικό βλέμμα και έκλεισε την πόρτα πίσω του με δύναμη. Με το που τον είδα να απομακρύνεται αναστέναξα και χτύπησα το κούτελό μου στο τιμόνι γεμάτος απελπισία. Ήμουν σίγουρος πως είχα κάνει το σωστό, το σωστό και για τους δυο μας με το να μη ρωτήσω, να μη μιλήσω για συναισθήματα, να μην πιέσω καταστάσεις. Είχα τόση ανάγκη να αισθανθώ ανακούφιση μέσα μου, σαν επιβεβαίωση πως κατάφερα να δαμάσω τον εαυτό μου, μάταια όμως, την είχα πατήσει για τα καλά μαζί του και δεν είχα ιδέα πόσο πολύ αυτός ο έρωτάς μου θα με έκανε να υποφέρω.
Την επόμενη εβδομάδα στο γραφείο πνιγόμουν στη δουλειά. Όχι μόνο λόγο του αυξημένου φόρτου εργασίας άλλα και λόγου της δικής μου ανάγκης να αποσπάσω τον εαυτό μου με κάτι. Με την εποπτεία του μικρού σε άλλα χέρια δεν είχα πλέον σκοτούρες στο κεφάλι μου και μπορούσα να αφοσιωθώ απερίσπαστος σε αυτό που μου άρεσε να κάνω περισσότερο, να δουλεύω, να επενδύσω εγκάρδια στην αγάπη μου για τις εκδόσεις. Για τις επόμενες μέρες βρισκόμουν κλεισμένος στο γραφείο, με βουνά από νέα αρχεία και χαρτιά εντελώς απορροφημένος στις υποχρεώσεις μου και τολμώ να πω πως ήταν αποτελεσματικό για λίγο. Σκεφτόμουν πως δεν υπήρχε τίποτε άλλο πιο σημαντικό για εμένα από τον απόλυτο ερωτά μου για τον κλάδο της εργασίας μου, τίποτα που να με γεμίζει τόσο όσο η αγάπη μου για τα βιβλία, τίποτα που να με παθιάζει, που να με συναρπάζει που… και τότε ένιωσα να καταρρέω. Όσα είχα χτίσει τόσα χρόνια έμοιαζαν τόσο μηδαμινά μπροστά σε αυτό το τρέμουλο που μου προξενούσε αυτή η έκρηξη μέσα μου, αυτή η ανεξήγητη και ανεπαίσθητη αναστάτωση που αισθανόμουν κάθε φορά που τον σκεφτόμουν, που τον έβλεπα, τον άγγιζα. Έπιασα τον εαυτό μου να βάζει τα κλάματα κρυμμένος πίσω από στοίβες χαρτιά και φακέλους και πόση ντροπή ένιωσα όταν σε εκείνη τη στιγμή του ευτελισμού μου εισέβαλε η Λένα στο γραφείο μου. Δεν είχα το κουράγιο ούτε να θυμώσω που δεν χτύπησε την πόρτα. Δεν σήκωσα καν το κεφάλι μου από το πάτωμα, όλα έμοιαζαν τόσο ασήμαντα εκείνη τη στιγμή.
- Δημήτρη… ψέλλισε με προβληματισμό. Τι έγινε;
Δεν απάντησα, μόνο ανάσανα βαθιά και προσπάθησα να συμμαζευτώ κάπως.
- Είσαι καλά; Ξαναρώτησε με μια ανησυχία στη χροιά. Δεν σε έχω ξαναδεί έτσι.
- Καλά είμαι. Βιάστηκα να τα μπαλώσω. Κούραση
- Αυτό είναι μόνο; Ξαναρώτησε εξεταστικά προσπαθώντας αδιάκριτα να κοιτάξει το πρόσωπό μου το οποίο κάπως με εκνεύρισε.
- Ναι αυτό. Απάντησα κοφτά και έστρεψα το βλέμμα μου στον υπολογιστή μου. Ήθελες κάτι; Γιατί μπήκες έτσι μέσα;
- Α ναι, ήθελα να σου πω να παραλάβεις τις αποστολές από το τμήμα των βιβλιοδεσιών, μου έστειλαν μήνυμα μόλις… θα μπορέσεις η να στείλω κάποιον άλλον;
- Φυσικά…
αποκρίθηκα κάπως εκνευρισμένος και σηκώθηκα επί τόπου. Ε όχι, δε θα επέτρεπα σε τίποτα να σταθεί εμπόδιο στη δουλειά μου, όσο και να πονούσα με ότι είχε συμβεί, όσο και να τον σκεφτόμουν, όσο και να ήθελα να τον σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου έπρεπε να συγκρατηθώ και να δείξω ένα επίπεδο στο χώρο εργασίας μου. Ίσιωσα τη γραβάτα μου, ευχαρίστησα τη Λένα που είχε εμφανώς επηρεαστεί από τη συμπεριφορά μου αλλά δεν είπε κάτι και κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ για να κατέβω στο τμήμα της βιβλιοδεσίας.
Κατεβαίνοντας στο υπόγειο βρέθηκα σε ένα δωμάτιο με μια σειρά από γραφεία και βιβλιοθήκες γεμάτα στοιβαγμένα ντοσιέ και ελάχιστο φωτισμό. Η αλήθεια ήταν πως είχα χρόνια να κατέβω μιας και δε διαμεσολαβούσα πλέον με το τμήμα για τις παραγγελίες, εκείνη την μέρα όμως, σαν να συνωμοτούσαν όλα για να διογκωθεί το βασανιστήριό μου, επέλεξα να πάω αυτοπροσώπως.
Μπαίνοντας στην αίθουσα, προτού προλάβω να αναζητήσω κάποιον υπεύθυνο άκουσα μια γνώριμη φωνή να ψιθυρίζει χαμηλόφωνα πίσω από μια ντουλάπα αρχειοθέτησης. Αναζητώντας την πηγή της ήρθα αντιμέτωπος με το πρώτο και το τελευταίο πρόσωπο που εκείνες τις μέρες ήθελα να δω.
- Τι κάνεις εδώ; Αναφώνησα και ο Λεωνίδας τινάχτηκε απότομα από τη θέση του τόσο που το τηλέφωνό του ξέφυγε απ τα χέρια του και έπεσε στο πάτωμα. Από το ακουστικό ήχησε μια γυναικεία φωνή που του απευθυνόταν ρωτώντας τον αν έγινε κάτι.
- Θα σε πάρω σε λίγο. Μουρμούρισε σηκώνοντάς το και έπειτα το έκλεισε βιαστικά.
Μια ανεξήγητη ενόχληση διαπέρασε το νευρικό μου σύστημα.
- Με ποιόν μιλούσες; Ρώτησα σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά από το στήθος μου φανερά εκνευρισμένος.
- Δε σου πέφτει λόγος… τι δουλειά έχεις εδώ;
απάντησε κοφτά και έχωσε νευρικά το κινητό του στην πίσω τσέπη του τζιν παντελονιού του. Τα λόγια του με τσίτωσαν ακόμη περισσότερο με την γνωστή ενοχλητική τους αυθάδεια.
- Εγώ δουλεύω εδώ, μου φαίνεται ότι το ξέχασες, επίσης απ' ότι φαίνεται ξέχασες και πως στο χώρο εργασίας συμπεριφερόμαστε κόσμια και δε μιλάμε όπως μας έρθει… ούτε κάνουμε κρυφά τηλεφωνήματα όταν δεν μας βλέπει ο επόπτης μας…
πρόσθεσα πικρόχολα καρφώνοντάς τον σταθερά στα μάτια.
- Ζήτησα άδεια, μου αντιγύρισε εκνευρισμένος και όρθωσε το ανάστημα του απέναντί μου, επιπλέον τι σε νοιάζει, δεν είσαι εσύ ο επόπτης μου σωστά;
Πλέον έβραζα μέσα μου, το θράσος και το τουπέ του ήταν συνηθισμένα ωστόσο αυτό που δε μπορούσα με τίποτα να ξεπεράσω ήταν ότι μετά απ' ότι είχε συμβεί μεταξύ μας εκείνος βρισκόταν στην πιο σκοτεινή γωνία του γραφείου και μουρμούριζε ποιος ξέρει τι με άγνωστες κοπελίτσες.
- Εμένα δε θα μου μιλάς στον ενικό…
ύψωσα τη φωνή μου αναστατωμένος κι εκείνος έτριξε τα δόντια του σε αρμονία με τις δικές μου αντιδράσεις.
- Μη νομίζεις πως μετά απ ότι έγινε θα σου επιτρέψω να μη με σέβεσαι στη δουλειά μου και φέρε μου τον επόπτη σου, έχουμε μια κουβέντα να κάνουμε για τη συμπεριφορά σου.
Γέλασε σαρκαστικά και με κάρφωσε αγριεμένος στα μάτια ενώ όλο του το κορμί έτρεμε από την ένταση.
- Αυτό δε λέγεται κατάχρηση εξουσίας ή κάνω λάθος; Σου είπα ότι ζήτησα άδεια για το τηλεφώνημα, δεν έχεις τίποτα εναντίον μου οπότε παράτα με στην ησυχία μου! Όσο για τη συμπεριφορά μου, αυτό δεν είδα να το σκέφτεσαι όταν με…
Κόμπιασε.
- Όταν τι, μικρέ; Συνέχισα στον ίδιο τόνο. Δεν απάντησε, παρά μόνο με κοίταξε αγριεμένος ασθμαίνοντας έτοιμος να μου ορμήσει. Κι εγώ όμως δεν πήγαινα πίσω, όλο μου το κορμί είχε ανατριχιάσει, η καρδιά μου παλλόταν σαν τρελή και το μυαλό μου είχε αρχίσει να θολώνει. Η μόνη σκέψη που ξεχώριζα στο κεφάλι μου ήταν αυτό το ανείπωτο, αυτό το κατακλυσμιαίο "σε θέλω".
- Όταν τι μικρέ; Επανέλαβα πλέον χωρίς συστολή, όταν σε πηδούσα;
Με κοίταξε αγριεμένος με το πρόσωπό του να ανάβει κατακόκκινο από θυμό και ντροπή.
- Είσαι πολύ μαλάκας! Μου φώναξε σα σε ιαχή μάχης και όρμησε καταπάνω μου. Αυτό ήταν, το κορμί μου δεν υπάκουγε πλέον, τον άρπαξα από τους καρπούς περιορίζοντάς τον και τον φίλησα παθιασμένα. Εκείνος άρχισε να μουγκρίζει προβάλλοντας όση αντίσταση του επέτρεπε το νεανικό ξαναμμένο κορμί του προτού παραδοθεί τελείως στα λαίμαργα φιλιά μου κλειδώνοντας τα πόδια του γύρω από την μέση μου. Τον σήκωσα στα χέρια μου και τον στρίμωξα απέναντι στην ίδια ντουλάπα πίσω από την οποία κρυβόταν προ ολίγου, η ιδέα και μόνο μου έδωσε στα νεύρα τόσο που ένιωσα κάθε πρωτόγονο ένστικτό μου να αφυπνίζεται. Αυτόν τον άντρα τον ήθελα και θα τον έκανα δικό μου εκείνη ακριβώς τη στιγμή με κάθε τρόπο. Τα κορμιά μας καυτά πάλλονταν μεταξύ τους σε μια συνεύρεση πάθους και μανίας. Ήμουν θυμωμένος και ήμουν σίγουρος πως κι εκείνος αισθανόταν το ίδιο, όμως όλη αυτή η αγριότητα, αυτή η ωμότητα των συναισθημάτων μας έκανε την επιθυμία μας ακόμη πιο ξεκάθαρη και δυνατή. Τον έγδυσα σχεδόν σχίζοντας τα ρούχα του χαρίζοντάς του καυτά φιλιά και δαγκωματιές στο λαιμό και τους ώμους. Με δική του πρωτοβουλία έφερε τα χέρια του στο παντελόνι μου και άνοιξε τη ζώνη κοιτώντας με πεισματικά στα μάτια με αυτό το λάγνο ερωτικό του βλέμμα εκνευρισμένος άλλα και τόσο χαμένος στην απόλαυση.
- Μη με κοιτάς έτσι…
μούγκρισα σχεδόν παρακαλετά φιλώντας τον βαθιά και καυτά πριν τον σπρώξω στα γόνατα για να με πάρει στο στόμα του.
- Μφφγκ…
Ήταν το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει καθώς του γέμιζα το στοματάκι παίρνοντας τον έλεγχο επιτακτικά. Δεν αντιστάθηκε, μόνο με κοιτούσε συνοφρυωμένος και καυλωμένος καθώς με έγλειφε και με πιπιλούσε σε ενθουσιώδη ρυθμό μουγκρίζοντας από ηδονή.
- Να σε πάρει! Σε θέλω… σε θέλω… είσαι δικός μου…
επαναλάμβανα ξανά και ξανά καθώς μπαινόβγαινα στο στόμα του με ρυθμό. Αφού με έκανε πέτρα τον σήκωσα πάνω και ανάμεσα σε φιλιά και σε αναστεναγμούς τον άπλωσα πάνω στο πρώτο γραφείο που βρήκα δίπλα μας, μαγαρίζοντας ότι έγγραφο έμεινε στην επιφάνειά του ρίχνοντας τα υπόλοιπα στο πάτωμα. Δε με ένοιαζε, τίποτα δεν με ένοιαζε, το μόνο που με ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή ήταν να τον κάνω δικό μου, να γίνουμε ένα. Με γρήγορες κινήσεις της γλώσσας προετοίμασα το κωλαράκι του καθώς εκείνος με ανοιχτά τα πόδια αναστέναζε και πίεζε το κεφάλι μου στην τρυπούλα του αχόρταγα επιθυμώντας να τον γλείψω περισσότερο. Είχε πλέον παραδοθεί πλήρως και σε αντίθεση με την εμπειρία της πρώτης του φοράς, τώρα τον έλεγχε το κορμί του. Αφού τον προετοίμασα αρκετά ήρθα από πάνω του όρθιος και όπως βρισκόταν ξαπλωμένος στην επιφάνεια του γραφείου, μπήκα μέσα του καρφώνοντάς τον στα μάτια. Αναστέναξε βαθιά και με πήρε σιγά-σιγά ολόκληρο καθώς το κορμί του σφίχτηκε από το τσούξιμο της εισβολής.
- Είσαι καλά;…
ρώτησα ανήσυχος ξεκαθαρίζοντας κάπως τη θολούρα του ερωτικού πόθου. Εκείνος έγνευσε καταφατικά και δάγκωσε το πίσω μέρος του χεριού του για να εμποδίσει τις κραυγές του να ξεφύγουν.
- Μην κρατιέσαι, μη σκέφτεσαι τίποτα, θέλω να σε ακούω όταν σε παίρνω…
του ψιθύρισα χωρίς καμία απολύτως έγνοια, δέσμιος της επιθυμίας μου για εκείνον καθώς τον άρπαξα από την μέση και διατηρώντας οπτική επαφή, άρχισα να τον πηδάω σαν να ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα στη ζωή μου. Ο μικρός αναστέναζε, βογκούσε, έσφιγγε τα χέρια του στους καρπούς μου καθώς τον άνοιγα. Όλη του η εικόνα ήταν το πιο ερεθιστικό θέαμα που είχα αντικρίσει. Το στόμα του πότε σφιγμένο πότε ανοιχτό να κραυγάζει από ηδονή, τα μπλε πανέμορφα μάτια του μισόκλειστα να με κοιτούν παρακαλετά, τα σκέλια του να τρέμουν, το πέος του να πάλλεται ανταποκρινόμενο στο άγγιγμά μου, το κορμάκι του ολόκληρο να διπλώνεται, να τινάζεται να προσπαθεί να μετατραπεί σε κάτι που μπορεί να αντέξει όλη αυτή την απόλαυση κι εγώ να μη σταματάω μέχρι να τον φέρω στα όριά του, μέχρι να τον κάνω να σπαρταράει στα χέρια μου, μέχρι να δω στα μάτια του την τρέλα.
- Μ… μη! Είναι πολύ! Δεν… α…
αναφωνούσε μη μπορώντας να νοήσει αυτό που συνέβαινε και το πόσο πολύ τον γέμιζε. Το χέρι μου μάλαζε το πέος του δυνατά καθώς τον ενθάρρυνα να συνεχίσει μέχρι να απελευθερώσει τον οργασμό του πάνω του, μέχρι να τελειώσει τόσο δυνατά όσο δεν είχε τελειώσει ποτέ ενώ τον έσκιζα βαθιά όπως κανένας άλλος. Ήθελα να τον λιώσω στην καύλα, είχα ανάγκη να τον δω να τελειώνει για εμένα, να μη μπορεί να αντέξει χωρίς τα χέρια μου, τα φιλιά μου, το κορμί μου πάνω του, χωρίς την ηδονή που του προσέφερα. Σύντομα, από το ανελέητο παιχνίδι που του έκανα δεν κατάφερε να συγκρατήσει τον οργασμό του και έχυσε μουγκρίζοντας στην κοιλιά και το στέρνο του. Κατόπιν ακολούθησε και ο δικός μου οργασμός γεμίζοντάς τον βαθιά μέσα του προτού τραβηχτώ για να απελευθερώσω την τελευταία ποσότητα στο στέρνο και το πρόσωπό του με αυταρέσκεια. Με κοίταξε στα μάτια βαριανασαίνοντας, χυμένος και κατακόκκινος από ένταση και ντροπή, ξαπλωμένος ακόμα επάνω στα ντοσιέ και τους φακέλους που είχαν το λιγότερο καταστραφεί.
- Αυτό… δε σήμαινε τίποτα…
μουρμούρισε χαμηλόφωνα και ανασηκώθηκε αναζητώντας με το βλέμμα τα ρούχα του.
- Ό,τι πεις. Απάντησα περιπαιχτικά με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο φέρνοντας το στόμα μου στους μηρούς του ξεκινώντας ένα αργό και βασανιστικό γλείψιμο ωσότου καθάρισα προσεκτικά την τρυπούλα και τη στύση του μέχρι που ξεκίνησε να ορθώνεται και πάλι.
- Έχεις πολύ ενέργεια…
σχολίασα μαλακίζοντας τον για λίγο προτού απομακρύνω το χέρι μου για να κουμπώσω το παντελόνι μου.
- Πήγαινε στο κάτω μπάνιο να πλυθείς για να μην σε δουν, εγώ θα συμμαζέψω λίγο το χαμό…
Ο μικρός με κοίταξε αποσβολωμένος.
- Τι είναι;… τον ρώτησα διασκεδάζοντας λίγο με το μπερδεμένο του ύφος. Δεν έχουμε χρόνο να σε τελειώσω στο στόμα μου μικρέ…
είπα χαμηλόφωνα στρέφοντας τα μάτια μου πεινασμένα στην ολόρθη στύση του για την οποία ήμουν υπεύθυνος.
- Αρκετά ρισκάραμε, συν ότι κινδυνεύουμε να μας δει και κανένας, δεν νομίζεις;…
πρόσθεσα σε περιέργως ήρεμο τόνο. Μόρφασε και κατευθύνθηκε ενοχλημένος προς το μπάνιο κι εγώ έκρυψα το ένοχο χαμόγελό μου για την δυσφορία του μα πάνω απ όλα για την επικύρωση πως με ήθελε ακόμα. Τακτοποίησα τους φακέλους όπως-όπως, συμμάζεψα τα ρούχα μου και επέστρεψα πίσω στην εργασία που είχα ξεκινήσει να κάνω με μεγαλύτερο ενθουσιασμό και όρεξη αυτή τη φορά. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ στον εαυτό μου, άλλα όσο και να γνώριζα πόσο λάθος ήταν αυτή η συνεύρεση μου με το μικρό, μέσα μου ήμουν ευτυχισμένος που τα σώματά μας ήταν πιο ειλικρινή απ' ότι τα λόγια μας.
Copyright protected OW ref: 170574
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.