Το περιστατικό που θα σας διηγηθώ έγινε το καλοκαίρι του 84, όταν έκλεισα τα 16. Η σεξουαλική μου ζωή ως τότε ήταν μηδενική: με άντρα δεν τολμούσα να πάω λόγω αναστολών και κοινωνικών συνθηκών, με τα κορίτσια ήμουν ντροπαλός... Έτσι λοιπόν και κείνο το καλοκαίρι περνούσε μεταξύ μαλακίας και ανικανοποίητης και βασανιστικής καύλας. Το θερμόμετρο ανέβαινε, τα γυμνά πόδια στο δρόμο αυξάνονταν, ήταν η εποχή της σαγιονάρας. Τα οικονομικά της οικογένειας μου ήταν σκατά, οπότε δεν προμηνύονταν ούτε διακοπές. Ώσπου ένα απόγευμα στο τέλος του Ιούνη, χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι.
Άνοιξα την πόρτα και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με το θείο Θανάση. Είχα να τον δω χρόνια και έμεινα άναυδος προς στιγμήν. Για μένα ο Θανάσης ήταν το τέλειο πακέτο: πενηντάρης, αγριωπός με παχύ μουστάκι, τριχωτός σαν αρκούδα, καραφλίτσα και ένα σκεμπεδάκι που με τρέλανε. Η φωνή του ήταν βαριά και αντρίκια. Είχε χωρίσει πρόσφατα με τη γυναίκα του και μετακόμισε στην πόλη μας από την Αθήνα όπου έμεναν. Ήταν λοχαγός -μονιμάς- στο στρατό και εν ολίγοις αντιπροσώπευε την επιτομή των φαντασιώσεων τόσων χρόνων. Φανταστείτε την καύλα που με κατάκλυσε όταν ο πατέρας μου, μου ανακοίνωσε την άλλη μέρα ότι ο θείος Θανάσης προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει το καλοκαίρι στο μικρό εξοχικό που είχε στη Χαλκιδική..
Την άλλη μέρα το πρωί κιόλας φύγαμε για τη θάλασσα. Ο θείος προσπαθούσε να γίνει ευχάριστος χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τα χρόνια στο στρατό τον είχαν επηρεάσει, ήταν φανερό. Οδηγούσε βρίζοντας ασύστολα τους άλλους οδηγούς, ενώ έκανε διάφορα σχόλια για ότι γυναίκα έβλεπε. Θα έλεγε κανείς ότι είχε κανα χρόνο να γαμήσει. Εμένα όμως δε με ενοχλούσε τίποτα. Πέρασα όλη τη διαδρομή καρφωμένος στα υπέροχα μυώδη πόδια του θείου. Φορούσε σορτσάκι και εκείνες τις παλιές στρατιωτικές καφέ σαγιονάρες που πάντα με καύλωναν.
Η πρώτη βδομάδα στο χωριό πέρασε χωρίς απρόοπτα. Κάναμε μπάνιο, τρώγαμε και ο θείος μετά έπαιζε τάβλι με το φίλο του το Σταύρο. Αυτός ήταν ένας 45άρης ογκώδης τύπος, παλιός νταλικέρης με πολύ διεστραμμένη φάτσα και έντονη βλάχικη προφορά που με τρέλαινε. Χωρισμένος κι αυτός, έμενε στο διπλανό σπίτι και μπαινόβγαινε στο δικό μας συνεχώς. Μόλις τελείωνε το τάβλι έφευγε και ο θείος έπεφτε κατευθείαν για ύπνο. Τότε αναλάμβανα δράση. Χάζευα τις βρωμοποδάρες του και τραβούσα απολαυστικές μαλακίες. Και τι δε θα ‘δινα να μπορούσα να τα πάρω στο στόμα μου... Αλλά κώλωνα αφάνταστα παρότι ο θείος ροχάλιζε σαν ατμομηχανή, γιατί στις συζητήσεις τους με το Σταύρο αναφέρονταν στις αδερφές με τόσο άσχημο και υποτιμητικό τρόπο που δεν ήθελα καν να σκεφτώ την πιθανότητα να με πιάσει στα πράσα.
Μετά από κάποιες μέρες πάντως η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη. Η καύλα μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Έπρεπε κάτι να γίνει... και έγινε... Ένα μεσημέρι είχα ξαπλώσει στον καναπέ και έκανα τον κοιμισμένο για να μπορώ να καυλώνω πιο άνετα. Ο Θανάσης και ο Σταύρος έπαιζαν τάβλι ως συνήθως. Φορούσαν και οι δυο τα μαγιό τους και τις γνωστές σαγιονάρες. Είχα φάτσα τις ποδάρες του Σταύρου και είχα καυλώσει τόσο που έβαλα το χέρι μου κάτω από το σεντόνι και άρχισα να βαράω μαλακία. Η συζήτηση ήταν για μια γκόμενα και αφού νόμιζαν πως κοιμάμαι δεν μασούσαν τα λόγια τους. Ο Σταύρος έλεγε στο θείο ότι χρόνια είχε να γαμήσει τόσο φοβερό κώλο και ότι το βράδυ να πήγαιναν να την ξεσκίσουν παρέα. Η παρτίδα τέλειωσε εν μέσω ρεψιμάτων και βρισιδιών και ο Σταύρος σηκώθηκε:
-Θανάσσ.. πάω για ύπνο και θα ‘ρθω να σε πάρω το απογευματάκι.
Έφυγε και ο θείος χωρίς να χάσει καιρό έπεσε με το μαγιό στο κρεβάτι και σε 5 λεπτά άρχισε το ροχαλητό. Δεν άντεξα άλλο.. Σηκώθηκα και με προσοχή πλησίασα το κρεβάτι. Γονάτισα και το κεφάλι μου βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από τις πατούσες του. Η μυρωδιά της ποδαρίλας με συνεπήρε. Βρωμούσαν πραγματικά αλλά αυτό με καύλωνε. Με χίλιες προφυλάξεις ακούμπησα τη γλώσσα μου στη σκληρή φτέρνα του θείου. Ήταν λίγο αρμυρή και η καύλα μου εκτοξεύτηκε. Συνέχισα να γλύφω την πατούσα ανεβαίνοντας προς τα δάχτυλα, όταν άκουσα έναν περίεργο θόρυβο. Προσωρινά πάγωσα, αλλά ηρέμησα αφού το ροχαλητό συνέχιζε. Έφτασα στο μεγάλο δάχτυλο και προσεκτικά το πήρα στο στόμα μου ενώ ταυτόχρονα έπαιζα την ψωλή μου.
-Θανάσσ α ξύπνα ρεεε...
Αυτό ήταν. Ο Σταύρος είχε μπει μέσα χωρίς να τον πάρω είδηση και τώρα στεκόταν πίσω μου ουρλιάζοντας. Πάγωσα. Ο θείος πετάχτηκε από το κρεβάτι απότομα.
-Τι φωνάζεις ρε Σταύρο; καλά και συ τι κάνεις εκεί κάτω;
-Ναι ναι ρώτα τον κιόλας τι κάνει, απάντησε ο Σταύρος. Θανάσσσ ο ανιψούλης σου είναι τρύπιος ρε, τα πόδια σ’ έγλειφε η πουτάνα και τον τσάκωσα.
Ο θείος με κοίταξε αγριεμένα, έσκυψε πίσω από το κρεβάτι και πήρε τη σαγιονάρα..
-Αλήθεια μωρή πουτάνα είσαι τρύπιος;
-Θείε σε παρακαλώ μην πεις τίποτα στον πατέρα μου , ψέλλισα. Η λαστιχένια σαγιονάρα προσγειώθηκε με απίστευτη δύναμη στο μάγουλο μου. Κόντεψα να λιποθυμήσω. Πόνος, φόβος και καύλα, κι όμως καύλα. ΄
-Μωρή χαμούρα θα σε τσακίσω στο ξύλο, συνέχισε ο θείος και μου άστραψε μια ακόμη δυνατότερη σαγιοναριά στο ίδιο μάγουλο.
Τρελάθηκα. Άκουσα τον Σταύρο να γελάει και γυρνώντας μες στην παραζάλη τον είδα με την άκρη του ματιού μου να βγάζει τη λουρίδα από το παντελόνι του.
-Δώσ’ της και συ Σταύρο της χαμούρας, δώσ’ της να δούμε θα θέλει να ξαναγλείψει πατούσα το τσουλί;
Ο Σταύρος με αργές τελετουργικές κινήσεις δίπλωσε το λουρί στα τέσσερα και μετά άρχισε να με χτυπάει με μίσος στην πλάτη και στα κωλοβάρδουλα.
-Πάρ’ τα μωρή χαμούρα ούρλιαξε, γαμιόλα που το παίζεις καθώς πρέπει, κάτσε να δεις πως τσούζει η λουρίδα του νταλικέρη..
Το ξυλοφόρτωμα συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Ξαφνικά ένιωσα τον πούτσο μου να χύνει όπως δεν είχε χύσει ποτέ. Ήταν απίστευτο. Το κορμί μου άρχισε να τραντάζεται σε σπασμούς, την ώρα που έτρωγα άλλη μια σαγιοναριά στα μούτρα. Έχυνα ακατάπαυστα. Ο θείος έδειξε να τρομάζει αλλά ο Σταύρος το ‘πιασε το νόημα.
-Ρε μαλάκα Θανάση, γουστάρει η πουτάνα, καυλώνει, είπε γελώντας.
Έμεινα σχεδόν λιπόθυμος στο πάτωμα, όταν οι γαμιάδες βαρέθηκαν να με δέρνουν. Αλλά και τότε άκουσα κάτι που μου προκάλεσε νέα ρίγη.
-Ρε Θανάσσ.. ξέρεις τι λέω, τώρα που τιμωρήθηκε όπως του άξιζε το πουτανί και ξεθύμανες και συ, να το αφήσουμε τα μας τα καθαρίσει τα πόδια με τη γλωσσάρα του; Το λυπάμαι ρε συ το καημένο και έσκασε στα γέλια. Ταυτόχρονα έβγαλε τα παπούτσια του.
-Τζάμπα το ντύσιμο που έκανα για την άλλη την πουτάνα, χα χα χα και έβαλε το γυμνό του πόδι στο στόμα μου.
Μετά από δευτερόλεπτα αναστολών, το άρπαξα στο στόμα λαίμαργα και άρχισα να βυζαίνω το μεγάλο του δάχτυλο. Φοβόμουν ότι ο θείος θα μας σταματούσε..
-Ας είναι ρε Σταύρο ας τα γλύψει η χαμούρα τα πόδια μας, είπε και με μια γρήγορη κίνηση με γύρισε προς το μέρος του... μόνο που θα αρχίσει από το μεσαίο πόδι, το πιο καυλιάρικο..
-Όχι οοόχι θείε αυτό αποκλείεται είπα έντρομος.
Ο θείος Θανάσης με κοίταξε για μια στιγμή επιτιμητικά και ξαφνικά μου γύρισε δυό ξανάστροφες.
-Δεν έχει όχι παλιοχαμούρα μου είπε επίσημα. Σήμερα θα γίνεις γυναίκα.
Η συνέχεια και το τέλος της ιστορίας στην επόμενη αποστολή. Τα θυμάμαι και δεν αντέχω από την καύλα. Φιλάκια στις πατούσες σας.
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.