Άφησα πίσω μου την πνιγηρή μοναξιά της επαρχίας και γνώρισα την απελευθερωτική μοναξιά της μεγάλης πόλης. Εκεί που νοίκιασα σπίτι, πρόσεξα ότι στη γειτονιά είχε μερικά μπαρμπέρικα όπως στο κωλοχώρι μου. Τα πρόσεξα γιατί φαίνεται ότι η συντηρητική βλακεία και η επαρχιώτικη υποκριτική νοοτροπία έκαναν τη δουλειά τους και με επηρέασαν κι ας μην το παραδεχόμουν. Κατέληξα σε δύο. Στο ένα δούλευε ένας αρκουδάκος, νεαρός και μελαχροινός να σου τρέχουν τα σάλια. Τον απέρριψα γιατί, πρώτον είδα τις παρακμιακές αφίσες ποδοσφαιριστών να φιγουράρουν στους τοίχους και όλα τα ζαβά να μαζεύονται και να καυλώνουν με ΠΑΕ και μαλακίες και δεύτερον… ένα βράδυ τον πέτυχα να σαλιαρίζει με μια κοπελιά. «Λίγα τα ψωμιά σου» μού ’ρθε να της πω αλλά τι έφταιγε κι αυτή η δόλια;
Το δεύτερο ήταν λίγο μακρύτερα, το έτρεχε ένας ντάντης και έβγαζε μια παρακμή. Αλλά δε με χάλασε καθόλου. Δε μάζευε πολύ κόσμο, ήταν κάπως απόμερο και ο τύπος ήταν απλά σούπερ. Κανονικό σώμα, κοντό άσπρο μαλλί χτενισμένο προς τα πίσω, γυαλιά και μουστάκι. Εδώ είμαστε λέω. Όταν ξεκίνησε το πρώτο κούρεμα τον είδα καλύτερα. Αυστηρό παρουσιαστικό που λίγο με φρέναρε, αλλά πού να ’ξερα. Βαθιά αντρίκια φωνή, πολύ όμορφα καλοφτιαγμένα χέρια με τριχωτή ράχη και δάχτυλα. Άψογος στη δουλειά του, ήταν παντρεμένος πολλά χρόνια και είχε πλέον και εγγόνια. Κάναμε αρκετή κουβέντα ήδη από την πρώτη μας συνάντηση και μου φάνηκε εντάξει τύπος. Επειδή δεν ήταν δυνατό να πηγαίνω κάθε τρεις και λίγο για κούρεμα, πήγαινα και στα ενδιάμεσα να μου φροντίζει το μούσι οπότε και λόγια του έπαιρνα και το σχέδιο να κάνω παιγνίδι μελετούσα.
Γρήγορα αποφάσισα να βάλω μπρος το σχέδιο. Μια μέρα που πήγα, κουβαλούσα και μια τσαντάρα. Την άφησα εκεί κοντά που στεκόταν ο ντάντης όταν σηκωνόμουν. Όταν τελείωσε η δουλειά, κάθισα βαθιά ώστε να τη βολέψω για να τη σηκώσω, ήταν και βαριά η πουτάνα, και το πρόσωπό μου ήρθε ακριβώς στο ύψος της πούτσας του, στα είκοσι εκατοστά. Δε βιάστηκα να σηκωθώ και μάλιστα πλησίασα λίγο ακόμα το πρόσωπό μου, ενώ αυτός δεν κουνήθηκε. Μείναμε έτσι μερικά ατέλειωτα δευτερόλεπτα και όταν σηκώθηκα, με αποχαιρέτησε εγκάρδια. «Άρα είμαστε σε καλό δρόμο. Ή είναι ζαβός…»
Την επόμενη φορά το προχώρησα κι άλλο. Όσο με κούρευε, κάποια στιγμή στάθηκε δίπλα στον ώμο μου και ακούμπησα την πούτσα του με το μπράτσο μου, σχεδόν τρίφτηκα, και καλά να βολευτώ. Όταν ήρθε ξανά στο πλάι μου, ακούμπησε ξεκάθαρα την πούτσα του πάνω μου. Έκανα κάτω από τη μπέρτα ότι ξύνομαι και του τον χάιδεψα φευγαλέα αλλά σαφώς. Δεν ξεκόλλησε και πήρα θάρρος και του την έπιασα κανονικά. Δε μπορούσα να καταλάβω και πολλά, αλλά ήμουν σίγουρος ότι θα το μάθαινα σύντομα. Το ίδιο επαναλήφθηκε και από την άλλη μεριά και πλέον αυτή τη φορά κατάλαβα ότι έπιανα μια ασφαλώς χορταστική πούτσα. Του είχε σκληρύνει και όταν τον κοίταξα μέσα από τον καθρέφτη μου χαμογέλασε. Τα τριψίματα συνεχίστηκαν και τις επόμενες δύο-τρεις φορές και μάλιστα άρχισε να μου πιάνει κι αυτός την πούτσα, ενώ δεν παρέλειψα να του πιάσω και τον κώλο αρκετές φορές. Δεν τον χάλασε καθόλου.
Την επόμενη φορά πήγα έτοιμος για χοντρό παιχνίδι. Είχα σκοπό να του κατεβάσω το φερμουάρ κι ό,τι γίνει. Όταν πήγα με περίμενε δυσάρεστη έκπληξη. Κούρευε ένα τύπο και περίμεναν άλλοι δύο. «Όχι ρε πούστη…» σκέφτηκα, «δε γίνεται σήμερα». Όταν χαιρέτησα και πριν καθίσω να περιμένω, έρχεται κοντά και μου λέει σιγανά:
- Θέλεις να έρθεις κατά τις δύο που θα τελειώσω; Θα είμαι μόνος μου και θα έχουμε την ησυχία μας…
και μου χαμογέλασε πλατιά και με νόημα.
- Έγινε, θα περάσω τότε.
- Άντε αγόρι μου, μέχρι τότε θα έχουν φύγει όλοι.
Όταν επέστρεψα, πράγματι ήταν μόνος του. Καθόταν στην πολυθρόνα του πελάτη και διάβαζε εφημερίδα με τα πόδια ορθάνοιχτα. Φορούσε ανοιχτόχρωμο μαλακό παντελόνι, είχε τραβήξει τα μπατζάκια για να κάτσει, οπότε φαίνονταν λίγο υπέροχες τριχωτές γάμπες πάνω από τις κάλτσες και διαγραφόταν ένας πανέμορφος πλούσιος όγκος ανάμεσα στα πόδια του, σα να μη φορούσε βρακί. Χαιρέτησα, κατέβασε την εφημερίδα, μου χαμογέλασε πλατιά και μου έδωσε την πολυθρόνα να καθίσω.
- Έλα αγόρι μου κάτσε. Ένα λεπτό να κατεβάσω το ρολό και έρχομαι αμέσως.
«Εδώ είμαστε» λέω, «αρχίζει χοντρό παιχνίδι». Ξεκίνησε κανονικά το κούρεμα και σχεδόν αμέσως άρχισε και το παιχνίδι. Ένιωσα ξανά την πούτσα του και αυτή τη φορά κατέβασα και το φερμουάρ. Όντως δε φορούσε βρακί και βγήκε ένας μισό-καυλωμένος πούτσος, όχι πολύ μακρύς αλλά αρκετά χοντρός. Πολλές τρίχες, αφρόντιστες και πυκνές, έτσι όπως αρμόζει σε έναν άντρα. Αυτός με κούρευε κι εγώ έπαιζα με την πούτσα του, σα να μη συνέβαινε τίποτα. Έβαλα τον αντίχειρα μέσα στο πετσί του και έπιασα το πουτσοκέφαλο του. Ήταν τέλειος. Έβγαλα και τα αρχίδια του. Μεγάλα, κρεμαστά και με μακριές τρίχες. Ένιωσα την πούτσα μου να γεμίζει ξεροχύσια, βγάζω τόνους απ’ αυτά ο πούστης. Εν τω μεταξύ το κούρεμα τελείωσε και πήρα την πούτσα του στο στόμα. Μύριζε παλιομοδίτικο σαπούνι και ένα αδιόρατο κάτουρο. Ο τύπος με είχε καβλώσει απίστευτα και η πούτσα του στο στόμα μου είχε γίνει πλέον σίδερο. Ιδιαίτερα χοντρή, μου γέμιζε το στόμα και η μύτη μου έφτανε στις πυκνές πουτσότριχες του. Είχα αφεθεί.
Με τη γλώσσα μου έπαιζα με το πουτσοκέφαλο και την πλούσια πέτσα του, φέρνοντας τη γλώσσα ανάμεσα το πουτσοκέφαλο και το πετσί του. Με το χέρι έπαιζα τα βαριά αρχίδια του και αυτός ξεκούμπωσε το παντελόνι και το άφησε να πέσει αποκαλύπτοντας τα τέλεια τριχωτά πόδια του. Ξεκούμπωσε και έβγαλε το πουκάμισο και τον είδα σε όλο του το τριχωτό μεγαλείο. Με το άλλο χέρι έψαξα και βρήκα την κωλότρυπα του. Δεν πρόλαβα να την εξερευνήσω όπως ήθελα. Ανάμεσα στα «αχ αγόρι μου…» και τα «κάβλα!» βόγκηξε «χύνω αγόρι μου!» και ένιωσα την πούτσα του να συσπάται και ριπές από χύσια να καταλήγουν στο στόμα μου. Πηχτό και καυτό χύσι από το οποίο δεν άφησα σταγόνα να πάει χαμένη. Τον καθάρισα καλά-καλά, καταπίνοντας όλα τα χύσια του και συνεχίζοντας να τον γλείφω και αφού σταμάτησε να χύνει. Πρέπει να είχε μαζεμένο πολύ χύσι ο τύπος. Με ξεδίψασε για τα καλά. Όταν έγειρα πίσω κι εγώ, το πρόσωπό του ήταν ευτυχισμένο. Έσκυψε και με φίλησε με γλώσσα, γερά στο στόμα και με ευχαρίστησε θερμά. Δε δέχτηκε ούτε δεκάρα για το κούρεμα.
Πήγα δυο-τρεις ακόμα φορές, μέχρι που για κάποιο λόγο κανείς μας δε φαινόταν να θέλει να συνεχίσει. Έγινε μόνο κουβέντα για τα πάντα όλα, σα μην είχε συμβεί ποτέ τίποτα. Δεν ξαναπήγα εκείνη τη χρονιά, αλλά αυτή τη μαλλιαρή πούτσα, με το χορταστικό πετσί και αυτά τα τριχωτά μεγάλα αρχίδια, τα γεμάτα πηχτό χύσι δε μπορούσα να τα ξεχάσω.
Μήνες μετά, το καλοκαίρι, ξαναπέρασα από εκεί αλλά ήταν πλέον κλειστό, και ένα μήνα μετά άνοιξε μαγαζί με σιδερικά.
Copyright protected OW ref: 104535
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.