Παρατηρήσεις αποστολέα: Πέρσι το καλοκαίρι μετά από καιρό επικοινωνίας με κάποιον από Ηράκλειο, αποφάσισα, μετά από πιέσεις του, να πάω να μείνω 3-4 μέρες.
Η ιστορία:
Σκεφτόμουν τι θα έκανα τόσες ώρες μόνος στο πλοίο. Έκατσα σ' ένα σαλόνι κι άρχισα να… τσεκάρω τους γύρω. Ήρθε ένας σερβιτόρος και παρήγγειλα κρασί (οι γύρω παραξενεύτηκαν). Μιλούσα στο τηλέφωνο, το 'παιζα άνετος και ένιωθα ok. Ξαφνικά έκατσε δίπλα μου, στο τραπέζι μου ένας τύπος.
- Φίλε ενοχλώ; (τι να ενοχλεί, αφού πανηγύριζα μέσα μου).
- Αν είσαι φρόνιμος όχι (χαμογέλασα).
- Κρασί ε; Χμ... φίλε ένα και σε 'μένα.
Αρχίσαμε το πιώμα, κάναμε βόλτες, γνωριστήκαμε καλά. Εγώ 1,80 αδύνατος καστανός, αυτός ίδιο ύψος αλλά γυμνασμένος και ξανθός (καταγωγή Πολωνία).
Γύρω στις 3:00 βρεθήκαμε σ 'ένα σημείο αρκετά ήσυχο ενώ ήδη είχαμε κάνει "κεφάλι".
- Φίλε θα στο πω καθαρά, σε γουστάρω.
- Εγώ τι νομίζεις; (του είπα).
Για πότε με άρπαξε και με φίλησε δυνατά, ούτε που το κατάλαβα. Κάπου εκεί όμως ήταν και άλλη μια παρέα (μάλλον Πολωνοί). Πιθανό να τους έκανε νόημα και ήρθαν. Με στρίμωξαν πίσω απ΄ το κλειστό μπαρ και άρχισαν να με κατουράνε.
- Ρε…, φώναξα.
- Σκάσε πούστη έμπλεξες τώρα.
Αφού έφαγα στη μούρη και το σώμα όλα τα κάτουρα, ένας με βούτηξε απ' το πόδι και έπεσα μπρούμυτα. Μ' έγδυσαν μπαμ-μπαμ. Αμέσως κατάλαβα ότι δε θα τη βγάλω καθαρή.
- Ποιος;
- Εσύ ρε μαλάκα, πρώτος τον γνώρισες.
- Πουστράκι δες.
Είδα 4 "εργαλεία" έτοιμα να με αφήσουν ανάπηρο.
- Μάγκες δε θ' αντέξω, έχω καιρό να…
δεν πρόλαβα να μιλήσω άλλο. Με φόρα με κάρφωσε ο "δικός μου".
- Απόψε θα σου μείνει αξέχαστο.
Η πούτσα του μπήκε με τη μία και φυσικά τρελάθηκα στον πόνο. Οι άλλοι 3 με κρατούσαν. Με ξέσκισε με μανία σα να με είχε άχτι. Έχυσε σένα ποτήρι κρασιού. Οι άλλοι δύο άρχισαν να μου δίνουν πίπα και ξαφνικά μπήκε ο τρίτος, ακόμα πιο άγρια, με πιο μεγάλο εργαλείο. Ήθελα να ουρλιάξω. Πώς όμως; δυο καβλιά μου ΄χαν σφραγίσει το στόμα. Έχυσε στο ίδιο σημείο και μιλούσε τη γλώσσα του (μάλλον μ' έβριζε).
- Και τώρα ετοιμάσου βρωμιάρη να ξεχάσεις τη γλώσσα σου.
Με χτύπαγαν σε διάφορα σημεία και μ' έβριζαν. Πιστέψτε με, μ' άρεσε. Κάποια στιγμή σταμάτησαν κι έχυσαν στο ίδιο ποτήρι ενώ έφτυσαν μέσα.
- Πιες το όλο σφηνάκι πουστράκι.
Δεν ένιωθα τι έκανα. Έπινα και τα μάτια άρχισαν να κλείνουν. Τα ξημερώματα τα άνοιξα. Έλειπαν.
(Copyright protected OW ref: 61890)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.