Χρόνια τώρα κατεβαίνω στην περιοχή του Σκαραμαγκά για δουλειές. Δεν ήξερα όμως τι ψωνιστήρι γίνεται.
Ένα μεσημέρι λοιπόν πριν δέκα μέρες περίπου, μπαίνοντας στο αυτοκίνητο μου, βλέπω δυο θεούς μελαχρινούς μέσα σε ένα φορτηγάκι. Ήταν τέσσερις το απόγευμα. Τους πήρα από πίσω. Πράγματι τους ακολούθησα και τους είδα ότι άραξαν στο λιμανάκι του Σκαραμαγκά. Έτσι, αφού είχα ταραχτεί είπα να τα παίξω όλα για όλα.
Πήγα λοιπόν και στάθμευσα δίπλα τους σχεδόν κολλητά. Σιγά - σιγά λοιπόν για να μην πολυλογώ έπιασα κουβέντα. Τσιγάρο με κέρασαν, μπίρα κ.τ.λ. Τα παιδιά ήταν από Σέρρες, 28 και 31 χρονών. Ήταν μαραγκοί και είχαν φέρει κάτι έπιπλα. Θα περίμεναν μέχρι το πρωί εκεί για να τα πάνε εκεί που έπρεπε.
Μιλάμε πολύ ωραία παιδιά. Ψηλοί και οι δυο, μελαχρινοί, τριχωτοί, με πολύ ωραία σώματα, φυσικά γυμνασμένοι. Με εκείνη την μακεδονίτικη προφορά που σε κάνει να πεθαίνεις από καύλα. Λοιπόν κουβέντα στην κουβέντα, ματιά στην ματιά, μου πετάξει ο ένας:
- «Πω πω ρε συ! Τι καύλες έχουμε!»
- «Μεγάλες;», ρωτάω.
- «Όσο δεν φαντάζεσαι!», μου απαντούν.
Οπότε, κατεβαίνω από το αμάξι μου και ανοίγω την πόρτα τους και την πιάνω του ενός.
- «Το είχα καταλάβει ότι είσαι πουστράκι!», μου λέει. «Περίμενε όμως...»
Κατεβαίνουν και οι δυο, ανοίγουν την πόρτα της καρότσας και μου λένε:
- «Μπες μέσα».
Δεν είχε πολύ χώρο λόγω επίπλων. Όμως μπήκα. Τότε μου λένε:
- «Γδύσου!»
Άρχισα να γδύνομαι ενώ αυτοί άρχισαν να κατεβάζουν τις ολόσωμες φόρμες εργασίας.
- «Πάρτους στο στόμα σου!», μου είπαν άγρια.
Και τότε άρχισα να τα παίρνω στο στόμα, πότε το έναν, πότε το άλλον. Ήταν απίστευτη καύλα! Το κακό ήταν που δεν είχαμε καπότες για να με πηδήξουν. Με έχυσαν στο πρόσωπο ενώ μου έδιναν και μικρά σκαμπίλια. Το πιο ωραίο ήταν που με έβριζαν με εκείνη την Βορειοελλαδίτικη προφορά.
Τέλος πάντων, τηλέφωνα δεν μου έδωσαν κι έτσι έφυγα και δεν τους ξαναείδα ποτέ.
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.