Το e-mail μου είναι το:
Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά ήταν αδύνατον! Ήμουν εξαντλημένος και τρομοκρατημένος και αυτή ήταν μόνο η αρχή της νύχτας... Άρχισα να τρέμω στην ιδέα του τι θα συνέβαινε λίγο αργότερα. Αλλά καμιά φαντασία μου δεν μπορούσε να φτάσει στο βαθμό της κατάντιας που θα ερχόμουν εκείνο το βράδυ!
- «Αφεντικό, βρωμάει η πουτάνα σου. Να την πάμε για πλύσιμο;», ρώτησε γελώντας ο Ραφί και ο θείος μου σηκώθηκε αμέσως.
- «Άντε ελάτε κι εσείς να βάλετε ένα χεράκι!», είπε στους υπόλοιπους εργάτες, που όση ώρα με τσιμπούκωναν και με ξεφτίλιζαν οι φίλοι τους και το αφεντικό τους δεν είχαν σταματήσει να μαλακίζονται.
Με τράβηξαν από τα πόδια και με έσυραν στην άλλη άκρη του δωματίου όπου και βρίσκονταν ένα μπανάκι. Η τουαλέτα ήταν τούρκικη, από αυτές με την τρύπα στο έδαφος. Τότε ο Ραφί με διέταξε να βγάλω ότι είχε απομείνει από το βρακί που μου είχαν δώσει και την ρόμπα και να γονατίσω πάνω από την τρύπα της τουαλέτας μα με το πρόσωπο μου στραμμένο μπροστά.
Γονάτισα τρέμοντας και πριν καλά - καλά προλάβω να καταλάβω τι συμβαίνει, ο Ραφί έκανε νόημα σε ένα από τους άλλους εργάτες να σταθεί μπροστά μου, ενώ του είπε κάτι στην γλώσσα του. Εκείνος γέλασε δυνατά, στάθηκε μπροστά μου, κατέβασε το σορτσάκι του απελευθερώνοντας έναν μισοκαυλωμένο μαυριδερό πούτσο και άρχισε να με κατουράει.
Τα ‘χασα!
- «Άνοιξε καλά το στόμα σου μωρή σκύλα και πιες τα!», είπε ο θείος μου.
Μην μπορώντας να κάνω διαφορετικά υπάκουσα κι ένοιωσα αμέσως την όξινη γεύση από το καυτό κάτουρο του άλλου να πλημυρίζει το λαρύγγι μου. Κατάπινα όσο περισσότερα μπορούσα, ενώ τον πρώτο γρήγορα διαδέχθηκε ο επόμενος.
Μέχρι να τελειώσουν όλοι, ήμουν στην κυριολεξία λουσμένος από τα κάτουρα τους, ενώ είχα μια έντονη διάθεση να ξεράσω. Βγήκαν έξω γελώντας και βρίζοντας με χυδαία.
- «Πλύσου τώρα καλά και έλα καριόλα για την συνέχεια…», είπε ο ξάδελφος μου.
Φιλοδωρώντας με ταυτόχρονα με μια δυνατή κλωτσιά, που μ’ έκανε να κυλιστώ μέσα στα κάτουρα και τα απόνερα της τουαλέτας.
Βγήκα έξω, έχοντας συνέρθει κάπως από το κρύο νερό του ντους και την αίσθηση του σαπουνιού επάνω μου. Ήταν κυριολεκτικά βάλσαμο, μετά από τόση βρωμιά που είχα δεχθεί μέχρι εκείνη την ώρα. Πλησίασα προς το τραπέζι στο κέντρο του δωματίου, αλλά ήρθε από πίσω μου ο Τζαφάρ και με χαστούκισε δυνατά.
- «Μόνο στα γόνατα!», είπε σε σπαστά ελληνικά. «Είσαι η σκύλα μας!»
Γονάτισα και άρχισα να προχωράω μπουσουλώντας. Τότε ο Ραφί με τράβηξε δυνατά από τα μαλλιά και πριν προλάβω να αντιδράσω, μου πέρασε στο λαιμό μια λαιμαριά σκύλου με πνίχτη. Την έσφιξε αρκετά και ένιωσα να στραγγαλίζομαι!
- «Σιγά ρε μαλάκα" του είπε ο ξάδερφος μου. «Μην τον τελειώσεις απόψε και πάει αγάμητος από κει πού ‘ρθε!!!»
- «Αφήστε τις παπαριές μαλάκες!», φώναξε ο θείος μου. «Την χρειαζόμαστε γερή, γιατί πρέπει μετά από μας να την περιλάβει ο κουμπάρος μου. Μόνο έτσι θα τον ξεχρεώσω. Του υποσχέθηκα ότι θα του την πάμε μια έτοιμη πουτάνα, που θα χωράνε στον κώλο της ψωλές γαιδάρων! Πρέπει να την εκπαιδεύσουμε και να γίνει υπάκουη η σκύλα! Άντε, δέστε την να αρχίσει το γλέντι!!!»
Τρόμαξα και άρχισα να ουρλιάζω.
- «Μην βιάζεσαι…», μου είπε ο ξάδελφος μου. «Σε λίγο θα έχεις έναν πραγματικό λόγο να ουρλιάζεις μωρή καριόλα!»
Με άρπαξαν από τα χέρια και από τα πόδια, και με έδεσαν σε δυο χαμηλούς κρίκους που ήταν βιδωμένοι στον τοίχο σε ύψος περίπου 90 εκατοστών. Ήμουν σκυμμένος πολύ αλλά δεν έφτανα να γονατίσω.
- «Είναι καλά εδώ;», ρώτησε ο θείος μου. «Τον φτάνεις ρε, ή να τον σφίξουμε κι άλλο;»
Ο ξάδερφος μου ήρθε τότε από πίσω μου και δοκίμασε το ύψος του κώλου μου.
- «Μια χαρά είναι!», είπε. «Σε λίγο άλλωστε δεν θα μπορεί να κρατήσει τα πόδια του σταθερά και θα γίνει ακόμα καλύτερο…»
Στην συνέχεια γύρισε στον Τζαφάρ.
- «Φέρε ρε μαλάκα τις βρώμικες κάλτσες σου και κλείσε του το στόμα γιατί θέλω να τον ακούω να μουγκανίζει σαν πρόβατο όσο θα τον ξεσκίζω!»
Πράγματι ο Τζαφάρ μου έχωσε στο στόμα και με φίμωσε με τις κάλτσες του που βρώμαγαν αηδιαστικά. Προσπαθούσα να φωνάξω, να τους παρακαλέσω, αλλά δεν ακουγόταν τίποτα πλέον εκτός από τα έντονα γρυλίσματα μου.
- «Πατέρα θα τον προετοιμάσω λίγο για να χαλαρώσει και να ανοίξει ο κώλος του καλύτερα…», είπε ο ξάδερφος μου χασκογελώντας.
- «Εντάξει, αλλά δεν θέλω να έχει πολλά σημάδια γιατί μετά θα πέσει η τιμή του. Γι’ αυτό πρόσεξε!»
Τρελάθηκα από την αγωνία μην ξέροντας τι με περιμένει...
- «Οκ. Πέντε μόνο νομίζω ότι είναι αρκετές για να πάρει μπρος και να χαλαρώσει... Μετά θα με παρακαλάει να τον ξεσκίσω, θα δεις!»
Τότε είδα τον Τόνυ κι άλλον έναν να ξεκρεμάνε από τον τοίχο ένα μακρύ και λεπτό σκοινί. Το έβρεξαν μέσα σε μια γαβάθα με ξύδι, μέχρι που το μούλιασαν. Ο ξάδερφος μου το πήρε μετά, το δίπλωσε στα τρία, και πριν καταλάβω τι γινόταν, άκουσα ένα ανατριχιαστικό σφύριγμα στο αέρα και ένιωσα έναν ανείπωτο πόνο να μου σκίζει την σάρκα από τα κωλομέρια μου.
Τινάχτηκα σαν το ψάρι και άρχισα να μουγκρίζω με όλη μου την δύναμη... Άκουγα τα γέλια και τις κραυγές τους μέσα σε ένα θολό σύννεφο. Ο πόνος με είχε στην κυριολεξία μαστουρώσει. Έκλαιγα, ούρλιαζα, ένιωθα τρομερά αδύναμος και αβοήθητος στα χέρια αυτών των τεράτων. Ήταν φρικτό!
Όταν τέλειωσε με το μαρτύριο μου αυτό, μου έβγαλε τις κάλτσες που με είχαν φιμώσει και με ρώτησε αν θέλω να με γαμήσει ή να συνεχίσει να με δέρνει. Κλαίγοντας άρχισα να τον παρακαλάω να με γαμήσει. Είχα πια ξεφτιλιστεί εντελώς. Αυτός γελώντας τράβηξε δυνατά τα κωλομέρια μου και άρχισε να σπρώχνει την χοντρή σαν μανιβέλα ψωλάρα του μέσα στην τρυπούλα μου.
Ο πόνος ήταν συγκλονιστικός. Άρχισα να κρώζω σαν ζώο που το πάνε για σφαγή. Οι άλλοι είχαν μαζευτεί γύρω μου και γέλαγαν δυνατά.
- «Έλα, έλα, σκίσε τον! Ξεκώλιασε την την καριόλα!!! Δείξε της πως γαμούν οι άντρες στο σόι μας. Με την μία! Κάρφωσε την, την παλιοπούστρα και μην την λυπάσαι. Γεννήθηκε για τούτη την στιγμή που θα γινόταν η σκλάβα της πούτσας σου. Γάμα την την γαμιόλα!», και άλλα τέτοια άκουγα να λένε ο θείος μου και οι άλλοι...
Ο ξάδερφος μου τότε πήρε φόρα και έσπρωξε το καυτό παλούκι του πιο δυνατά και με διαπέρασε πέρα ως πέρα. Πόνεσα τόσο πολύ που έχασα τις αισθήσεις μου...
Όταν συνήλθα ήμουν λυμένος, γυρισμένος ανάσκελα με τα πόδια μου να ακουμπούν στους ώμους του, τα χέρια μου ακινητοποιημένα στο πάτωμα, μια βρώμικη πατούσα να μου πατά το κεφάλι για να μην κουνιέται, κι ο ξάδερφος μου να με γαμάει σαν κομπρεσέρ...
Ένιωθα όλα μου τα σωθικά να καίγονται. Τον ένιωθα τόσο πολύ μέσα μου, που νόμιζα ότι θα μου τρυπούσε την κοιλιά. Μ’ έβριζε με ακατανόμαστες βρισιές και με έφτυνε στη μάπα και στο στόμα, ενώ τραβούσε με μανία τις ρώγες μου, τόσο, που νόμιζα ότι θα τις ξεριζώσει. Κι εγώ συνέχισα να ουρλιάζω...
Κατάλαβα ότι κοντεύει να χύσει... Δεν άντεχα άλλο σε αυτήν την στάση. Για καλή μου τύχη τραβήχτηκε από μέσα μου και έκατσε με φόρα απάνω στο στήθος μου.
- «Πάρτα μωρή ξεσκισμένη! Πάρτα καριόλα! Χύνω μωρή βρωμιάρα! Χύυυυνωωωωωωωωωωωωω!!!», ούρλιαξε και ένας καυτός πίδακας από τα χύσια του πετάχτηκε στην μάπα μου και με τύφλωσε!
Έχυνε για πολλή ώρα, ενώ αυτός που ήταν από πάνω μου φρόντισε να μου τα ταΐσει μέχρι και την τελευταία σταγόνα με τα βρωμοπόδαρα του. Κάποιες από τις ριπές που είχαν τρέξει στο πάτωμα με έβαλαν αμέσως μετά να τις γλύψω καλά - καλά, γιατί όπως είπε ο θείος μου αυτά τα χύσια θα ήταν για τις επόμενες μέρες το μόνο φαί που θα έτρωγα, και οι φτυσιές και το κάτουρο τους το μόνο που θα έπινα...
Συνεχίζεται...
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.