Προηγούμενο μέρος: Έκπληξη στη γυναίκα μου (2ο μέρος)
Για ένα διάστημα η ζωή μας κυλούσε κάπως έτσι. Όταν είχαν καύλες οι τύποι, ερχόντουσαν σπίτι και έριχναν ένα πούτσο. Συνήθως γαμούσαν κι έφευγαν, πολύ σπάνια κοιμόντουσαν μαζί μας και τις φορές που γινόταν αυτό η Ελένη συνήθως ξάπλωνε ανάμεσά τους και σχεδόν πάντα την έπαιρνε ο ύπνος με μια ψωλή στο στόμα της. Πόσες φορές είχα τραβήξει μαλακία γι’ αυτό το θέαμα…
Η Ελένη, όλο αυτό το διάστημα, είχε κυριολεκτικά ευχαριστηθεί γαμήσι κι εμένα… για να λέμε και την αλήθεια, δε μου κακοφαινόταν πια. Είχε γίνει συνήθεια. Ήταν και οι δύο τους πια "μέρος του σπιτιού" και η γυναίκα μου απλά ζούσε για τα καυλιά τους. Το μόνο πρόβλημα που είχαμε, ήταν να μη γίνουμε ρεζίλι στην πολυκατοικία και προσέχαμε όσο μπορούσαμε.
Πολλές φορές όταν γυρνούσα από τη δουλειά έβλεπα το αυτοκίνητο, που χρησιμοποιούσαν, παρκαρισμένο κάπου κοντά, ήξερα τι θα αντικρίσω όταν έμπαινα μέσα, ή ακόμη χειρότερα είχαν παρκάρει κάπου μακριά και όταν έμπαινα σπίτι, ή θα τους έβλεπα να πηδιούνται στο σαλόνι ή θα τους άκουγα στην κρεβατοκάμαρα. Δε μου έκανε εντύπωση πια.
Συνήθως απλά έλεγα κάτι, έτσι για τα προσχήματα, έβαζα φαγητό κι έτρωγα κοιτώντας τη γυναίκα μου που ξεσκίζονταν με τους γαμιάδες της. Αν καύλωνα πήγαινα κι εγώ κι έριχνα ένα πούτσο, αλλά δεν μου έκανε κέφι να γαμήσω την Ελένη πια. Το μουνί της και ο κώλος της ήταν τεράστια. Μόνο με πίπα ή με μαλακία μπορούσα να χύσω, σε αντίθεση μ' αυτή, που χαιρόταν και με το παραπάνω την όλη φάση.
Οι επισκέψεις τους ήταν μια ή δυο φορές τη βδομάδα κι αυτό κράτησε μέχρι τα Χριστούγεννα περίπου. Μετά άρχισαν και αραίωναν και από τέλη Φεβρουαρίου, λίγο πριν την καραντίνα, δεν ξαναφάνηκαν. Αυτό εμένα μου άρεσε, γιατί είχα καταλάβει πως η κατάσταση είχε ξεφύγει και πως είχα χάσει εντελώς τη γυναίκα μου. Έβλεπα πως ευχαριστιόταν το γαμήσι με τους δύο τύπους και ήξερα πως εγώ δε μπορούσα να της το προσφέρω. Δεν μπορούσα ούτε καν να χύσω μέσα της. Δεν καταλάβαινα ότι ήμουν σε μουνί. Απ’ την άλλη όμως έβλεπα πως η Ελένη, αν και δεν είχε πει τίποτε, τους περίμενε κάθε μέρα και πως της είχε στοιχήσει που δεν ξαναήρθαν. Μόλις όμως ξεκίνησε η καραντίνα, το πήρε απόφαση πως κάπου αλλού βρήκαν και γαμούσαν και δε θα ξαναπατούσαν.
Άρχισα να την πλησιάζω και πάλι ερωτικά. Την κρατούσα αγκαλιά, της χάιδευα τα βυζιά, της έκανα γλειφομούνι, αλλά δεν κουβέντιαζα για γαμήσι. Είχα υπομονή. Περίμενα να είναι έτοιμη και να το ζητήσει αυτή. Φυσικά με το γλειφομούνι δεν κατάφερα να την κάνω να χύσει ούτε μια φορά, ενώ εγώ περιοριζόμουν σε μαλακίες για να ξεκαυλώσω.
Λίγο μετά το Πάσχα, ένα βράδυ καθόμασταν και βλέπαμε ταινία. Η Ελένη ήρθε στην αγκαλιά μου, με φίλησε και μου ζήτησε να κάνουμε έρωτα. Πέταξα από τη χαρά μου. Μου πήρε μια πίπα, μου τον σήκωσε και ήρθε από πάνω μου και τον έβαλε σιγά σιγά μέσα της. Το μουνί της πρέπει να είχε ελαστικότητα, γιατί τώρα καταλάβαινα ότι γαμούσα. Δεν άργησα να χύσω, χωρίς όμως να καταφέρω να την κάνω να χύσει κι αυτή. Ένιωθα πως είχα αρχίσει να την κάνω και πάλι δική μου.
Καθίσαμε αγκαλιά και όπως ήταν χαλαρωμένη, τη ρώτησα αν είχε κάποιο νέο απ' τους δύο τύπους. Μου απάντησε αρνητικά και μου είπε πως τους είχε πάρει κάνα δυο φορές τηλέφωνο, αλλά δεν της απαντούσαν και δεν ξαναπήρε. Ζήλεψα! Αυτοί είχαν καταφέρει και την έκαναν να αισθανθεί γυναίκα κι αυτούς ήθελε. Ήμουν σίγουρος πως έπαιζε με το μουνί της και τους σκεφτόταν.
Για να μην τα πολυλογώ έτσι περνούσε ο καιρός. Το καλοκαίρι δεν πήγαμε κάπου διακοπές και αρχές φθινοπώρου είχαμε μπει σε μια σειρά και οι περιπέτειες με τους δύο τύπους είχαν μείνει πίσω. Η ερωτική ζωή μας είχε επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα, με μόνο μειονέκτημα ότι η Ελένη δε μπορούσε να χύσει.
Όλα αυτά μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου, όπου μια Παρασκευή βράδυ κατά τις δέκα, εκεί που καθόμασταν, πίναμε ποτάκι και βλέπαμε τηλεόραση, χτύπησε το τηλέφωνο της Ελένης από έναν αριθμό που δεν τον είχε αποθηκευμένο. Της έκανα νόημα να το σηκώσει κι αυτή το έβαλε στο αυτί της. Μόλις άκουσε τη φωνή από την άλλη μεριά το πρόσωπό της φωτίστηκε. Ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της και σηκώθηκε όρθια από τη χαρά της.
Δεν σας κρύβω ότι ένοιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά. Μέσα μου πάντα φοβόμουν κάτι τέτοιο, αλλά είχα την ελπίδα ότι θα την είχαν ξεχάσει. Δεν άκουσα τα πρώτα λόγια της, χαμένος στις σκέψεις μου, αλλά την είδα να χοροπηδάει από χαρά και να λέει «Φυσικά και μπορώ να είμαι έτοιμη σε μια ώρα, ναι, τα πάντα ξυρισμένα...»
Γύρισε προς το μέρος μου και δίνοντάς μου το τηλέφωνό της μου είπε «Αγάπη μου, τα παιδιά είναι. Σε θέλουν. Πάρε να τους μιλήσεις σε παρακαλώ μέχρι να ετοιμαστώ.»
Με μισή καρδιά πήρα το τηλέφωνό της και είπα ένα ξερό «Ναι…»
Απ’ την άλλη μεριά άκουγα φωνές και γέλια κι ο ένας τους, που είχε το τηλέφωνο, μου είπε γελώντας... «Χαθήκαμε ρε μαλάκα. Τι ωραία που περνάγαμε όλοι μαζί. Να σου πω... καθόμαστε, πίνουμε και δε βρίσκουμε να γαμήσουμε. Πάρε την πουτάνα σου και φέρ’ τη στην (μου είπε μια διεύθυνση) στον Πειραιά. Υπολόγισε να είστε εδώ μέχρι τις δώδεκα. Φέρε την εσύ γιατί μάλλον όταν τελειώσουμε, δε θα μπορεί να οδηγήσει… ξέρεις εσύ… και ξεράθηκε στα γέλια.
Προσπάθησα να το αποφύγω, λέγοντάς του πως είναι αργά και πως έχουμε δουλειά αύριο το πρωί, αλλά μου το ξέκοψε λέγοντάς μου, πως αν δεν μπορούμε εμείς, μπορούν να έρθουν αυτοί. Εκεί κώλωσα, φοβήθηκα τους γείτονες και του είπα εντάξει.
Εν τω μεταξύ η Ελένη είχε βγάλει φτερά. Πήγα στο μπάνιο και την είδα να ξυρίζει το μουνί της σχολαστικά και να σιγοτραγουδάει. Είχα καιρό να τη δω έτσι χαρούμενη. Έκανα την καρδιά μου πέτρα και αποφάσισα να μην πω τίποτε. Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Αυτοί οι δύο ήξεραν πολύ καλύτερα το μουνί της και τον κώλο της από μένα. Έβαλα κάτι πρόχειρο και περίμενα την Ελένη, που δεν άργησε καθόλου.
Μόλις την είδα έπαθα πλάκα. Είχα ξεχάσει τι μουνάρα είχα παντρευτεί! Είχε χτενιστεί, είχε κάνει ένα ελαφρό μακιγιάζ και φορούσε ένα φορεματάκι με τιράντες, εξαιρετικά κοντό με τεράστιο ντεκολτέ, φυσικά χωρίς σουτιέν. Μόλις έσκυβε λίγο τα βυζιά της φαινόντουσαν πεντακάθαρα. Η τιράντα μετά βίας κρατιόταν στον ώμο της και πολλές φορές έπεφτε, έχοντας μονίμως τις ρώγες της σχεδόν έξω. Ήρθε κοντά μου, με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε όλο λαχτάρα… «είμαι έτοιμη αγάπη μου. Πάμε να μην περιμένουν τα παιδιά».
Με σκυμμένο κεφάλι κι ένα κόμπο στην καρδιά πήρα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κατέβηκα στο γκαράζ να το βγάλω. Η Ελένη με περίμενε στον δρόμο. Όταν ανέβαινα τη χτύπησαν τα φώτα του αυτοκινήτου και κόντεψα να τρελαθώ από το θέαμα. Ήταν απορροφημένη στο κινητό της (μάλλον αποθήκευε το νέο αριθμό) και η αριστερή τιράντα της είχε γλιστρήσει, με αποτέλεσμα το αριστερό της βυζί να είναι τελείως έξω. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να το κρύψει. Προείχε να αποθηκεύσει τον αριθμό. Αυτό που έβλεπα ήταν απίστευτα ερωτικό. Μοναδικά αισθησιακό.
Μέσα μου γινόταν πόλεμος συναισθημάτων. Πήγαινα τη γυναίκα μου να γαμηθεί και είχα καυλώσει απίστευτα. Μ’ έφτιαχναν τα πάντα πάνω της. Δοκίμασα να της χουφτώσω το μπούτι και μου τράβηξε διακριτικά το χέρι. Η τιράντα της ήταν μονίμως κάτω και το βυζί της συνεχώς έξω. Πήγα να της πιάσω το βυζί και με εμπόδισε λέγοντάς μου «Αχ, μη αγάπη μου. Θα μου χαλάσεις το ντύσιμο μωράκι μου…»
«Ποιο ντύσιμο βρε Ελένη; Αφού δεν φοράς τίποτε…» της είπα.
«Όχι και τίποτε…» μου απάντησε, γελώντας. «Φοράω το φόρεμα και κιλοτάκι. Μου ζητήσανε να φορέσω κιλοτάκι. Θέλουν να το σκίσουν φαίνεται, οι πούστηδες».
Δεν ξαναμίλησα στο δρόμο και έμεινα να θαυμάζω το θέαμα που παρουσίαζε δίπλα μου. Ευτυχώς δεν είχε πολύ κίνηση και φτάσαμε σχετικά νωρίς στη διεύθυνση που μας είπαν. Πάρκαρα δύο τετράγωνα πιο κάτω και η Ελένη κατέβηκε μην κάνοντας καμία προσπάθεια να βάλει τα βυζιά της μέσα. Φαντάζομαι καύλες που είχε!
«Μωρό μου καλύτερα να έρθεις κι συ. Δεν ξέρω πόση ώρα θα πάρει και δεν θέλω να σε σκέφτομαι μόνο σου στα σκοτάδια» μου είπε και ξεκίνησε να περπατάει με μεγάλα βήματα προς την πολυκατοικία των γαμιάδων της με τα βυζιά έξω. Βιάστηκα να πάω δίπλα της και περπατούσαμε αμίλητοι. Μου έκανε εντύπωση πως περπατούσε στους δρόμους του Πειραιά, βράδυ μεν, αλλά μην κάνοντας καμία προσπάθεια να κρύψει τα στήθη της. Ούτε καν όταν διασταυρωθήκαμε με δυο νεαρούς, οι οποίοι κόντεψαν να σκοτωθούν κοιτάζοντάς την. Το μόνο που έκανε ήταν να τραβήξει λίγο την τιράντα, αλλά το βυζί ήταν όλο έξω.
Η περιοχή (πρώτη φορά ερχόμουν) φαινόταν κακόφημη και η πολυκατοικία εγκαταλειμμένη. Χτύπησε το κουδούνι που μας είπαν και ακούστηκε μια φωνή να λέει «Ανοιχτά είναι. Στον τρίτο». Σπρώξαμε την πόρτα και ανεβήκαμε. Φώτα δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου και το μέρος πρέπει να είχε πολύ καιρό να δει καθάρισμα. Μόλις βγήκαμε στο διάδρομο δεν χρειάστηκε να ψάξουμε καθόλου. Στα δεξιά ήταν μια πόρτα ανοιχτή και μέσα γινόταν χαμός από φωνές.
Κράτησα το χέρι της Ελένης και της είπα «Μήπως να το σκεφτούμε λίγο; Ακούω πολλές φωνές». Αυτή όμως δεν κρατιόταν καθόλου. Προχώρησε στο διάδρομο λέγοντας «Μην ανησυχείς αγάπη μου. Τα παιδιά είναι». Μπήκα μετά την Ελένη στο διαμέρισμα και κοκκάλωσα πίσω της. Είχε μείνει κι αυτή ακίνητη.
Το τι έγινε μέσα στο διαμέρισμα είναι μια ιστορία μόνο του.
Σε λίγες μέρες έρχεται...
Copyright protected OW ref: 182447
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.