Τον γνώρισα στου Παπασπύρου, την άνοιξη του ‘81, στο Σύνταγμα, εκεί που τώρα είναι τα Mαc Donαld's. Είχε έρθει με τον συμμαθητή του τον Νίκο, ένα πολύ όμορφο δεκαοκτάρη ξανθομάλλη, τον έρωτα της εφηβείας του.
- «Από δω ο Σπύρος!», είπε ο Δημήτρης, το κουκλί μου ο κομμωτής δηλαδή.
Την γνωριμία μου με τον Σπύρο την οφείλω λοιπόν στον Δημήτρη, με τον οποίο είχαν γνωριστεί επίσης μέσω της αγγελίας στο περιοδικό και είχαν μείνει φίλοι. Τότε βέβαια ο Σπύρος δεν μου έκανε καμιά ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν πολύ μελαχρινός, προστυχόφατσα, πολύ αρρενωπός και τριχωτός. Αλλά εγώ εκείνη την εποχή προτιμούσα τους άνδρες όπως ήταν ο φίλος του ο Νίκος, που ήταν ξανθός, άτριχος και γλυκός σαν άγγελος.
Ξαναβρεθήκαμε μαζί του καμιά δυο φορές για καφέ, καθώς μας εξηγούσε τον πόνο του για την σχέση του με τον Νίκο, που φαίνεται να όδευε προς το τέλος της, μιας που ο Νίκος είχε πρόβλημα να δεχτεί αυτή την πλευρά της σεξουαλικότητας του.
Πέρασαν περίπου έξι μήνες από την τελευταία φορά που τον είχα συναντήσει και τον είχα σχεδόν ξεχάσει, μιας που είχα ξεκόψει πια και με τον Δημήτρη, όταν ένα γράμμα του από την Ρουμανία έφτασε στα χέρια μου. Το άνοιξα και έκπληκτος διάβασα μια κατάθεση ψυχής. Μου εξομολογείτο τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με την μητέρα του, αλλά και με την αφιλόξενη χώρα που είχε διαλέξει για να κυνηγήσει το όνειρο του, που ήταν να σπουδάσει γιατρός.
Αισθάνθηκα να με τιμάει η εμπιστοσύνη και η προτίμηση που έδειξε στο πρόσωπο μου και του απάντησα με ένα εξίσου προσωπικό γράμμα, ανοίγοντας του σαν τριαντάφυλλο την δική μου ψυχή. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί μια φιλία που δεν βασίστηκε όμως στην προσωπική επαφή, μιας που τον έβλεπα μόνο στις περιόδους των γιορτών, που κατάφερνε να το σκάσει και να έρθει στην Αθήνα για λίγες μέρες κάθε φορά. Και έτσι, αργά και σταθερά, μέσα από συνεχείς εξομολογήσεις καρδιάς, διαμέσου δεκάδων υπέροχων γραμμάτων, ο Σπύρος κατέληξε να γίνει ο καλύτερός μου φίλος.
Κάθε φορά που κατέβαινε Ελλάδα, τον περίμενα με αγωνία στο πρακτορείο που ερχόταν το λεωφορείο και παρόλο το πολύ κουραστικό ταξίδι από την Τιμισοάρα, φεύγαμε κατευθείαν για να πάμε να δούμε μια αγαπημένη ταινία ή να κάτσουμε να φάμε σε ένα από τα τόσα λαϊκά ταβερνάκια που υπάρχουν στα Εξάρχεια. Όποτε είχα πρόβλημα ήξερα ότι μπορούσα να βασιστώ στη συμβουλή του και το ίδιο ένιωθε κι εκείνος για μένα.
Επειδή όμως, η οικονομική του κατάσταση δεν ήταν και η καλύτερη και η μάνα του δούλευε πολύ σκληρά για να μπορεί να τον βοηθάει στις σπουδές του και κατόπιν φρόντιζε να του το χτυπάει, κάθε φορά που διαφωνούσαν για κάτι και ήταν αρκετά αυτά, ο ίδιος έκανε ότι μπορούσε για να βγάλει μερικά λεφτά και να την απαλλάξει από το βάρος αυτό. Πηγαινοερχόταν στις άλλες κοντινές ανατολικές χώρες ανταλλάσοντας μπλου τζιν για τσιγάρα και μεταπωλώντας τα στη μαύρη αγορά πίσω στη Ρουμανία. Μετά αγόραζε κεντήματα από εκεί και τα πούλαγε σε γνωστούς και φίλους, εδώ στην Αθήνα.
Έτσι όμως η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη γι’ αυτόν και έτσι μετά το τέλος της δεύτερης χρονιάς σταμάτησε τις σπουδές του, κλείστηκε στην Θεσσαλονίκη σε ένα φτηνό ξενοδοχείο για ένα μήνα και διαβάζοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ, έδωσε εξετάσεις και κατάφερε να μεταγραφεί πρώτος στην Ιατρική της Αθήνας. Από τότε γίναμε αυτοκόλλητοι.
Για πάρα πολύ καιρό προσπαθούσε να με πείσει να πάμε στην Ολυμπία να δούμε την αγαπημένη του γιαγιά που τον μεγάλωσε σαν δικό της παιδί. Τελικά το Πάσχα του 1985, και καθώς η φιλία μας έκλεινε τέσσερα χρόνια κι εγώ ήμουν στο τελευταίο έτος της Δραματικής και της Γυμναστικής Ακαδημίας (είχα αφήσει ένα μάθημα, για να μην με πάρουν στο στρατό και να προλάβω να τελειώσω και την Δραματική. Ο λόγος ήταν ένα θεότρελο όνειρο που είχε εντωμεταξύ καρφωθεί στο μυαλό μου), φτιάξαμε τις τσάντες μας και φύγαμε για το χωριό.
Μας υποδέχτηκε με πολλή χαρά η γιαγιά του και μέσα σε ένα τεράστιο δωμάτιο με τέσσερα - πέντε κρεβάτια, στον επάνω όροφο του σπιτιού, μας έβαλε να κοιμηθούμε μαζί σε ένα απτά διπλά κρεβάτια, ενώ εκείνη έπεσε μα κοιμηθεί σε ένα μονό κρεβατάκι στο ισόγειο. Ήταν απίστευτο το σοκ που ένιωσα, όταν μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και καθώς είχε περάσει αρκετή ώρα που είχαμε πέσει για να κοιμηθούμε, αισθάνθηκα το χέρι του Σπύρου να μου χαϊδεύει απαλά τον μηρό...
Κοκάλωσα! Μα ήμασταν φίλοι! Μα τι κάνει; Γιατί διάολε ανατριχιάζω ολόκληρος; Μα δεν γίνεται αυτό! Και…
- «Ααααααααααααααααααααααααααα!!!»
Θεέ μου! Με τρελαίνει η καυτή ανάσα του πάνω στο κορμί μου.
- «Όχι στις ρώγες. Όχι! Μηηηηη! Αχχχχ! Όχι διάολε… μην κατεβαίνεις εκεί κάτω. Δεν πρέπει…»
Και γιατί ο πούτσος μου με προδίδει πάλι έτσι; Γιατί, μου γίνεται πέτρα; Όχι, όχι, ας μην τον πάρει στο στόμα του.
- «Αααχχχχ!!! Θεέ μου! Τι όμορφα!»
Ας σταματήσει τώρα. Φτάνει. Όχι Θεέ μου ας μην σταματήσει ποτέ. Χριστέ μου θα χύσω.
- «Μηηηη! Με τρελαίνεις! Αχχχχχχχ…»
Όχι! Μην με γλείψει εκεί. Όχι εκεί Θεέ μου. Όχι στην τρύπα. Όχι!
- «Αχχχχχ… Τι ωραία! Μην σταματάς γαμώτο!!! Μην σταματάς… Πάρε με! Πάρε με! Όχι ρε γαμώτο!»
Πες του όχι. Πες του ότι δεν γίνεται. Πες του ότι είμαστε φίλοι.
- Αχχχχχ… Γάμα με γαμώτο. Χώστον μου ρε πούστη μου! Ξεσκισέ μεεεεεε!!! Ναι!! Αχχχχ… Ναι! Χύνω γαμώτο! Χύνωωωωω!!! Ααααααααααααααχχχχχχχ…. Αχχχχχχχ... αχχχχχ.. αχχχ.. αχχ.. αχ... Γαμώτο! Γιατί; Γιατί το άφησες και συνέβη αυτό; Γιατί; Γαμώτο!»
- «Πάμε άλλη μια φορά φιλαράκο;»
- «Αχχχχ… Μηηη! Ναι! Αχχχχ… Ναι! Μηηη! (Μπαμ!) Αχ…», έπεσα απ’ το κρεβάτι.
Οκτώ ολόκληρα χρόνια κράτησε η πάλη με τον εαυτό μου, ώστε να ξεπεράσω τους φόβους μου και να αφεθώ στην αγάπη που μου προσφερόταν, μιας που όπως είχα μάθει από τους γονείς μου, δεν υπήρχαν επιτυχημένες σχέσεις και στο τέλος θα ήταν αναπόφευκτο να χάσω και τον καλύτερο μου φίλο.
Έτσι, από την πρώτη στιγμή που ο Σπύρος έκρουσε την πόρτα της αγάπης, συνάντησε μια απεγνωσμένη αντίσταση απέναντι στο μοιραίο, που αυτός, σαν ένας φοβερά επίμονος άνδρας αρνιόταν να δεχτεί. Και για αυτή του την ακαταδάμαστη επιμονή και υπομονή, θα τον ευγνωμονώ όσο ζω, γιατί μέσα από αυτή την τόσο τρομακτική, υπέροχη, τραυματική και εντέλει συγκλονιστική σχέση, η καρδιά μου πήρε μπροστά και άρχισε επιτέλους να χτυπά στα στήθη μου και σαν παλίρροια ρούφηξε και διάλυσε τον μεγαλύτερο φόβο της ζωής μου, που ήταν ότι δεν μπορώ να αγαπήσω και να αγαπηθώ.
Αλλά ας πάμε πάλι λίγο πίσω και να πάρουμε τα πράγματα με την σειρά τους…
Η καριέρα μου πήγαινε πολύ καλά. Ενώ ήμουν ακόμα φοιτητής στο δεύτερο έτος της Δραματικής, μου προσφέρανε το ρόλο ενός ναρκομανούς, σε ένα από τα δώδεκα αυτοτελή επεισόδια, μιας σειράς κοινωνικού περιεχομένου, που έγραψε για την τηλεόραση ένας πολύ γνωστός συγγραφέας μας. Εγώ βέβαια δεν είχα καπνίσει ποτέ ούτε καν τσιγάρο και όταν έφαγα τα χαστούκια μου από τον διάσημο τηλεοπτικό μου πατέρα, καθώς ανακάλυπτε τι γιο πρεζόνι είχε, έπαθα μια τέτοια κρίση, που όλοι την βρήκαν τόσο χαριτωμένα αυθεντική, που μου προσφέρανε ρόλο σε άλλα πέντε επεισόδια.
Στη διάρκεια των γυρισμάτων τρόμαξα τόσο από την επιπολαιότητα του σκηνοθέτη και την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, που περιπλανιόταν στον τηλεοπτικό αέρα, που πήρα την απόφαση να συνεχίσω την καριέρα μου σαν σκηνοθέτης, ώστε να μην εξαρτώμαι από την βούληση ανθρώπων που δεν αγαπάνε και δεν πιστεύουν σε αυτό που κάνουν. Και επειδή εγώ λάτρευα τον κινηματογράφο και στην Ελλάδα ήταν νεκρός, ένας δρόμος μου έμενε. Θα πήγαινα να σπουδάσω σκηνοθεσία στην Αμερική και κατόπιν θα έπιανα δουλειά σαν σκηνοθέτης στο Hollywood, όπου και θα γινόμουν διάσημος βέβαια.
Ωραία! Τραλαλά, τραλαλό! Τι απλό που ήταν αλήθεια! Αφού πάρθηκε κι αυτή η απόφαση, ηρέμησα και δέχτηκα τον επόμενο ρόλο μου σαν συμπαρουσιαστής σε τηλεοπτικό παιχνίδι γνώσεων, με κεντρική παρουσιάστρια, σε πρώτη τηλεοπτική εμφάνιση της, διάσημη συγγραφέα μας, που η στήλη της στο πιο γνωστό περιοδικό της εποχής εκείνης, έσκιζε στην κυριολεξία. Έπρεπε να μαζέψω λεφτά το ταχύτερο, αλλιώς πώς θα σπούδαζα στα ξένα πανεπιστήμια; Α! Έπρεπε να μάθω και καλά Αγγλικά μιας που αυτά του σχολείου που ήξερα μέχρι τότε, ούτε σε Εγγλέζικο νηπιαγωγείο δεν μπορούσαν να με οδηγήσουν.
Ουφ! Αυτά ήταν όλα ή μήπως έπρεπε να λύσω και καμιά άλλη μικρολεπτομέρεια προτού κατακτήσω τον κόσμο;
Το καλοκαίρι του ‘84 ήρθαν στην Αθήνα, μια πρώτη ξαδέλφη του πατέρα μου από τον Καναδά, μαζί με την κόρη της. Τις συνάντησα στο σπίτι μας, ένα πρωινό, που πήγαινα που και που για να δω μυστικά την μητέρα μου, μιας που τον πατέρα μου δεν είχα καμιά όρεξη να τον δω μπροστά μου. Ανησυχούσα για την μάνα μου, που την είχα αφήσει μόνη της μαζί του, αφού ο αδερφός μου είχε πάει στην Ιταλία να σπουδάσει φυσιοθεραπεία, όπου και θα έμενε για δέκα ολόκληρα χρόνια (δηλαδή το παιδί δεν ήθελε να γυρίσει καθόλου, αλλά τον έφαγαν οι λάθος αποφάσεις), αλλά εγώ τι μπορούσα να κάνω;
Μόλις πριν τρία χρόνια την συγχώρησα, που δεν τον χώρισε ποτέ, παρόλο που την παρακαλούσα να το κάνει από οκτώ χρονών παιδί. Την εκλιπαρούσα να μας πάρει και να φύγουμε. Αλλά αυτή ήταν παλαιοημερολογίτισσα κι αυτός κομμουνιστής. Εκρηκτικό σύνολο. Και όπως όλα τα γνωστικά παιδιά ξέρουν, ποτέ δεν χωρίζανε ένας καλός κομμουνιστής και μια πιστή παλαιοημερολογίτισσα. Οφείλανε να δίνουν πάντα το καλό παράδειγμα.
Ε! Κάνανε το καλύτερο δυνατόν. (Μα γιατί με έχουν κλεισμένο σε αυτό το μεγάλο δωμάτιο; Και γιατί σφίξανε τόσο πολύ αυτή τη λευκή φόρμα γύρω απ’ τό κορμί μου; Κάποιος να μου ξύσει την πλάτη; Αχ! Με γαργαλάνε και τα αρχίδια μου!)
- «Πώς να χώριζα αγόρι μου;», μου είπε πριν λίγο καιρό. «Αφού δεν είχα καθόλου λεφτά και καμιά δουλειά να κάνω…»
«Ε! Ας δούλευε σαν ράφτρα, που ήταν η δουλειά της πριν τον γνωρίσει», σκέφτηκα. Αλλά βέβαια ποτέ δεν τον άφησε, γιατί ο αντρούλης της την λάτρευε. Έφταιγαν τα μάγια που τους είχε κάνει η αδερφή του, που την μισούσε και ήθελε να τους χωρίσει. Ε λοιπόν δεν θα της έκανε το χατίρι της πουτάνας! (Αχ! Αχ! Με τρώει και ο κώλος μου γαμώτο! Μα πόσο θα διαρκέσει αυτό το μαρτύριο πια;).
Τελικά την συγχώρησα, όταν γνώρισα την Καίτη τρία χρόνια πριν, καθώς μπήκε στο γραφείο μου ένα πρωινό. Σήκωσα το βλέμμα, την κοίταξα και χωρίς να σκεφτώ και να ξέρω το γιατί, της είπα:
- «Γιατί δεν τον χωρίζεις;»
Με κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Δεν υπήρχε όμως κανένα μυστικό. Τα πάντα ήταν ολοκάθαρα γραμμένα στο πρόσωπο της. Τρεις μήνες μετά, αυτή η γλυκύτατη γυναίκα, γνωστή καρδιολόγος και με μεγάλη περιουσία, έκανε μετά από είκοσι εφτά χρόνια γάμου αίτηση διαζυγίου, για να γλιτώσει επιτέλους από τον κομπλεξικό άνδρα, που της έψηνε τόσα χρόνια το ψάρι στα χείλη, μιας που αυτή, ήταν πιο αναγνωρισμένη και πλουσιότερα αμειβόμενη καρδιολόγος από αυτόν.
Ο γιος τους όμως, ένα ολόκληρο παλικάρι είκοσι δυο χρονών μέχρι εκεί πάνω, κάλλιστα θα μπορούσε να πάρει θέση στο λευκό δωμάτιο κοντά μου. Αχ μανούλα μου γλυκιά. Τις δικές σου αμαρτίες πληρώνω. Η θεία λοιπόν, απίστευτα ενθουσιασμένη, με κάλεσε να πάω να μείνω μαζί τους στο Μόντρεαλ και να σπουδάσω εκεί. Ήταν κι αυτό μια ιδέα. Να πάω κοντά τους δηλαδή για λίγο και να δω πως είναι ο Καναδάς και να αποφασίσω τι θα έκανα μετά. Θα μπορούσα να σπουδάσω εκεί και μετά να κατευθυνθώ προς την Καλιφόρνια. Όλες οι πιθανότητες ήταν ανοιχτές...
Την ευχαρίστησα για την τόση προθυμία της να με βοηθήσει στο να πραγματοποιήσω τα όνειρα μου και μου είπε ότι θα μου έστελνε τις διευθύνσεις των Πανεπιστημίων που είχαν Art departments στο Μόντρεαλ.
Εκείνο το καλοκαίρι του 1985 ο αδερφός μου είχε έρθει να περάσει τις διακοπές του στην Ελλάδα και ο πατέρας μου αποφάσισε να μας γράψει τα τέσσερα διαμερίσματα που είχε πάρει αντιπαροχή από το οικόπεδο που είχε δώσει για χτίσιμο στην Αργυρούπολη, μερικά χρόνια πριν. Εγώ βέβαια διεμήνυσα ότι δεν ήθελα τίποτα από αυτόν, αυτός έξαλλος φώναζε ότι θα με σκοτώσει και να πάω να υπογράψω στην συμβολαιογράφο για την μεταβίβαση, ο αδερφός μου ήθελε να πάρει το πρώτο αεροπλάνο και να ξαναγυρίσει το ταχύτερο στη Ρώμη και η μάνα μου τράβαγε τα μαλλιά της και οδυρόταν ως συνήθως, όπως όλες οι παραδοσιακά χαροκαμένες Μικρασιάτισσες μάνες ξέρουν να κάνουν.
Τελικά για άλλη μια φορά, μετά τα παρακάλια της μάνας μου, επέδειξα την απαράμιλλη μεγαλοψυχία μου και δέχτηκα να πάρω τα διαμερίσματα, ενώ αυτός ο απόλυτα εγωιστής, βίαιος και βαθιά ανασφαλής, αν και κατά τα άλλα απίστευτα ηθικός και τίμιος μέχρι βλακείας άνθρωπος, κράτησε την επικαρπία. Πολλοί λέγανε ότι ήμουν ίδιος ο πατέρας μου. Άθλιες διαδόσεις.
Εντωμεταξύ ο Σπύρος μάλωσε πολύ άσχημα με την μητέρα του και έφυγε από το σπίτι του. Μου ζήτησε να τον φιλοξενήσω. Κατάλαβα τι σήμαινε αυτό, αλλά πώς μπορούσα να του αρνηθώ την βοήθειά μου; Είχα αφήσει το χωριό πίσω μου και πίστευα ότι αν έκανα το κορόιδο, αυτό που κάναμε εκεί θα έμενε στην ιστορία της φιλίας μας σαν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Αν όμως τον φιλοξενούσα σπίτι μου, θα έπρεπε να κοιμηθούμε μαζί και ήξερα που θα οδηγούσε αυτό βέβαια. Η κατάσταση θα περιπλεκόταν πολύ.
Ήμουν παγιδευμένος και δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Το σπίτι είχε άλλο ένα δωμάτιο, που ήταν του συγκάτοικου μου του Γιώργου. Ήταν κομμωτής και ένα πολύ καλό παιδί και φίλος. Τον είχα γνωρίσει από φίλους του Διονύση και από την πρώτη στιγμή τον είχα συμπαθήσει πολύ. Έτσι όταν κάποια στιγμή του είπα ότι έψαχνα για σπίτι, μου είπε ότι μπορούσαμε να πιάσουμε κάποιο μεγαλύτερο μαζί και να μας έρθει έτσι πιο οικονομικά, μιας που και αυτός μερικές φορές χρειαζόταν ένα χώρο για τις περιπέτειες του, αφού ζούσε ακόμα με τους γονείς του.
Ο Σπύρος κατέφτασε με μια βαλίτσα και εγκαταστάθηκε φυσικά στο δωμάτιο μου. Κάναμε έρωτα καθημερινά, αλλά καθώς αυτό δεν του έφτανε, με διεκδικούσε και συναισθηματικά. Με ζήλευε. Απαιτούσε να δεχτώ ότι ήμασταν ζευγάρι. Αντιδρούσα κι αυτό μας οδηγούσε σε ομηρικούς καυγάδες. Βέβαια μετά κάναμε καλύτερο έρωτα. Ωχ! Είχαμε γίνει όντως πραγματικό ζευγάρι!
Πλησίαζε ο καιρός που ο Διονύσης θα ερχόταν Αθήνα κι εγώ δεν ήξερα τι να κάνω. Βέβαια του είχα αναφέρει ότι είχα κάνει έρωτα με τον Σπύρο και ότι είχε έρθει να ζήσει στο σπίτι, αφού είχε φύγει από το δικό του και δεν είχε που να μείνει, αλλά δεν ήξερε πως είχε εξελιχτεί η κατάσταση και ούτε μπορούσα να του εξηγήσω. Έπρεπε να πάρω μια απόφαση και ήξερα ότι και στις δύο περιπτώσεις θα ήμουν χαμένος, γιατί θα στεναχωρούσα ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο.
Ο Διονύσης έφτασε και φυσικά δεν μπορούσα να πω του Σπύρου να πάει να κοιμηθεί στο διπλανό δωμάτιο. Έτσι το είπα του Διονύση. Άκουγα τους λυγμούς του από το διπλανό δωμάτιο όλο το βράδυ. Θεέ μου, τι έκανα; Ακόμα το σκέφτομαι και ανατριχιάζω. Πώς μπόρεσα και το έκανα αυτό στον καλό τον άνθρωπο; Τα ήθελα όλα δικά μου! Τι εγωιστικό κάθαρμα που ήμουν... Ναι μεν δεν μπορούσα να διώξω τον Σπύρο από το δωμάτιο, αλλά ήθελα και τον Διονύση κοντά μου.
Εννοείται ότι ποτέ δεν χωνέψανε ο ένας τον άλλο. Έπρεπε να φέρω τον Διονύση σε τόσο άσχημη θέση για να καταλάβω πόσο πολύ με αγαπούσε. Παρόλο τον πόνο που του έδωσα, μου πρότεινε μέσα απ’ την καρδιά του να πάω να ζήσουμε μαζί σαν φίλοι στο Λονδίνο, όπου και θα μπορούσα να σπουδάσω σε μια από τις καλύτερες σχολές κινηματογράφου του κόσμου. Θα τον είχα δίπλα μου, θα μου μαγείρευε, θα συνεχίζαμε να πηγαίνουμε στις πρεμιέρες των καλύτερων παραστάσεων του Λονδίνου, στα δείπνα των διάσημων φίλων του και θα είχα το δικό μου δωμάτιο στο σπίτι του στο Woods Green, στο Βόρειο Λονδίνο, όπου μένανε πολλοί Κύπριοι.
Μου τα έδωσε όλα κι εγώ διάλεξα το άγνωστο. Ήθελα να δω τι μπορούσα να πετύχω μόνος μου. Ήθελα ολόκληρο το Αμερικάνικο όνειρο δικό μου. Ήμουν ένας αθεράπευτα ρομαντικός Πόντιος. (κυριολεκτώ).
Ο Σπύρος παρόλο που πόναγε τρομερά που θα έφευγα, ποτέ δεν προσπάθησε να με αποτρέψει από την πραγματοποίηση του ονείρου μου. Ήξερε ότι ήταν μάταιο. Αντιθέτως με στήριξε με όλες του τις δυνάμεις ακόμα και αν αιμορραγούσε εσωτερικά. Εγώ αντιθέτως έφευγα με ανακούφιση, γιατί έτσι θα μπορούσα να διεκδικήσω τον αγαπημένο μου φίλο πίσω. Του εξήγησα σαν τέλειο τέκνο της Δυτικής διανόησης ότι δεν νοείται σχέση με τον ένα στην Ελλάδα και τον άλλο στην Αμερική και ότι θα έπρεπε να βρει κάποιον και να φτιάξει την ζωή του απτήν αρχή.
Με καθαρή την συνείδηση για την ευθεία εξήγηση, ετοιμάστηκα για το μεγαλύτερο έως εκείνη την στιγμή άλμα στο κενό, που είχα κάνει ποτέ. Και χαιρόμουν πραγματικά ο ακατονόμαστος. Ο εγωισμός βλέπετε, δεν είναι καλός σύμβουλος της ειλικρίνειας και της τιμιότητας, γιατί συχνά τις μετατρέπει σε σιδερένια λοστάρια που ξεσκίζουν τις ψυχές των άλλων ανθρώπων, χωρίς η ψυχή να αισθάνεται καμία ενοχή... Αλλά τι να έκανα; Ήμουν ένας καθαρόαιμος Κριός. Είχα τα όνειρά μου και όλος ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω μου.
Έκανα αίτηση στο Concordiα στο Μόντρεαλ και στο York στο Τορόντο. Είχα βάσιμες ελπίδες ότι θα με δεχτούν στο τμήμα film making των Πανεπιστημίων αυτών, μιας και είχα τελειώσει μια ανώτατη σχολή, μια ανώτερη (την δραματική), ήμουν ήδη επαγγελματίας ηθοποιός, έκανα διαφημίσεις και ήμουν πολύ καλός αθλητής σε αρκετά αθλήματα και θα μπορούσα να βοηθήσω στις ομάδες των Πανεπιστημίων που θα με δεχόντουσαν.
Με αυτές τις ελπίδες, την 27η του Δεκέμβρη του 1985, άφησα πίσω μου μια ηλιόλουστη Αθήνα με 20 βαθμούς Κελσίου και μερικές ώρες αργότερα αποβιβάστηκα σε ένα πολικό Μόντρεαλ με μείον 20 βαθμούς. Πάτησα τα σκαλοπάτια της σκάλας του αεροπλάνου, κοίταξα το πάλλευκο Αρκτικό τοπίο που απλωνόταν μπροστά μου, αισθάνθηκα το κρύο να περονιάζει τα κόκαλα μου και κατάλαβα ότι αυτή την φορά το είχα μάλλον παρακάνει…
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.