Φτάνοντας στο συνηθισμένο μου κλαμπ η αδρεναλίνη μου έφτασε στα ύψη. Δεν συνήθιζα να πηγαίνω μόνος αλλά ήλπιζα να βρω κάποιον φίλο ή γνωστό μου εκεί. Μπαίνοντας έριξα μια μπλαζέ ματιά στο χώρο κόβοντας φάτσες. Όσο ρηχό κι αν είναι πάντα έπαιρνα μεγάλη ικανοποίηση να με κοιτάνε όταν έμπαινα σε ένα Gay Bar, το πάθος μου λοιπόν ήταν η φιλαρέσκεια. Αν και τελικά δεν είδα παρά μερικούς γνωστούς κατέληξα να χορεύω μόνος στη μέση του μαγαζιού με όλα τα βλέμματα καρφωμένα πάνω μου. Είχα μεθύσει, αλλά όχι από αλκοόλ, είχα μεθύσει από την ηδονή που έπαιρνα καθώς εισέπραττα τον θαυμασμό. Η ιδέα και μόνο ότι με «αγάπαγαν» όλοι αυτοί οι άγνωστοι με ερέθιζε πιο πολύ κι από το σεξ.
Η ώρα είχε πάει πέντε κι εγώ είχα κουραστεί από τον ασταμάτητο χορό. Έτσι, έχοντας κορεστεί τον θαυμασμό του κοινού μου, αποφάσισα να φύγω, σκεπτόμενος πόσοι άντρες θα ήθελαν να με πάρουν σπίτι τους για να περάσουμε μαζί το υπόλοιπο της νύχτας. Ζαλισμένος και παραπατώντας βγήκα από το μαγαζί με αφτιά να βουίζουν και το σώμα μου να κρυώνει από τον ιδρώτα που πάγωνε πάνω στο δέρμα μου από το κρύο αεράκι του ξημερώματος. Είχα ένα παγωμένο χαμόγελο αυταρέσκειας τυπωμένο στο πρόσωπό μου και προχώραγα μέσα από τα στενά μέχρι να βγω στον κεντρικό δρόμο για να βρω το ταξί της επιστροφής. Ανυπομονούσα να φτάσω στο σπίτι μου καθώς σιχαινόμουν το αίσθημα του παγωμένου ιδρώτα να στάζει από το κεφάλι μου…
Νιώθω ένα χέρι να με τραβάει πίσω. Κάθε ηλίθια σκέψη χάθηκε από το μυαλό μου. Ένιωσα τα μάτια μου να ανοίγουν περισσότερο από κάθε φορά. Είχα μπει σε μια άλλη διάσταση όπου το μόνο που είχε σημασία πια ήταν να γυρίσω στο σπίτι μου ζωντανός. Άνοιξα το στόμα μου ενστικτωδώς και μετά από μια μεγάλη εισπνοή πήγα να φωνάξω με όλη τη δύναμη της ύπαρξής μου, η οποία κινδύνευε. Ένιωσα τη γεύση μιας υγρής παλάμης να φράζει το στόμα μου, πνίγοντας την φωνή μου μαζί με την τελευταία ελπίδα να σωθώ. Τα δυνατά χέρια άρχισαν να με τραβάνε πίσω βίαια χωρίς να δείξουν οίκτο στους λυγμούς μου.
Βυθίστηκα στο σκοτάδι ενός στενού που κατέληγε σε αδιέξοδο. Εκεί με οδήγησαν τα άγνωστα χέρια και στη συνέχεια με πέταξαν πάνω σε μερικές πεταμένες σακούλες. Το σκοτάδι ήταν ακόμα βαθύ και δεν υπήρχε κανένα φως στο στενό. Στον πανικό μου άρχισα να ψηλαφίζω το χώρο με την ελπίδα να βρω κάτι να αμυνθώ, όμως το μόνο που ένιωσα ήταν την υγρή άσφαλτο και το κράσπεδο στο οποίο είχα προσγειωθεί παρά τη θέλησή μου. Μια σιλουέτα μπροστά μου, ενός άντρα στραμμένη προς εμένα με έκανε να παγώσω και να σταματήσω τις ταραγμένες κινήσεις μου για να ξεφύγω.
Δεν παραδόθηκα.. δεν ήθελα να το δεχτώ, απλά ένιωσα ότι δεν συμβαίνει κάτι τόσο τραγικό σε εμένα, ότι είναι κάποιος άλλος στη θέση μου και περνάει αυτή την τρομερή διαδικασία. Όπως όταν βλέπουμε καμιά φορά κάποιο όνειρο και νιώθουμε ότι άλλοτε είμαστε ο πρωταγωνιστής του και μετά από λίγο νιώθουμε σαν κάποιο τρίτο πρόσωπο που παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή αυτό να δρα και να υφίσταται τις δράσεις άλλων. Έτσι και τώρα ήμουν ένα τρίτο πρόσωπο το οποίο όμως δεν μπορούσε να επέμβει στην πραγματικότητα. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παρακολουθεί τον εαυτό του να δέχεται με απάθεια ότι συνέβαινε.
Ο άντρας πλησίασε απότομα και μου ακινητοποίησε τα χέρια και καθίζοντας στο ανάσκελα ριγμένο σώμα μου με κάρφωσε στο έδαφος. Το λιγοστό φως του φεγγαριού έλουσε το πρόσωπο του επιθετικού άντρα. Είχε γωνιερά σαγόνια και έντονα ζυγωματικά. Τα μαλλιά του ήταν κοντοκουρεμένα και ήταν αξύριστος. Η μύτη του συνέχιζε κατευθείαν από το μέτωπό του και το μόνο που τα χώριζε ήταν τα έντονα φρύδια του που ενώνονταν, δίνοντας του μια άγρια όψη. Σαν να συνήλθα από βαθύ λήθαργο το σώμα μου έκανε ένα σπασμό για να αντιδράσει στην πίεση που δεχόταν. Μάταια όμως, ο δυνατός άντρας με ευκολία με κράταγε καθηλωμένο στη γη.
Έσκυψε και έβαλε τα χείλη του στα δικά μου για να με φιλήσει. Εγώ αηδιασμένος τράβηξα το κεφάλι μου πίσω και μάζεψα τα χείλια μου μέσα στο στόμα μου. Με τη βίαια κίνησή του προσώπου του όμως κατάφερε να χώσει την γλώσσα του μέσα στο στόμα μου. Βρώμαγε αλκοόλ και η γεύση του σάλιου του μύριζε τσιγάρο. Η πρώτη διείσδυση είχε κιόλας αρχίσει. Με τα γόνατά του τώρα στα χέρια μου και με τα δικά του χέρια ελεύθερα άρχισε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του.
Θυμήθηκα τις τόσες φορές που είχα κάνει έρωτα με κάποιο αγαπημένο ή απλά συμπαθητικό πρόσωπο και έφτανα στο σημείο να του ξεκουμπώνω το παντελόνι για να ελευθερώσω τον ανδρισμό του, πόσο με ενθουσίαζε κάθε φορά να ανοίγω ένα παντελόνι και να πιάνω στα χέρια μου το ερεθισμένο πέος του εκάστοτε άντρα μου και πόσο αρρωστημένη εκδοχή των προηγουμένων αυτών εμπειριών μου ήταν η πραγματικότητα που ζούσα. Κατέβασε το παντελόνι μαζί με το εσώρουχό του βιαστικά μέχρι τα γόνατα καθώς με φίλαγε με λαιμαργία, σαν να ήμουν κάποιος ζουμερός καρπός της ζωής κι αυτός ένας πεινασμένος νεκρός που δίψαγε για γεύση και ζωή. Ανάμεσα στα πόδια του βρισκόταν ένας ερεθισμένος πούτσος αδρός και χοντροκομμένος, σαν ένα κομμάτι κρέας με δυο αρχίδια από κάτω τόσο μεγάλα και τόσο βαριά που έμοιαζαν έτοιμα να στάξουν πάνω μου.
- «Μην μου το κάνεις αυτό… Μην με καταστρέψεις…», ψέλλισα, αλλά ούτε που ακούστηκα.
Ούτε εγώ άκουσα την φωνή μου καθώς το μόνο που άκουγα και ένιωθα ήταν το αίμα μέσα στις φλέβες του κεφαλιού μου, το οποίο είχε αρχίσει να καίει. Ο Βιαστής μου τότε έπιασε το κεφάλι μου με τα δύο του χέρια βάζοντας τους αντίχειρές του πάνω από τα μάτια μου και ψιθύρισε επιτακτικά:
- «Αν με δαγκώσεις θα σου ζουλίξω τα μάτια έξω!»
Και με τα λόγια αυτά έσπρωξε το χοντροκομμένο πουτσοκέφαλο του στα σφιγμένα μου χείλια. Αρνιόμουν να του δώσω την ηδονή. Ήταν ένα κάθαρμα. Ήθελα να παρέμβει κάποιος από μηχανής θεός και να τον ακρωτηριάσει να τον κατακρεουργήσει μπροστά μου μέχρι να μην μοιάζει πια με άνθρωπο, γιατί δεν του άξιζε καν να έχει ανθρώπινη μορφή το μπάσταρδο γουρούνι. Το μόνο που έγινε όμως ήταν να με χαστουκίσει με δύναμη και να με αναγκάσει να τον τσιμπουκώσω.
Ήθελα να είναι άσχημος, να είναι αποκρουστικός και βδελυρός για να μπορέσω να τον μισήσω. Και τώρα τον μισούσα, καθώς με ανάγκαζε να του προσφέρω ηδονή δια της βίας, ρουφώντας του την άγαρμπη πουτσάρα του που έμπαινε απρόσεκτα και βιαστικά στο υγρό μου στόμα. Όμως μαζί με το μίσος μου για αυτόν, ένιωθα μια έλξη, ένα αίσθημα υποταγής να μεγαλώνει μέσα μου ραγδαία, να μου υποδεικνύει να παραδοθώ και να το απολαύσω. Ένα διεστραμμένο συναίσθημα που πήγαζε από την φιλαρέσκειά μου. Η ιδέα ότι ένας άντρας με πόθησε τόσο πολύ που έφτασε στα άκρα για να με κατακτήσει, κάπου βαθιά μέσα μου με εξίταρε. Ένιωσα ντροπή για αυτό που γινόταν αλλά πολύ περισσότερο που ήξερα ότι με ερέθιζε.
Έπαψα να αντιστέκομαι, όμως ούτε συμμετείχα, απλά αδράνησα και βυθίσθηκα στις σκέψεις μου. Η αυτογνωσία στην οποία είχα μόλις καταλήξει μου απαγόρευσε να αντισταθώ στην τιμωρία μου. Ο βιαστής μου ένιωσε ότι έπαψα να αντιστέκομαι και πήρε θάρρος να συνεχίσει την άνανδρη πράξη του. Με γύρισε μπρούμυτα και με έγδυσε τελείως. Το κρύο δεν με πείραζε πια, ήταν ένα μικρό μέρος της τιμωρίας μου. Άκουσα τον άνδρα να φτύνει και σύντομα ένιωσα τα δάχτυλά του υγρά, από σάλιο υπέθεσα, να μπαίνουν στον πρωκτό μου. Στην αρχή από τον πόνο τραβήχτηκα, αλλά έπειτα ξαναχάθηκα στις σκέψεις μου για το τι με είχε οδηγήσει στο μαρτύριο αυτό, ενώ παράλληλα χάζευα τον απέναντι τοίχο ενός κτιρίου και τον ανέλυα σε γεωμετρικά σχήματα.
Μετά από λίγο κατάλαβα πως ο άντρας είχε βάλει την πούτσα του μέσα μου σιγά - σιγά και πως τώρα που είχα χαλαρώσει άρχισε να δυναμώνει τον ρυθμό της εισβολής του. Άρχισα να πονάω και να κουνάω τα χέρια μου μάταια προς τα μπρος σαν να προσπαθώ να τραβηχτώ από κάτι, ή έστω να πιαστώ για να αντέξω τον πόνο που ολοένα γινόταν και πιο αφόρητος. Έκλαιγα χωρίς όμως να βγάζω φωνή. Ο Άντρας άρχισε να μουρμουράει κάτι καθώς με γάμαγε με βία, άρχισε να μιλάει πιο δυνατά μέχρι που κατάλαβα τα λόγια του…
- «Πάρ’ τα παλιοπουτανάκι, που μου κουνιόσουνα όλο το βράδυ και νόμιζες ότι είχες όλο τον κόσμο στα πόδια σου. Τώρα σε γαμάω όμως ξεφτιλισμένη αδερφάρα από τον κώλο, κι εσύ είσαι με τα μούτρα στην λάσπη, και χάρη σου κάνω παλιοπούστη!»
Τα λόγια του αυτά με έκαναν να νιώσω τόσο βρώμικος και ταπεινωμένος… Ο ψυχικός μου πόνος ξεπέρναγε την σωματική μου αγωνία. Η αγάπη που εισέπραττα από τους θαυμαστές μου δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την επιθυμία τους να με γαμήσουν στα τέσσερα. Δεν είχα πραγματικούς φίλους, δεν είχα κάποιον άντρα να με αγαπάει, το μόνο που είχα ήταν κάποιους γνωστούς που το μόνο που ήθελαν ήταν να καταλήξω στο κρεβάτι τους μέχρι κι αυτοί να με βαρεθούν. Η αγωνία και ο πόνος μου πλησίαζαν στο τέλος τους. Ο άντρας έβγαλε μια κραυγή λαγνείας και έχυσε το καυτό του σπέρμα μέσα μου. Έβγαλε τον πούτσο του και συνέχισε να χύνει στην παγωμένη μου πλάτη. Από την διαφορά θερμοκρασίας το ένιωσα σχεδόν να με ζεματάει.
Εξαντλημένος και αναπνέοντας βαριά, ο μεθυσμένος βιαστής μου έπεσε ξερός δίπλα μου και αποκοιμήθηκε. Εγώ έμεινα ακίνητος μέσα στην κατατονία που με είχε καταλάβει. Έτσι εγώ κι ο βιαστής μου, ξαπλωμένοι στο «συζυγικό κρεβάτι» μας, φτιαγμένο από σκουπιδοσακούλες, στην μέση της βρώμικης πόλης, αποκοιμηθήκαμε την ώρα που όλοι οι άλλοι ξύπναγαν.
Μέχρι την τελευταία στιγμή πριν κοιμηθώ θυμόμουν εκείνο το μάθημα των αρχαίων επών του Ομήρου, στο γυμνάσιο, που μας είχε διδάξει ότι όταν ο άνθρωπος φτάνει στην Ύβρη ακολουθεί η Νέμεσης. Εγώ το μόνο που είχα να περιμένω τότε ήταν τη λύτρωση…
(Copyright protected OW ref: 8365 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.