Τώρα που με διαβάζετε έχω αφήσει πίσω μου την Αθήνα και με εκθέτω στον ήλιο και τα βλέμματα ξένων.
Πριν φύγω όμως θυμήθηκα ένα καλοκαίρι, λίγα χρόνια πριν, όταν επιτέλους έφυγα για πρώτη φορά μόνη μου διακοπές. Ένα καλοκαίρι βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου. Το πρώτο μου πέταγμα μακριά από το σπίτι, οι πρώτες μου διακοπές όπως τις ονειρευόμουν, η ανεξαρτησία, η ασυδοσία.
Στις πανελλήνιες είχα πάει θαυμάσια και σίγουρα περνούσα όπου είχα δηλώσει. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια γιατί ήθελα να επιλέξω μόνη μου κι όχι με βάση τους βαθμούς μου. Πιο πολύ όμως, ήθελα να φύγω απ’ την Αθήνα και να ζήσω φοιτητική ζωή μακριά από τους δικούς μου, μόνη κι ελεύθερη.
Όταν λοιπόν μίλησα στους γονείς μου για διακοπές μόνη μου, στην αρχή φοβήθηκαν, μετά αγρίεψαν και στο τέλος αναγκάστηκαν να λυγίσουν.
Τα είχα προετοιμάσει όλα. Είχα χωρίσει με τον Δημήτρη, δεν είχα τίποτα με κανέναν, είχα συμφωνήσει με την Κατερίνα κι έμεναν μόνον οι λεπτομέρειες.
Η Κατερίνα ήταν η καλύτερη φίλη μου. Συμμαθήτριες από την Τρίτη δημοτικού. Ήταν η μόνη στην οποία είχα πει τα πάντα. Με τα περισσότερα δεν συμφωνούσε, αλλά ήταν και η μόνη που δεν ήταν παρθένα. Τα είχε τότε μ’ έναν φοιτητή του Πολυτεχνείου, τον Κώστα, ο οποίος εκείνον τον Αύγουστο έφυγε για Αγγλία μ’ ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών.
Το πεδίο ήταν ελεύθερο και ο προορισμός ήταν η Σκύρος. Το ταξίδι από την Αθήνα μέχρι την Κύμη κι από κει με το καραβάκι στην Σκύρο ήταν συναρπαστικό. Το πρώτο μας ταξίδι μόνες μας, ολομόναχες!!! Θυμάμαι ακόμα τα γέλια μας και τα σχέδιά μας. Θα περνούσαμε πέντε μέρες όλες κι όλες, αλλά για μας φάνταζαν αιώνες.
Νοικιάσαμε ένα δωμάτιο στη Χώρα, μ’ ένα μπαλκόνι με υπέροχη θέα στη θάλασσα. Η ιδιοκτήτρια μας έφτιαξε έναν καφέ και καθίσαμε στο μπαλκόνι να τον απολαύσουμε. Η Κατερίνα κάπνιζε από τότε. Θυμάμαι ακόμα τη μάρκα αλλά δεν θα την πω για ευνόητους λόγους.
Όπως συζητούσαμε, τσάκωσα τον εαυτό μου να περιεργάζεται τη φιλενάδα μου. Η Κατερίνα ήταν μια κοπέλα γεματούλα αλλά όχι χοντρή. Είχε στρογγυλά μπουτάκια, ένα σχετικά μεγαλούτσικο αλλά υπέροχα στητά κώλο και μεγάλα βυζιά. Αυτά τα βυζιά της τα ζήλευα από πάντα. Όχι πως τα δικά μου είναι μικρά, κανονικά είναι. Αλλά της Κατερίνας ήταν και παραμένουν το απωθημένο μου.
Έφτασε η ώρα να ετοιμαστούμε για την παραλία. Σηκώθηκα με πολλή φυσικότητα κι άρχισα να γδύνομαι μπροστά της. Στα μάτια της διάβασα ενόχληση αλλά και περιέργεια. Στάθηκα μπροστά της μόνο με το κιλοτάκι και την προέτρεψα να κάνει γρήγορα για να μη χάσουμε τη μέρα μας. Έπιασα το βλέμμα της να εστιάζει στο μουνί μου πάνω από το κιλοτάκι.
- «Το ξυρίζεις μωρή;», με ρώτησε χασκογελώντας.
Εκείνη την εποχή, το να ξυρίζεις το μουνί σου ήταν και αδιανόητο αλλά και σε χαρακτήριζε πουτάνα.
- «Όχι βρε! Αλλά το περιποιούμαι λίγο πιο πολύ απ’ το μπικίνι. Θέλεις να δεις;», τόλμησα.
Έγνεψε συγκατανευτικά. Τώρα πια δεν γελούσε.
- «Εντάξει, αλλά θα μου δείξεις και το δικό σου…», πέρασα στην επίθεση.
Ήμουν ήδη καυλωμένη…
Άρχισε να γδύνεται διστακτικά. Όταν οι βυζάρες της ελευθερώθηκαν από το σουτιέν κι έπεσαν μπροστά στα μάτια μου, ένοιωσα τα υγρά μου να κυλούν στα μπούτια μου. Κατέβασα αργά - αργά το κιλοτάκι μου. Τα μάτια της καρφώθηκαν πάνω στο μουνί μου…
Το είχα περιποιηθεί όσο καλύτερα μπορούσα. Ήταν ξυρισμένο στο μπικίνι αλλά και λίγο περισσότερο. Είχα αφήσει μια αρκετά παχιά «γραμμή» παραλληλόγραμμη, έχοντας ψαλιδίσει τις τρίχες αλλά όχι πολύ. Κι έτσι όμως ήταν πολύ προχωρημένο για την εποχή μου. Θυμάμαι ακόμα την έκπληξη στα μάτια των νεαρών γαμιάδων μου.
Κατέβασε το κιλοτάκι της και μου εμφάνισε έναν πραγματικό θάμνο. Ένα εντελώς απεριποίητο μουνί που, όμως, φώλιαζε ανάμεσα στα υπέροχα στρουμπουλά μπουτάκια της. Όσο ένιωθα την αδυναμία της τόσο καύλωνα. Την πλησίασα.
- «Μπορώ να αγγίξω;», ρώτησα με βραχνή από καύλα φωνή.
Δεν απάντησε και προχώρησα. Άγγιξα τις βυζάρες της. Το δάχτυλό μου περιεργάστηκε τις μικρές ρώγες της. Τις ένιωσα να σκληραίνουν. Καύλωνε το πουτανάκι. Η ματιά της θόλωσε όταν το άλλο μου χέρι την χάιδεψε χαμηλά. «Ή τώρα ή ποτέ!», σκέφτηκα.
Ένα δάχτυλό μου προχώρησε πιο ξεδιάντροπα και ακούμπησε τη σχισμή στα μουνόχειλα της. Ήταν υγρή! Έπιασα το χέρι της και το έβαλα πάνω στο μουνί μου. Άρχισε αμέσως να τρίβει την κλειτορίδα μου. Το ίδιο κι εγώ. Αναστέναξε και τεντώθηκε σαν τόξο.
Όσο τριβόμαστε, την πλησίασα και ζήτησα το στόμα της. Ανταποκρίθηκε κοκκινίζοντας. Ήταν το πρώτο μου γλωσσόφιλο με γυναίκα. Και ήταν τέλειο. Ήταν ακόμα πιο πρόστυχο απ’ ότι με τον όποιον άντρα. Οι γλώσσες μας ήταν χωμένες μέσα στα στόματα και έπαιζαν τρελά.
Ένιωσα ένα δάχτυλο να χώνεται στο μουνί μου, έπειτα δύο, έπειτα τρία… Ούρλιαξα σχεδόν και έχωσα δύο δικά μου βαθιά μέσα της. Έχυσε σχεδόν αμέσως. Η απειρία βλέπετε. Το χέρι μου γέμισε από τα παχιά υγρά της.
- «Μη σταματήσεις, κάνε με να χύσω…», την παρακάλεσα.
Συνέχισε να με γαμάει με τα δάχτυλά της, τώρα ακόμα πιο άγρια. Η ματιά μου έπεσε στην πόρτα. Ήταν μισάνοιχτη γιατί μάλλον είχαμε ξεχάσει να την κλειδώσουμε. Ένιωσα μια παρουσία να μας παίρνει μάτι. Και μόνο αυτή η αίσθηση μου έφερε απανωτούς οργασμούς. Έχυσα κρατώντας την σφιχτά από τα κωλομέρια.
Κοιταχτήκαμε αμίλητες… Έπειτα πήρε το μαγιό της και μπήκε στο μπάνιο ν’ αλλάξει. Οι πέντε μέρες μόλις είχαν ξεκινήσει…
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.