Γυναικάρα, σκέτη κόλαση! Την έβλεπε κάθε μέρα που πήγαινε στο ινστιτούτο το απόγευμα κατά τις πέντε. Εκείνος γύριζε απ’ τη δουλειά του εκείνη την ώρα. Αν ήξερε τη συνέχεια την πρώτη φορά που την είδε, θα άλλαζε σπίτι. Ήταν Σεπτέμβρης πριν ένα χρόνο ακριβώς. Κλείδωνε το αυτοκίνητό του, όταν άκουσε βήματα θηλυκά δίπλα του. Γύρισε και μαζί με το άρωμα που τον έλουσε και τον αναστάτωσε, τον κεραυνοβόλησε μια οπτασία. Μια γυναικάρα, απ’ αυτές που δε διαλέγουν για μις στα καλλιστεία. Ψηλή, αλλά όχι θεόρατη, με ένα αβυσσαλέο επιθετικό ντεκολτέ, που μάταια πάλευε να το κρατήσει το λεπτό και με βαθύ άνοιγμα πουκάμισο. Σε πλήρη αντίθεση η λεπτή μέση που κατέληγε σε μια φιλόξενη κάπως στρογγυλή κοιλιά που θα μπορούσε να φιλοξενήσει όλο του το σπέρμα μετά από ένα άγριο ξέσκισμα. Το χέρι του κατέβηκε ενστικτωδώς στον πούτσο του, που είχε πετρώσει κιόλας, σαν για να τον προστατέψει. Αυτό φυσικά δεν της ξέφυγε της Μίνας.
Τα μάτια της ταξίδεψαν από το χέρι του στο πρόσωπό του και ανοιγόκλεισαν με σαφές νόημα. Μάτια καστανά, βαθιά, σπινθηροβόλα. Παράλληλα με το πετάρισμα των βλεφάρων της, πρόβαλε ελάχιστα τη ροδαλή της γλώσσα στο πλάι των χειλιών της, σα να της είχε ξεφύγει μια σταγόνα πολύτιμη που έπρεπε να τη μαζέψει. Αντίκρισε πρώτη φορά το στόμα που θα τον έκανε να μαλακίζεται ατελείωτα με τη φαντασίωση πως τον πιπιλάει, τον γλείφει, τον ρουφάει. Χείλη περήφανα και παιχνιδιάρικα. Χείλη γεμάτα με την καμπύλη τους προς τα πάνω. Αυτή συνέχισε αγέρωχη το βάδισμά της. Αργό λικνιστικό και σίγουρο. Πώς τα κατάφερνε να ισορροπεί τόσο τέλεια πάνω σ’ αυτά τα λεπτούτσικα τακούνια; Πάνω απ’ τις κόκκινες γόβες της, ξεκινούσαν δυο γάμπες μακριές και τορνευτές. Η φούστα σταμάταγε λίγο πάνω απ’ το γόνατο. Τόσο στενή που διαγραφόταν ο υπέροχος τροφαντός της κώλος, που στο λίκνισμά του δεν άντεξε και έχυσε εκεί, στη μέση του δρόμου, αγγίζοντας μονάχα απαλά τον πούτσο του.
Η γυναίκα απομακρύνθηκε και τότε ένιωσε όλη την ντροπή του. Ευτυχώς η πόρτα του αυτοκινήτου έκρυβε τη θέα στο επίμαχο σημείο. Κοίταξε γύρω του και χώθηκε τρέχοντας στο σπίτι, κρατώντας το χαρτοφύλακά του μπροστά του. Μπήκε στο μπάνιο γρήγορα, σα να ήθελε να βγάλει από πάνω του το άρωμά της. Μα δεν τον είχε αγγίξει. Το νερό έτρεχε πάνω του κι αυτός φανταζόταν τα χείλη της και την υγρή της γλώσσα να γλιστράει στο κορμί του. Αδύνατο να κατευνάσει την καύλα του. Πόσο ήθελε να την έχει μπροστά του και να την πηδήξει ανελέητα. Να τη σύρει στο κρεβάτι από το χείμαρρο των μαύρων της μαλλιών και να τη στήσει στα τέσσερα. Ύστερα να της σηκώσει τη λεκάνη και να της τον χώσει στο καυλωμένο της μουνί καθώς θα χαϊδεύει και θα χαστουκίζει την εξαίσια κωλάρα της. Κι αφού την ακούσει να χύνει σαν τρελή, να τη σηκώσει και να της δώσει να δοκιμάσει τα χύσια της από τον πούτσο του. Να της μπουκώσει το στόμα και να το γαμήσει μέχρι το λαρύγγι της. Να βλέπει τα περήφανα βυζιά της με τις ορθωμένες ρώγες να πάλλονται σε κάθε κίνηση και όταν δε θα μπορεί να κρατήσει άλλο την καύλα του, να της τα χύσει. Να της πλημμυρίσει τις βυζάρες με τα χύσια του. Κι έτσι ξαναέχυσε. Μέσα στο μπάνιο του, ολομόναχος. Το κατάλαβε. Δε θα ξέμπλεκε εύκολα μ’ αυτή.
Κι άλλες φορές γυναίκες που δεν ήξερε του είχαν προκαλέσει φαντασιώσεις. Ποτέ όμως σε τόσο μεγάλο βαθμό. Ακόμα δεν ένιωθε ήρεμος. Ήθελε να την πηδήξει εδώ και τώρα. Ας γινότανε να την έφερναν εδώ μπροστά του, σκλάβα του. «Α… δεν πάω καλά!» σκέφτηκε. Και πήρε τηλέφωνο την Σοφία. Τη σχέση του τα τελευταία δυο χρόνια. Κουρασμένη σχέση με ημερομηνία λήξης. Για την ώρα όμως, ήταν ότι πρέπει. Δε θα καθότανε να χύνει όλο το βράδυ στη χούφτα του! Εκείνη άρχισε τα νάζια και τα παράπονα. Είχε μέρες να της δώσει σημεία ζωής. Τη βαριόταν κι εκείνη είχε επιτέλους αρχίσει να το καταλαβαίνει. Ήταν όμως ερωτευμένη μαζί του κι έτσι σε είκοσι λεπτά του χτύπαγε το κουδούνι. Δεν πρόλαβε καλά-καλά να κλείσει πίσω της την πόρτα και την άρπαξε με μανία. Η έκπληξή της ήταν τεράστια. Ποτέ άλλοτε δεν είχε φερθεί έτσι μαζί της. Του άρεσε, αλλά ποτέ δεν του προκαλούσε ανεξέλεγκτα πάθη. Έχωσε το χέρι του κάτω από τη φούστα και της χούφτωσε με δύναμη το στητό της κωλαράκι, ενώ με το άλλο του χέρι ξεκούμπωσε την μπλούζα της και τράβηξε το σουτιέν για να αποκαλύψει τις σκληρές της ρώγες, πάνω στα νεανικά βυζάκια της.
Ένας χείμαρρος από λόγια που ποτέ δεν της είχε πει έβγαιναν απ’ το στόμα του. Της έλεγε πόσο θέλει να τη γαμήσει μέχρι να φωνάξει βοήθεια, να της ξεσκίσει το μουνί κι όταν το χορτάσει να της ανοίξει τον κώλο και να της τον χώσει από κει. Της έλεγε να του πάρει τον πούτσο στο στοματάκι της και να του τον γλύφει μέχρι που να της τα χύσει όλα μέσα εκεί. Της φώναζε να γονατίσει και να γίνει η πουτάνα που θα του παίρνει την καύλα. Της έλεγε να του τον παίρνει από παντού. Εκείνη μετά την πρώτη έκπληξη, προσπάθησε όσο μπορούσε να ανταποκριθεί, γιατί νόμιζε πως όλο αυτό ήταν δικό της. Αυτός όμως το μυαλό του το είχε στη Μίνα. Την έγδυσε εκεί, μπροστά στην κλειστή πόρτα και την άφησε μονάχα με το μικρό της κιλοτάκι. Ύστερα την έβαλε να γονατίσει και να τον πάρει στο στόμα της ενώ φανταζότανε τις χειλάρες και τη γλώσσα της άλλης. Παραλίγο να χύσει με τη σκέψη της πάλι. Της τράβηξε απότομα το κεφάλι και τη σήκωσε πάνω. Τα χέρια του χάιδεψαν τις σκληρές ρώγες και όταν αυτά απομακρύνθηκαν για να χαϊδέψουν τον κώλο της, στις ρώγες της πήγαν τα χείλη του. Τα πιπιλούσε σαν τρελός και με τη γλώσσα του χάιδευε και χτυπούσε τις ρώγες.
Η κοπέλα έλιωσε από καύλα κι άρχισε σιγά - σιγά να λικνίζει τη λεκάνη της, ζητώντας κι άλλα. Τότε την τράβηξε στο κρεβάτι του, της άνοιξε τα πόδια και με τη γλώσσα του έγλειψε την καυλωμένη κλειτορίδα, ενώ η κοπέλα παραμιλούσε από ηδονή. Την έκανε να χύσει έτσι, δυο φορές απανωτά και μετά χώθηκε μέσα της και κλείνοντας τα μάτια την πήδαγε και φανταζόταν πως είχε χωθεί στο μουνί της Μίνας. Λίγες μέρες αργότερα η Σοφία έμελλε να μάθει, πως όλη αυτή η καύλα δεν ήταν γι αυτή, μα για μια άλλη γυναίκα. Ήταν πάντοτε έντιμος με τις γυναίκες και δεν ήθελε να φερθεί άπρεπα στη Σοφία που τον είχε αγαπήσει και του είχε σταθεί σε όλα. Έτσι μοιράστηκε μαζί της το πρόβλημά του. Ήταν βέβαια πολύ βαρύ για κείνη και μια και πλησίαζε σε ηλικία γάμου, σκέφτηκε να ενδώσει στον έρωτα του Γιώργου, που ήταν μεγαλομέτοχος γνωστής εταιρίας και να αποχαιρετήσει για πάντα το μεγάλο της έρωτα. Έτσι, έμεινε μόνος με την καύλα του και την ανασφάλειά του. Γιατί, ενώ πριν δεν είχε ποτέ του ενδοιασμούς για την αξία του σαν άντρα, κάτι στο βλέμμα αυτής της γυναίκας τον έκανε να διστάζει. Ήταν βλέμμα περιπαιχτικό και υπεροπτικό. Σαν να του έλεγε, «Τι να μας πεις κι εσύ καημενούλη μου». Παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να προχωρήσει με κάποιο τρόπο.
Μια βδομάδα μετά που την είδε για πρώτη φορά κι αφού την έστηνε κάθε βράδυ για να τη δει να περνάει, η Μίνα στάθηκε στο περίπτερο που ήταν απέναντι απ’ το σπίτι του. Του φάνηκε πως μιλούσε κάπως οικεία με τον περιπτερά και αποφάσισε να δράσει. Όπως-όπως, φόρεσε μια φόρμα και τινάχτηκε έξω απ’ το σπίτι. Όταν έφτασε κοντά εκείνη ήδη έφευγε με αυτό το αργό θανατηφόρο της λίκνισμα που τον καθήλωσε άλλη μια φορά και πετρωμένος δεν μπορούσε να κάνει τα δυο βήματα ως το περίπτερο. Όταν η γυναίκα έστριψε τη γωνία, πλησίασε τον περιπτερά που τον είχε αντιληφθεί και με σαρδόνιο χαμόγελο του είπε συνωμοτικά. «Μούναρος, έτσι;». Αυτός αρχικά θύμωσε και ήθελε να βάλει τον αγροίκο στη θέση του. Ακούς εκεί, να μιλάει έτσι για τη… Μα ούτε πώς είναι τ’ όνομά της δεν ήξερε κι αυτός εδώ μπορούσε ίσως να τον βοηθήσει. Γι αυτό άφησε το θυμό κατά μέρος και ψέλλισε ένα, ναι φίλε μου, για να μπορέσει να τον ψαρέψει. Απ’ αυτόν έμαθε το όνομά της. Μίνα, από Ασημίνα. Πού δούλευε το ήξερε κι ο ίδιος. Στο κέντρο αισθητικής της γειτονιάς, που δυστυχώς, ήταν μόνο για γυναίκες. Δεν ήταν δυνατό να την πλησιάσει λοιπόν μέσα από τη δουλειά της. Έπρεπε να βρει κάτι άλλο και γρήγορα.
Αυτές τις μέρες ήταν συνεχώς καυλωμένος και με δυσκολία μπορούσε να το κρύβει στη δουλειά που ήταν αναγκασμένος να φοράει, σχετικά στενά παντελόνια με τα κοστούμια του.
- Αχ, Μίνα-Μίνα…
ψιθύρισε για να συνηθίζει τ’ όνομά της.
- Σε μένα μιλάς;
Άκουσε μια φωνή απέναντί του. Έτσι όπως περπατούσε είχε κουραστεί και είχε καθίσει σ’ ένα καφέ. Η σερβιτόρα απέναντί του, περίμενε την παραγγελία. Η καύλα του ήταν κακός σύμβουλος κι ενώ πίστευε ότι στη δουλειά μιας γυναίκας δεν επιτρέπεται το «καμάκι», απάντησε ναι.
- Σκέφτομαι πως ίσως σε λένε Μίνα, θα σου πήγαινε αυτό το όνομα.
Συμπλήρωσε. Η κοπέλα κάθε άλλο παρά ενοχλήθηκε. Ήταν ολοφάνερο πως της άρεσε.
- Με λένε Άννα, μαμά ολλανδέζα, μπαμπάς έλληνας. Σχολάω σε μισή ώρα…
του είπε.
- Πάω ν’ αλλάξω και σε περιμένω εδώ, να κεράσω ποτό μετά…
της απάντησε κοιτάζοντάς τη από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Ξανθό κοντοκουρεμένο μαλλάκι, μάτια γαλάζια, λίγο ξεπλυμένα, μικρό χαριτωμένο στοματάκι και μια υποψία φακίδες στα ροδαλά μάγουλά της. Ψηλή με πολύ όμορφα πόδια που καθόλου δεν τα έκρυβε το κοντούτσικο μπλε φουστανάκι της, που άφηνε να φαίνεται το χώρισμα από ένα αρκετά μεγάλο ντεκολτέ. Κάπως «γεμάτη κοπέλα», όχι χοντρή αλλά με αρκετά «πιασίματα». Την έκανε λίγο κάτω από τριάντα. Όσο την περίμενε να σχολάσει, δέκα φορές σκέφτηκε να φύγει. Τι ήθελε τώρα απ’ την κοπέλα; Αυτό που θα είχε σημασία στην κατάντια που είχε φτάσει, ήταν ένα καλό «ξέσκισμα» μαζί της. Πράγμα δύσκολο, ακόμα δε γνωρίστηκαν.
- Πηγαίνουμε;
Η φωνή της τον ξάφνιασε, καθώς ήταν χαμένος στις σκέψεις του. Σηκώθηκε χωρίς να απαντήσει και την οδήγησε στο αυτοκίνητό του που ήταν παρκαρισμένο κοντά στο σπίτι του. Την πήγε σ’ ένα μπαράκι που δεν είχε πάει ποτέ του, αλλά είχε ακούσει ότι δε σέρβιραν «μπόμπες». Κάθισαν σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι και τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν από το ντεκολτέ της. Είχε φορέσει ένα χαμηλό μπλουζάκι που σταματούσε λίγο πάνω από τις ρώγες της, που καθώς ήταν και από λεπτό ύφασμα, διαγράφονταν τέλεια. Ή δε φορούσε σουτιέν ή ήταν πολύ λεπτό. Καθώς προσπαθούσε να κρατηθεί για να μην ορμήσει πάνω της, ένιωσε το γυμνό της πόδι να τρίβεται πάνω στο παντελόνι του. Την κοίταξε λίγο ξαφνιασμένος και αυτό που είδε τον καύλωσε απίστευτα. Είχε πιάσει ένα παγάκι ανάμεσα στα δόντια της και το έγλυφε με τη γλώσσα της απαλά. Το χέρι του χώθηκε ανάμεσα στα γεμάτα μπούτια της και αφού ένιωσε τη σάρκα της να πάλλεται ζεστή και πρόθυμη, ανέβηκε ψηλότερα, στο μουσκεμένο της μουνί. Νόμιζε πως ο πούτσος του θα έφτανε στο λαιμό του.
- Πάμε!
Είπε ξερά και άφησε χρήματα στο τραπέζι για τα ποτά. Ύστερα την έπιασε απ’ το χέρι και σχεδόν την έσυρε στο αυτοκίνητο. Την έβαλε στη θέση του συνοδηγού και οδήγησε βιαστικά μέχρι ένα στενό και σκοτεινό δρομάκι. Σταμάτησε εκεί και την έβγαλε έξω. Εκείνη ήταν απίστευτα υπάκουη σ’ αυτόν. Τη στήριξε πάνω στο καπό και της σήκωσε την μπλούζα και το διάφανο λεπτό σουτιέν. Έχωσε το κεφάλι του μέσα στο αβυσσαλέο χώρισμα των πλούσιων βυζιών και έγλειφε, φιλούσε μύριζε δάγκωνε, ενώ η γλώσσα του περνούσε από τις μεγάλες καυλωμένες ρώγες. Ταυτόχρονα τα χέρια του χαιρόταν τον όμορφο τροφαντό της κώλο. Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα που τον συνέφεραν.
- Πάμε!
Την πρόσταξε για άλλη μια φορά και μπήκαν στο αυτοκίνητο. Οδήγησε τρέμοντας ως το σπίτι του και όταν έφτασαν την έστησε μπροστά του και άρχισε να τη γδύνει αγγίζοντάς τη με κλειστά μάτια σαν τυφλός. "Μίνα-Μίνα" έλεγε από μέσα του, προσπαθώντας να χορτάσει την άγρια πείνα του. Μόλις την έγδυσε τελείως, της έπιασε το κεφάλι από τα αγορίστικα μαλλιά και το κατεύθυνε στο καυλί του που κόντευε κιόλας να εκραγεί. Ήταν πολύ πρόθυμη και αρκετά επιδέξια και τον έκανε να θέλει να χύσει αμέσως. Κάπως βίαια την απομάκρυνε και την τράβηξε από το χέρι στο κρεβάτι του. Με λύσσα σχεδόν της άνοιξε τα πόδια και έχωσε το κεφάλι του ανάμεσα στα μπούτια της. Ήταν υγρά από τις καύλες του μουνιού της. Με τη γλώσσα του άρχισε να γλείφει τη φουσκωμένη κλειτορίδα ενώ, το χέρι του έψαξε τη ζεστή τρύπα του κόλπου της, και μετά την κωλοτρυπίδα. Έχυσε σαν τρελή. Δεν ήθελε όμως αυτός να τελειώσει ακόμα. Έτσι ξάπλωσε και την πρόσταξε να καθίσει πάνω στο ορθωμένο του καυλί.
Καθώς η κοπέλα κουνιόταν καυλωμένη, τα πλούσια βυζιά της χόρευαν υπέροχα. Δε χόρταινε να τα βλέπει. Ήταν πανέμορφα. Μεγάλα, αλλά ακόμα στητά, με δυο μεγάλες καφετιές ρώγες, που ταίριαζαν υπέροχα πάνω τους. Αφού χόρτασαν απ’ αυτά τα μάτια του, τα χέρια του ανέλαβαν έργο τα χούφτωσε κι άρχισε να τα χαϊδεύει πρώτα με ανοιχτές παλάμες, έτσι που οι ρώγες σκλήρυναν ακόμα περισσότερο κι ένιωσε την υγρασία γύρω απ’ τον πούτσο του να αυξάνεται. Τα βογκητά της έγιναν πιο έντονα και ο ρυθμός του χορού της πάνω του πιο γρήγορος. Ένιωθε πως η κοπέλα δεν άντεχε άλλο κι ήταν έτοιμη να εκραγεί. Το ίδιο κι αυτός. Ευτυχώς σ’ αυτή τη στάση δεν του ήταν εύκολο να χύνει κι έτσι κρατιόταν. Σε εκείνη όμως ήταν έτοιμος να δώσει άλλο ένα οργασμό. Τα δάχτυλά του, έκλεισαν γύρω απ’ τις καυλωμένες ρώγες και άρχισαν να τις τρίβουν, στην αρχή απαλά και μετά πιο δυνατά. Η κίνηση της κοπέλας έγινε ανεξέλεγκτη. Αυτός ανασηκώθηκε λιγάκι και πήρε τη μια ρώγα στο στόμα του κι ύστερα την άλλη. Γι άλλη μια φορά η κοπέλα έχυσε βογκώντας και φωνάζοντας.
Τη γύρισε απαλά στο πλάι κι ύστερα μπρούμυτα και με το χέρι του σήκωσε ψηλά τη λεκάνη της ώστε να ορθωθεί μπροστά του ο όμορφος κώλος. Αχ ο κώλος της! Του θύμιζε τόσο πολύ τον κώλο της άλλης! Έτσι θα ήταν και της Μίνας γυμνός. Στρογγυλός τροφαντός υπέροχος. Έχυσε χτυπώντας με μανία τη λεκάνη του πάνω στο κορμί της Άννας, ενώ φανταζόταν τη Μίνα. Είσαι πολύ καλός εραστής. Του είπε η Άννα. Αυτός όμως, τώρα που ξεχαρμάνιασε, δεν ήθελε κουβεντούλα και τέτοια. Στην πραγματικότητα, δεν ήθελε να τη βλέπει. Του έφταιγε ο εαυτός του και του έφταιγαν όλα. Σηκώθηκε και φορώντας μόνο ένα σορτσάκι βγήκε στο μπαλκόνι. Σε λίγο άκουσε την πόρτα να κλείνει και σα να συνήλθε λίγο, φόρεσε ένα φούτερ και παντελόνι κι έτρεξε να την προλάβει. Τέτοια ώρα, έπρεπε να τη γυρίσει σπίτι της. Έψαξε παντού τριγύρω. Δεν τη βρήκε πουθενά. Εξουθενωμένος και απελπισμένος γύρισε και έπεσε για ύπνο με τα ρούχα. Το πρωί είχε πολύ άσχημη διάθεση. Είχε φερθεί σαν κόπανος. Τι στο καλό είχε πάθει;
Έπρεπε σύντομα να βρει μια λύση, γιατί δε θα ξεμπέρδευε καλά με όλα αυτά. Όμως κάθε φορά που φρόντιζε να βρεθεί στο δρόμο της Μίνας, ή να την χαιρετίσει, εισέπραττε μια περιπαιχτική στάση, που σχεδόν τον ευνούχιζε. Για να μη χάσει τελείως τα μυαλά του στράφηκε σε διάφορες γυναίκες με πληρωμή. Δεν ήταν αυτό που του ταίριαζε και άπειρες φορές στο παρελθόν κατηγορούσε αυτούς που στρέφονται εκεί, αλλά πού να ήξερε. Έτσι πέρναγε ο καιρός κι εκείνο που τον στενοχωρούσε περισσότερο, ήταν ότι η Μίνα τον έκανε να χάνει στη δουλειά του. Με κόπο είχε καταφέρει να πάρει μια αντιπροσωπία αυτοκινήτων και τώρα φοβόταν ότι αν συνέχιζε έτσι, θα την έχανε. Μα τι ήταν αυτό επιτέλους που είχε πάθει; Δεν ήταν έρωτας να πεις πως δικαιολογείται. Δεν ήταν μαζί της ερωτευμένος και το ήξερε. Μερικά γαμήσια μόνο και θα ξεμπέρδευε μ’ αυτή. Αλλά δεν του τα έδινε η πουτάνα! Έμαθε από τους περίοικους, ότι τα είχε μ’ ένα φραγκάτο εισοδηματία και μ’ ένα ωραίο πυροσβέστη. Καλός συνδυασμός. Με τους δυο τους είχε αυτά που χρειαζόταν. Τι να τον κάνει τον τρίτο; Μόνο αν τα χαλούσε μ’ έναν απ’ τους δυο είχε κάποια ελπίδα. Όλα αυτά είχε στο μυαλό του το βράδυ που έπεσε κυριολεκτικά επάνω της.
Έστριβαν κι οι δυο βιαστικοί τη γωνιά του δρόμου, την ώρα που άρχιζε μια καταιγίδα του Σεπτέμβρη. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και η Μίνα παραπάτησε. Ενστικτωδώς την έπιασε απ’ τη μέση και τη στήριξε. Της είχε βγει όμως η γόβα και σκύβοντας να τη βάλει, Θεέ μου! Είδε μέσα απ’ το ντεκολτέ της. Ακόμα κι αν είχε βάλει σιλικόνη στα βυζιά της, όπως του είχε κουτσομπολέψει ο περιπτεράς, εκείνου του φάνηκαν υπέροχα και φυσικά. Με το ζόρι μπόρεσε να ψελλίσει μια συγνώμη κι εκείνη χωρίς να πει τίποτα του έριξε ένα βλέμμα που έλεγε «Τι να περιμένει κανείς από ένα βλάκα σαν εσένα;»… κι απομακρύνθηκε βιαστικά για να γλιτώσει τη βροχή που εκείνος έκατσε να τον κάνει μουσκίδι, μήπως καταλαγιάσει λιγάκι την καύλα του. Πότε πια θα έβρισκε μια λύση; Ο μόνος τρόπος που σκέφτηκε για να της πιάσει κουβέντα, ήταν το περίπτερο απέναντι. Το άλλο βράδυ στήθηκε στο περίπτερο, πιάνοντας κουβέντα, με τον περιπτερά και με διάφορους γείτονες που περνούσαν για να ψωνίσουν κάτι.
- Δε θα έρθει σήμερα. Είναι Σάββατο και δεν πάει στη δουλειά!
Του πέταξε ξαφνικά ο περιπτεράς, ενώ μιλούσαν περί ανέμων και υδάτων. Ο ηλίθιος! Πώς δεν το σκέφτηκε! Σάββατο σήμερα. Πόσο λοιπόν είχε αποβλακωθεί;
- Έλα, μη νιώθεις άσχημα, όλοι την έχουμε πατήσει τη μπανανόφλουδα με κάποια…
τον παρηγόρησε ο άλλος, που είχε πάρει θάρρος με τις κουβέντες τους.
- Πάντως, αν θες να μ’ ακούσεις, μακριά. Αυτή η γυναίκα θα σε κάνει να στενάξεις. Ή αν έχεις λίγα φράγκα, ξόδεψε όσα σε παίρνει μαζί της και καν' τη. Μη σε τυλίξει και σε σέρνει, κάηκες…
συνέχισε ακάθεκτος, χωρίς ν’ αντιληφτεί το φαρμακερό βλέμμα απέναντί του. Η Κυριακή, ήταν βασανιστική, το ίδιο κι η Δευτέρα μέχρι το βράδυ που στήθηκα πάλι στο περίπτερο. Την είδα να περνάει, όμορφη και προκλητική, όπως πάντα, φορώντας ένα στενό παντελόνι, που διέγραφε τις θανατηφόρες της καμπύλες και μια μπλούζα φαρδιά που σταματούσε στους γοφούς, με ένα τέλειο άνοιγμα στο λαιμό, που άφηνε να φαίνεται το αυλάκι των βυζιών της μέχρι χαμηλά. Πλησίασε αργά, φιλάρεσκα προκλητικά. Μου έριξε μια λοξή ματιά και απευθύνθηκε στον περιπτερά.
- Καλησπέρα Γιώργο, ήρθε;
Η φωνή της ήταν βραχνή, υγρή και καυλωτική.
- Εδώ είναι κούκλα.
Απάντησε ο Γιώργος και της έδωσε ένα περιοδικό μόδας μ’ ένα κοκαλιάρικο μοντέλο στο εξώφυλλο. Άπλωσε το χέρι της με το φανταχτερό δαχτυλίδι και τα καλοφτιαγμένα βαμμένα λευκά της νύχια. Θέλησα να της το αρπάξω και να την τραβήξω στην αγκαλιά μου. Συνήλθα την ώρα που πρόσεξε ότι με το άλλο της χέρι έψαχνε να βρει τσίχλες.
- Αυτές να πάρετε, έχουν ωραία γεύση και προστατεύουν τα όμορφα χαμόγελα…
πρότεινε. Εκείνη γύρισε μια στιγμή, με κοίταξε και ξέσπασε σε γέλια. Γάργαρο γέλιο, καθαρό, σε αντίθεση με τη βραχνή φωνή. Έφυγε γελώντας και αφήνοντάς με άφωνο. Ο περιπτεράς θέλοντας να πουλήσει εκδούλευση, μου πρότεινε να μεσολαβήσει εκείνος, μήπως της κινήσει το ενδιαφέρον. Μα τι νόμιζε ο ανόητος άνθρωπος; Πως θέλω απ’ αυτήν αγάπες και λουλούδια και να της πει πως είμαι καλό παιδί και με στρωμένη δουλειά; Αυτό που θέλω από τη Μίνα είναι γαμήσι. Ξέσκισμα, πώς το λένε. Να τη βάλω κάτω και να τη γαμάω μέχρι να μου περάσει η αρρώστια μου. Και σ’ αυτό, δε χωράει μεσολάβηση. Πρέπει να την κάνει να το θέλει κι αυτή. Και βέβαια δε θα το πετύχει με ξενέρωτα κόλπα, σαν αυτό που σκαρφίστηκε πριν λίγο. Πέταξα ένα «Δε χρειάζεται», στον περιπτερά και γύρισα σπίτι μου. Την άλλη μέρα το πρωί, στην αντιπροσωπία ήρθε μια κοπέλα για να διαλέξει αυτοκίνητο. Μια ψηλή μελαχρινή με όμορφα πράσινα μάτια και μαλλιά ολόισια ως τους όμορφους ώμους της.
- Καλημέρα. Είμαι η Μαρίνα Γεωργίου, που σας τηλεφώνησα χθες…
του είπε. Ήταν πολύ ευχάριστη κοπέλα, καθόλου δύσκολη πελάτισσα και με ιδιαίτερη άνεση στις κινήσεις της. Όπως του είπε η ίδια ήταν δασκάλα ευρωπαϊκών χορών και μετακόμισε πρόσφατα στην περιοχή, μετά από ένα αποτυχημένο γάμο, που την έκανε και έπληττε αφόρητα, θέλοντας να αλλάξει τα πάντα. Από άντρα μέχρι σπίτι κι αυτοκίνητο. Μίλαγαν αρκετή ώρα κι αν δε με ζητούσαν για το επόμενο ραντεβού με πελάτη, δε θα σταματούσαμε. Ένιωθα άνετα μαζί της, σα να την ήξερα χρόνια κι απ’ ότι φάνηκε κι αυτή το ίδιο.
- Συγνώμη, ξεχάστηκα και σε ζάλισα…
μου είπε.
- Κάθε άλλο... την καθησύχασα. Κρίμα μόνο που δεν έχω τώρα άλλο χρόνο. Θα ήθελες μετά τις επτά το απόγευμα όμως να συνεχίσουμε την κουβεντούλα μας και να σου δείξω λίγο την περιοχή;
Το θάρρος του ανταμείφθηκε και μου ζήτησε να της τηλεφωνήσω στις επτά, για το μέρος της συνάντησής μας. Συναντήθηκαμε στο μικρό άλσος της περιοχής και μετά από μια μεγάλη βόλτα, της πρόσφερα καφέ και φαγητό σ’ ένα όμορφο μέρος με καλή μουσική και χαμηλά φώτα. Την αποχαιρέτισα στο κατώφλι του σπιτιού της μ’ ένα απαλό φιλί στο μάγουλο. Όλο το βράδυ η Μίνα ούτε που έκανε την εμφάνισή της. Λες να με λυπήθηκε επιτέλους ο Θεός και να έστειλε τη Μαρίνα, σαν άγγελο σωτήρα; Όλη τη νύχτα κοιμήθηκα ήσυχος και το πρωί, μόνο τη Μαρίνα είχα στο μυαλό μου. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα και την ήθελα. Για πρώτη φορά μετά από ένα χρόνο, ήθελα μια άλλη γυναίκα εκτός της Μίνας. Όμως ήθελα να μην είμαι βιαστικός. Ήθελα ν’ αφήσω περιθώριο και σε εκείνη να με επιθυμήσει. Αυτό δεν άργησε να έρθει. Μετά από μια νυκτερινή μας έξοδο, δυο μήνες απ’ τη γνωριμία μας και μετά από οινοποσία ολονύχτια, η Μαρίνα είχε κολλήσει επάνω μου και σιγοτραγουδούσε στο δρόμο για το αυτοκίνητο. Είχε αρκετή ψύχρα και φορούσε ένα λεπτό πανωφόρι πάνω απ’ το αραχνοΰφαντο φορεματάκι που με ξετρέλανε όλο το βράδυ, καθώς λίγα απ’ το πανέμορφο κορμί της άφηνε στη φαντασία.
Σ’ αυτή τη σκέψη την έσφιξε επάνω του δυνατά κι εκείνη βόγκηξε.
- Σε πόνεσα;… τη ρώτησα.
- Όχι, άλλο μου έκανες…
μου απάντησε με νόημα.
- Τι άλλο;
Ρώτησα ξαναμμένος.
- Ντρέπομαι να σου πω.
Του γύρισε αυτή με νάζι.
- Θα σε κάνω εγώ να μην ντρέπεσαι…
της είπα τραβώντας τη στη γωνία της εισόδου της πολυκατοικίας της και χώνοντας τα χέρια μου κάτω απ’ το πανωφόρι και το λεπτό φορεματάκι χούφτωσα με θέρμη τον κώλο της. Είχε υπέροχο γυμνασμένο κώλο. Όρθιο και σφιχτό με μέγεθος ούτε πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό. Απόψε όλο το βράδυ τον κούναγε χορεύοντας, στέλνοντάς με αδιάβαστο. Η Μίνα είχε χαθεί απ’ τη σκέψη μου. Η Μαρίνα ήταν η γυναίκα που ήθελε και την είχε πρόθυμη, στην αγκαλιά του. Το χάδι μου, πότε απαλό, πότε πιο τραχύ, ταξίδευε από την πλάτη ως τα κωλομέρια της περνώντας κι από την υπέροχη χαράδρα του κώλου της. Το στόμα μου έπαιζε με το λαιμό της και το λοβό του αυτιού της και συνάμα της ψιθύριζε.
- Ντρέπεσαι ακόμα;
Εκείνη σιγά - σιγά απελευθερωνόταν, μέχρι που σε μια στιγμή δεν άντεξε και του είπε.
- Όχι δεν ντρέπομαι πια.
Εγώ που είχα αρχίσει να της ξεκουμπώνω το ντεκολτέ του φορέματος, τη ρώτησα.
- Πες μου τώρα καύλα μου που δεν ντρέπεσαι, τι σου έκανα;
- Δε με πόνεσες γιατί με καύλωσες…
αποκρίθηκε εκείνη.
- Πάμε πάνω τότε…
την πρόσταξα απλά. Μισοξεκουμπωμένη έψαξε στην τσάντα της για τα κλειδιά κι όταν με τα πολλά τα βρήκε ξεκλείδωσε βιαστική. Έμενε στον τρίτο και κάλεσε το ασανσέρ. Ήμασταν κι οι δυο ανυπόμονοι να χορτάσουν την πείνα μας, ο ένας για τον άλλο. Στο ανέβασμα την είχα αγκαλιάσει από πίσω και καθώς ο κώλος της ακούμπαγε το σκληρό καυλί μου, τα χέρια μου είχαν χωθεί στο φόρεμα και χάιδευαν τις καυλωμένες ρώγες. Κολλημένοι έτσι, ο ένας στον άλλο μπήκαμε στο σπίτι της. Εκείνη άναψε ένα μικρό λαμπατέρ πλάι στην είσοδο, που έδινε ένα απαλό αισθησιακό ροδαλό φως. Έκλεισα την πόρτα και στηρίχτηκα πάνω της. Τα κατάμαυρα μαλλιά της ήταν αναστατωμένα και το ένα της βυζί είχε προβάλλει από το λεπτό ύφασμα. Ήταν υπέροχη και τη λαχταρούσα απίστευτα. Την πήρα στην αγκαλιά του και της τράβηξε το φόρεμα που ήταν έτοιμο να πέσει. Σιγά-σιγά αποκάλυψα το υπέροχο κορμί της. Καλογυμνασμένο, αλλά όχι αντρικό. Με στρογγυλέματα εκεί που έπρεπε. Έχωσα το χέρι μου στα όμορφα μαλλιά της και την τράβηξα πάνω μου. Τα βυζιά της ελεύθερα χοροπήδησαν και μου έστειλαν ρίγη.
- Σε θέλω, της ψιθύρισα. Θέλω να σε κάνω δική μου τώρα. Θέλω να σε γαμήσω, να σε γαμάω συνέχεια.
Η Μαρίνα τότε, άπλωσε τα χέρια της στο παντελόνι μου, που με το ζόρι συγκρατούσε το πετρωμένο όργανό μου και ξεκουμπώνοντας τη ζώνη, ύστερα το κουμπί και τέλος το φερμουάρ, αποκάλυψε το εσώρουχο που μέσα απ’ το μεγάλο σκίσιμο, φαινόταν το φουσκωμένο σκληρό καυλί μου. Άρχισε να το χαϊδεύει, στην αρχή απαλά και μετά πιο δυνατά, μέχρι που της έσπρωξα το κεφάλι κάτω. Εκείνη έκανε όλη τη διαδρομή ως τον πούτσο μου κολλημένη επάνω μου. Τα όμορφα βυζιά της τρίφτηκαν στο στήθος, στην κοιλιά μου και τέλος στο όρθιο μόριο μου στέλνοντάς μου κύματα ηδονής. Το στόμα της ζεστό και υγρό, με περιποιήθηκε υπέροχα κι όταν πίστευα πως δε μπορώ να κρατηθώ άλλο, της τράβηξα το κεφάλι απ’ τον πούτσο μου και γονάτισα κι εγώ αγκαλιάζοντάς τη. Ύστερα την ξάπλωσα στο παχύ μπορντό χαλί κι άρχισα με τα χέρια μου, τη γλώσσα και το στόμα μου να εξερευνώ το υπέροχο κορμί της. Η αλήθεια είναι ότι είχα φτάσει σε σημείο που ήθελα να της τον χώσω και να τη γαμήσω από παντού, αλλά ήθελα να της δώσω όση ηδονή μπορούσα.
(Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο από εδώ και κάτω…)
Η γλώσσα του ταξίδεψε από το λαιμό της στους ώμους κι όταν έφτασε στην καμπύλη του στήθους ρούφηξε απαλά, ενώ τα χέρια του ταξίδευαν στο εσωτερικό των μηρών της και σταματούσαν λίγο πριν το υγρό και ζεστό της φύλο. Η κοπέλα απίστευτα καυλωμένη, έσπρωξε το μουνί της προς το χέρι του. Εκείνος όμως δεν την άγγιξε εκεί. Έφερε το πρόσωπό του απέναντι στο δικό της και αντικρίζοντας τα καταπράσινα μάτια της σκοτεινιασμένα από πόθο, της είπε.
- Πες το. Πού θέλεις να σ’ αγγίξω καύλα μου; Πες το.
- Θέλω να μ’ αγγίξεις στο μουνί…
φώναξε εκείνη, που δεν άντεχε άλλο το μαρτύριο. Τότε το χέρι του παραμέρισε το μικρό στρινγκ , και έλιωσε από την απίστευτή της καύλα. Ήταν τόσο υγρή, που ένα ρυάκι είχε κυλίσει ανάμεσα στα μπούτια της. Ήταν ζεστό και απαλό μουνί, υπέροχο στο άγγιγμά του.
- Μουνί μου… Μουνάρα μου!
Φώναξε. Ύστερα ενώ το χέρι του εξερευνούσε το υπέροχο εύρημά του κι η γυναίκα είχε λιώσει ολόκληρη. Το στόμα του έφτασε στις σκληρές της ρώγες. Πρώτα έπαιξε μαζί τους η γλώσσα του κι ύστερα τις πήρε μια-μια στο στόμα του, ενώ το χέρι του συνέχιζε να ταξιδεύει μέσα κι έξω, στο καυλωμένο μουνί. Η κοπέλα έχυσε ασύστολα. Παλλόταν ολόκληρη και κραύγαζε. Τότε μπήκε μέσα της επιτέλους, να χαρεί αυτό το υπέροχο μουνί. Τη γάμησε στην αρχή ανάσκελα, έχοντας καρφωμένα τα υπέροχα μάτια της επάνω του, κι ύστερα, όταν δεν κρατιόταν άλλο, την έβαλε επάνω του και χαϊδεύοντας τη στα βυζιά και την κλειτορίδα, την έκανε να ξαναχύσει. Τέλος την έστησε στα τέσσερα και μπήκε ξανά μέσα της. Έχυσε κοιτώντας τον υπέροχό της κώλο και με τη σκέψη πως μια μέρα θα τον γαμήσει κι αυτόν. Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν οι πιο όμορφες της ζωής του. Αυτό το κορίτσι ήταν η χαρά της ζωής. Υπέροχη γυναίκα κι ερωμένη. Ένα μήνα μετά τη γνωριμία τους είχε κλείσει τραπέζι και δωμάτιο σ’ ένα πανάκριβο ξενοδοχείο για να την εντυπωσιάσει. Κι αν την εντυπωσίασε δεν το έδειξε. Ήταν όμως όπως πάντοτε πολύ θερμή και τρυφερή μαζί του. Και βέβαια πανέμορφη.
Φορούσε ένα μακρύ μαύρο εφαρμοστό φόρεμα, χωρίς καθόλου πλάτη. Ένα διακριτικό κόσμημα στον λεπτό λαιμό της και ένα ίδιο στο χέρι της. Έλαμπε ολόκληρη. Όλο το βράδυ σκεφτόταν πώς θα είναι όταν την κρατήσει μετά γυμνή στην αγκαλιά του. Κατά τις δώδεκα κι αφού είχανε φάει και το dessert, του πρότεινε η ίδια ν’ ανέβουν στο δωμάτιο. Εκεί τον περίμενε μια φοβερή κι απίστευτη έκπληξη. Η Μαρίνα του ζήτησε να πάει στο μπάνιο να φρεσκαριστεί κι αυτός έβαλε δυο ποτά.
- Βάλε και τρίτο!
Άκουσε τη φωνή της βραχνή. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη, το ίδιο κι η απορία του.
- Βάλε και δε θα χάσεις…
την άκουσε να ξαναλέει. Κι αμέσως μετά…
- Φοβάσαι;
Ήταν η λέξη κλειδί για να πιάσει το τρίτο ποτήρι. Η αλήθεια είναι ότι έκανε σκέψεις που τον καύλωναν, αλλά περισσότερη ήταν η περιέργειά του. Η Μαρίνα ήταν φυσικά υπέροχη ερωμένη και αρκετά έμπειρη, αλλά με τίποτα δε θα σκεφτόταν πως επιδίδεται σε πιο «προχωρημένες» εμπειρίες. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή από την αναμονή, που ευχήθηκε να μην είναι μεγάλη. Πήρε το δίσκο με τα τρία ποτά και τα παγάκια κοντά στο τεράστιο στρογγυλό κρεβάτι κι έλυσε τη γραβάτα του. Έβγαλε το σακάκι του και κάθισε στην αναπαυτική μπεζέρα που ήταν δίπλα στο κρεβάτι. Τότε μια οπτασία εμφανίστηκε μπροστά του. Η Μίνα! Ήταν εκεί, η γυναίκα που για τόσο μεγάλο διάστημα του είχε πάρει τα μυαλά. Η γυναίκα που ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει δική του, ήταν μπροστά του μ’ ένα χαμόγελο καυλιάρικο στις χειλάρες της και με το κορμί της να λικνίζεται στους ήχους της απαλής τζαζ μουσικής που ακουγόταν σιγανά. Δεν του ήταν καθόλου εύκολο να ξεπεράσει την έκπληξή του. Η καύλα που είχε αρχίσει να ξεσηκώνει το κορμί του στις σκέψεις πως η Μαρίνα κάτι ετοίμαζε, είχε εξαφανιστεί. Το ίδιο και το μόριό του.
Είχε μπροστά του τη γυναίκα που για χάρη της κόντεψε να τρελαθεί και τώρα το μόνο που ένιωθε ήταν έκπληξη και απορία. Η Μίνα κάνοντας ένα βήμα μπροστά, άφησε να πέσει στα πόδια της η λεπτή κάπα που φορούσε και να φανεί ένα λεπτό κι εφαρμοστό φόρεμα που το ντεκολτέ του κατέβαινε βαθιά ανάμεσα στα τεράστια βυζιά της. Ξαφνικά ένιωσε την ανάγκη να απλώσει τα χέρια και να αρπάξει τα βυζιά της. Να τα βγάλει έξω απ’ το φόρεμα που ίσα που τα κρατούσε και να τα μαλάξει ανελέητα. Να ρουφήξει τις καυλωμένες ρόγες που διαγράφονταν τέλεια κάτω από το λεπτό κόκκινο ύφασμα μέχρι να φωνάξει βοήθεια. Ο πούτσος του ορθώθηκε σ’ αυτή τη σκέψη τόσο, που νόμισε πως το παντελόνι του θα σκιστεί. Ήθελε να γαμήσει τη γυναίκα που λικνιζόταν υπέροχα στον απαλό ρυθμό σε απόσταση αναπνοής. Ξαφνικά σκέφτηκε τη Μαρίνα. Αυτή τα έστησε όλα αυτά. Ήθελε να του προσφέρει κάτι εξαιρετικό και τυχαία διάλεξε τη Μίνα; Αδύνατο. Δεν ήταν όμως σε θέση να σκεφτεί τώρα καθαρά. Δεν μπορούσε όμως να περιμένει άλλο και τη φώναξε. Η Μαρίνα εμφανίστηκε μπροστά τους μ’ ένα αραχνοΰφαντο μαύρο νυχτικό που άφηνε σε κοινή θέα τα υπέροχα βυζιά της. Από κάτω φορούσε ένα μικροσκοπικό κόκκινο κιλοτάκι και κόκκινες ζαρτιέρες με μαύρες λεπτές κάλτσες που έκαναν τα υπέροχα πόδια της ακαταμάχητα. Κοίταξε μια τη μια και μια την άλλη. Ένιωθε μπλοκαρισμένος.
- Χαλάρωσε μωρό μου, για σένα είναι αυτό το δωράκι…
είπε η Μαρίνα και δάγκωσε καυλιάρικα το χειλάκι της.
- Θέλω να το χαρείς και να μη ρωτήσεις τίποτα. Αύριο θα τα μάθεις όλα.
Συνέχισε. Προχώρησε αργά και ανέβασε την ένταση της μουσικής. Ύστερα πλησίασε τη Μίνα και χορεύοντας τον πιο αισθησιακό χορό που είχε δει στη ζωή του, άγγιξε τα μαλλιά της και ακολουθώντας το μαύρο χείμαρρο, κατέβασε το χέρι της στα βυζιά που ο ίδιος είχε ονειρευτεί πιο πολύ στη ζωή του. Τα άγγιξε πρώτα απαλά, κι ύστερα τα χούφτωσε με δύναμη κάνοντας την άλλη να βογκήξει. Ύστερα πέρασε πίσω απ’ την πλάτη της και χορεύοντας ακόμα, κατέβασε το φερμουάρ του λεπτού φορέματος. Τα βυζιά της Μίνας ξεχύθηκαν μπροστά του ανοικονόμητα και περήφανα. Τα χέρια της Μαρίνας έπαιζαν με αυτά πολύ επιδέξια. Ξαναπερνώντας μπροστά λικνίζοντας το υπέροχο κορμί της έβγαλε το μικρό νυχτικό της και έτριψε τα βυζιά της με της άλλης. Οι κοπέλες είχαν καυλώσει ολοφάνερα. Κι ο ίδιος είχε τώρα παρασυρθεί, ξεχνώντας όποια λογική σκέψη. Τώρα η Μίνα χούφτωνε τον υπέροχο κώλο της Μαρίνας, προσφέροντάς του ένα υπέροχο θέαμα. Τα κορίτσια λικνίζοντας τα κορμιά τους και αλλάζοντας φιλιά και χάδια κάθισαν στο κρεβάτι.
- Έλα μαζί μας…
είπε η Μίνα καυλιάρικα και σαλιώνοντας το δάχτυλό της, άρχισε να παίζει με τη ρώγα της Μαρίνας. Δε χρειαζόταν άλλη πρόσκληση. Τις πλησίασε, δίνοντας στην κάθε μια το ποτό της, η Μίνα άπλωσε τα χέρια και του ξεκούμπωνε ένα-ένα τα κουμπιά του πουκάμισου, ενώ η Μαρίνα είχε πάρει στο χέρι το παγάκι του ποτού της και χάιδευε μ’ αυτό τα βυζιά της. Τα έμπειρα χέρια της Μίνας του είχαν βγάλει το πουκάμισο και είχαν κατεβεί στο παντελόνι. Με δυο κινήσεις του το ξεκούμπωσε και κάνοντας επαινετικά σχόλια για το καυλί του, έσκυψε και το πήρε στο στόμα της. Αυτός άπλωσε το χέρι και πιάνοντας το παγάκι απ’ το χέρι της Μαρίνας, που είχε τώρα κατεβεί στο γλυκό μουνάκι, λιώνοντας πάνω στην καύλα της, το έβαλε στο στόμα και γεύτηκε την υπέροχη γλύκα. Στο μεταξύ, το στόμα της Μίνας, του χάριζε απίστευτη ηδονή. Δόξαζε τώρα την αρχική του δυσκολία, γιατί αν ξεκινούσε έτσι, θα είχε κιόλας χύσει. Και δεν το ήθελε καθόλου. Ήθελε να περιποιηθεί πρώτα τις δυο πανέμορφες κυρίες.
Το χέρι του αντικατέστησε το παγάκι και ταξίδεψε από τον πανέμορφο λαιμό μέχρι το υγρό καυτό μουνάκι με αρκετή επιτυχία, μιας και η Μαρίνα βογκούσε ασύστολα ζητώντας τη λύτρωση στον οργασμό που δεν άργησε να έρθει. Τραβώντας απαλά από τα όμορφα μαλλιά τη Μίνα την πήρε από το καυλί του και ρούφηξε το στόμα της με μανία. Ύστερα γύρισε τη Μαρίνα μπρούμυτα και της τον έχωσε με δύναμη, κάνοντάς τη να βγάλει μια μικρή κραυγή. Η άλλη είχε περάσει κάτω απ’ το μουνί της και ενώ αυτός τη γαμούσε, εκείνη την έγλειφε. Έχυσε σαν τρελή. Τότε βγήκε από μέσα της και γυρνώντας τη προς το μέρος του την έβαλε να κάνει με τη γλώσσα της τη διαδρομή μέχρι τον πούτσο του. Εκεί τη σταμάτησε και στήνοντας τη Μίνα στα τέσσερα της είπε να γλείψει εκείνη. Η Μαρίνα, πρόθυμα ακολούθησε την προσταγή και πέρασε κάτω από την άλλη. Στηριζόμενη στους αγκώνες και σηκώνοντας λίγο το κεφάλι, άρχισε να γλείφει το άλλο μουνί. Εκείνος, πέρασε πίσω από τη Μίνα και έβαλε στην αρχή δυο και μετά τρία δάχτυλα στο ανοιχτό μουνί. Τα υγρά της έτρεχαν στα μπούτια της καθώς τα δάχτυλά του μπαινοβγαίνανε στο καυλωμένο μουνί. Παρακαλούσε να της τον χώσει κι εκείνος, παίρνοντας λίγο-λίγο υγρά από το μουνί της, άνοιγε με το δάχτυλο την κωλοτρυπίδα της και όταν η καύλα την είχε ανοίξει για καλά, έχωσε σιγά-σιγά το καυλί του στον κώλο της, δίνοντας και χαστούκια στα τροφαντά κωλομέρια που τόσο καιρό ονειρευόταν.
Η Μαρίνα με τη γλωσσίτσα της βοηθούσε ν’ ανοίξει διάπλατα η κωλοτρυπίδα της άλλης για τον καυλωμένο του πούτσο. Η Μίνα έχυσε, φωνάζοντάς τους και τους δυο γαμιάδες της. Ένιωθε πως κι ο ίδιος δε γίνεται να κρατηθεί άλλο. Τότε, ξάπλωσε και τις δυο ανάσκελα και μπούκωσε το στόμα της Μίνας με το καυλί του ενώ τα χέρια του χούφτωναν τη Μαρίνα. Έτριβε τις σκληρές της ρώγες και το υγρό μουνί της, μέχρι που την ένιωσε έτοιμη να ξαναχύσει και της τον κάρφωσε, τραβώντας τον από το στόμα της άλλης, που άρχισε να πιπιλάει τις ρώγες που τα χέρια του μόλις είχαν αφήσει. Τα χέρια της Μαρίνας ασχολήθηκαν με το άλλο μουνί και το τελευταίο χύσιμο ήταν σκέτη τρέλα. Αυτός άδειαζε μέσα στο κορμί της Μαρίνας που κι εκείνο έχυνε κι η Μίνα έχυνε από το χέρι της άλλης. Κοιμήθηκαν εξαντλημένοι κι οι τρεις. Το πρωί, ξύπνησε πρώτος, για να διαπιστώσει πως ήταν οι δυο τους με την αγάπη του κι όλα ήταν ένα όνειρο δικό του.
(Copyright protected OW ref: 88179)
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.