Η ιστορία:
Ήμουν στα δεκαοκτώ μου και ήταν η πρώτη φορά που πήγα διακοπές χωρίς τους γονείς μου. Πήγαμε στην Κέρκυρα, μια παρέα φίλων και ο μόνος λόγος που με άφησαν να πάω ήταν ότι θα μέναμε σε ενοικιαζόμενο σπίτι που είχε ο θείος του ενός από τα παιδιά και θα ήμασταν όλοι υπό την επίβλεψη κάποιων μεγάλων.
Από την πρώτη μέρα που φτάσαμε, παρατήρησα μια περίεργη συμπεριφορά του θείου (Τάκης, 38 χρονών τότε). Με άγγιζε σε κάθε ευκαιρία, δήθεν τυχαία αλλά για κάποιο λόγο ένιωθα ότι μόνο τυχαίο δεν ήταν. Αγγίγματα στην μέση, στα κωλομέρια σε μέρη που είχε κόσμο. Δήθεν συγνώμη να περάσω, τέτοια πράγματα. Αλλά το χέρι καθυστερούσε να τραβηχτεί, κάποιες φορές το ένιωθα να σφίγγει, αλλά πολύ ελαφρά σε σημείο που δεν ήξερα αν ήταν μια νορμάλ κίνηση ή κάτι παραπάνω.
Δεν ήξερα πως να αντιδράσω. Ντρεπόμουν και δεν μπορούσα να πω τίποτε και σε κανέναν μια και ήταν συγγενής του γνωστού μου. Όσο όμως δεν μιλούσα, τόσο τα αγγίγματα πύκνωναν και μετατρέπονταν σιγά σιγά σε ελαφρά χουφτώματα, όποτε έβρισκε ευκαιρία. Από την μια ντρεπόμουν όλο και περισσότερο και ένας λόγος ήταν ότι συνειδητοποιούσα ότι με ερέθιζε όλο αυτό. Άρχισα να προσπαθώ να το αποφύγω, αλλά όσο το έκανα τόσο πιο επίμονος γινόταν.
Το αποκορύφωμα ήταν μια μέρα στην θάλασσα δήθεν παίζοντας μέσα στο νερό με έπιασε από πίσω και με κρατούσε, δήθεν ακίνητο, αλλά στην πραγματικότητα κάτω από το νερό είχε κολλήσει πάνω στον κώλο μου και έκανε κινήσεις σαν να με γαμούσε. Πρέπει να βγήκα τρέχοντας και κόκκινος σαν παντζάρι από μέσα και από ‘κει και μετά μόλις έμπαινε εκείνος στην θάλασσα εγώ έβγαινα. Πίστευα ότι μας είχαν δει όλοι, αλλά μετά από ώρα κατάλαβα ότι δεν είχε πάρει είδηση κανένας τίποτε και ηρέμησα. Τις επόμενες μέρες τον απέφευγα όσο πιο πολύ μπορούσα αλλά έπιανα τον εαυτό μου να σκέφτεται συνέχεια την αίσθηση που είχα όταν είχε κολλήσει πίσω μου και να καυλώνω.
Δυο μέρες πριν φύγουμε για πίσω, δεν πήγα για μπάνιο γιατί είχα φοβερό πονοκέφαλο από το ξενύχτι της προηγούμενης. Ξύπνησα αργά, έφτιαξα έναν καφέ και πήγα να κάνω ένα ντους να συνέλθω. Όταν βγήκα από το μπάνιο με την πετσέτα στην μέση τον βρήκα να με περιμένει στο δωμάτιο καθισμένος στο κρεβάτι με ένα σορτσάκι και τίποτε από πάνω. Είχε έρθει από την παραλία και δεν τον είχα ακούσει να μπαίνει. Κοκάλωσα εκεί στην πόρτα του δωματίου. Δεν ήξερα τι να πω και τι να κάνω. Σηκώθηκε και πιάνοντας με από την μέση με έφερε στο κρεβάτι λέγοντας:
- «Έλα να σου κάνω ένα μασαζάκι, να σου βάλω και λίγη nivea στην πλάτη. Θα ξεφλουδίσεις έτσι».
Ακολούθησα σαν υπνωτισμένος. Με έβαλε να ξαπλώσω μπρούμυτα, χωρίς να ακουμπήσει την πετσέτα καν. Πήρε την nivea, καβάλησε πάνω στον κώλο μου και άρχισε να μου βάζει στην πλάτη κάνοντας μασάζ. Ταυτόχρονα όμως τον ένιωθα να καυλώνει και ένιωθα τον πούτσο να τρίβεται πάνω στον κώλο μου ακολουθώντας τις κινήσεις του μασάζ. Το έκανε αυτό για κανένα δεκάλεπτο, όπου σηκώθηκε και τράβηξε την πετσέτα, λέγοντας:
- «Έτσι να το ευχαριστηθείς, όπως πρέπει…»
Πριν προλάβω να κουνηθώ καν, είχε ξανακαβαλήσει πάνω μου. Χωρίς το σορτσάκι όμως αυτή τη φορά. Τον ένιωθα σκληρό να τρίβεται στον κώλο μου, όλο και πιο έντονα.
- «Σ’ αρέσει, ε;» μου είπε σε κάποια στιγμή.
Εκεί συνειδητοποίησα ότι είχα αρχίσει να κουνιέμαι κι εγώ στον ρυθμό του, να του τρίβομαι. Κατακοκκίνισα και γέλασε.
- «Μην ντρέπεσαι. Αφού σ’ αρέσει από την πρώτη μέρα! Κουνήσου μόνος σου. Δείξ’ το μου».
Άρχισα να το κάνω, κατακόκκινος από ντροπή και καύλα μαζί. Μου άρεσε τόσο πολύ.
- «Περίμενε, να δεις αυτό πόσο θα σου αρέσει!» μου είπε.
Τον ακούμπησε πάνω στην τρύπα, χωρίς να προσπαθεί να τον βάλει. Ίσα - ίσα πίεζε για να κρατιέται στην ίδια θέση.
- «Έλα, κουνήσου τώρα! Συνέχισε. Να δεις πως θα σ’ αρέσει έτσι!» μου είπε και με άφησε να κουνιέμαι όπως πριν.
Είχα τρελαθεί! Κάτι το απαγορευμένο, κάτι η αίσθηση της τρύπας μου να τεντώνεται, κάτι η ζέστη της πούτσας που μου κρατούσε την τρυπούλα ανοιχτή, το απολάμβανα σαν τρελός! Το ένιωθα που και που να με τεντώνει πολύ αλλά δεν πίστευα ότι θα το τραβούσε παραπάνω, τουλάχιστον εκείνη την ώρα. Πόσο λάθος ήμουν! Πρέπει να είχε βάλει nivea και στον πούτσο του γιατί κάποια στιγμή τον ένιωσα να σπρώχνει ελαφρά όπως κουνιόμουν και γλίστρησε σχεδόν ο μισός μέσα μου.
Έκανα ένα «Αααααχχχ!» κάτι μεταξύ έκπληξης, ελαφρού πόνου και καύλας και σταμάτησα να κουνιέμαι. Τον ένιωσα τότε να αλλάζει θέση, να ξαπλώνει επάνω μου, συγχρόνως να χώνεται όλος μέσα μου και μένοντας ακίνητος να μου ψιθυρίζει στο αφτί:
- «Τώρα ξεκωλάκι, θα σε πηδήξω. Έτσι όπως το ήθελα από την πρώτη μέρα!»
Άρχισε να κουνιέται πολύ ελαφρά μπρός - πίσω, χωρίς να μπαινοβγαίνει. Αλλά ένιωθα να πηγαινοέρχεται βαθιά μέσα μου. Βόγκηξα.
- «Θα σε κάνω να με παρακαλάς πουτανάκι! Σ’ αρέσει, ε; Πες το! Θέλω να σ’ ακούσω να το λες!»
Είχα αρχίζει πάλι να κουνιέμαι, μόνος μου στον ρυθμό που με πήδαγε.. και το απολάμβανα. Έκανα ένα:
- «Μμμμμ… ναι».
Εκεί, έβαλε το ένα χέρι στον σβέρκο μου, στηρίχτηκε και ανασηκώθηκε και μου έδωσε ένα χαστούκι στον κώλο που με έκανε να σφιχτώ.
- «Ναι, τι ξεκωλάκι; Πες το ολόκληρο!»
- «Έλα, σε παρακαλώ…» είπα εγώ, κατακόκκινος πάλι από ντροπή από την αλλαγή.
- «Πες το να σ’ ακούσω! Ναι, m’ αρέσει που μου ανοίγεις το κωλαράκι. Πες το!»
Αυτό το τελευταίο, συνοδεύτηκε από ένα ακόμη χαστούκι στον κώλο, δυνατό. Εκεί που είχα φτάσει, τι να έκανα, το είπα. Αλλά όχι, δεν έφτανε.
- «Ζήτα το! Πες: Γάμα με!»
Ήθελα τόσο πολύ να συνεχίσει, που το είπα. Με το που το είπα, τον έχωσε με μια κίνηση, βαθιά μέχρι την ρίζα.
- «Ξανά!»
Με έβαλε να το λέω ξανά και ξανά. Και κάθε φορά που το έλεγα, με κάρφωνε με την πούτσα του. Μέχρι που έχυσε έτσι, φωνάζοντας:
- «Πάρτα, ξέκωλο! Πάρτα στο κωλαράκι! Ααααααααχχχχ!»
Εκείνη την ώρα, ακούσαμε το αυτοκίνητο να μπαίνει στην αυλή. Ξάπλωσε πάνω μου, και μου ψιθύρισε στο αφτί:
- «Το ήξερα ότι θα ήσουν ξέκωλο. Απ’ την αρχή φαινόσουν. Θα τα πούμε…»
Ίσα - ίσα πρόλαβα να πάω στο μπάνιο με τα χύσια του να τρέχουνε στα μπούτια μου, πριν μπουν οι υπόλοιποι. Το ίδιο βράδυ, είχαμε πάει σε μια ταβέρνα για φαγητό. Όταν τελειώσαμε, οι άλλοι πήγαν σ’ ένα κοντινό μπαράκι. Μου είπε μπροστά σε όλους να πάω μαζί του για παρέα να πάρει τσιγάρα. Τι να πω; Πήγα, νομίζοντας ότι θα μου έλεγε να μην πω τίποτε για ότι είχε συμβεί. Αφού πήραμε τσιγάρα, μου είπε:
- «Έλα λίγο, θέλω να σου πω».
Πήγαμε σε κάτι βραχάκια και μου είπε να καθίσω, όπως και έκανα περιμένοντας να ακούσω την.. διάλεξη που πίστευα. Μόλις κάθισα όμως ήρθε μπροστά μου και τον έβγαλε έξω, έτσι χωρίς κουβέντα. Πήγα να πω ένα: «Τι κάνεις εκεί;» αλλά βρέθηκα με τον πούτσο στο στόμα πριν προλάβω να πω κουβέντα. Πήγα να τραβηχτώ, αλλά μου έπιασε το κεφάλι και δεν με άφησε.
- «Έλα καύλα μου, ρούφα μου την πούτσα! Ρούφα και γλείφε! Αν δεν το κάνεις δεν φεύγουμε από δω!»
Άρχισα να ρουφάω και να γλείφω, όπως μου είπε. Μου άρεσε η αίσθηση. Αλλά παρόλο που είδε ότι δεν έφερνα αντίσταση πια, δεν άφησε το κεφάλι μου. Το κράταγε και με άφηνε να τον ρουφάω, λέγοντας μου ότι βρωμόλογο φαντάζεστε. Μου τράβαγε τα μαλλιά, μου έδινε χαστούκια στα μάγουλα, μέχρι που τον ένιωσα να τεντώνεται και πήγα να τραβηχτώ. Εκεί κρατώντας μου το κεφάλι, μου τον έχωσε μέχρι τον λαιμό και έχυσε μουγκρίζοντας.
- «Πίνε, γιατί θα σε πνίξω πουτανάκι!»
Αφού με έκανε να τα πιω όλα, δεν με άφησε να τον βγάλω από το στόμα μέχρι που να του τον καθαρίσω εντελώς, συνεχίζοντας τα χαστούκια στα μάγουλα, βρίζοντας με συνέχεια. Όταν έμεινε ικανοποιημένος, τον έβαλε μέσα έκλεισε το φερμουάρ και έφυγε χωρίς κουβέντα, αφήνοντας με εκείνα προσπαθώ να συμμαζευτώ και να καταλάβω τι είχε γίνει.
Την επόμενη μέρα με έβαλε να του πάρω πίπα άλλες δυο φορές. Μια το μεσημέρι στο αυτοκίνητο και μια το βράδυ στα βραχάκια πάλι. Εκεί πια δεν θα χρειαζόταν ζόρι, γιατί μου άρεσε και το ήθελα. Αλλά έκανα πως δεν ήθελα, γιατί μου άρεσε το πως τον ερέθιζε να με υποχρεώνει να το κάνω. Δεν με ξαναπήδηξε γιατί δεν μπόρεσε να βρει χρόνο (μάλλον είχε ψυλλιαστεί η γυναίκα του πως κάτι έτρεχε και δεν τον άφηνε λεπτό).
Την επόμενη μέρα φύγαμε όλοι. Εκείνοι γύρισαν Αμερική (εκεί μένουν). Χάθηκα και με τον ανιψιό του και έτσι δεν ξαναειδωθήκαμε ποτέ. Αλλά ακόμα θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι και καυλώνω.
(Copyright protected OW ref: 31505)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.