Ήμουν 19 και κάτι το καλοκαίρι εκείνο του 1981 και είχα πάει για αγώνες στο Ηράκλειο. Η πόλη μου θύμιζε πολύ την Αθήνα και αυτό δεν αποτελεί σίγουρα ένα ευμενές σχόλιο. Έτσι ένα πρωινό που ήμουν ελεύθερος και δεν είχα τι άλλο να κάνω, σκέφτηκα να πάω να δω τα ανάκτορα της Κνωσού. Επειδή είχε ζέστη φόρεσα ένα λευκό σορτσάκι του τένις, το οποίο λόγω των πολύ ανεπτυγμένων τετρακέφαλων και γλουτιαίων είχε κολλήσει πάνω στη σάρκα μου. Από πάνω έβαλα ένα λεπτό αθλητικό κίτρινο φανελάκι που τόνιζε το στήθος και τις πλάτες μου.
Μαζί μου ανέβηκαν στο λεωφορείο και δυο Θεοί των Βίκινγκς. Ξανθοί, γύρω στο 1.90, τριαντάρηδες, με υπέροχα ατελείωτα κορμιά, με εντυπωσιακούς δικέφαλους και τετρακέφαλους και με δυο υπέροχα κωλαράκια. Αν σε αυτά προσθέσετε και το απίστευτο φούσκωμα μπροστά στα σορτσάκια τους, καταλαβαίνετε τον κρύο ιδρώτα που με έλουσε, όταν καθώς στις επόμενες στάσεις όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να ανεβαίνει στο λεωφορείο, όλοι άρχισαν να συμπιέζονται και ο ένας Βίκινγκ ήρθε και κόλλησε από πίσω μου, ενώ ο άλλος ήρθε και κόλλησε στο αριστερό πλευρό μου.
Ο κόσμος συνέχιζε να μπαίνει στο λεωφορείο και κάποια στιγμή ήμασταν όλοι σαν παστωμένες σαρδέλες. Κόντεψα να πάθω αποπληξία όταν κάποια στιγμή αισθάνθηκα την πούτσα του ξανθού Θεού πίσω μου, να φουσκώνει στο σορτσάκι του και σχεδόν να διαπερνάει το λεπτό ύφασμα και να εισέρχεται στα κωλομέρια μου, καθώς ο ίδιος είχε πια κολλήσει ασφυκτικά πίσω μου. Ιδρώτας άρχισε να ρέει ποτάμι στο κορμί μου και τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν, καθώς εγώ για να μην καρφωθώ, κοίταζα ανέμελα έξω απτό παράθυρο, πιέζοντας ταυτόχρονα, πάνω σε μια τρελή καύλα, τον κώλο μου προς την ψωλή του και φτάνοντας τον στα όριά του. Εκείνη τη στιγμή ο από πίσω μου κάτι είπε στα Γερμανικά στον φίλο του και αυτός με κάλυψε εντελώς με το κορμί του από τα πλάγια και η παλάμη του με την ανάστροφη άρχισε να μου χαϊδεύει απαλά την ψωλή, πάνω από το σορτσάκι.
«Ααααααααααα!!! Ααααααααααααααααααααααα!!!», ούρλιαξε ο Ιερολοχίτης και γύρισε να προστατεύσει το κορμί του συντρόφου του που έπεφτε θανάσιμα τραυματισμένος από ένα βέλος στο στήθος.
Με πολύ τρυφερότητα έσκυψε πάνω από τον αγαπημένο του, του έβγαλε το κράνος και καθώς αισθάνθηκε την ψυχή να εγκαταλείπει το άδειο κέλυφος, με ένα γλυκό φιλί στα χείλη την ρούφηξε μέσα του. Σήκωσε το κεφάλι προς τον ουρανό, καθώς δάκρυα έσχιζαν το πρόσωπο του, έβαλε το χέρι στο στήθος του καθώς αισθάνθηκε τις δύο ψυχές να χορεύουν αγκαλιά, που μόνο ο θάνατός του θα τις χώριζε πια, και με μια ματιά γεμάτη πόνο και ένα τεράστιο γιατί, γύρισε να κοιτάξει την αγκυροβολημένη Αλεξανδρία, από όπου είχε εκτοξευθεί το βέλος.
Στο μέσον της πολυτελέστατης πολεμικής θαλαμηγού,, κάτω απτή λευκή τέντα, η Κλεοπάτρα βίωνε τον πιο έντονο της οργασμό με όλη την απελπισία που άξιζε στην τελευταία των Πτολεμαίων, καθώς το επόμενο ξημέρωμα ο στόλος του άτυχου ζευγαριού θα κείτονταν στα βάθη του κόλπου και η ίδια μόλις θα προλάβαινε να πιει το δηλητήριο πίσω στην αγαπημένη της Αλεξάνδρεια και πριν οι άξεστοι Ρωμαίοι την συλλάβουν και την εξευτελίσουν διαπομπεύοντας την πίσω στην αλλότρια πόλη.
Και καθώς το βλέμμα θόλωνε και η οίηση την εγκατέλειπε, πρόλαβε να δει τον Αττίλα να πετσοκόβει τους εχθρούς της και να ουρλιάζει από χαρά και δίψα για το αίμα που πότιζε τα χώματα της καταδικασμένης αυτοκρατορίας. Ο ίδιος όμως, όταν αργότερα γιόρταζε την νίκη του μες στη δερμάτινη σκηνή, πίνοντας ανόθευτο κρασί και γαμώντας την αγαπημένη του σκλάβα, δεν μπόρεσε να διακρίνει το δικό του τέλος που ερχόταν καλπάζοντας, πρόλαβε όμως μες στο μεθύσι του να διακρίνει τον Ελ Σιντ να προστατεύει μόνος τα τείχη της ευλογημένης Βαλένθια απέναντι σε Άραβες και Χριστιανούς άπληστους κατακτητές. Αυτός ευτύχησε τουλάχιστον να ακούσει στην αγκαλιά της αγαπημένης του, την μουσική που γλυκά τον αποχαιρετούσε, όντας ένας ζωντανός θρύλος.
Και όταν γύρισε να δει ποιος παίζει, διέκρινε το τρελό και πονεμένο βλέμμα της νεαρής ιδιοφυΐας που τελειώνοντας το ρέκβιεμ του, αποχαιρετούσε τον μάταιο κόσμο που τόσο τον πίκρανε και τον πατέρα που όσο και αν προσπάθησε δεν μπόρεσε ποτέ να ικανοποιήσει, φιλώντας τα στήθη των δύο ανήλικων πουτάνων, με τις οποίες συνήθιζε συχνά να ξεκαυλώνει, καθώς η αγαπημένη του σύζυγος τον είχε εγκαταλείψει από καιρό.
Θα ήθελε να αφιερώσει αυτό το τελευταίο κομμάτι στον καταραμένο ζωγράφο που σε μια στιγμή τρέλας έκοψε το αυτί του και πέθανε πάμπτωχος χωρίς να προλάβει να δει τα ηλιοτρόπια του να πουλιούνται 65 εκατομμύρια δολάρια μερικά χρόνια αργότερα. Έτσι ο φτωχός δεν άκουσε τον ποιητή που με το χαμίνι αγκαλιά στο σκοτεινό το δώμα, επέμενε πως το ταξίδι ήταν ο σκοπός. Πρόλαβε όμως να διαβάσει τα αγαπημένα χείλη που με θέρμη ανέκραξαν «Κνωσός!» και έτσι όταν ξαφνιασμένος γύρισα και κοίταξα τον εισπράκτορα του λεωφορείου, δεν μπόρεσα να μην προσέξω και τους 6-7 όρθιους, που μαζί με τους υπόλοιπους καθισμένους επιβάτες που είχαν απομείνει στο λεωφορείο, με κοίταζαν αηδιασμένοι, χαμογελώντας ηλίθια, αποχαυνωμένοι απτή ζέστη και την καύλα, καθώς οι δύο Γερμανοί ήταν ακόμα κολλημένοι επάνω μου. Έτρεξα κατευθείαν στο θάλαμο και ο Δόκτωρ Σποκ με διακτίνησε στον Άλφα Κενταύρου.
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.