Το e-mail μου είναι το:
Το όνειρο μου ήταν να γίνω ηθοποιός. Στην δική μου περίπτωση, επειδή στην ζωή μου δεν ήμουν πολύ ευτυχισμένος, είχα απόλυτη ανάγκη από γέλιο και χαρά. Δεν άντεχα να βλέπω κατσουφιασμένες φάτσες. Τις είχα συνέχεια μπροστά μου μέσα στο σπίτι μου. Έφτανε αυτό. Έτσι από τα δώδεκα μου έκανα μια απότομη στροφή, έγινα κλόουν και άρχισα να κάνω τους άλλους να γελάνε. Βλέποντας την δική τους χαρά, χαιρόμουνα και γω. Οι συμμαθητές μου με περνάγανε για ηλίθιο. Εγώ αιμορραγώντας τους συγχωρούσα και συνέχιζα να τους κάνω να γελάνε. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Θρεφόμουν απ'τα χαμόγελα τους.
Ο Κώστας με έκανε να καταλάβω τι σημαίνει να είσαι πραγματικός καλλιτέχνης. Ήταν φίλος του Γιώργου, του πρώτου μου εραστή. Μία μέρα που συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν έτοιμος να γίνω πουτάνα, έκλεισα οριστικά πίσω μου την πόρτα στον Γιώργο και από τότε δεν τον ξανασυνάντησα ποτέ, παρόλο που ο ίδιος ρώταγε συχνά τους κοινούς μας φίλους πως τα πάω, ειδικά από την στιγμή που έγινα ένα επιτυχημένομοντέλο. Ο Κώστας όμως ήταν πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος και με γούσταρε πολύ. Ήταν ο καλύτερος μακιγιέρ στην Ελλάδα και ένας πολύ αισθαντικός πιανίστας. Όταν με φωτογράφησε μια μέρα μέσα στο διαμέρισμά του κατάλαβα ότι ήταν και καταπληκτικός φωτογράφος. Και μετά όταν καθίσαμε και φάγαμε, διαπίστωσα ότι ήταν και υπέροχος μάγειρας. Ήταν ο ολοκληρωμένος άνθρωπος! Αυτός με έκανε να καταλάβω ότι ο πραγματικός καλλιτέχνης, είναι καλλιτέχνης στα πάντα. Με ότι και αν ασχοληθεί. Από το πώς ζωγραφίζει ένα πορτρέτο η το πως μεταμορφώνει ένα πρόσωπο με το πινέλο του, μέχρι του πως ακουμπάει την πετσέτα του στο τραπέζι καθώς τρώει. Μετά του πήρα μια πίπα και ύστερα παραμείναμε φίλοι
Λίγες μέρες μετά κοίταγα σαν χαζός τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που μου έβγαλε. Εγώ ήμουν αυτός ο άγνωστος; Μα εγώ ήμουν άσχημος. Έτσι πίστευα τουλάχιστον όλα τα δύσκολα χρόνια της εφηβείας μου, συγκρίνοντας τον εαυτό μου με μια φωτογραφία που είχα βγάλει στα δεκατρία μου, καθώς εισερχόμουν σε μια πολύ προβληματική εφηβεία και έπρεπε να συγκρίνω την καθημερινή εικόνα του εαυτού μου, με αυτήν ενός, με τεράστια, ορθάνοιχτα, πληγωμένα μάτια εκπεσώντος αγγέλου.
Στις διαφημίσεις μπήκα γιατί ήθελα να δω αν με ήθελε ο φακός. Ήταν ένα crash test προτού δοκιμάσω τον εαυτό μου στα πραγματικά δύσκολα νερά που σκόπευα να βουτήξω. Ο Κώστας με έστειλε σε μια φίλη του, που είχε το πιο γνωστό πρακτορείο μοντέλων στην Αθήνα, αυτή ενθουσιάστηκε με τις φωτογραφίες που μου είχε βγάλει ο Κώστας και ταχύτατα άρχισε να με προωθεί για να δουλέψω σε διαφημίσεις στα περιοδικά και στην τηλεόραση. Ναι ο φακός με ήθελε.
Οι διαφημίσεις με βοηθήσανε να ανεξαρτητοποιηθώ οικονομικά, να γνωρίσω ένα εντελώς διαφορετικό κόσμο, από αυτόν που μέχρι τότε συναναστρεφόμουν, χωρίς ταυτόχρονα να εμποδίζει σε τίποτα την αθλητική μου καριέρα και την συνέχιση των σπουδών μου.
Με τον αθλητισμό όμως είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Ήμουν πορωμένος μαζί του. Ασχολιόμουν πια πρωταθλητικά σε περισσότερα από ένα αθλήματα, αλλά η καθημερινή πεντάωρη ενασχόληση μου με αυτόν, δεν μου άφηνε κανένα εισόδημα και ούτε χρόνο για να δω τι θα κάνω με το επαγγελματικό μου μέλλον. Έτσι η μοίρα έπαιξε το παιχνίδι που της είχε ζητηθεί. Κάνοντας ακροβατικά με το παπάκι μου, έπεσα σε μια λακκούβα, κύλησα στο οδόστρωμα, και το μηχανάκι πέφτοντας πάνω στο πόδι μου το έστριψε και έσπασα τους συνδέσμους στο δεξί γόνατο.
Στον μέσον αυτού του καλοκαιριού του 81 η Αθήνα έβραζε. Εγώ ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με ολόκληρο το πόδι μου σε ένα πλαστικό γύψο και έλιωνα απτόν ιδρώτα που πότιζε το κορμί μου. Πήγαινα στο μπάνιο, έκανα ένα παγωμένο ντους και κάθε μια ώρα επαναλάμβανα το ίδιο. Αυτή ήταν λοιπόν η κόλαση…
Δεν άντεχα άλλο και ο πατέρας μου με έστειλε στην Ζάκυνθο να μείνω λίγο στο σπίτι ενός φίλου του. Κάθε μέρα έπαιρνα την πατερίτσα μου, περπάταγα κούτσα κούτσα τρία τέταρτα μέχρι να φτάσω στην παραλία και όρμαγα στο νερό διψασμένος για λίγη δροσιά. Κάθε μέρα επαναλάμβανα την ίδια ρουτίνα, προσθέτοντας απλά μετά από λίγες μέρες μια μάσκα που έμπαζε νερά και ένα μονό βατραχοπέδιλο, που φόραγα στο καλό μου πόδι, ώστε να μπορώ τουλάχιστον να παρακολουθώ τον βυθό που τόσο αγαπούσα. Μετά πάλι περπάτημα σαράντα πέντε λεπτών μέχρι να επιστρέψω πίσω στο σπίτι.
Μετά από περίπου δέκα μέρες στο νησί, η διαδικασία αυτή με είχε κουράσει πολύ. Αποφάσισα να πάω για τελευταία φορά για μπάνιο. Πήρα τον σάκο μου με την πετσέτα μου, την χαλασμένη μάσκα και το μονό βατραχοπέδιλο μαζί με την πατερίτσα μου και ξεκίνησα τον δρόμο του μαρτυρίου. Έφτασα επιτέλους στην παραλία της πόλης, φόρεσα την μάσκα και το βατραχοπέδιλο και έπεσα στο νερό. Καθώς κολυμπούσα χρησιμοποιώντας μόνο το δεξί χέρι και το αριστερό πόδι, κρατώντας με το αριστερό χέρι την μάσκα σφικτά στο πρόσωπο μου για να μην μπάζει νερά, βλέπω ξαφνικά στα 3-4 μέτρα βάθος ένα μεγάλο χταπόδι να κινείται ανάμεσα σε μερικά μικρά βραχάκια. Έπαθα σοκ! Τρελαίνομαι για χταπόδια! Όποτε έκανα ψαροντούφεκο τα κυνήγαγα σαν τρελός. Είναι ο αγαπημένος μου μεζές!
Δεν πίστευα τι μου συνέβαινε! Ήταν σαν να με κοροϊδεύει η τύχη μου. Όποτε είσαι με ψαροντούφεκο σου βγαίνει η πίστη να τα βρεις και όταν είσαι χωρίς ψαροντούφεκο έρχονται μπροστά σου! Κόντευα να σκάσω. Τελικά δεν άντεξα, έσφιξα όσο μπορούσα την μάσκα στο πρόσωπο μου και έκανα βουτιά προς το μέρος του. Το άτιμο λες και καταλάβαινε ότι χωρίς ψαροντούφεκο είμαι ακίνδυνος, άλλαξε απλώς χρώμα ώστε να μην φαίνεται και ούτε καν προσπάθησε να το σκάσει. Κόντευα να τρελαθώ! Το είχα μπροστά μου στο μισό μέτρο και το κοίταγα σαν χαζός χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα! Ανέβηκα στην επιφάνεια να πάρω αέρα και ξαναβούτηξα προς το μέρος του.
Ήταν πολύ μεγάλο. Τουλάχιστον ενάμιση κιλό. Είχα αλαλιάσει! Είκοσι φορές ανέβηκα στην επιφάνεια και άλλες τόσες ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με το χταπόδι, μέχρι που πήρα την μεγάλη απόφαση. Πήρα μια τελευταία μεγάλη αναπνοή, έσφιξα την μάσκα στο πρόσωπο μου με το αριστερό χέρι, για να μπορώ να βλέπω καθαρά και βούτηξα προς το θρασύτατο χταπόδι που δεν έλεγε να κουνηθεί. Έφτασα ακριβώς από πάνω του και με μια αποφασιστική κίνηση το άρπαξα με όλη μου την δύναμη, για να μην μου ξεγλιστρήσει και όρμισα προς την επιφάνεια. Έβγαλα το χέρι μου κάθετα έξω από το νερό , γιατί θα μου ξεγλίστραγε , ανέβασα την μάσκα πάνω από το πρόσωπο μου για να αναπνέω ελεύθερα και κολυμπώντας πλάγια, έφυγα σφαίρα για την παραλία. Έσφιγγα το κακόμοιρο χταπόδι με όλη μου την δύναμη για να μην μου ξεγλιστρήσει, αλλά και να μην με δαγκώσει και κείνο σοκαρισμένο άπλωσε τα πλοκάμια του σφικτά πάνω στο χέρι μου και τα έφτασε μέχρι τον ώμο μου. Τόσο μεγάλο ήταν! Δέκα μέρες έκαναν να φύγουν τα σημάδια απτό χέρι μου.
Όταν έφτασα έξω ολοκλήρωσα το έγκλημα μου, δαγκώνοντας το ανάμεσα στα μάτια, ώστε να το σκοτώσω και να μπορέσω να το ξεκολλήσω από πάνω μου. (Γιακ, ναι ξέρω... O well...)
Δύο σούπερ γκόμενες πλησίασαν τον τρελό, με το πόδι στο γύψο και τα σάλια να τρέχουν απτό στόμα του, καθώς χτύπαγε το χταπόδι στα βραχάκια , στην άκρη της πλαζ. Ήταν γύρω στα τριάντα, η μια μελαχρινή και η άλλη ξανθιά, με πλούσιες καμπύλες και σέξι προσωπάκια. Όπως μου εξήγησαν μετά που καθίσαμε μαζί στην παραλία, η μελαχρινή ήταν η πρωταγωνίστρια γνωστού θιάσου, που είχε έρθει στο νησί για να δώσει δύο παραστάσεις και η φίλη της, ήταν η γυναίκα του πολύ γνωστού πρωταγωνιστή του θιάσου. Όπως έμαθα αργότερα, η πρωταγωνίστρια, που μου έδειξε και απίστευτη συμπάθεια, ήταν και η γκόμενα του σκηνοθέτη. Μιλάγαμε λες και ήμασταν παλιοί γνωστοί και περνάγαμε καταπληκτικά. Τους είπα ότι σπούδαζα Γυμναστική Ακαδημία, ενώ έκανα και διαφημίσεις και πρόσθεσα ότι το όνειρο μου ήταν να γίνω και γω ηθοποιός.
Καθώς μετά από πολύ ώρα με αποχαιρετούσαν, με κάλεσαν να πάω το ίδιο βράδυ να δω την παράσταση τους. Θα έπαιζαν εκείνο το βράδυ και το επόμενο. Θεώρησα ότι μου το πρότειναν από ευγένεια και επειδή ντρεπόμουν γιατί δεν μπορούσα να φορέσω παντελόνι και έπρεπε να πάω με σορτσάκι δεν πήγα εκείνη την νύχτα. Την άλλη όμως δεν άντεξα, μια που στα είκοσι μου χρόνια, παρόλη την αγάπη μου για τον κινηματογράφο, δεν είχα παρακολουθήσει ποτέ μου θεατρική παράσταση και κούτσα κούτσα πήρα το δρόμο για τον καλοκαιρινό κινηματογράφο που παιζόταν η παράσταση. Η Σοφία, η πρωταγωνίστρια, χάρηκε πάρα πολύ όταν της είπα πόσο μου άρεσε η παράσταση και με κάλεσε να πάω μαζί με τον υπόλοιπο θίασο να φάμε σε μια πιτσαρία στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Τα γιασεμιά σκορπίζανε την μεθυστική τους μυρωδιά απλόχερα και στον ουρανό κρεμότανε μια πελώρια πανσέληνος. Τα πάντα εκείνη την νύχτα ήταν μαγευτικά για μένα… οι άνθρωποι… οι συζητήσεις τους, τόσο διαφορετικές από αυτές των συναθλητών μου, στις οποίες χρόνια είχα συνηθίσει... το χιούμορ τους... τα γέλια τους... το κρασί... ήταν μια από τις ποιο όμορφες νύχτες της ζωής μου! Ήταν ο κόσμος μέρος του οποίου ήθελα να είμαι και γω.
Αποχαιρετώντας τους, η Σοφία με κάλεσε, όταν επιστρέψω στην Αθήνα να πάω να δω τις πρόβες της καινούργιας παράστασης που ανεβάζανε. Την ευχαρίστησα για την υπέροχη βραδιά που μου χάρισε και δύο μέρες μετά επέστρεψα στην Αθήνα.
Όλο έλεγα να πάω να δω την Σοφία και τις πρόβες της νέας παράστασης στην οποία έπαιρνε μέρος και όλο το ανέβαλλα. Έλεγα από ευγένεια μου το πρότεινε, τι γυρεύω εγώ εκεί; Τελικά δεν άντεξα και ενάμιση μήνα μετά και αφού είχα βγάλει τον γύψο και είχα αρχίσει τις φυσικοθεραπείες στο πόδι μου, ένα βράδυ το πήρα απόφαση και κατά τις δέκα το βράδυ ήμουν έξω από το θέατρο που κάνανε τις πρόβες. Μπήκα μέσα και στο κέντρο της πλατείας πίσω από μια αναμμένη λάμπα , πάνω σε ένα μικρό τραπεζάκι, καθόταν ο σκηνοθέτης και κατεύθυνε τους ηθοποιούς. Ρώτησα ένα από τους ηθοποιούς εάν ήταν εκεί η Σοφία και εκείνος μου απάντησε ότι συνήθως έρχεται αργότερα και να κάτσω να παρακολουθήσω την πρόβα μέχρι να έρθει. Ο σκηνοθέτης, όπως μου είχε πει η Σοφία, του άρεσε να κάνει τις πρόβες αργά το βράδυ και πολλές φορές τους κράταγε στο θέατρο μέχρι που ξημέρωνε! Έτσι κάθισα και γω σε μια θέση και παρακολουθούσα μαγεμένος αυτά που έβλεπα να εκτυλίσσονται μπροστά μου. Αχ! Πως θάθελα νάμουν και γω εκεί πάνω στη σκηνή!
Στις δώδεκα, απογοητευμένος που δεν είχε έρθει η Σοφία, αποφάσισα πως ήταν ώρα να γυρίσω σπίτι μου. Στα σκαλιά της εξόδου έπεσα πάνω της. Έβγαλε μια κραυγή και με αγκάλιασε! «Τι κάνεις;» μου λέει, «Καλά!» της απαντάω με τεράστια μάτια από την έκπληξη για την τόση διαχυτικότητα της. «Νόμιζα ότι δεν θα ερχόσουν και μόλις έφευγα», της είπα.. «Δεν έχεις να πας πουθενά! Πάμε μέσα να δεις τον Κώστα (τον σκηνοθέτη) και να με δεις και στην πρόβα, να μου πεις αν σαρέσω». Δεν έφερα καμία αντίρρηση. Είχα χαρεί πολύ που την είδα.
Με πήρε αγκαζέ και με πήγε κατευθείαν στον Κώστα. Αυτός με χαιρέτησε πολύ ευγενικά, μου είπε ότι με θυμήθηκε από το νησί που είχαμε βρεθεί και μου είπε να παραμείνω και να παρακολουθήσω τις πρόβες. Έκατσα πάλι σε μια καρέκλα, κοντά στον σκηνοθέτη αυτή την φορά και παρακολουθούσα μαγεμένος όλα όσα εξελίσσονταν μπροστά μου. Η Σοφία μου άρεσε στο ρόλο της.
Κατά τις δύο και μισή το πρωί είπα να πηγαίνω πια. Πήγα να την χαιρετήσω και να φύγω και μου λέει δεν θα πας πουθενά. Περίμενε εδώ... Έκατσα και γω στην θέση μου και σε λίγο, έρχεται ο βοηθός του Κώστα, μου δίνει τρεις σελίδες και μου λέει βλέπεις εδώ που λέει Μιχάλης; Θα μάθεις τα λόγια σου και όταν σε φωνάξω θα ανέβεις επάνω και θα παίξεις την σκηνή με τον Νίκο. (Τον πρωταγωνιστή του θιάσου). Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό! Τα συναισθήματα μου εκείνης της στιγμής είναι αδύνατον να περιγραφούν. Απλά δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε! Δηλαδή... Δηλαδή... Εγώ τώρα...
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από την ένταση και το άγχος! Θα κατάφερνα να αποστηθίσω τα λόγια μου; Και αν τα μπέρδευα; Θα ήμουν καλός πάνω στη σκηνή; Τόσα πολλά ερωτήματα… τόσος τρόμος... τόση προσμονή... τόσο κοντά στο μεγαλύτερο όνειρο της ζωής μου…
Και έτσι περιμένοντας πετρωμένος να ανέβω στη σκηνή και να παίξω τον ρόλο μου, στις τέσσερις το πρωί με πλησιάζει πάλι ο βοηθός, μου δίνει πέντε σελίδες και μου λέει άσε την άλλη σκηνή, θα παίξεις σε αυτή την ομαδική σκηνή και όπου βλέπεις Μιχάλης θα διαβάζεις τον ρόλο σου. Τα πράγματα ψυχολογικά έγιναν χειρότερα για μένα , γιατί μου είχε πάρει τόση ώρα να μάθω τον ρόλο μου και να προετοιμαστώ ψυχολογικά και τώρα μου έδιναν κάτι καινούργιο και δεν θα είχα καθόλου ώρα να το δουλέψω. Όντως σε πέντε λεπτά μας φώναξαν όλους πάνω στη σκηνή και άρχισε η πρόβα. Με έριξαν μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα και έπρεπε απλά να κολυμπήσω.
Άρχισα να λέω τα λόγια μου και όπως πέρναγε η ώρα και η σκηνή κόντευε να τελειώσει, κοιτάω προς το κέντρο της πλατείας που καθόταν ο Κώστας και βλέπω την Σοφία , που καθόταν δίπλα του να μου κάνει σήμα χαμογελώντας σηκώνοντας τον αντίχειρα της προς τα πάνω. Τα συναισθήματα μου είναι αδύνατον να περιγραφούν, όταν μου είπαν ότι ο ρόλος, στον οποίο είχαν δοκιμαστεί δεκαπέντε απόφοιτοι δραματικών σχολών, ήταν δικός μου και την επόμενη μέρα έπρεπε να περάσω από εκεί για να υπογράψω τα συμβόλαια!
Αυτά δεν συμβαίνουν, σκεφτόμουν. Ζω σε ένα όνειρο! Ε λοιπόν δεν ήταν όνειρο, ήταν η πιο τρελή πραγματικότητα και γω πέντε η ώρα το πρωί κατέβαινα, τρεκλίζοντας και με δάκρυα να τρέχουν στα μάτια μου, τα σκαλοπάτια του θεάτρου, ξεκινώντας την καριέρα του ηθοποιού. Μέσα σε δύο μήνες είχα βρεθεί να μεταμορφώνομαι από αθλητής, σε επαγγελματία ηθοποιό, που δεν είχε παρακολουθήσει ποτέ στη ζωή του θεατρική παράσταση!
Ούτε ο πατέρας μου, ούτε η μητέρα μου ήρθαν να με δουν στο θέατρο που έπαιζα. Δεν ήταν για τον πατέρα μου σοβαρή η δουλειά του ηθοποιού. Αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να μαζεύει τα άρθρα που αναφερόντουσαν στο γιό του και να τα δείχνει με υπερηφάνεια στους φίλους του. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου... Με είδε όμως ένας διευθυντής δραματικής σχολής και με κάλεσε να γίνω μαθητής της σχολής του από την επόμενη μαθητική σαιζόν. Όπως και έγινε τελικά. Όπως με είδε και ένας φωτογράφος, που με ερωτεύτηκε, ο οποίος δούλευε σε δύο από τα πιο γνωστά νεανικά περιοδικά της εποχής εκείνης ( που καλά κρατούν μέχρι και σήμερα) και που ξαφνικά άρχισαν να γράφουν ολόκληρα άρθρα για τον υπέροχο ηθοποιό, μοντέλο και αθλητή. Και όσο η προπαγάνδα καλά κρατούσε, εκατοντάδες άρχισαν να έρχονται τα γράμματα από υστερικές θαυμάστριες που με είχαν δει σε όλες τις ταινίες που ποτέ δεν είχα πάρει μέρος.
Κάποια μέρα ο φίλος μου ο φωτογράφος με σύστησε σε ένα διάσημο φίλο του, γνωστό φωτορεπόρτερ και συγγραφέα καλλιτεχνικών βιβλίων και κολλητό φίλο μιας από τις μεγαλύτερες σταρ της χώρας μας. Ο Διονύσης ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος με ψυχή μάλαμα, γιαυτό και τον εκμεταλλευόντουσαν οι πάντες. Από τους εκδότες των περιοδικών που έδινε τις φωτογραφίες και τα άρθρα του και που δεν του έδιναν τα λεφτά που έπρεπε, μέχρι τους εκδότες των βιβλίων του, που άλλους αριθμούς αντιτύπων πούλαγαν και άλλα του έλεγαν. Και αυτός τα έβλεπε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα... Και αυτή ήταν η αιτία των καυγάδων μας αργότερα, μια που με έκανε έξαλλο η παθητικότητά του στην εκμετάλλευση των άλλων απέναντι του.
Με εκτίμησε ιδιαίτερα και με αγάπησε ακόμα πιο πολύ, γιατί ποτέ δεν τον είδα σαν μια ευκαιρία να ανέβω εκμεταλλευόμενος τις γνωριμίες του στον κόσμο του θεάτρου, αλλά για αυτόν τον ίδιο, ένα όμορφο άνθρωπο με μια πολύ γλυκιά ψυχή. Μέσα σε ένα πολύ σκληρό κόσμο ο Διονύσης ήταν μια όαση καλοσύνης και ηρεμίας. Ήταν το λιμάνι που ψάχνεις μετά από τα θεόρατα κύματα που σε χτυπάνε συνέχεια και που δεν ξέρεις πότε θα σταματήσουν για να πάρεις και συ μια ανάσα. Η ζωή στο σπίτι μου πήγαινε από το κακό στο χειρότερο... Ο πατέρας μου δεν ελεγχόταν πια. Ήταν φοβερά τυραννικός και ξέσπαγε συνέχεια πάνω στην μάνα μου, που ήταν μια ιδιαίτερα παθητική προσωπικότητα και στον αδερφό μου , που σαν πρώτος και άτυχος, ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στα όνειρα που είχε για αυτόν…
Εγώ τουλάχιστον σαν δεύτερος είχα μάθει να ξεγλιστρώ στις δυσκολίες. Ήμουν από μικρός ο ανεξάρτητος, αλλά και ο πολύ ευαίσθητος. Ταυτόχρονα πολύ δυναμικός, αλλά και συναισθηματικά πάντα τόσο ευάλωτος και γιαυτό τόσο δυστυχισμένος με την χρόνια κατάσταση της βαρβαρότητας που επικρατούσε στο σπίτι μου.
Η σχέση μου λοιπόν με τον Διονύση ήταν το λιμάνι που έψαχνα και που έδινε και ιδιαίτερη χαρά στον Bobby μου, μιας που ο Διονύσης ήταν αποκλειστικά παθητικός. Ταυτόχρονα όμως αισθανόμουν και ελεύθερος, αφού ο Διονύσης έμενε μόνιμα στο Λονδίνο και ερχόταν στην Ελλάδα, όπου συνδύαζε την δουλειά με τις διακοπές, για τρεις μήνες το καλοκαίρι και άλλο ένα μήνα μέσα στο χειμώνα. Έτσι διατηρούσαμε μια ελεύθερη σχέση, που για όσο καιρό όμως ερχόταν στην Ελλάδα , ήμασταν συνέχεια ο ένας δίπλα στον άλλο. Περνούσαμε τόσο όμορφα μαζί...
Με τον Διονύση μπήκα σε μια καινούργια σφαίρα. Κατάλαβα τι σημαίνει συντροφικότητα. Δεν υπήρχε το πάθος εκ μέρους μου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν κάναμε καλό έρωτα, αλλά υπήρχαν τόσα άλλα. Πηγαίναμε συνέχεια σε παραστάσεις, σε δείπνα με φίλους, σε πάρτυ, αλλά και σε ωραία εστιατόρια, όπου πάντα πλήρωνα εγώ το δικό μου μερίδιο, ακόμα και αν ήταν οι τελευταίες δραχμές που είχα στην τσέπη μου. Αυτό το είχε εκτιμήσει πολύ και με τον τρόπο του μου το ξεπλήρωνε πάντα πολλαπλάσια. Είχε νοικιάσει ένα ωραίο διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και μετά τις εξόδους μας γυρνάγαμε με το μηχανάκι μου πίσω και αρχίζαμε τα παιχνίδια μας. Ο Διονύσης ήταν και στο κρεβάτι όπως και στην υπόλοιπη ζωή του. Ήρεμος.
Ήταν ένας ωραίος άνδρας, δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερος από μένα, που πλησίαζα τα είκοσι μου τότε που τον γνώρισα. Το σώμα του ήταν κανονικό, με μια πολύ μικρή κοιλίτσα, μιας που πρόσεχε την διατροφή του και είχε ένα πολύ όμορφο και σφικτό κωλαράκι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση μαζί του , ήταν ότι την εποχή που όλοι έκαναν ελεύθερα έρωτα, εκείνος επέμενε πάντα να χρησιμοποιεί προφυλακτικό. Ήταν απίστευτα καθαρός άνθρωπος και αυτό ήταν βέβαια καλό, αλλά η επιμονή του να χρησιμοποιούμε προφυλακτικό, σε μια εποχή που αυτό δεν συνηθιζόταν ιδιαίτερα και που εγώ, που είχα δοκιμάσει τον ξεσκούφωτο έρωτα και που με κάβλωνε ιδιαίτερα, στην αρχή με ξενέρωνε. Μερικά χρόνια μετά βέβαια δεν το συζητούσα καθόλου, μιας που δεν ήταν πια απλά θέμα καθαριότητας και extra ηδονής, αλλά ζήτημα ζωής και θανάτου.
Εκείνη την εποχή πάντως αισθανόμουν τον Bobby να πνίγεται και να ασφυκτιεί μέσα στο πλαστικό του σκουφάκι. Μια μέρα μάλιστα τον είχα πιάσει να φτύνει, να φυσάει και να κάνει μπουρμπουλήθρες! Το τσογλάνι! Καλός ήταν, μόνο που ώρες ώρες δεν τον καταλάβαινα καθόλου. Έκανε πάντα του κεφαλιού του. Βέβαια δεν του πήγαινα ποτέ κόντρα. Με τους πούτσους πρέπει νάσαι πολύ προσεχτικός, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου βγάλουν. Και αν τσαντιστούν και σου κάνουν εμπάργκο την έχεις βάψει! Γιαυτό τον είχα πάντα στα ώπα ώπα. Ότι γούσταρε έκανα. Δεν του χάλαγα ποτέ χατίρι. Βασιλιά τον είχα και τον προσκυνούσα. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει του έλεγα! Δεν ήθελε και πολύ σκέψη το πράγμα.
Όσο περισσότερο σκέφτεται κανείς τόσο μεγαλύτερα τα προβλήματα στην ψωλή του. Πρέπει κανείς να είναι σχιζοειδής προσωπικότητα για να περνάει καλά ... Intellectual στο κοινωνικό και επαγγελματικό επίπεδο, Soft hearted στο συναισθηματικό και pure Neanderthal στο κρεβάτι!
Έπρεπε να προσπαθήσω πολύ , αλλά είχα εκπαιδευτεί από μικρός στις σχιζοειδείς καταστάσεις, οπότε για άλλη μια φορά ένοιωθα ότι θα τα έβγαζα πέρα μια χαρά...
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.