Η ιστορία:
Η ιστορία που θα σας διηγηθώ είναι αληθινή και έγινε στη Θεσσαλονίκη πριν δυο χρόνια. Δεν θα πω μόνο για το πήδημα. Οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι μόνο πήδημα. Είναι πρώτα εγκεφαλική επικοινωνία και μετά πήδημα άγριο, τρυφερό και ρομαντικό. Όλα μαζί για να ‘ναι καυλιάρικο και απολαυστικό. Τουλάχιστον εγώ έτσι το αντιλαμβάνομαι κι έτσι λειτουργώ. Βέβαια εντάξει, κάποιες φορές υπάρχουν κι οι αρπαχτές στη ζωή μας αλλά δεν πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι ο κανόνας. Η ιστορία αυτή έχει λίγη στεναχώρια, αρκετό γέλιο, νεανικό έρωτα, αγάπη και άγριο απολαυστικό πήδημα δυο ερωτευμένων νέων ανθρώπων.
Εκείνη την περίοδο είχα χωρίσει με την πρώην μου που είχαμε σχέση σχεδόν ενάμισι χρόνο. Ήταν καλή κοπέλα αλλά όλα τα ωραία κάποτε τελειώνουν. Έφυγε για συνέχιση σπουδών έξω και είχαμε χωρίσει ήρεμα αλλά και πάλι ήμουν στις μαύρες μου. Είχα βρεθεί σε νοσοκομείο λόγω ενός απλού σχετικά γαστρεντερικού προβλήματος ενός συγγενικού μου προσώπου το οποίο νοσηλεύτηκε για πέντε μέρες. Εκεί πήγαινα συχνά με βάρδιες για να προσέχω και να κάνω παρέα στο συγκεκριμένο ηλικιωμένο συγγενή μου. Στην αρχή όλα κυλούσαν βαρετά ώσπου τη δεύτερη μέρα, μπήκε στο θάλαμο μια κοπέλα νοσοκόμα που την έκανα 23 χρονών, αν και έδειχνε πιο μικρή λίγο. Εγώ τότε ήμουν 21. Ήταν πολύ γλυκιά. Διάβαζα εκείνη την ώρα ένα βιβλίο για τη σχολή και μου είπε:
- «Συγγνώμη, να περάσω λίγο;» με ένα ευγενικό και γλυκό χαμόγελο που σπάνια συναντάς σε τέτοια μέρη.
Ήταν περίπου 1.67-1.68 ύψος, πάνω κάτω 50 κιλά, με καστανόξανθα μαλλιά και γλυκά καστανά ματάκια. Αν και φορούσε τη νοσοκομειακή ρόμπα, είδα ότι είχε και ωραία σωματικά προσόντα. Κωλαράκι και βυζάκια... αξιοσημείωτα. Αλλά το ευγενικό χαμόγελο της ήταν καταπληκτικό. Με μάγεψε από την πρώτη στιγμή παιδιά. Από μέσα μου είπα: «Εσένα που σε κρύβανε, με όλες τις σαραντάρες θείες εδώ πέρα;». Σηκώθηκα, προχώρησε προς τον ορό, έβαλε κάτι και απομακρύνθηκε. Ήταν κεραυνοβόλο για μένα. Ήθελα να μάθω γι’ αυτή και να καταφέρω να μιλήσουμε. Ευτυχώς για καλή μου τύχη αργότερα φέρανε στο δίκλινο θάλαμο έναν παππού με πρόβλημα σακχάρου και με πολλαπλό βαρύ ιατρικό ιστορικό. Ο νεοαφιχθείς ήταν ανήσυχος και πηγαινοερχότανε στην τουαλέτα και γενικώς δεν καθόταν αυτό που λέμε στα αβγά του, αν και 86 χρονών. Η όλη κατάσταση ήταν κωμικοτραγική και με έκανε να κρύβω το γέλιο μου με το βιβλίο ενώ το συγγενικό μου πρόσωπο νευρίαζε με τον ανήσυχο. Εξαρτάται από την οπτική που βλέπεις ένα θέμα. Η κοπέλα επειδή πηγαινοερχότανε με έβλεπε που κρατούσα τα γέλια μου με το ζόρι και κάποια στιγμή που πέρασε μου είπε ψιθυριστά:
- «Εσύ όλο γελάς!» χαμογελαστή.
Αμέσως για να μην χάσω την ευκαιρία της απάντησα στον ενικό ψιθυριστά:
- «Μα δεν ξέρεις τι χάνεις εδώ. Σόου έχουμε. Θα κόβω εισιτήρια».
Γέλασε αλλά συγκρατημένα όπως κι εγώ για να μην αντιληφθούν τυχόν άλλοι τι λέγαμε. Υπήρχε γενικώς μια αμοιβαία συμπάθεια και ήθελα να της πιάσω κουβέντα. Το βραδάκι νωρίς η κατάσταση γενικά ήταν πιο ήρεμη οπότε επειδή είχαν κοιμηθεί μέσα οι δύο αταίριαστοι «συγκάτοικοι» βγήκα να κάνω μια βόλτα στο διάδρομο. Εκεί συνάντησα τη γλύκα. Ήταν με μια άλλη συνάδελφο της ηλικίας στα σαράντα παρά εκείνη και μιλούσανε. Κουρασμένες και φαίνονταν. Σκέφτηκα ότι δεν θα είχε διάθεση για κουβέντα κι απλώς χαιρέτησα διακριτικά. Κάποια στιγμή η άλλη έφυγε και η «δικιά μου» πλησίασε ένα παράθυρο στα όρια της πτέρυγας, το άνοιξε, άναψε τσιγάρο και κάπνιζε να χαλαρώσει. Ήταν τσακάλι στη δουλειά απ’ όσο την είχα δει. Άξιζε ένα τσιγαράκι να χαλαρώσει. Ξαναπέρασα και πιάσαμε κουβέντα.
- «Κοιμήθηκαν μέσα ε;» με ρώτησε.
- «Ναι, ευτυχώς διότι είναι αταίριαστοι. Ο παππούς που φέρατε πολύ ανήσυχο νιάτο ρε παιδί μου».
Γέλασε αυθόρμητα γιατί κι εγώ οκ το είπα επίτηδες με κωμικό στιλ. Χωρίς να χάσω χρόνο της είπα με χαμόγελο:
- «Γιώργος» και σήκωσα το χέρι κάπως διστακτικά για χειραψία.
Προς μεγάλη μου χαρά ανταποκρίθηκε δίνοντας το χέρι της άμεσα και χαμογελαστή:
- «Άννα».
Το πραγματικό της όνομα ήταν άλλο και επίτηδες το έχω αλλάξει. Η συζήτηση συνεχίστηκε τελικά για κανένα τεταρτάκι, μιλήσαμε, της είπα κάποια πράγματα για μένα, το ίδιο κι εκείνη από την πλευρά της. Τυπικά απλά πράγματα. Είπαμε διάφορα. Από εκείνη την ημέρα και για τις επόμενες, όποτε η Άννα είχε χρόνο και δεν είχε δουλειά να κάνει, τη βγάζαμε με τσιγαράκι στα όρια της πτέρυγας με τα τσιγάρα μας να κρέμονται έξω από το παράθυρο. Αν και καπνίζω σπάνια, εκείνες τις ημέρες είχα γίνει φουγάρο. Ήθελα να της πω για ραντεβού για καφέ αλλά το σκεφτόμουν. Έλεγα από μέσα μου «Θα της το πω τελευταία μέρα κι αν φάω πόρτα ούτως ή άλλως θα τη βλέπω κάθε μέρα μετά;». Τελευταίο βράδυ έτυχε πάλι να κάνουμε κουβεντούλα και κάποια στιγμή ενώ μου έλεγε διάφορα σκέφτηκα από μέσα μου «Μαλάκα πες της κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Μίλα!». Της είπα:
- «Θα ήθελες να βγούμε για έναν καφέ;»
Δεν την έκοβα για τσουλάκι όπως έχουν κάποιοι τις νοσοκόμες στο μυαλό τους. Ήταν αρχικά κάπως αμήχανη για κάποια δευτερόλεπτα και τελικά απάντησε:
- «Ε πως... ναι. Αν θες κι εσύ…» με το γλυκό της χαμόγελο.
Την άλλη μέρα δεν δούλευε απ’ ότι μου είπε. Ανταλλάξαμε κινητά και κανονίσαμε ραντεβού στις έξι το απόγευμα. Αργότερα όταν έφυγα το ίδιο βράδυ στο δρόμο χοροπηδούσα σχεδόν. Περπάτησα επί 40 λεπτά μέχρι το σπίτι από τη χαρά μου αντί να πάρω ταξί. Το πρωί ο συγγενής μου πήρε εξιτήριο, υγιής πλέον. Το απόγευμα ετοιμαζόμουν πυρετωδώς για το ραντεβού και γενικώς μάλλον θα είχα το γνωστό.. χαμόγελο των ερωτευμένων, πράγμα μου η μάνα μου το αντιλήφθηκε. Ο βήχας της όμως κόπηκε:
- «Πολλά ρωτάς, κάποια είναι και θα δείξει».
Έφτασα και μετά από δέκα λεπτά ήρθε κι η γλύκα. Γλύκα και καύλα. Ωραία καύλα όμως, όχι τσούλα και δήθεν. Δεσποινίδα ωραία. Έλιωνα στην όψη της. Πήγαμε για καφεδάκι σε ένα καφέ της λεωφόρου Νίκης. Μιλούσαμε, γελούσαμε και γενικά χημεία υπήρχε. Τελικά το ίδιο βράδυ συνεχίσαμε τη βόλτα μας και για φαγητό. Πρότεινα να συνεχίσουμε για ποτό αλλά η ώρα περνούσε σιγά - σιγά και μου είπε ότι το πρωί θα είχε βάρδια. Έτσι αμέσως της είπα χωρίς δισταγμό:
- «Σάββατο βραδάκι έχεις δουλειά ή έχεις κανονίσει τίποτα;»
- «Όχι» και με κοίταξε.
- «Ωραία, μην κανονίσεις» με κωμικό στιλ εγώ.
Γελάσαμε μαζί κι στεκόμασταν κοντά ώσπου φιληθήκαμε. Έτσι απλά μας βγήκε ταυτόχρονα. Δώσαμε ένα ωραίο γλωσσόφιλο διαρκείας μπροστά από το άγαλμα του Φιλίππου απέναντι από το Λευκό Πύργο. Αγκαλιασμένοι και δεν σταματούσαμε. Μέχρι σκασμού που λένε. Ε, αυτό. Οι γλώσσες μας τρυφερά και παθιασμένα μπλέκονταν μεταξύ του και δεν σταματούσαν από ερωτική καύλα. Κάποια στιγμή ένα από τα αμάξια που περνούσαν κόρναρε. Για μας; Για κάτι στο δρόμο; Μάλλον για μας διότι ήταν παιχνιδιάρικο κορνάρισμα. Κοιτάξαμε με τις άκρες των ματιών και οι δυο. Μας έπιασε ταυτόχρονο γέλιο και το φιλί σταμάτησε. Προχώρησα όμως ξανά κοντά της κι είπα:
- «Σ’ αγαπώ».
Δεν ξέρω τι όψη είχα εκείνη τη στιγμή αλλά με κοίταξε με το υπέροχο βλέμμα της και ανταποκρίθηκε λέγοντας:
- «Κι εγώ σ’ αγαπώ».
Ξανά αγκαλιά και γλωσσόφιλο διαρκείας. Μετά από λίγο και ενώ ψάχναμε τι και πως από συγκοινωνία διότι είχε πάει μία το βράδυ, σταμάτησα ένα ταξί που πετάχτηκε ξαφνικά πριν αυτή προλάβει να μιλήσει. Μπήκαμε μέσα αλλά εκεί... hello... αντιλήφθηκα ότι δεν ήξερα ούτε σε ποια περιοχή έμενε! Τα είχαμε πει σχεδόν όλα, είπαμε και τα σ’ αγαπώ, γλωσσόφιλα πέσανε αλλά σε ποιες περιοχές μένουμε όχι! Έλεος! Ε ναι. Σταμάτησα ταξί πριν προλάβει αυτή να μου μιλήσει. Κωμικοτραγικό. Το ταξί το οδηγούσε μια κοπέλα περίπου 30-35 χρονών.
- «Γεια σας».
- «Γεια σας».
Εκεί έμεινα μαλάκας. Γυρνάω και λέω στη δικιά μου:
- «Πού μένεις είπαμε;» για να διακωμωδήσω τη μαλακία μου.
Γέλασε η δικιά μου και η οδηγός κοίταξε από το καθρέφτη και χαμογέλασε ελαφρά διότι κάτι κατάλαβε. Η δικιά μου της είπε που πάμε κι εγώ σκέφτηκα από μέσα μου: «Τουλάχιστον μένουμε κοντά. Φαντάσου να έμενε στην άλλη άκρη της πόλης». Φτάσαμε κοντά στο σπίτι της και κατεβήκαμε μαζί. Τη πήγα μέχρι ένα σημείο και φιληθήκαμε. Ανανεώσαμε ραντεβού για το Σάββατο. Μετά, με άδειες τσεπούλες με μόνο πολύτιμο αντικείμενο πλέον το κινητό μου και το ωραίο μπουφάν που φορούσα, την έκανα με εικοσάλεπτη πορεία για το σπίτι μου.
Μετρούσα τις μέρες για το Σάββατο. Το πρόγραμμα έλεγε σινεμά και ποτάκι. Ραντεβού στο εμπορικό στο κέντρο. Περίμενα με έτοιμα τα εισιτήρια στην τσέπη για να μην χάνουμε χρόνο στην ουρά μετά. Ήρθε λίγο κουρασμένη αλλά χαμογελαστή. Πάντα αυτό το γλυκό χαμόγελο. Είχαμε λίγο χρόνο πριν την ταινία και καθίσαμε για έναν καφέ. Μετά από μισή ώρα σηκωθήκαμε για να πάμε στην αίθουσα. Η ταινία ήταν ωραία και κάποια στιγμή την έπιασα αγκαλιά. Ανταποκρίθηκε και δώσαμε ένα σύντομο φιλί αφού ήμασταν και πίσω. Είχε πάει δώδεκα και κάτι όταν βγήκαμε. Έπιανε το σβέρκο της.
- «Τι έχεις;»
- «Τίποτα μωρέ, λίγο πιασμένη είμαι. Είχαμε εφημερίες αυτές τις μέρες».
Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και της έκανα μασάζ στο σβέρκο της σε συγκεκριμένα σημεία. Της άρεσε και αφού είχε ξεπιαστεί κάπως, ενώ συνέχιζα, είπε:
- «Μμμ… κάνεις καλό μασάζ. Προσλαμβάνεσαι!»
- «Τι;»
- «Προσλαμβάνεσαι λέμε!» με κωμικό στιλ αυτή.
Γέλασα και απάντησα:
- «Οκ αλλά δεν συζητήσαμε την αμοιβή μου».
- «Μμμ… τι λες για ένα φιλάκι;» είπε και άρχισε να μου κάνει παιχνιδιάρικα με το στόμα.
Φιληθήκαμε. Πήγαμε σε ένα ροκ μπαράκι στο κέντρο αφού στη μουσική ταιριάζαμε κατά 80% και καθίσαμε σε ένα γωνιακό τραπέζι. Ήταν τόσο όμορφη κι έλαμπε. Ένιωθα πολύ ερωτευμένος για την πάρτη της. Γελούσε συνεχώς. Η αλήθεια είναι πως είχα κέφια. Κατά τις δυόμιση φύγαμε. Περπατήσαμε και μου λέει:
- «Τώρα τι κάνουμε;»
Απάντηση με κωμικοσοβαρό ύφος:
- «Ψάχνουμε ένα ταξί κι αυτή τη φορά ξέρω τη διεύθυνση, δεν θα χαθούμε».
Την έπιασε ασταμάτητο γέλιο ενώ ταυτόχρονα πλησιάζαμε στην πιάτσα των ταξί. Μπήκαμε μέσα και πέσαμε σε έναν γκαζιάρη οδηγό λίγο. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε και κίνηση. Κάποια στιγμή στη διαδρομή η Άννα μου πιασε το χέρι απαλά και μου χαμογέλασε γλυκά. Δεν ήταν από φόβο, ήταν σαν να μου έλεγε ξανά: «Σ’ αγαπώ». Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι εκείνο το άγγιγμα σήμαινε και κάτι ακόμα, ότι είχε αποφασίσει εκείνο το βράδυ θα... ξεσκιζόμασταν άγρια, πρόστυχα αλλά και τρυφερά στο πήδημα. Έκλεισα την παλάμη της απαλά μέσα στην παλάμη μου και την κοίταξα ελαφρά για να μην αντιληφθεί ο οδηγός τίποτε. Μετά αφήσαμε τα χέρια μας. Το ταξί προχωρούσε στην άδεια σχεδόν Εγνατία. Λίγο πριν την Καμάρα ήταν όταν έβγαλα το κινητό μου. Αυτή με κοίταξε με περιέργεια ενώ πληκτρολογούσα κάτι. Σε λίγο έκανε ήχο το δικό της. Ήταν μήνυμα μου: «Μη φοβάσαι, θα επιβιώσουμε. Θα φτάσουμε ζωντανοί. Ελπίζω! Τώρα για τα στομάχια μας δεν εγγυώμαι τίποτα». Την είδα να χαμογελάει και πληκτρολογούσε απάντηση. Μετά από λίγο ήρθε το μήνυμα της στο κινητό μου: «Μην ανησυχείς. Νοσοκομεία δεν έχουμε; Ή μήπως νοσοκόμες;» με γελαστή φατσούλα στο τέλος το μήνυμα της. Απάντηση μου: «Εγώ θέλω αποκλειστικά μόνο μια συγκεκριμένη νοσοκόμα απ’ όλες, Θα κάνω αίτηση στο υπουργείο αν χρειαστεί». Μετά από λίγο φτάσαμε. Κατεβήκαμε απ’ το ταξί. Περπατήσαμε ελάχιστα μέχρι το σπίτι της κοντά. Φιληθήκαμε και είπε μετά με ελαφρώς τρεμάμενη φωνή που άμεσα την έκανε ξανά σοβαρή μεν γλυκιά πάλι δε:
- «Θα ‘θελες να έρθεις πάνω;»
Την κοίταξα εκείνη την ώρα και καυλωμένος ναι αλλά και πάρα πολύ ερωτευμένος. Όχι μόνο η καύλα της στιγμής.
- «Αν το θες κι εσύ..»
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη φράση μου είπε ένα λακωνικό και περιεκτικό:
- «Πάμε» με τα μάτια της να λάμπουν.
Στο δεύτερο μας μόλις ραντεβού τα στρώματα και όλο το σπίτι δηλαδή... θα «καίγονταν». Τι σημασία έχει ότι ήταν στο δεύτερο ραντεβού μόλις; Ξέραμε ότι ήμασταν ερωτευμένοι. Οι ερωτευμένοι πηδιούνται! Αφού το νιώθεις κάντο μέχρι τελικής πτώσης. Μπαίνοντας στο ασανσέρ αρχίσαμε έντονα φιλιά. Μπήκαμε μέσα στο διαμέρισμα της, κλειδώσαμε γρήγορα και αρχίσαμε να φιλιόμαστε με γλώσσα συνέχεια. Πήγαμε στο δωμάτιο της και βγάζαμε ο ένας τα ρούχα του άλλου ενώ φιλιόμασταν ασταμάτητα. Φορούσε μαύρο σουτιέν και μαύρο κάτω εσώρουχο. Όχι στρινγκ αλλά ήταν απίστευτα σέξι. Έβγαλα το σουτιέν της και άρχισα να φιλάω τα βυζάκια της και να τα πιπιλάω. Είχε πολύ ωραία στήθη. Έβγαζε βαθιές ανάσες και έλεγε:
- «Μωρό μου μη σταματάς, μη σταματάς».
Κατέβαινα προς τα κάτω και αντιλήφθηκα ότι το μουνάκι ήδη ήταν υγρό. Καυλωμένη φουλ. Από το πάθος μας το κάτω εσώρουχο το βγάλαμε πολύ γρήγορα. Είχε περιποιημένο ξυρισμένο μουνάκι με κάποιες λίγες τριχούλες. Άρχισα να κάνω γλειφομούνι πιάνοντας της και τα μπουτάκια της. Έγλειφα το μουνί της όσο πιο καλά μπορούσα. Ήθελα να στάξει, να ουρλιάξει, να ευχαριστηθεί. Αυτό δεν σημαίνει άλλωστε έρωτας; Όχι μόνο η πάρτη μας. Βογκούσε και ψέλλιζε πολύ καυλωμένη:
- «Μη σταματάς».
Όπως ήμουν αργότερα με τα υγρά της, ανέβηκα και φιληθήκαμε στο στόμα και ξαναφιληθήκαμε. Συνέχισα ξανά στο λαιμό της χαϊδεύοντας παράλληλα την πλάτη της με τα χέρια μου ταυτόχρονα. Κατέβαιναν τη πλάτη της τα χέρια μου αργά - αργά σαν ένα είδος μασάζ που την καύλωσε ξανά πολύ σε συνδυασμό με τα άλλα. Μου έδωσε μικρά - μικρά φιλάκια στο στήθος μου και έπιασε τον πούτσο μου. Ήταν ήδη τέρμα σηκωμένος και τον χάιδεψε. Στη συνέχεια άρχισε πίπα. Καλή πίπα. Απολαυστική.. λέγοντας μου και λίγα προστυχόλογα για να με ανάψει. Όχι ακραία αλλά για την καύλα μας. Ενώ με πίπωνε και απολάμβανα, κάποια στιγμή μου πέταξε το πρώτο για να με απογειώσει ίσως και επειδή νόμιζε ότι δεν το έκανε καλά. Δεν περίμενα ποτέ αυτή να πει προστυχόλογο. Όχι ότι δεν μου άρεσε αλλά δεν την έκοβα να μην ντρεπόταν. Το χάρηκα. Στο κρεβάτι η κοπέλα πρέπει να είναι πουτάνα. Ντροπές δεν έχει. Το ζευγάρι είναι μόνο του και απολαμβάνει ότι γουστάρει. Μου πέταξε το πρώτο αθώο:
- «Σου αρέσει καύλα μου;»
Αν και ξαφνιάστηκα από τη συγκεκριμένη, απάντησα:
- «Πολύ! Εσύ καύλωσες πριν; Σ’ άρεσε;»
Σταμάτησε προσωρινά να πιπώνει και έπαιζε μόνο με το χέρι τον καυλωμένο πούτσο με πιο αργό ρυθμό λίγο για να μη χύσω. Χαμογέλασε και είπε:
- «Κάνεις απίθανο γλειφομούνι, αλήθεια!»
Βγάλαμε την καπότα από τη συσκευασία και τη βάλαμε στον καυλωμένο πούτσο μου. Το κάναμε σε στιλ καυλωτικό παιχνίδι και είχε πλάκα. Την πλησίασα και ξάπλωσε ανάσκελα, ανέβηκα από πάνω της και τον έχωσα στο μουνάκι της. Ο πούτσος μπαινόβγαινε στο μουνάκι, τα χέρια της τυλιγμένα στα δικά μου, γλωσσόφιλα και γαμήσι παράλληλα με μερικά κοιτάγματα στα πρόσωπα μας. Της άρεσε. Κάποια στιγμή μου είπε:
- «Σ’ αγαπώ» και ανοιγόκλεισε τα μάτια της ενώ κοιταζόμασταν.
Μετά οι κόρες διαστάλθηκαν. Ήταν οργασμός. Μου θύμισε μια άλλη πρώην. Φαίνεται στα μάτια αυτό και η αίσθηση στο μουνάκι. Όχι στο βογκητό. Τα μάτια λένε την αλήθεια. Αλλάξαμε σε doggy style, την έπιασα από τα μαλλιά και η αλήθεια είναι ότι από ρομαντικό το γύρισα στο άγριο. Δυνατό ρυθμό, δυνατό χώσιμο και μερικά μπατσάκια στα κωλομάγουλα που και που. Γύρισε λίγο ελαφρώς το κεφάλι και γέλασε καυλωμένη. Ξαναλλάξαμε στάση, ανάσκελα αυτή, τα πόδια της στους ώμους μου. Δεν κράτησε για πολύ και καταλήξαμε στη τελευταία μας στάση. Ενώ απολαμβάναμε της λέω πονηρά:
- «Πάμε μια άγρια Δύση;»
Με κοίταξε αρχικά λίγο περίεργη σαν να μην το έπιασε αλλά χαμογέλασε μετά. Την έβαλα από πάνω και γούσταρε. Παλούκι λουκ και δεν συμμαζεύεται. Χοροπηδούσε και απολάμβανε…
- «Αχ, μμμ… Αχ! Μμμ…»
Την τράβηξα μια κοντά, φιλιά και πιπίλισμα στα βυζάκια. Απολάμβανε. Κι εγώ το ίδιο. Εκείνη την ώρα μου ήρθε να χύσω επιτέλους και της λέω καυλωμένος έτοιμος για έκρηξη:
- «Κατέβα».
Κατάλαβε αμέσως. βγάλαμε την καπότα και έχυσα πάνω στα ωραία βυζάκια της. Ξαπλώσαμε ανάσκελα λίγο λαχανιασμένοι, βγάλαμε χαρτομάντιλα και σκούπισε τα χύσια. Μετά από λίγο αρχίσαμε πάλι παιχνίδια ώσπου ο πούτσος ξανακαύλωσε. Επειδή όταν είχαμε μπει είδα ότι στο σαλόνι είχε ένα καθρέφτη της είπα ενώ μου έκανε πίπα ξανά:
- «Πάμε λίγο στο σαλόνι;»
Με κοίταξε με στιλ: «Κατάλαβα τι σκέφτηκες» κι έκανε κάτι πολύ καυλιάρικο. Πριν φύγουμε από το δωμάτιο ξανάβαλε, γυμνή όμως, τις γοβίτσες που φορούσε. Δεν ήταν πολύ ψηλές και ήταν ωραίες. Άμα η άλλη ξέρει να σε καυλώνει τελείωσε ρε παιδιά. Έβαλε γόβες, γονάτισε, άρχισε να πιπώνει και μου λέει με κωμικό αλλά και καυλωτικό ύφος:
- «Έβαλες πονηρές σκέψεις για το σαλόνι;»
- «Φυσικά!»
- «Καλάαα».
Πάμε σαλόνι και πριν προλάβει να πει κάτι της λέω:
- «Στον καθρέφτη».
Εκείνη τη στιγμή καυλώσαμε και τα δυο μας απίστευτα. Αυτή με τις γόβες μπροστά στον καθρέφτη κι εγώ πίσω της να την ξεμουνιάζω. Ούρλιαξε, όχι αστεία. Κάποια στιγμή είπε από καύλα αλλά και για να με καυλώσει κι άλλο:
- «Γιώργο μου, τι μου κάνεις; Γιώργοοο μου!»
- «Σου γαμάω το μουνάκι. Στάξε μωρό μου απόλαυσε!»
Παράλληλα κοιτιόμασταν στον καθρέφτη. Καύλα όχι αστεία. Εκείνη τη στιγμή η φωνή της είχε και σαν πόνο μέσα. Πόνος απόλαυσης όμως. Το μουνάκι έσταζε.. όχι αστεία. Επίτηδες, πριν ολοκληρώσει τη φράση, στη μέση ενώ την έλεγε, χώσιμο γερό εγώ, να φωνάξει. Ξεμούνιασμα. Η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά. Σίγουρα στη πνολυκατοικία εκείνη τη στιγμή παίζει να μας άκουσαν αρκετοί. Ήταν πέντε τα χαράματα με απόλυτη ησυχία τριγύρω. Ξυπνάτε ρε και πηδάτε! Τα νιάτα δίνουν το παράδειγμα. Ήταν άκρως καυλωτικό με τον καθρέφτη και για μένα και γι’ αυτή. Στη συνέχεια την έβαλα στα τέσσερα στο χαλί πάνω και πριν χύσω τον έβγαλα, και την καπότα και έχυσα στην πλάτη της. Καταλήξαμε στο μπάνιο με παιχνιδάκια, ντουζάκι και έναν μικρό τρίτο γύρο. Όταν βγήκαμε και ξαπλώσαμε κι αγκαλιαστήκαμε στο κρεβάτι γυμνοί. Κάναμε κουβέντα. Φιλάκια πάλι. Με φιλούσε, τη φιλούσα.. δεν σταματούσαμε. Την είχα αγκαλιά, χάιδευα τα μαλλιά της και κοιταχτήκαμε. Της έλεγα τι ένιωθα, κι εκείνη το ίδιο και κάποια στιγμή που μιλούσαμε:
- «Είσαι πολύ τρυφερός Γιώργο μου. Σ’ αγαπώ πραγματικά».
- «Σε έχω ερωτευτεί από την πρώτη στιγμή, το ξέρεις; Εκεί που ήρθες στον ορό και μου μίλησες να σηκωθώ λίγο σε ερωτεύτηκα μέσα σε ελάχιστα δεύτερα».
- «Κι εγώ όταν σε είδα σε ερωτεύτηκα. Ήθελα να είμαστε μαζί μόλις σε είδα».
Τα υπόλοιπα τα κρατάω παιδιά για μένα και την Άννα της ιστορίας. Το πραγματικό της όνομα είναι άλλο. Κάντε καμάκι, ερωτευτείτε μια που να αξίζει, πηδήξτε ασταμάτητα για να βελτιώνεστε.
(Copyright protected OW ref: 49898)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.