Προηγούμενο μέρος: Ο πρώτος του (1o μέρος)
Η διαδρομή με το αυτοκίνητο ήταν αμήχανη. Με το που έληξε η βάρδια του μικρού τον πήρα και κατευθυνθήκαμε προς το διαμέρισμά μου. Έμοιαζε αποπροσανατολισμένος, σα να ζύμωνε μέσα του την απόφασή του κάτι που ομολογουμένως έκανε κι εμένα να αναρωτιέμαι για το αν έκανα το σωστό. Ήξερα πως αν το προχωρούσαμε θα ήμουν ο πρώτος του κι αν αυτό δεν πήγαινε καλά ενδεχομένως να επηρέαζε την πορεία της σεξουαλικής του ζωής. Ήθελα να τον ρωτήσω τόσα πολλά, να μάθω τι είχε στο νου του και τον βασάνιζε, να μπορέσω να καταλάβω γιατί εκείνη τη στιγμή είχε επιλέξει να βρίσκεται μαζί μου.
– Είπα στη μητέρα μου ότι θα γυρίσω αργά…
διέκοψε τη ροή της σκέψης μου χτυπώντας τις μύτες των δαχτύλων του στο θολωμένο τζάμι του συνοδηγού. Σε περίπτωση που τραβήξει πολύ όλο αυτό. Το βλέμμα μου απ' το δρόμο στράφηκε πάνω του.
– Δεν της λες καλύτερα ότι θα κοιμηθείς έξω;
Τα λόγια μου φάνηκαν να τον ξαφνιάζουν.
– Εννοείς να κοιμηθώ σπίτι σου;
Ανεβοκατέβασα το κεφάλι συγκαταβατικά.
– Γιατί, σκόπευες να τριγυρνάς στους δρόμους αξημέρωτα;
Δίστασε να απαντήσει, έβγαλε μόνο το κινητό από την τσέπη του και έστειλε ένα μήνυμα. Πως φτάσαμε ως εδώ, αναρωτήθηκα, μετά από όλο το δράμα, τις φωνές, τους ατέλειωτους τσακωμούς καθόμασταν δίπλα-δίπλα και δυσκολευόμασταν να αρθρώσουμε λέξη. Έβαλα μουσική μήπως και καταλαγιάσει το κλίμα αμηχανίας που μας είχε περιβάλει, από τα ηχεία ξεχύθηκε ένα τραγούδι των led zeppelin, παλιό και αγαπημένο των εφηβικών μου χρόνων. Ο μικρός ξαφνικά, σαν να πήρε μπρός, άρχισε να χτυπάει το πόδι του ρυθμικά και έπαιζε τα δάχτυλά του στο ταμπλό σαν μπαγκέτες. Whole lotta love! Ανακοίνωσε το όνομα του τραγουδιού κοιτώντας με μισό μάτι.
– Δε στο 'χα, πιο πολύ μου κάνεις για λαϊκός τύπος.
Γέλασα και του ανταπέδωσα το ειρωνικό ύφος.
– Γιατί; Επειδή είμαι μεγαλύτερος και φοράω πουκάμισα αντί να κυκλοφορώ με αγκράφες στα παπούτσια. Ο μικρός μου χάρισε ένα στραβό περιπαιχτικό χαμόγελο.
– Ακριβώς… απάντησε πιο ζωντανά αυτή τη φορά. Είσαι εντελώς ξενέρωτος, κυκλοφορείς σαν τη θεία μου τη βιβλιοθηκάριο και είσαι πάντα τέρμα ψυχρός και ανιαρός.
Για ένα δευτερόλεπτο θα ορκιζόμουν ότι προσπαθούσε να με κάνει να γελάσω.
– Τι να κάνουμε, δεν είμαστε όλοι μούτρα σαν κι εσένα…
του αντιγύρισα ακουμπώντας το χέρι μου στο γόνατό του, περισσότερο καθησυχαστικά παρά επιβλητικά. Δεν έκανε κίνηση να τραβηχτεί. Στρίβοντας στο στενό για το σπίτι μου του έριξα μια κυριαρχική ματιά.
– Πάντως, υπάρχουν φορές που μπορώ να γίνω πολύ θερμός…
είπα, η χροιά μου βαθιά και σταθερή καθώς το χέρι μου ανέβηκε διεκδικητικά στο μηρό του. Τον είδα να σαστίζει καθώς έγειρα κοντά του, σχεδόν πετάχτηκε από το κάθισμα αναστατωμένος.
– Όχι εδώ... ψιθύρισε βγάζοντας άτσαλα τη ζώνη του. Θα μας δει κανείς!
Πράγματι, ήταν σχετικά νωρίς και αρκετός κόσμος σουλάτσαρε στους δρόμους, ξεφύσηξα και άνοιξα τις ασφάλειες να κατέβουμε, το καλύτερο που μπορούσα να κάνω ήταν να αντιμετωπίσω την όλη κατάσταση ως ραντεβού, μια ερωτική συνεύρεση στο σπίτι μου και να προσπαθήσω να τον χαλαρώσω.
Μπαίνοντας στο διαμέρισμά μου, η τάξη και η απαστράπτουσα καθαριότητα γέμισαν τα μάτια του. Έδειχνε εντυπωσιασμένος, σαν να μην είχε ξαναδεί τακτοποιημένο σπίτι στη ζωή του και αμέσως μετά τα πρώτα έκπληκτα επιφωνήματα άρχισε να περιεργάζεται το χώρο αγγίζοντας και ψαχουλεύοντας ότι έβρισκε μπροστά του. Το ενδιαφέρον του εναλλασσόταν από συσκευές, σε έπιπλα σε βιβλία δίχως να μιλάει πέρα από το περιστασιακό «Τι είναι αυτό;» ενώ μεταφερόταν νευρικά μέσα στο σαλόνι. Η τάση του να εξαπλώνεται με εκνεύριζε κάπως εφόσον δεν έχω ιδιαίτερη εκτίμηση στην αδιάκριτη συμπεριφορά ωστόσο μπορούσα να καταλάβω ότι ο λόγος που περιφερόταν σαν αδέσποτος δορυφόρος ήταν η αυξανόμενη διαπίστωση ότι. ώρα πλησιάζει.
Προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου έναντι της εισβολής του στον προσωπικό μου χώρο, κάθισα στον καναπέ και άναψα τσιγάρο, παρατηρώντας τον μικρό να κόβει κύκλους γύρο τριγύρω. Τράβηξα μια βαθιά ρουφηξιά καρκίνου γεμίζοντας τα πνευμόνια μου με μια γερή δόση αποπνικτικής χαλάρωσης.
– Θες ένα;... ρώτησα προσφέροντας του ένα τσιγάρο από το κουτί. Ξέρω ως μεγαλύτερος υποτίθεται πως δεν πρέπει να σε παρασύρω σε βλαβερές συνήθειες αλλά…
Αμέσως το άρπαξε και κάθισε στην άκρη του καναπέ ξεφυσώντας. "Το χρειάζομαι" ήταν η απάντησή του και με αυτό του έκανα νόημα να πλησιάσει πιο κοντά. Παρά την απορία στο βλέμμα του έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και υπάκουσε. Αφού ήρθε δίπλα μου στράφηκα προς το μέρος του και πολύ προσεκτικά έφερα την καύτρα του τσιγάρου μου στην άκρη του δικού του περνώντας το χέρι μου πίσω από το λαιμό του. Τα μάτια του άνοιξαν αμέσως διάπλατα στη χειρονομία και με το που άναψε τραβήχτηκε αμυντικά πίσω.
– Παραείσαι αγχωμένος… σχολίασα στερεώνοντας το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη μου. Αν δεν είσαι σίγουρος μην το κάνεις, οι πιθανότητες να μετανιώσεις είναι πάρα πολλές.
Φύσηξε τον καπνό βήχοντας και προς στιγμήν επικεντρώθηκε με το βλέμμα στο πάτωμα.
– Ξέρω τι κάνω, δεν είμαι παιδί.
Είπε ξερά, ωστόσο, οι άκρες των ματιών του με κάρφωναν απειλητικά σαν να περίμενε από στιγμή σε στιγμή να του επιτεθώ ύπουλα. Αναστέναξα και έξυσα το κεφάλι μου νευρικά.
– Πες μου, τι να κάνω για να νιώσεις άνετα; Δεν υπάρχει λόγος να είμαστε έτσι, τα έχουμε πάει καλά μέχρι τώρα… είμαστε στον ίδιο χώρο για πάνω από μισάωρο και δεν έχουμε αρπαχτεί ακόμα.
Του χαμογέλασα και έστρεψα το σώμα μου προς το μέρος του.
– Φοβάσαι;
Στο άκουσμα της ερώτησης τινάχτηκε ολόκληρος σα γατί που το περιέλουσαν με βενζίνη.
– Όχι βέβαια… βιάστηκε να απαντήσει. Και οι δύο ξέρουμε για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ, αν φοβόμουν δε θα πατούσα.
Κόμπιασε για μερικά δευτερόλεπτα και τράβηξε ακόμα μια πνιγερή τζούρα από το τσιγάρο με τους καρπούς του να τρέμουν απ την ταραχή. Ότι και να έλεγε, όσο και να επέμενε ότι το είχε πάρει απόφαση το σώμα του κραύγαζε εκκωφαντικά ότι δεν ήταν έτοιμος, δεν είχε ιδέα που έμπλεκε, πόσο μάλλον τι να περιμένει και το γεγονός ότι επέμενε έκανε ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση. Προς στιγμήν σκέφτηκα να τον αφήσω να φύγει, να τον γυρίσω σπίτι του και να τελειώσει εκεί το θέμα, ήμουν σίγουρος όμως ότι δεν πρόκειται να μου την χάριζε αν έκανα πίσω τώρα. Όλο αυτό είχε μετατραπεί σε ένα ανούσιο παιχνίδι για το ποιος τελικά θα νικήσει. Εκείνος έβαζε τα δυνατά του να με κάνει να δειλιάσω ενώ με πίεζε να τον διακορεύσω, μου ζητούσε να τον πλησιάσω και ταυτόχρονα με απομάκρυνε με κάθε σπιθαμή του κορμιού του, σαν να μου έλεγε πως με θέλει χωρίς όμως να με επιθυμεί.
Στη σκέψη αυτή φούντωσα ολόκληρος μέσα μου, δε μου αρκούσε να τον αφήσω απλά στην ησυχία του και να παραιτηθώ, έπρεπε να του διδάξω ένα μάθημα, να τον αναγκάσω να αντιληφθεί την ίδια του την αδυναμία, τον ίδιο του το φόβο. Ορθώθηκα απότομα μπροστά του και τον κάρφωσα στα μάτια με αυστηρότητα.
– Χαίρομαι, θα ήταν κρίμα να μας φέρεις και τους δύο σε αυτή την κατάσταση μόνο και μόνο για να τεστάρεις την υπομονή μου. Δεν έχω χρόνο να σπαταλάω σε παρθένα αγοράκια που δεν ξέρουν τι θέλουν.
Έσβησα το τσιγάρο μπροστά στο παραμορφωμένο από τον εκνευρισμό πρόσωπό του και χαμογέλασα αυτάρεσκα.
– Ή μήπως δεν είσαι παρθένος και μας δουλεύεις;…
πρόσθεσα και τον είδα να ταράζεται. Έσφιξε τις γροθιές του με το πρόσωπο κατακόκκινο, χωμένο μέσα στο λαιμό του από την αμηχανία.
– Τι έγινε; Έπεσα μέσα; Γι' αυτό δεν δυσκολεύτηκες να με ακολουθήσεις ως εδώ; Στο έχουν ξανακάνει; Έφερα το χέρι στο πηγούνι του και τον ανάγκασα να με κοιτάξει. Πως ήταν μικρέ; Σε γάμησαν καλά τουλάχιστον;
Στο άκουσμα της λέξης χτύπησε το χέρι μου και πετάχτηκε όρθιος γεμάτος θυμό.
– Είσαι τελείως μαλάκας;…
μου φώναξε με το πηγούνι του να τρέμει από τα νεύρα. Ήταν έτοιμος να σπάσει, το έβλεπα, το διάβαζα στον αέρα, δε θα σταματούσα όμως, όχι μέχρι να τον τρομάξω για τα καλά. Χαμογέλασα δαιμονικά και στάθηκα μπροστά του μπλοκάροντάς του το δρόμο για την έξοδο.
– Δε σε βλέπω να το αρνείσαι όμως, είπα περιπαίχτηκα, και άσε τις αγριάδες εδώ πέρα γιατί δεν περνάνε. Στο γραφείο μπορεί να έκανες ότι ήθελες άλλα εδώ δεν έχεις τα ίδια προνόμια, τώρα είσαι στο χώρο μου, τώρα σε κάνω ότι θέλω.
Ξεροκατάπιε και πισωπάτησε αγχωμένος, έβλεπα το φόβο να θεριεύει στα μάτια του. Αυτό ήταν, σκέφτηκα, δεν είναι χαζός, θα καταλάβει τι λάθος πάει να κάνει και θα το πάρει πίσω, θα με χτυπήσει, θα βάλει τα κλάματα και θα τρέξει μακριά από δω. Για να κάνω την κατάσταση ακόμα πιο αποπνιχτική τον πλησίασα κι άλλο, έσκυψα στο αυτί του και του δάγκωσα τον λοβό αρκετά ώστε να πονέσει, να ανατριχιάσει, να αισθανθεί ότι ήταν στο έλεος μου και αν δεν ξεκουμπιζόταν αμέσως από εκεί μέσα δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει.
– Ελπίζω να σε άνοιξαν καλά οι προηγούμενοι γιατί εγώ δεν θα δείξω έλεος…
του ψιθύρισα απειλητικά καθηλώνοντάς τον στον τοίχο, το βλέμμα μου πεινασμένο, το ένα χέρι μου κρατούσε σφιχτά τον καρπό του και το άλλο ταξίδευε στο σώμα του, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο προς την περιοχή της αιχμής. Έτρεμε, τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα αρνούνταν να με κοιτάξουν σαν ο ίδιος να αρνιόταν να πιστέψει αυτό που του συνέβαινε. Με μια απότομη κίνηση τον γύρισα ανάποδα σπρώχνοντας τον πάνω στον τοίχο, ο καβάλος μου να πιέζει για ακόμα μια φορά τον υπέροχο κώλο του.
– Τι έγινε… μας έσπασε ο τσαμπουκάς; Συνήθως δεν το βουλώνεις, δεν έχουμε τίποτα να πούμε τώρα;
Μούγκρισε αντιστεκόμενος προσπαθώντας να απελευθερώσει το σώμα του άλλα ήταν μάταιο, τον κρατούσα σφιχτά και τον είχα περιορίσει τόσο που δεν είχε περιθώρια να κινηθεί. Πάμε για Overkill σκέφτηκα και του κατέβασα το παντελόνι απότομα στους αστραγάλους. Ο κρύος αέρας στους μηρούς του τον έκανε να τιναχτεί, το είχε λάβει το μήνυμα, δεν υπήρχε περίπτωση να φύγει αγάμητος από εκεί μέσα. Έφτυσα το χέρι μου και έκανα να του κατεβάσω και το μποξεράκι.
– Καλοφάγωτο…
του ψιθύρισα λίγο πριν ακούσει το φερμουάρ μου να κατεβαίνει. Κι εκεί έσπασε…
– ΣΤΑΜΑΤΑ! Σταμάτα γαμώ το κέρατό μου σταμάτα!
Οι φωνές του εκκωφαντικές, σπαρακτικές, να αντηχούν στο άδειο δωμάτιο σαν γιορτινά βαρελότα. Το σώμα του άρχισε να πάλλεται με μανία στα χέρια μου, χτυπιόταν απελπισμένα στην προσπάθειά του να ξεγλιστρήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Είχε δει επιτέλους το όριό του. Τον άφησα να λυσσομανάει για λίγο προτού απομακρυνθώ και του αφήσω χώρο να αναπνεύσει.
– Το κατάλαβες τώρα;
Είπα ήρεμα κοιτώντας την κυρτή μορφή του που σπαρταρούσε ακόμα.
– Μην μπαίνεις σε αυτή τη διαδικασία αν δεν έχεις σκοπό να την ολοκληρώσεις, εγώ μπορεί να σκοπεύω να σεβαστώ τις αμφιβολίες σου, άλλα δεν θα το έκαναν όλοι στη θέση μου, πρόσεξε τι κάνεις και με ποιόν.
Έμεινε άναυδος να με κοιτάει. Βάδισα έως την άλλη άκρη του δωματίου, σιωπηλά, σίγουρος πλέον πως είχα νικήσει. Ο μικρός ανασκουμπώθηκε προσπαθώντας να συνέλθει από το σοκ. Σιγή απλώθηκε στο χώρο για λίγα λεπτά, τρομακτική, νεκρική σιγή από αυτές που δεν ξέρεις τι θα ακολουθήσει μετά. Τον κοιτούσα και ένιωθα την αμφιβολία και τις τύψεις να χτίζονται μέσα μου. Μήπως δεν είχα κάνει καλά; Όχι, αναλογίστηκα διώχνοντας τη σκέψη απ το μυαλό μου, αν τον άφηνα να προχωρήσει θα το μετάνιωνε σίγουρα, καλύτερα λοιπόν, καλύτερα να με μισεί τώρα γι' αυτό που έκανα παρά να τον μαγάριζα και να με μισούσε μετά. Ότι έκανα ήταν τραβηγμένο άλλα ήθελα να σιγουρευτώ πως δεν θα επαναλάβει αυτό το λάθος ποτέ ξανά και μάλιστα με κάποιον που μπορούσε κάλλιστα να τον πληγώσει… όπως παρ’ ολίγον να κάνω κι εγώ στο γραφείο.
– Ευχαριστήθηκες τώρα;
Άκουσα τη φωνή του να ηχεί αναπάντεχα σταθερή στ' αυτιά μου. Γύρισα να τον αντικρίσω, μόλις είχε κουμπώσει το παντελόνι του και με κοιτούσε φανερά εκνευρισμένος.
– Τι νομίζεις πως απέδειξες με αυτό; Ότι δεν ξέρω τι κάνω; Ότι ήρθα εδώ για να σε κοροϊδέψω και μετά να φύγω τρέχοντας; Αυτό νομίζεις;
Με κοίταξε υποτιμητικά ,με το ίδιο τουπέ που πρώτη φορά είχε εμφανιστεί στο γραφείο μου.
– Εσύ μου πρότεινες να έρθω εδώ σωστά; Τότε τουλάχιστον ήσουν ειλικρινής με το τι ήθελες, τώρα τι προσπαθείς να κάνεις; Να με προστατέψεις λες και είμαι κανένα μωρό αγνοώντας τελείως ότι ήταν επιλογή μου να σε ακολουθήσω; Αν πιστεύεις ότι κάνω λάθος δεν σου πέφτει λόγος να αποφασίσεις για εμένα, επιλογή μου να κάνω λάθος. Τουλάχιστον εγώ τις επιλογές μου τις στηρίζω!
Τα μάτια του άστραψαν κάτω από το αχνό φως του δωματίου γεμάτα σπιρτάδα και πάθος μαγνητίζοντας το βλέμμα μου ακαριαία στη γαλάζια δύνη τους.
– Τι θες από εμένα μικρέ; Τι είναι τέλος πάντων αυτό που θέλεις; Περιμένεις να σου ορμίσω από το πουθενά; Θες να σε διώξω; Να σε παρακαλέσω να μου κάτσεις; Βαρέθηκα να παίζω παιχνίδια και να πλακώνομαι μαζί σου, κουράστηκα να προσποιούμε ότι μπορώ να ανεχτώ αυτή την κατάσταση ενώ το μόνο που θέλω να κάνω είναι να σε ξαπλώσω κάτω και να σε κάνω δικό μου εδώ και τώρα, δεν βγάζει πουθενά όλο αυτό, αν με θες, είμαι εδώ, μπροστά σου, πες το και είμαι δικός σου.
Με κοίταξε εξεταστικά, το πρόσωπό του μαλάκωσε και ρόδισε στο άκουσμα του λόγου μου.
– Δεν έχω πάει με άλλους… είπε τελικά, σχεδόν ξεψυχισμένα.
– Το ξέρω…
αποκρίθηκα σε ήρεμο τόνο περνώντας το χέρι μου στα μπερδεμένα του μαλλιά, γεμάτα κόμπους, όπως και οι σκέψεις μου. Σήκωσε το βλέμμα του νωχελικά και με κοίταξε.
– Σε θέλω… είπε και. καρδιά μου πετάρισε, απλά ήταν απότομο όλο αυτό και δεν ξέρω πως.
Διέκοψα το μονόλογό του με ένα παθιασμένο φιλί, τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω του τρυφερά, προστατευτικά καθώς κόλλησα το κορμί του στο δικό μου. Ανταπέδωσε θερμά φέρνοντας τους καρπούς του στους ώμους μου που έτρεμαν ακόμη από την ένταση. Τα χείλη μας συναντήθηκαν πολλές φορές τρυφερά άλλα και παθιασμένα, τόσο που ένιωθα να χάνω το μυαλό μου. Πριν το καταλάβω είχα περιορίσει το σώμα του ανάμεσα στον τοίχο και στο στέρνο μου, τα φιλιά μας πλέον καυτά, απελπισμένα εκλιπαρούσαν για την ένωση. Τραβήχτηκα μια στιγμή για να τον κοιτάξω, το αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο του έκαιγε, οι κόρες του είχαν διασταλεί και τα χείλη του είχαν πρηστεί από το πιπίλισμα και το δάγκωμα. Πάμε μέσα... του ψιθύρισα και τον οδήγησα στην κρεβατοκάμαρα.
Τον έσπρωξα στο κρεβάτι. Σύντομα άρχισαν τα φιλία στο εκτεθειμένο σώμα του, καθώς ανασήκωσα το πουλόβερ του και άρχισα να τον γλείφω και να τον δαγκώνω στην κοιλιά μεθοδικά ώσπου η γλώσσα μου έφτασε στο στέρνο του που ανεβοκατέβαινε από την ταχυπαλμία. Τη στιγμή εκείνη σταμάτησα και τον κοίταξα καθησυχαστικά, έδειχνε τόσο ανήσυχος και ευάλωτος και συνάμα τόσο παραδομένος στα χάδια μου, που το κορμί μου αναριγούσε ολόκληρο και μόνο στην ιδέα ότι θα τον γευτώ. Αποτραβήχτηκα και άρχισα να ξεκουμπώνω το πουκάμισό μου, δεν άντεχα άλλο, έπρεπε να τον έχω, να τον κάνω δικό μου εκείνη τη στιγμή αλλιώς θα τρελαινόμουν. Ο μικρός ανασηκώθηκε και ταυτοποίησε το λιγωμένο βλέμμα μου σχεδόν αμέσως.
– Περίμενε… αναφώνησε σχεδόν παρακαλετά με τρόπο που με ξάφνιασε. Δε… δεν θα κάνεις μόνο εσύ πράγματα σήμερα.
Κοντοστάθηκα και τον κοίταξα.
– Υπάρχει κάτι που θες να δοκιμάσεις;
Έγνεψε καταφατικά και αρπάζοντάς με από το ανοιχτό μου πουκάμισο με έσπρωξε στην πλάτη του κρεβατιού μαλακά και ατσούμπαλα. Τον κοίταξα απορημένος καθώς σηκώθηκε και δίχως πολλές περιστροφές άρχισε να γδύνεται μόνος του αργά και ερωτικά, ή τουλάχιστον στο δικό μου νου έτσι φάνταζε κι εγώ αραχτός στο προσκέφαλο με το πουκάμισο ξεκούμπωτο είχα μείνει να τον καμαρώνω με το στόμα μου έτοιμο να εξαρθρωθεί σαν του καρυοθραύστη. Όταν έμεινε μόνο με το μποξεράκι με κοίταξε με χλεύη.
–Τι; Δεν έχεις ξαναδεί ανδρικό σώμα;…
επεσήμανε με ένα μορφασμό, που μόνο ως ειρωνικό μπορώ να χαρακτηρίσω. Θαύμασα για λίγο ακόμη το νεανικό του κορμί που τώρα σε όλο του το μεγαλείο έμοιαζε πολύ πιο θελκτικό, με αχνή γράμμωση στους μύες, τρυφερό λευκό δέρμα και λίγες μαύρες τρίχες στα χέρια, στα πόδια, στο στέρνο και στον αφαλό που κατέβαιναν μέχρι το εσωτερικό του εσωρούχου του. Το πρόσωπό του θύμιζε αγόρι, άλλα το σώμα του φώναζε άντρας, ανεπτυγμένος και ερωτικός.
– Να σε πάρει, έλα εδώ…
αναφώνησα απαιτητικά και αρπάζοντας τον από τον καρπό τον κάθισα πάνω στα πόδια μου χωρίς δεύτερη κουβέντα χώνοντας τη γλώσσα μου απροειδοποίητα στο στόμα του. Μετά απ' αυτό όλα έγιναν μια θολούρα, τον φιλούσα σαν να μην υπάρχει αύριο, οι γλώσσες μας μπλέκονταν ασταμάτητα, τα χέρια μου ταξίδευαν σε όλο του το κορμί και χούφτωναν ότι μπορούσαν, οι ανάσες που ανταλλάζαμε καυτές και τα βλέμματα λάγνα και απελπισμένα. Ούτε που θυμάμαι πόση ώρα τον κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου και ζουλούσα τα σφριγηλά του κωλομέρια, δε χρειαζόμουν καν να αναπνεύσω, ήθελα μόνο να τον πνίξω στα φιλιά. Κάποια στιγμή τραβήχτηκε κι ενώ πετούσα σε άλλο γαλαξία με προσγείωσε απότομα πίσω στο δωμάτιό μου που το λιγότερο μουντό πράγμα που είχε ήταν εκείνος, ο πιτσιρικάς που με καβαλούσε.
– Τι; Γιατί;…
Ρώτησα όλο παράπονο νιώθοντας την επίπονη στύση μου να πιέζει το παντελόνι μου βασανιστικά.
–Σου είπα…
μουρμούρισε κοιτώντας με αινιγματικά. Αναστέναξα και τίναξα το κεφάλι μου πίσω στην πλάτη του κρεβατιού απελπισμένος.
– Μην παίζεις μαζί μου μικρέ…
άρθρωσα καταβεβλημένος έτοιμος να αποδημήσω εις Κύριον όταν ένιωσα το χέρι του να απελευθερώνει τη στύση μου και το σώμα του να μετακινείται σε άλλη θέση. Σύντομα το χέρι του είχε γραπώσει το καυλωμένο μου πέος και το μάλαζε διστακτικά ενώ είχε γονατίσει φέρνοντας το όμορφο προσωπάκι του κοντά στο κεφαλάκι. Τον κοιτούσα σα να δυσκολευόμουν να καταλάβω, σαν το μυαλό μου να αδυνατούσε να νοήσει αυτά τα οποία συνέβαιναν εκείνη τη στιγμή. Με κοίταξε συνοφρυωμένος συνεχίζοντας να μου τραβάει μαλακία ενώ αδυνατούσα να εστιάσω σε ένα σημείο από την υπερβολική αίσθηση ικανοποίησης που μου πρόσφερε το χέρι του και το όλο σκηνικό. Μόλις είδε ότι χαλαρώνω άνοιξε το στοματάκι του και το πήρε μέσα, σχεδόν μέχρι τη μέση ξεκινώντας ένα αργό, βασανιστικό ρούφηγμα ασύγκριτο με οτιδήποτε είχα βιώσει έως εκείνη την ημέρα. Πρώτη του πίπα… σκέφτηκα ασυναίσθητα και συγκεντρώθηκα στην αίσθηση ανασαίνοντας σπασμωδικά και με δυσκολία ενώ προσπαθούσα να συλλέξω όσο πιο πολύ μνημονικό υλικό γινόταν. Ο μικρός ζοριζόταν άλλα δεν σταματούσε, η απειρία του αναπληρωνόταν από τον ενθουσιώδη ρυθμό του που σύντομα με έκανε να βαριανασαίνω σα γέρος σκύλος σε μαραθώνιο, κάθε αίσθηση υγρής τριβής με έκανε να νιώθω όλο και πιο ευάλωτος απέναντι του.
Έφερα το χέρι μου στα μαλλιά του και τον καθοδήγησα απαλά κατά μήκος του πέους μου καθώς ρουφούσε και έγλειφε ασταμάτητα όπως μπορούσε, το γλυκό του στοματάκι ήταν βάλσαμο και το τελευταίο πράγμα που ήθελα να κάνω ήταν να τελειώσω και να χαλάσω αυτή την υπέροχη αίσθηση.
– Σ’ αρέσει;… ρώτησε χαμηλόφωνα συνεχίζοντας το παιχνίδι με τη γλώσσα του γύρω απ τη βάλανό μου.
– Θα ήμουν τρελός να μην μου αρέσει… επιβεβαίωσα αναψοκοκκινισμένος χαϊδεύοντας τρυφερά το κεφάλι του. Δε στο 'χα, ήρθες όντως αποφασισμένος.
Χαμογέλασε ειρωνικά και απροειδοποίητα άρχισε να βυθίζει το πέος μου βαθιά μέσα στο στόμα του μαλάζοντας τα αρχίδια μου όλο μαεστρία. Σάστισα, έναν αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη μου καθώς προσπαθούσε να το πάρει βαθιά και γρήγορα μέσα στο απροπόνητο λαρύγγι του. Είχε έρθει προετοιμασμένος να με τρελάνει και το κατόρθωνε με μεγάλη επιτυχία. Σύντομα έγλειφε και πιπιλούσε λαίμαργα τα αρχίδια μου ενώ έπαιζε την κατακόκκινη από τον ερεθισμό στύση μου που ετοιμαζόταν να εκραγεί. Ένιωθα την υγρή γλώσσα του παντού ενώ κατά καιρούς έριχνε κλεφτές ματιές στο πρόσωπό μου για να δει αν το ευχαριστιέμαι. Χαριτωμένο... έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται. Η προθυμία του και το θέαμα που μου προσέφερε με έφεραν σύντομα στα όριά μου και πριν προλάβω καν να το σκεφτώ του τράβηξα το κεφάλι πίσω ορμητικά.
– Τι;…
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του προτού δεχτεί την πρώτη ριπή από χύσι στο κοκκινισμένο λάγνο προσωπάκι του που σύντομα καλύφθηκε ολόκληρο από τον οργασμό μου. Ποτέ στην ζωή μου δεν είχα αδειάσει τόσο πολύ όσο εκείνη τη μέρα. Έπεσα πίσω ξέπνοος με ένα χαμόγελο ικανοποίησης ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. Η θέα του χυμένου προσώπου του ήταν απίστευτα ερωτική, περισσότερο απ' όσο είχα μπορέσει ποτέ να συλλάβω στις φαντασιώσεις μου και η ξαφνική μου απροειδοποίητη έκρηξη έκανε το θέαμα ακόμα πιο ερεθιστικό.
– Πφ… αυτό ήταν όλο;… μουρμούρισε καθαρίζοντας στο πρόσωπό του με ότι βρήκε πρόχειρο στο δωμάτιο. Γρήγορος είσαι…
πρόσθεσε περιπαιχτικά προσπαθώντας να αποτάξει από πάνω του την αμηχανία της στιγμής. Ανασηκώθηκα και τον κοίταξα στα μάτια όλο πάθος.
– Πάντα με τον καλό τον λόγο…
σχολίασα χαμογελώντας και τον τράβηξα κοντά μου. Ούτε που θυμάμαι για πότε τον απάλλαξα από το εσώρουχό του και τον άπλωσα στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι μου θολωμένος από την ηδονή. Γύρνα μικρέ, τον διέταξα με αυστηρό ύφος καθώς άρπαξα το σώμα του και το έφερα στα τέσσερα. Μούγκρισε ανόρεχτα απ' τη ντροπή άλλα δεν έκανε κίνηση να τραβηχτεί. Τον είχα πλέον καταλάβει, όλα τα πικρόχολα σχόλια και οι αντιδράσεις δεν ήταν παρά ο δικός του τρόπος να διαχειριστεί με τους δικούς του όρους την παράδοση του κορμιού του.
– Υπέροχος...
μουρμούρισα εκστασιασμένος από την εικόνα του πεταχτού του κώλου και της στενής του άτριχης τρυπούλας εκτεθειμένης μπροστά μου.
– Ξυρίστηκες;...
ρώτησα αυθόρμητα κι εκείνος μούγκρισε πετώντας το μαξιλάρι στο κεφάλι μου.
– Σταμάτα να ρωτάς βλακείες…
αντέδρασε ενοχλημένος από το άκομψο σχόλιό μου.
– Για πρόσεξε πως μιλάς…
είπα και χαστούκισα το κωλομέρι του με δύναμη. Τινάχτηκε αναφωνώντας ηδονικά κάτι που δεν περίμενα. Η αντίδρασή του με ερέθισε απίστευτα και άρχισα να του σφαλιαρίζω το σφιχτό του κωλαράκι μέχρι που κοκκίνισε. "Μη αχ! Μην το…" αναφωνούσε σε κάθε χτύπημα από το τσούξιμο άλλα τα πόδια του έτρεμαν και η στύση του παλλόταν περήφανη.
– Αυτό είναι για την αυθάδεια σου…
συνέχισα μονολογώντας να τον βιτσίζω ενώ η καύλα μου είχε χτυπήσει κόκκινο.
– Αυτό είναι για την ασέβεια και αυτό…
είπα φέρνοντας την γλώσσα μου στην τρυφερή του τρυπούλα…
– είναι γιατί είσαι τόσο καυλιάρης και με τρελαίνεις.
Δεν πρόλαβε να αντιδράσει στο άκουσμα των λόγων μου και η γλώσσα μου βυθίστηκε λαίμαργα στην κωλοτρυπίδα του. Ένας μακρόσυρτος αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του καθώς άρχισα να γλείφω επιδέξια την ως τότε ανέγγιχτη τρυπούλα του. Σύντομα. γλώσσα μου γαμούσε το παρθένο κωλαράκι του με ένταση και δύναμη ενώ εκείνος βογκούσε με το κεφάλι βουτηγμένο στα μαξιλάρια προσπαθώντας απεγνωσμένα να συγκρατήσει τις κραυγές του. Ο μικρός δεν είχε ξανανιώσει τόση καύλα στη ζωή του, το σώμα του έτρεμε ολόκληρο και το πέος του έσταζε πριν ακόμη το αγγίξω, είχα στα χέρια μου έναν άντρα έτοιμο για όλα που όσο άβγαλτος ήταν άλλο τόσο πρόθυμος ήταν να μου δοθεί.
–Είσαι τόσο στενός…
ψιθύρισα λάγνα δαχτυλώνοντας σιγά-σιγά την τρύπα του με το ένα χέρι ενώ έφερα το άλλο στα ξυρισμένα του αρχίδια. Γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε αναψοκοκκινισμένος με τόση έπαρση στο βλέμμα του σαν να μου έλεγε "σιγά μη μπορείς" που παρ' ότι βρισκόταν στα τέσσερα, εκτεθειμένος και φανερά ερεθισμένος δεν έδειχνε την θέληση να υποταγεί. Η ματιά του αυτή με έκανε να θέλω να τον απαλλάξω από κάθε μορφή αλαζονείας που έφερε, να τον φέρω αντιμέτωπο με την πραγματικότητα της κατάστασης.
– Θα σου πάρω την παρθενιά. Του ανακοίνωσα τολμηρά κοιτώντας τον έντονα στα μάτια. Θα μπω μέσα σου για πρώτη φορά στη ζωή σου για να δεις πως κάνουν έρωτα οι άντρες.
Ξεροκατάπιε άλλα έγνεψε καταφατικά και μου επέστρεψε το βλέμμα με αφοπλιστική σιγουριά. Είχε κάτι αυτό το παιδί, κάτι αδάμαστο που με τρέλαινε και με τρόμαζε ταυτόχρονα. Δεν σκέφτηκα τίποτα, είχα ανάγκη να τον κάνω δικό μου, μια ανάγκη που νικούσε κάθε επιθυμία, κάθε αναστολή. Χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισα να βυθίζομαι σιγά-σιγά μέσα του, αργά και σταθερά για να μην τον πονέσω πολύ, όσο το χέρι μου βρισκόταν στην στύση του σε μια προσπάθεια να τον ανακουφίσω. Αναφώνησε από την παραβίαση, σχεδόν σπαραχτικά, τα χέρια του γραπώθηκαν στο σεντόνι καθώς ξεφυσούσε στην προσπάθειά του να με δεχθεί όλο μέσα του.
– Είναι εντάξει;… του ψιθύρισα απαλά στο αυτί πιπιλώντας το και φιλώντας την άκρη του λαιμού του τρυφερά. Είσαι καλά;…
ρώτησα καθησυχαστικά κι εκείνος γύρισε προς το μέρος μου και με φίλησε δίνοντάς μου το πράσινο φως να συνεχίσω. Έμεινα ακίνητος για λίγο, χαϊδεύοντας και φιλώντας τον παθιασμένα, σαν να συνευρισκόμουν με ένα σύντροφο και εραστή που μας ένωνε μια τρυφερή σχέση.
– Μην είσαι φλώρος… κουνήσου…
με παρότρυνε διακόπτοντας την στιγμή όλο ανυπομονησία κοιτώντας με μια θολούρα στα μάτια.
– Τι θα κάνω με εσένα…
του ψιθύρισα ερωτικά στο αυτί αγκαλιάζοντάς τον από την μέση όπως βρισκόμουν από πίσω του.
– Μην πεις ότι δεν σε προειδοποίησα μετά… επεσήμανα γραπώνοντάς τον ξεκινώντας ένα αργό και βαθύ σφυροκόπημα.
Ο μικρός αναστέναζε κοφτά, βογκούσε και άσθμαινε από την ένταση. Αναφωνούσε σφίγγοντας τα δόντια και βρίζοντάς με άλλα έδειχνε να απολαμβάνει την κυριαρχία στο σώμα του. Έτσι όπως ήταν στα τέσσερα βρισκόταν τελείως στο έλεός μου, υποταγμένος στο χοντρό εργαλείο που τον ξεπαρθένευε, που τον έκανε για πρώτη φορά δέσμιο της ηδονής. Ούτε θυμάμαι πόση ώρα το κάναμε σε αυτή τη στάση. Όσο πήγαινε οι κινήσεις μου γίνονταν πιο άγριες, τον σφαλιάριζα στα κωλομέρια, του τραβούσα τα μαλλιά, του άρπαζα τους καρπούς και τραβούσα τα χέρια του πίσω ενώ τον πηδούσα παραδομένος στις πιο πρωτόγονες ορμές μου.
– Δεν έχεις ιδέα πόσο καιρό περίμενα να το κάνω αυτό. Θα σε ανοίξω τελείως, θα σου σκίσω τον πάτο!
Οι λέξεις έτρεχαν ρέουσες από το στόμα μου καθώς τον πηδούσα κι εκείνος έμοιαζε να με στενεύει περισσότερο με κάθε τι που άκουγε. Δε θα γλίτωνε απ τα χέρια μου, θα τον έπαιρνα μέχρι να ξημερώσει. Επιθυμώντας να γευτώ ξανά τα χείλη του, τον έφερα από πάνω μου, να με καβαλήσει με το πέος μου μέσα του έχοντας θέα το καυλωμένο προσωπάκι του καθώς σιγά-σιγά τον καθοδηγούσα πώς να χοροπηδάει μόνος του πάνω στο καυλί μου ανταλλάσοντας παράλληλα υγρά φιλιά.
– Όχι έτσι…
διαμαρτυρόταν καθώς ανεβοκατέβαινε με τα χέρια του πλεγμένα στα δικά μου κοιτώντας με στα μάτια γεμάτος ντροπή.
– Σου πάει…
σχολίασα περιπαιχτικά το κατακόκκινο πρόσωπό του καθώς άρχισα να τον σπρώχνω γρηγορότερα από κάτω προτού προλάβει να αντιδράσει ξανά. Κραυγές ηδονής γέμισαν το δωμάτιο, τόσο δικές μου όσο και δικές του καθώς πνιγόμασταν και οι δύο στην απόλαυση.
– Έτσι, καβάλα με, καβάλα τον πούτσο μου σαν το μικρό άταχτο αγοράκι που είσαι, κάνε αυτό για το οποίο γεννήθηκες μικρέ μου. Χοροπήδα πάνω στην ψωλή μου μικρέ καυλιάρη!
Είχα αποτρελαθεί εντελώς, πλέον παραληρούσα, τα χέρια μου ψαχούλευαν τα κωλομέρια του, τα έσφιγγαν, τα χτυπούσαν με μανία καθώς τον ανεβοκατέβαζα με δύναμη πάνω μου. Κι εκείνος όμως δεν πήγαινε πίσω, για πρωτάρης είχε προσαρμοστεί πολύ γρήγορα και δεν δίσταζε να βογκήξει και να αναστενάξει με όλη του τη δύναμη απολαμβάνοντας κάθε λεπτό του βρώμικου έρωτά μας. Δε μου έφτανε, όσο και να τον πηδούσα δε μου αρκούσε, ήθελα να τον πάρω σε όλες τις στάσεις, να τον κάνω δικό μου με κάθε δυνατό τρόπο. Σύντομα τον σήκωσα και τον κόλλησα στην ντουλάπα. Με ανυπομονησία εισέβαλα ξανά μέσα του σηκώνοντάς τον από τους μηρούς και συνέχισα να τον πηδάω στα όρθια. Ούτε που ξέρω πως βρήκα τη δύναμη πέρα από το αχαλίνωτο πάθος μου για εκείνον. Τα δόντια μου βυθίστηκαν στη σάρκα του χαρίζοντάς του απλόχερα σημάδια ιδιοκτησίας, τα μάτια μου μισάνοιχτα ταξίδευαν μέσα στις βαθυγάλαζες κάνες του που με στόχευαν αλύπητα από την πρώτη στιγμή. Αυτά τα πανέμορφα μάτια με είχαν αιχμαλωτίσει, με είχαν μαγνητίσει τόσο απόλυτα που ολόκληρο το σώμα μου άλλα και το μυαλό μου είχαν αφοσιωθεί σε εκείνον. Κοιτώντας τον εκείνη τη στιγμή της απόλυτης ηδονής, καθώς τα χέρια του αγκάλιαζαν τον λαιμό μου και το κορμί του σφιγγόταν πάνω μου συνειδητοποίησα αυτό που με έκαιγε όλον αυτόν τον καιρό.
– Είμαι ερωτευμένος μαζί σου…
ψιθύρισα απελπισμένα ανάμεσα σε αναστεναγμούς καθώς συνέχισα να μπαινοβγάινω μέσα του με ένταση και ορμή. Και πράγματι ήμουν, τόσο ερωτευμένος, τόσο απόλυτα και αναπάντεχα ερωτευμένος με έναν τρόπο τόσο παράδοξο που δεν μπορούσα καν να το συνειδητοποιήσω. Όλη αυτή. έξαψη, ο ερωτισμός, η διέγερση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η δική μου έκφανση του ανομολόγητου έρωτά μου γι αυτόν τον άντρα που με στοίχειωσε από την πρώτη στιγμή με την επιβλητική του παρουσία. Ο μικρός αναστέναξε βαθιά στο λαιμό μου μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη, οι γάμπες του σφίχτηκαν στην πλάτη μου, τα χέρια του τρύπησαν τους ώμους μου και με ολόκληρο το κορμί του να πάλλεται είχε τον πρώτο του οργασμό χωρίς να αγγίξει το πέος του. Αμέσως μετά ακολούθησε και ο δικός μου βαθιά μέσα του, πλημμυρίζοντάς τον για δεύτερη φορά με τα υγρά μου. Μετά απ αυτό το σώμα μου κατέρρευσε και οι δυο μας σωριαστήκαμε στο πάτωμα αποκαμωμένοι, ο ένας πάνω στον άλλον χαμένοι στη θολούρα του πόθου μας.
– Έχυσες μέσα μου…
επεσήμανε με κομμένη την ανάσα συνειδητοποιώντας τι είχε μόλις συμβεί.
– Να πάρει… ξέχασα να βάλω προφυλακτικό… σχολίασα φέρνοντας την παλάμη μου στο κούτελό μου σαν ένδειξη απελπισίας. Πως στο καλό το ξέχασα αυτό;...
Ο μικρός με κοίταξε αποσβολωμένος.
– Εϊ… μην ανησυχείς, έχω κάνει εξετάσεις και δεν πηδάω δεξιά και αριστερά οπότε δεν έχεις κάτι να φοβάσαι…
προσπάθησα να τον καθησυχάσω άλλα εκείνος συνέχισε να με κοιτά σοκαρισμένος και με έκοψε κρύος ιδρώτας. Πριν προλάβω όμως να απολογηθώ. Λεωνίδας χαχάνισε και με έβγαλε από τη σαστιμάρα μου.
– Πολύ εύκολα ψαρώνεις…
σχολίασε και χαμογέλασε για πρώτη φορά με ειλικρίνεια. Ξαφνιάστηκα κι ένιωσα το στήθος μου μονομιάς να ζεσταίνεται.
– Τι θα κάνω με εσένα…;
-Θα μου πεις που είναι το μπάνιο για αρχή. Απάντησε με τόνο απαιτητικό βρίσκοντας τον παλιό καλό εαυτό του.
Μπήκαμε για ντους και κάναμε έρωτα ακόμη μια φορά κάτω απ το ζεστό νερό και στη συνέχεια τον γεύτηκα με μια περιποιημένη πίπα για να ισοφαρίσουμε στους οργασμούς αφού δεν παρέλειψα να του καθαρίσω προσεκτικά την τρυπούλα του. Από τα βογκητά και τους αναστεναγμούς του κατάλαβα πως ήταν μάλλον και η πρώτη του φορά σε όλα. Το υπόλοιπο βράδυ δεν ανταλλάξαμε πολλές κουβέντες. Ο μικρός κούρνιασε στην άκρη του κρεβατιού και κοιμήθηκε σχεδόν αμέσως, γυμνός και αποκαμωμένος από την κούραση. Τον σκέπασα και βγήκα στο μπαλκόνι να κάνω ένα τσιγάρο προτού επιστρέψω στο πλάι του αγκαλιάζοντάς τον τρυφερά.
Copyright protected OW ref: 169663
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.