Είχαμε πάει με φίλους έξω. Είμαι εικοσιένα ετών, ωραίο παιδί λένε, bisexual. Λοιπόν, είχα κουραστεί και επειδή οι υπόλοιποι θέλανε ποτό, πήρα ταξί να φύγω. Ο ταξιτζής ήταν ένας σαραντατεσσάρης, ωραίος γκριζαρισμένος, ευγενικός. Πιάσαμε την συζήτηση για διάφορα και κάποια στιγμή του είπα:
- «Φίλε συγνώμη κιόλας, αλλά θα μου δώσεις το κινητό σου για να σε πληρώσω γιατί αυτή την στιγμή δεν έχω χρήματα πάνω μου;»
Και όντως δεν είχα! Εκείνος έκανε επιτόπου στην άκρη. Πίστευα ότι θα με κατέβαζε, αλλά εκείνος είχε άλλο στο νου του…
- «Κάνεις πίπα;» ρώτησε.
- «Όχι βέβαια!» απάντησα εγώ σοκαρισμένος.
Μετά όμως το καλοσκέφτηκα: «Αν έλεγα όχι θα με άφηνε στην μέση του δρόμου και άντε να βρω ταξί βραδιάτικα!». Έτσι, του είπα:
- «Έχετε καλό καυλί;»
Εκείνος γέλασε…
- «Ρε μαλάκα, στον ενικό μίλα!» είπε.
Εγώ τότε με όση πουτανιά μπορούσα να βγάλω, γιατί θηλυπρεπείς δεν είμαι, του είπα:
- «Λοιπόν, έχεις καλό πούτσο;»
- «Δεν ξέρω τι λες… Να τον δοκιμάσεις και να μου πεις;»
Εγώ έσκυψα ανάμεσα στα πόδια του κι έβγαλα τον πούτσο έξω. Ήταν 17 πόντους περίπου και πολύ - πολύ φλεβάτος. Τα σάλια μου άρχισα να τρέχουν πριν καν τον πάρω στο στόμα. Βασικά δεν είμαι αυτού του τύπου, δεν γαμιέμαι με την πρώτη ακόμα και αν έχω μπροστά μου τον κούκλο, πως έγινε αυτό δεν ξέρω αλλά δεν μετανιώνω.
Άρχισα να τον γλύφω στοργικά. Ο ταξιτζής απλώς αναστέναζε και έλεγε και καμιά προστυχιά. Δεν έδινα σημασία, απλά ρούφαγα τον πούτσο του. Ήταν απίστευτος! Σιγά - σιγά γλίστρησα την γλώσσα μου στις παπάρες του κάτω. Είχε κάτι απαλά αρχίδια, απίστευτα! Το χέρι του αισθησιακά μου έδινε ρυθμό, μερικές φορές πίεζε με δύναμη αλλά δεν με πείραζε. Είχε καυλώσει απίστευτα!
Καθώς έγλυφα, ένιωσα να ανοίγει το παράθυρο. Πάγωσα όταν άκουσα κάποιον να μιλάει…
- «Όπα! Τι γίνεται εδώ ρε συ; Πού το τσίμπησες το πουστράκι;»
Εκείνος έκανε μάλλον νόημα γιατί άκουσα που είπε μόνο:
- «Τα λέμε ρε. Άντε, φύγε!»
Εγώ δεν σήκωνα κεφάλι από τον πούτσο, δεν ήθελα να με δει κανείς. Ευτυχώς δηλαδή όποιος κι αν ήταν δεν είδε ποιος ήμουν. Το καυλί είχε γίνει ατσάλινο.
- «Θες να σε γαμήσω ρε;» μου λέει ο ταξιτζής.
Εγώ αρνήθηκα και απλά κάθισα να με χύσει στα μούτρα. Σκουπίστηκα, και μπήκα σπίτι μου. Δύο μέρες μετά που συναντήθηκα με τους κολλητούς είχαν έναν εκεί καινούργιο στην παρέα…
- «Έλα εδώ ρε Γιάννη! Άκου μια ιστορία που μας είπε εδώ ο ξάδελφος μου…»
Κάθισα κάτω, χαιρέτησα τον ξάδερφο του κολλητού και εκείνος άρχισε να εξιστορεί με περίσσια έκπληξη πως ο μακρινός ξάδελφος της μάνας τους, που είναι ταξιτζής, είχε βάλει ένα πουστράκι να του παίρνει πίπα!
Ευτυχώς δεν κατάλαβε ποιο πουστράκι ήταν... ή μήπως να κατάλαβε;
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.