Η ιστορία:
Βράδυ καλοκαιριάτικο, από εκείνα που η ζέστη και η υγρασία κάνουν την δυσφορία μεγαλύτερη. Ακόμα κι ο αέρας που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο του κουπέ ήταν πνιγηρός και βαρύς, τόσο που νόμιζες ότι ο ίδιος ο συρμός αγκομαχούσε για να τον διασχίσει. Όπου να ‘ναι θα έφτανε στο σταθμό όπου θα άλλαζε με το τοπικό τρένο για τον τελικό προορισμό. Κι εκεί θα περίμενε δυόμισι ολόκληρες ώρες... Απελπίστηκε στην προοπτική. Μακάρι να είχε πάρει ένα βιβλίο, να περάσει η ώρα. Ευτυχώς δεν είχε αποσκευές -το ταξίδι ήταν αυθημερόν- παρά μόνο αυτό το μικρό σακίδιο πλάτης, πράγμα που θα του επέτρεπε να κάνει κανένα περίπατο.
Το τρένο αναταράχτηκε και έκοψε ταχύτητα πατώντας στα πρώτα κλειδιά του σταθμού. Στεκόταν ακόμη όρθιος στο παράθυρο του κουπέ, κάτι που συνήθιζε όταν ήταν μόνος. Άφηνε το βλέμμα να χαϊδεύει τους αρχιτεκτονικούς όγκους όλων των οικημάτων των σταθμών. Τα φυλάκια εισόδου, κάποτε επανδρωμένα, εκείνα των διαβάσεων τώρα πια αυτόματων κι ερημωμένων, τις αποθήκες με τις ράμπες φόρτωσης, τους πύργους με τις δεξαμενές νερού και τέλος λίγο πριν το κεντρικό κτίριο, τις τουαλέτες. Ένιωσε άμεσα τη φύση να τον καλεί στη σκέψη τους, πριν καν φανούν στα μάτια του. Χάρηκε στην ιδέα ότι τέτοια ώρα δεν θα έπρεπε να είχαν κίνηση. Φύσει λίγο ντροπαλός, δεν ένιωθε άνετα να χρησιμοποιεί τα ουρητήρια ως τώρα στα τριάντα κάτι του και οι τουαλέτες τέτοιων χώρων ήταν συνήθως ελεεινές σε βαθμό που δεν μπορούσες να μπεις. Θα πήγαινε άνετ- μα τι στο καλό; Ένα παράξενο πήγαινε έλα ανδρών έγινε άμεσα αντιληπτό καθώς το τρένο διάβαινε αργά και με φρένα που έσκουζαν μπροστά από τις τουαλέτες. Κάτι μέσα του σκίρτησε... Δεν ήξερε πως, δεν ήξερε γιατί, ήξερε όμως ότι αυτό το πήγαινε - έλα τον ενδιέφερε.
Κατέβηκε τσεκάροντας το ρολόι του με αυτό του σταθμού... Δυόμισι ώρες! Με αυτή την υγρή ζεστή αγκαλιά. Έκανε να μορφάσει στην σκέψη αυτή μα ξάφνου κάποια λάμψη ξεπρόβαλε από τα μάτια του καθώς συνειδητοποίησε το πρώτο της κομμάτι! Δυόμισι ώρες! Δυόμισι ώρες σε μια πόλη που κανείς δεν τον ξέρει. Κι εκείνο το σαν μελισσιού πήγαινε - έλα των ανδρών κάθε ηλικίας στις τουαλέτες, στο αχνό φως σκόρπιων φαναριών που τον μαγνήτιζε παράξενα. Ξεροκατάπιε. Είχε στεγνώσει ο λαιμός του, θαρρείς από άγχος. Αναριγούσε. Η καρδιά είχε αυξήσει τους παλμούς και ανάσαινε γρήγορα και κοφτά όπως στα παιδιά που ανακάλυψαν το γλυκό στην κρυψώνα της μαμάς... Μίγμα χαράς, άγχους, ανυπομονησίας, φόβου και ηδονής. Δεν περπατούσε συνειδητά! Βημάτιζε μηχανικά, κάπως αδιάφορα, ίσως κλεφτά προς κάπου απροσδιόριστα μα τα βήματά του τον οδηγούσαν εκεί σαν πεταλούδα στο φως της λάμπας.
Ένιωθε τα εξερευνητικά βλέμματα των ανδρών που συναντούσε στην πορεία του πάνω του, σαν αόρατα χέρια από την κορφή ως τα νύχια. Κι ένιωθε μια παράξενη εσωτερική ζέστη που τον μούδιαζε. Προσπέρασε δυο τύπους που στέκονταν ο ένας στο ένα πόδι ακουμπώντας με την πλάτη και την άλλη πατούσα στον τοίχο κοντά στην πόρτα κι ο άλλος αντίκρυ του ενώ κατάπινε ένα κόμπο που του ανέβασε η θέα τους στον λαιμό. Μπήκε μέσα με την αποφασιστικότητα εκείνου που θέλει να ξεπεράσει τους φόβους και τις παιδικές αναστολές του.
Όλες οι θέσεις στην μακριά σειρά ουρητηρίων ήταν πιασμένες. Τις υπολόγισε σε 15 περίπου. Κοντοστάθηκε και έκανε να γυρίσει στην σκέψη ότι κάθε φορά που ταξίδευε με λεωφορείο, στις εικοσάλεπτες στάσεις περίμενε υπομονετικά την τελευταία στιγμή να πάει στα αποχωρητήρια μόνο και μόνο για να μην συναντούσε κανέναν άλλο από το ίδιο λεωφορείο που πιθανόν θα τον έβλεπε φευγαλέα. Ντρεπόταν πάντα πολύ. Μα εκείνη τη στιγμή κάποιος αποτραβήχτηκε από τη σειρά, μάλιστα χωρίς καλά - καλά να έχει επαναφέρει το μόριό του στην σχισμή του παντελονιού. Το έκανε με αργές επιδεικτικές κινήσεις και είδε καθαρά τη στύση του που τον δυσκόλευε κάπως στο έργο αυτό. Και τότε ένιωσε ένα ελαφρύ σκούντημα από κάποιον που εν τω μεταξύ είχε σταθεί πίσω του.
Πάντα μηχανικά προχώρησε προς την κενή θέση. Δίστασε λίγο αλλά έσυρε κάτω το φερμουάρ τραβώντας το μισο-ερεθισμένο όργανό του έξω από το άνοιγμα του ευτυχώς φαρδιού, άνετου καλοκαιρινού παντελονιού... Προσπάθησε μάταια -λόγω άγχους- να ουρήσει, για να δικαιολογήσει -σε ποιον άραγε, στον ίδιο ή στους άλλους;- την παρουσία του εκεί. Στην τρίτη προσπάθεια που από το σφίξιμο τον έκανε πιο κόκκινο από ότι η ντροπή του, έβγαλε κάποιες δειλές σταγόνες ούρα. Ύστερα κατέβασε δειλά και ένοχα το βλέμμα προς τα αριστερά του...
Μια σειρά από αντρίκεια όργανα ανάμικτα με ανήσυχα χέρια του αποκαλύφθηκε! Τα απέφυγε ενστικτωδώς στρέφοντας το κεφάλι προς την αντίθετη πλευρά κατεβάζοντας όλο συστολή κι ενοχές περισσότερο το βλέμμα. Και αργά - αργά και δειλά το ανέβασε πάλι λίγο ανακαλύπτοντας το ίδιο θέαμα και δεξιά του. Μόνο το πρώτο - πρώτο μόριο αμέσως δεξιά του ήταν ορφανό από χέρι. Και μέσα στην επιβεβαιωμένη του έκπληξη ένιωσε το χέρι του διπλανού του προς τα αριστερά να γραπώνει τον ανδρισμό του. Ρίγησε... Νόμιζε θα λιποθυμήσει. Και τότε τόλμησε! Για πρώτη φορά, τόλμησε! Αφέθηκε να χαλαρώσει στα χάδια από το άγνωστο χέρι και με την σειρά του άπλωσε το δεξί στο ερεθισμένο όργανο που πάλλονταν στα δεξιά του.
Δεν μπόρεσε να καταλάβει αν ήταν ο ίδιος τόσο περιποιητικός ή ο άγνωστος τόσο ευερέθιστος και άνετος, όταν σε λίγο κατάλαβε από τους σπασμούς στην παλάμη του ότι πέτυχε να φέρει σε οργασμό έναν άλλο άνδρα με το δικό του χέρι. Έναν άνδρα που αμέσως μετά αποχώρησε από δίπλα του ικανοποιημένος, βγήκε και χάθηκε στο μισοσκόταδο του σταθμού. Όμως κατάλαβε τους ψιθύρους του άλλου στα αριστερά του που τον καλούσε να πάνε μαζί κάπου άνετα για να αποχωρήσει κι αυτός αμέσως μετά. Γύρισε και σαν υπνωτισμένος ακολούθησε τον άγνωστο κρατώντας μικρή απόσταση.
Προχώρησαν προς την άκρη του σταθμού και διέσχισαν τις γραμμές από την τσιμεντένια πασαρέλα προς την αλάνα του εμπορικού σταθμού απέναντι. Τον πρόσεξε καλύτερα κάτω από το φως που έριχναν οι χαμηλές κολόνες φωτισμού του σταθμού. Κάπου στα σαράντα πέντε, κανονικός στο σώμα, με τα πρώτα σημάδια τάσης για κοιλίτσα. Ντύσιμο σπορ νεανικό που φορούσε με άνεση εικοσάχρονου. Στο μισοσκόταδο της συστάδας των πεύκων που χώριζε την αλάνα από τις γραμμές ο άγνωστος κοντοστάθηκε. Εκείνος πλησίασε με την καρδιά να πάει να σπάσει και πάλι. Φτάνοντας κοντά δέχθηκε ένα παθιασμένο φιλί από τον άγνωστο που ταυτόχρονα άπλωσε το ένα χέρι πίσω του, γραπώνοντας γερά τους σφιχτούς γλουτούς του ενώ με το άλλο χούφτωνε τα αχαμνά του. Ξαφνιάστηκε ευχάριστα αν και τρόμαξε συνάμα.
- «Τι... Τι ώρα είναι; Θα χάσω το τρένο...» ψέλλισε.
Τον διαβεβαίωσε ότι είχαν πολύ χρόνο μπροστά τους. Εξάλλου όλο αυτό που του φάνηκε μια αιωνιότητα -τόσο ήταν το άγχος του- δεν είχε κρατήσει πάνω από μισή ώρα.
- «Και αν το χάσεις, κοιμάσαι σε μένα και φεύγεις με το πρώτο πρωινό» συμπλήρωσε με νόημα.
Ε ναι λοιπόν, γιατί όχι; Κανείς δεν τον περίμενε. Κι αν ακόμη αντιλαμβάνονταν οι δικοί του το πότε πραγματικά επέστρεψε θα έλεγε ότι έχασε το τρένο. Τίποτε ύποπτο. Συμφώνησε να πάνε στο σπίτι του Μάκη -έτσι του συστήθηκε εκείνος- όχι πολύ μακριά από εκεί. Ένα μεγάλο και άνετο ρετιρέ σε νεόκτιστη πολυκατοικία πολυτελείας τους περίμενε όταν πάρκαραν την “μπέμπα” στο υπόγειο γκαράζ και ανέβηκαν με το ασανσέρ. Ήδη μόλις διάβηκε το κατώφλι δέχθηκε άλλο ένα κύμα πάθους από τον Μάκη. Μετά αφού ήπιαν ένα παγωμένο έτοιμο καλοκαιρινό κοκτέιλ που του πρόσφερε, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο μπάνιο. Άρχισε να τον γδύνει λάγνα ενώ για κάθε δικό του ρούχο που αφαιρούσε, έβγαζε κι εκείνος το αντίστοιχο. Βρέθηκε για πρώτη φορά ολόγυμνος μπροστά σε κάποιον άλλο άνδρα. Κι ένιωθε την στύση του να πάλλεται. Τον τράβηξε στην μπανιέρα και έκαναν μαζί ντους. Τον περιποιήθηκε ο Μάκης απλώνοντας το κρεμοσάπουνο παντού δίνοντας περισσότερη προσοχή και αβρότητα στις ερωτογενείς περιοχές του. Ύστερα τον τύλιξε σε ένα μαλακό μπουρνούζι, φόρεσε και ο ίδιος ένα και τον οδήγησε στο κρεβάτι.
Άφησε πάλι τον εαυτό του να χαλαρώσει στα χάδια του Μάκη και με αδημονία άρχισε να εξερευνά το ανδρικό κορμί του, μια πρωτόγνωρη για εκείνον εμπειρία. Με τη σειρά του χούφτωσε τα οπίσθιά του, προσπαθώντας να μιμηθεί ότι δέχθηκε από εκείνον στο σταθμό. Κι έπειτα έπιασε στα χέρια του το δεύτερο αντρίκειο όργανο εκείνη την ίδια ημέρα. Ήταν σκληρό από την στύση και μαλακό συνάμα, ήταν λαχταριστό σαν φρέσκο ψάρι που σπαρταρά ακόμα στην αφή. Ο Μάκης οδήγησε το δικό του, εξίσου ερεθισμένο και στητό, στο στόμα του και άρχισε να τον γλείφει. Έβλεπε το όργανό του να χάνεται στο πεπειραμένο στόμα του Μάκη και έλιωνε από ηδονή. Ποτέ δεν είχε απολαύσει τον στοματικό έρωτα από μια γυναίκα. Οι ελάχιστες που πέρασαν από την νεανική ζωή του αν δεχόντουσαν να το κάνουν το έκαναν αδέξια, σχεδόν τον πονούσαν. Εκείνος το έκανε με πάθος και απίστευτη ευκολία. Παραλίγο να ολοκληρώσει εκεί. Όμως ο έμπειρος ερωτικός σύντροφος ήξερε με ακρίβεια που να σταματήσει. Μετά γύρισε στα τέσσερα και του πρόσφερε τα οπίσθιά του. Κι εκείνος βούτηξε αδέξια μέσα του σχεδόν με μια κίνηση, πράγμα που φανέρωνε πως ήταν η πρώτη φορά. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγες παλινδρομικές κινήσεις για να φτάσει σε έναν εκρηκτικό οργασμό. Έμεινε για λίγο ξέπνοος, ξαπλωμένος μπρούμυτα πάνω στην πλάτη του Μάκη.
Τώρα ο Μάκης έφερε το μεγάλο ερεθισμένο μόριό του κοντά στο στόμα του. Εκείνος με θρησκευτική ευλάβεια άρχισε να δίνει εξετάσεις στο μάθημα που πριν λίγο είχε λάβει. Το μυαλό του πήγαινε πίσω σε ότι του προκαλούσε περισσότερη ηδονή από όσα ο Μάκης του έκανε με το στόμα. Και τα κατάφερνε πραγματικά καλά, απίστευτα καλά για κάποιον που ποτέ του δεν είχε καν αγγίξει με τα χέρια άλλον άνδρα ως τότε. Έπειτα ο Μάκης τον έβαλε να σταθεί στα τέσσερα και αφού τον έγλειψε για λίγο πλησίασε και πιέζοντας σταθερά αλλά τρυφερά άρχισε να βυθίζεται μέσα του. Ήταν σαν να ανακάλυπτε ένα καινούργιο σύμπαν. Ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί καν πόση ηδονή μπορούσε να νιώσει από ένα κομμάτι σφιχτό κρέας που μπαινόβγαινε στα σωθικά του στην αρχή αργά και τρυφερά κι ύστερα όλο πιο γρήγορα και βίαια. Μέχρι που κατάλαβε τις συσπάσεις του επικείμενου οργασμού του Μάκη και αυτόματα ένιωσε να ανταποκρίνεται και ο ίδιος, φτάνοντας ταυτόχρονα με εκείνον μέσα του, έχοντας γίνει προέκταση εκείνου του οργάνου που όργωνε τα σωθικά του.
Έγειρε ξέπνοα δίπλα του. Όταν εκείνος του είπε για το τρένο δεν είχε καμιά όρεξη να προσπαθήσει να το προλάβει. Γύρισε την πλάτη στον τρυφερό εραστή του, χώθηκε στην καμπύλη του κορμιού του κολλώντας σαν δεύτερο δέρμα πάνω του και αφέθηκε να κοιμηθεί στην αγκαλιά του. Ξύπνησε χαράματα με τον Μάκη να πάλλεται γλυκά μέσα του μισοκοιμισμένος. Αποφάσισε ότι θα έκανε αυτό το ταξίδι συχνά και θα έχανε το τρένο της ανταπόκρισης κάθε φορά στην αγκαλιά του.
(Copyright protected OW ref: 47377)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.