Με λένε Ανδρέα και είμαι δεκαοκτώ χρονών. Έχω γυμνασμένο σώμα σφιχτό κωλαράκι και καυλί 17 εκ. Όπως καταλαβαίνετε πάντα άρεσα σε όλους. Όμως εγώ ήθελα να πάω με άνδρες. Η ευκαιρία αυτή δεν μου είχε δοθεί ποτέ αλλά εγώ την περίμενα…
Ο πατέρας μου δούλευε σαν αρχιτέκτονας και ασχολιόταν με μια οικοδομή τελευταία η οποία απαιτούσε πολλή δουλειά. Μια από αυτές τις μέρες έπρεπε να με πάρει μαζί του γιατί εκεί κοντά είχε κάτι δουλειές και θα με πήγαινα σε έναν φίλο μου. Ντύθηκα και φόρεσα ένα άσπρο πουκάμισο και ένα τζιν παντελόνι πολύ στενό. Έτσι τόνιζα την κωλάρα μου.
Όταν φτάσαμε, η οικοδομή ήταν πολύ μακριά, χτύπησε το τηλέφωνό του και μου είπε πως πρέπει να φύγει και να πάρω μόνος μου το λεωφορείο και να πάω στο σπίτι του φίλου μου. Εγώ άλλο που δεν ήθελα να φύγει για να κάνω κάτι με τους εργάτες που βρίσκονταν εκεί. Μόλις έφυγε εγώ αντί να πάρω το λεωφορείο πήγα μέσα στην οικοδομή και προχώρησα μέχρι την άλλη άκρη. Καθώς περνούσα μπροστά από έναν αλβανό εργάτη αυτός σφύριξε περιπαικτικά σαν να ήμουν καμία γκόμενα. Εγώ τον κοίταξα και του έκανα νόημα να έρθει κοντά μου.
Πήγα πίσω από μια κολόνα σε ένα δωμάτιο και τον περίμενα γυμνός. Μόλις μπήκα με είδε και μου έκανε νόημα να σηκωθώ από τη στάση που είχα πάρει. Είχα κάτσει στα τέσσερα. Σηκώθηκα και έβγαλε τα ρούχα του. Ήταν φουλ γυμνασμένος με κάτι κοιλιακούς που με τρελαίνουν και ένα στήθος πλάκα. Είχε φοβερές πλάτες και έναν ωραίο και ζουμερό κώλο. Το καυλί του ήταν 23 πόντοι. Το έπιασα στα χέρια μου και το έτριβα στο δικό μου. Άρχισε να με φιλάει. Εγώ του είπα:
- «Θες τον κώλο μου;»
- «Ναι!», μου λέει.
- «Έλα να τον πάρεις!», του λέω και τρέχω γρήγορα μέσα στο δωμάτιο.
Άρχισε να με κυνηγάει και μόλις με έπιασε με κόλλησε στο καυλί του και τριβόταν πάνω μου. Μου τον έχωσε μέσα μου και κουνιόταν γρήγορα. Άρχισα να βογκάω. Ξαφνικά άκουσα:
- «Ανδρέα!»
Ήταν ο πατέρας μου. Έσπρωξα τον αλβανό που είχε μπει μέσα μου αλλά δεν έβγαινε. Του είπα:
- «Πρέπει να φύγω. Με φωνάζει ο πατέρας μου».
- «Δεν πειράζει, να μας πιάσει στα πράσα».
- «Θα σε απολύσει!», του λέω.
- «Δεν με νοιάζει. Εγώ εσένα θέλω».
Μπήκε μέσα ο πατέρας μου και άρχισε να φωνάζει έξαλλος:
- «Τι κάνεις εκεί;»
- «Να σου εξηγήσω πατέρα…»
- «Δεν χρειάζεται. Αφού το θέλεις να πας να μείνεις με αυτόν τον πούστη».
Έτσι και έγινε. Κάθε μέρα πηδιόμασταν και έφερνε και άλλους φίλους του μαζί. Σε άλλη ιστορία θα σας πω τη συνέχεια...
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.