Προηγούμενο μέρος: Ένα καλοκαίρι που μας έκαψε (2ο μέρος)
Μετά από μερικές στιγμές, που μου φάνηκαν ατελείωτες, η Αθηνά ακούστηκε να πλησιάζει. Τα βήματά της καθώς έσκαβαν τα πόδια της την άμμο γρήγορα, ακουγόταν σχεδόν να τρέχει. «Αντώνη τι καν…» ακούστηκε να λέει εκνευρισμένα καθώς μας προσέγγιζε από την τυφλή μεριά του δέντρου, έτσι όπως ερχότανε. «Α… κοιμάστε…;» είπε περισσότερο στον εαυτό της αυτή τη φορά, πιο σιγανά. Ήρθε με άτσαλες κινήσεις κοντά μου, με σκούντησε αφηρημένα, «Αντώνη σήκω, να πηγαίνουμε», είπε ξανά και την άκουσα να παλεύει ήδη με την τσάντα της θάλασσας. Έκανα ότι σηκώθηκα ζαλισμένος, παρατήρησα ότι έψαχνε ήδη στην τσάντα και μονολογούσε σα χαμένη «πού πήγε γαμώτο; Πού πήγε;», μετά από λίγο έβγαλε από μέσα το διάτρητο παρεό και βάλθηκε να το φορέσει. Η προτεραιότητά της με οδήγησε κατευθείαν σε εύλογη καχυποψία, αλλά το διάτρητο ρούχο στην πραγματικότητα έκανε ελάχιστα στο να κρύψει τη γύμνια της. Τα μάγουλά της ήταν αναψοκοκκινισμένα, ήταν προφανώς σε μεγάλη ένταση και… αν και δεν ήξερα τον ακριβή λόγο, μπορούσα να μαντέψω διάφορα, καθώς έσκυψε κι άρχισε να παραχώνει τα πράγματά μας μέσα στην τσάντα παρατήρησα τον κώλο της, κάτασπρο όπως και πριν, αλλά και ελαφρά κοκκινισμένο, μελανιασμένο, σαν από πίεση.
Δε θυμάμαι να έκανα κάποια συγκεκριμένη σκέψη εκείνη τη στιγμή, πιο πολύ καταχώρησα την πληροφορία ίσως. Δεν μου πέρασε απαρατήρητο όμως, ούτε το θεώρησα αθώο, αυτό το θυμάμαι. Νομίζω ότι κατάλαβα και τη Ρία να το βλέπει, εκεί όμως που το δικό μου βλέμμα ήταν μία καύλα ανάμεικτη με αμηχανία, το δικό της ήταν απλά σκυθρωπό. Πήγα κοντά στην Αθηνά, έχοντας επίγνωση του πόσο υγρού αισθανόμουν τον πούτσο μου, που ευτυχώς είχε πέσει λίγο. «Τι έχεις;», η ρώτησα, «έγινε κάτι; Γιατί τόση βιασύνη;» της είπα, όχι κατηγορηματικά αλλά με πραγματικό ενδιαφέρον. Ευτυχώς η Αθηνά έδειχνε λίγο χαμένη, εκείνο το αναψοκοκκίνισμα στο πρόσωπό της δεν έλεγε να φύγει. «Αν έγινε κάτι;…», απάντησε χωρίς να με κοιτάει, αλλά με ένα όντως χαμένο ύφος, σαν να είχε το μυαλό της αλλού. «Όχι, τι να έγινε δηλαδή; Τίποτα δεν έγινε, τίποτα!», είπε πάλι με βιασύνη και τόσο εμφατικά που με έπεισε ότι σίγουρα κάτι έτρεχε. Δεν το πίεσα, πήρα να μαζεύω μαζί της τα πράγματα μας. Η Ρία έκανε το ίδιο με τα δικά τους, επίσης βιαστική στις κινήσεις της. Κάποια στιγμή βρέθηκα κοντά της δίπλα-δίπλα, μάζευε μία πετσέτα κι εγώ πήγα να λύσω τις ομπρέλες. Με μία γρήγορη κίνηση και μία πλάγια ματιά να βεβαιωθεί ότι η Αθηνά ήταν απασχολημένη με τα δικά της μου σκούπισε το χέρι από τα υγρά της, ούτε που το είχα πάρει χαμπάρι εγώ πάνω στην αναστάτωση της στιγμής. Κάπου εκεί έφτασε κι ο Νίκος, φλυαρώντας χαρούμενα για την καταπληκτική θάλασσα. Η σκηνή τον έπιασε απροετοίμαστο, ξαφνιάστηκε.
«Ε… τι έγινε;…» είπε με πραγματική απορία, «φεύγουμε;», ρώτησε το ίδιο απορημένα. Η Αθηνά έκανε σα να μην ήταν εκεί, έκανε τόση προσπάθεια να μην τον κοιτάει που σε άλλη στιγμή θα μου φαινόταν αστείο. Εκείνη τη στιγμή όμως… Εγώ του σήκωσαν απλά τους ώμους, σαν να μην ήξερα τίποτα, πετάχτηκε η Ρία, η φωνή της φορτισμένη «Ναι, μάζευε», ο τόνος της υποδήλωνε ότι δεν είχε πρόθεση να το συζητήσει. Τον είδα που κοντοστάθηκε χωρίς να μπορεί να αφομοιώσει το κλίμα, είδα την απορία να πάει να μετατραπεί σε θυμό. Πήγα κοντά του με την πρόθεση να του δώσω το ψυγειάκι που είχα μαζέψει, έσκυψε στο αυτί του και του είπα τόσο σιγά ώστε να μην ακουστεί αλλού «άστο Νίκο. Δε σηκώνει, πάμε». Έσκυψε μαζί μου, το ίδιο σιγανά είπε «όλα καλά;». «Ξέρω γω;», του είπα μέσα από τα δόντια. «Περάσατε καλά εσείς;», η ερώτηση απίθανη για τη στιγμή, το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να την καταπιώ. Κόλλησε. Μετά από παύση μου είπε «ναι», φαινόταν να βρίσκεται σε μεγάλο δίλλημα καθώς απαντούσε. Του έκανα ένα σιωπηλό νεύμα τότε πάμε, μη ρωτάς. Έπιασε το νόημα, αν και τον έβλεπα ότι δε συμφωνούσε. Ήρθε και πάλι κοντά, έσκυψε δήθεν να μαζέψει κάτι. «Εσείς;» είπε, η ερώτησή του το ίδιο μη απαντήσιμη με τη δική μου, το ίδιο αδύνατο να ξεστομίσεις οτιδήποτε. Με έσωσε η Ρία που άξαφνα εμφανίστηκε ανάμεσά μας, «αρκετά με τις ομπρέλες, τελειώνετε» είπε προστακτικά, «Νίκο μπροστά, ξεκίνα» είπε άγρια.
Τέλος πάντων, ξεκινήσαμε και πάλι για τις σκηνές. Αν η κατάβαση ήταν δύσκολη η ανάβαση δεν περιγραφόταν. Βάλε και την κόπωση της ημέρας, τη ζέστη, που πλέον είχε γίνει ανυπόφορη, και το αλκοόλ κι εγώ αισθανόμουν διαλυμένος καθώς προσπαθούσα να ανέβω με όλα τα συμπράγκαλα που κουβαλούσα. Η Αθηνά έμενε σταθερή μπροστά, είχε αναψοκοκκινίσει ολόκληρη, αλλά φαινόταν αποφασισμένη να φθάσουμε το συντομότερο και να φύγουμε ακόμη πιο σύντομα μετά. Ο Νίκος, όπως και πριν, φαινόταν να την παλεύει καλυτέρα από όλους μας, αλλά κι αυτός είχε ξεφουσκώσει αρκετά. Για πρώτη φορά, τουλάχιστον, μέσα στην ημέρα του είχε πέσει τελείως, γεγονός που πλέον έκανε και τη διαφορά ξεκάθαρη αναμεταξύ μας. Η Ρία επίσης ζοριζότανε, την καταλάβαινα, αλλά επειδή οι γυναίκες δεν ήταν φορτωμένες ήταν σε καλύτερη κατάσταση από εμένα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι γρήγορα κάναμε μια γραμμή αναμεταξύ μας, η Αθηνά πρώτη, ο Νίκος δεύτερος, μετά η Ρία και μετά, τελευταίος, εγώ. Κι όσο ανεβαίναμε οι αποστάσεις μεταξύ μας άνοιγαν, τόσο που, μετά από λίγο, εγώ δε μπορούσα να δω πλέον την Αθηνά. Αντιλήφθηκα τον Νίκο να κάνει προσπάθεια να την προλάβει, ήμουν σίγουρος ότι τα μάτια του ήταν κολλημένα στον κώλο της, παρά το παρεό. Εγώ είχα τη Ρία μπροστά μου που, είτε από πρόθεση είτε από τη βιασύνη της είτε γιατί δεν την ένοιαζε, συνέχιζε να είναι τελείως γυμνή, πέρα από τα σανδάλια της. Που, αν μη τι άλλο, την κάνανε να δείχνει περισσότερο σέξι στην εντέλει. Σε κάποια φάση, και για λίγα λεπτά, ξεμείναμε ακόμη πιο πίσω, αποκοπήκαμε. Δε μπορούσα να το πω με βεβαιότητα, αλλά νομίζω ότι το επιδίωξε και η Ρία, έκοψε βήμα διακριτικά καθώς έβλεπε τον Νίκο να επιταχύνει.
Όπως έκοψε και καθώς το μονοπάτι ήταν ανηφορικό, είχα μαγνητιστεί και, παρόλη την κούραση μου, έβλεπα τον κώλο της καθώς περπατούσε μπροστά μου, ενίοτε έκλεβα ματιές από το μουνάκι της όπως περπατούσε, με καύλωνε που διέκρινα τα μουνόχειλά της υγρά από την περίπτυξή μας. Την έφτασα σε ένα σημείο που είχε κόψει ιδιαίτερα καθώς προσπαθούσε να πιαστεί από ένα δέντρο για να ανέβει, είχε κουραστεί κι η ίδια και μάλλον λίγο σταμάτησε για να ξεκουραστεί και λίγο για να την προλάβω ίσως. Ήρθα κοντά της από πίσω της, κόλλησα επάνω της, ο πούτσος μου, που άρχισε να φουσκώνει γρήγορα, αιχμαλωτίστηκε ανάμεσα στους γλουτούς της. «Μη… τι κάνεις;» μου είπε παθιάρικα, κοιτάζοντας μπροστά για τους άλλους , αλλά δεν φαίνονταν, είχαμε μείνει αρκετά πίσω. Είχα ελεύθερο το ένα χέρι, της έπιασα το ένα της στήθος από πίσω, η ρώγα της σκληρή και καυλωμένη, το στήθος γεμάτο και σκληρό ταυτόχρονα – σχεδόν διπλάσιο από της Αθηνάς. Αναζήτησα το λαιμό της, της έγλειψα ηδονικά την περιοχή πίσω από το αυτί της. Πήρε μια βαθιά ανάσα, το χέρι της ήρθε ανάμεσά μας, μου έπιασε τον πούτσο απαλά, τον χάιδεψε αργά, σ’ όλο το μήκος, τον σκλήρυνε ακόμη περισσότερο. Μου σηκώθηκε σχεδόν, η βάλανος, ακόμη υγρή από πριν, ξεπρόβαλε πρησμένη, τρίφτηκε στα μουνόχειλά της. Βόγκηξα σιγανά μέσα στο αυτί της, μου χούφτωσε τα αρχίδια και μου τα έσφιξε καυλιάρικα, γεμάτα όπως ήτανε από τον ανελέητο ερωτισμό της ημέρας. Γύρισε το λαιμό της, τα χείλη της ήταν καυτά καθώς στράφηκε να με φιλήσει με ένα πνιχτό, αλλά μανισμένο βογκητό.
Την ίδια στιγμή η Αθηνά γύρισε πίσω της συνειδητοποιώντας ότι τόσο εγώ όσο και η Ρία δε φαινόμασταν πουθενά. Είδε τον Νίκο να παλεύει λίγο πιο πίσω, προσπαθώντας να απεγκλωβίσει ένα καρεκλάκι από τα σκληρά κλαριά ενός θάμνου, το διχτυωτό ύφασμα είχε πλεχτεί για τα καλά κι ο Νίκος, κουρασμένος κι αυτός από την προσπάθειά του να τη φτάσει, δεν είχε κουράγιο να αφήσει κάτω τα υπόλοιπα που κουβαλούσε παρά το τραβούσε μανιασμένα κι εκνευρισμένα. Εκείνο το μπράτσο του ήταν πάλι ένας κόμπος από μύες και φλέβες, ανάγλυφο και γυαλιστερό από τον ιδρώτα του. Η Αθηνά κοντοστάθηκε λίγο, διστακτική. Μα πού ήταν ο Αντώνης πια; Έπρεπε να φεύγουνε, έπρεπε… Η θέα του Νίκου να παλεύει μόνος του όμως την έκανε να τον λυπηθεί σχεδόν, από τότε που βγήκαν από τη θάλασσα έκανε το παν να μη διασταυρωθούν, αλλά η στιγμή αναμεταξύ τους της έκαιγε το μυαλό, τη φούντωνε βασανιστικά – κι όχι μόνο στις σκέψεις της. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τον εαυτό της από το να υγραίνεται διαρκώς σχεδόν. Φοβότανε ότι θα το καταλάβαιναν όλοι, ο Αντώνης, η Ρία… και το χειρότερο, ο Νίκος.
Ούτε στον εαυτό της δεν μπορούσε να παραδεχτεί αυτό που της συνέβαινε σήμερα. Δεν είμαι "έτσι" εγώ, σκεφτόταν απανωτά σχεδόν. Δεν κάνω… τέτοια! Έλεγε διαρκώς στον εαυτό της, το επαναλάμβανε, το μυαλό της είχε γίνει σαν κολλημένος δίσκος που δεν έλεγε να σταματήσει. Από την άλλη η εικόνα που της ερχόταν διαρκώς, το χέρι της τυλιγμένο γύρω από το καυλί του Νίκου, τα χέρια του στον κώλο της, εκείνη η απειροελάχιστη στιγμή που ένιωσε τα δάχτυλά του να μπαίνουν μέσα της… όλες εκείνες οι στιγμές έκαιγαν τον νου της, ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τρελά, το στομάχι της να σφίγγεται, το κεφάλι της να γυρίζει. Και το χειρότερο; Ένιωθε το μουνί της να στάζει σχεδόν, μέσα της αισθανόταν να πάλλεται ανάμεσα στα πόδια της μία κάψα που δε μπορούσε να σβήσει, δε μπορούσε να τη σταματήσει. Γι' αυτό τώρα έτρεχε να φύγουνε, να πάνε σπίτι τους, να τελειώσει αυτή η τρελή μέρα που δε μπορούσε να το χωρέσει ο νους της ότι είχε ξημερώσει. Αλλά ο Αντώνης, πάλι δεν ήταν εκεί. Κι ο Νίκος ήταν πάλι εκεί γυμνός, ζωώδης, ένα κουβάρι από σκληρούς και γυαλιστερούς μύες. Δεν κάνω έτσι εγώ, δεν… Η σκέψη έλιωνε στο μυαλό της, σαν να πολεμούσε τον εαυτό της.
Πήγε τελικά κοντά του, του ακούμπησε το μπράτσο, «να σε βοηθήσω;», ρώτησε σιγανά. «Έχει κολλήσει το γαμίδι», είπε ο άλλος φανερά νευριασμένος. «Δε λέει να ξεμπλεχτεί γαμώτο» είπε σχεδόν γρυλίζοντας, το τραβολογούσε ακόμη πιο βίαια τώρα. Ήταν τόσο κοντά του που η κάψα του σώματος του της ήταν αισθητή, τον ένιωθε αναμμένο, άγριο. Το μουνάκι της συνέχιζε να την προδίδει, να βουρκώνει σχεδόν. «Κάτσε» του είπε μονολεκτικά και χώθηκε ανάμεσα σε αυτόν και τον θάμνο, φοβόταν να πει κάτι παραπάνω μην και άκουγε ο Νίκος το τρέμουλο στη φωνή της που νόμιζε ότι δε θα κατάφερνε να πνίξει. Έπιασε με μανία να ξεμπλέκει το ύφασμα, οι παλάμες της ιδρωμένες, τα δάχτυλά της κρύα παρ' όλη τη ζέστη, αδέξια. Έχει μπλεχτεί παντού, σκέφτηκε με απόγνωση, δε θα μπορέσω. Η γελοιότητα των ίδιων της των σκέψεων τη άφηνε ακόμη πιο μουδιασμένη. Τι μου συμβαίνει; Ούρλιαξε σχεδόν μέσα της.
Ο Νίκος την έβλεπε μπροστά του, η πλάτη της γυρισμένη σ’ αυτόν, το διάτρητο πλεκτό που φορούσε τελείωνε οριακά κάτω από τον κώλο της. Εδώ και ώρα σκεφτόταν, όσο την κυνηγούσε και την έβλεπε να ανεβαίνει σαν μαραθωνοδρόμος, ότι η γυναίκα είχε παρεξηγήσει τα πάντα. Ή ότι ήταν ανέραστη, είχε θέματα το μουνί ρε φίλε, κόμπλαρε. Να πάει να γαμηθεί, είχε καταλήξει ενδόμυχα, αν και συνέχεια φαντασιωνόταν να τη ρίχνει μπροστά και να τη γαμάει ασύστολα. Αλλά η γκόμενα ήταν σκέτη παγωμάρα. Αντί να του στέλνει τίποτα vibes ότι γουστάρει να τελειώνουνε, αυτή του έψηνε το ψάρι στα χείλια. Γι' αυτό και τώρα αρχικά κόλλησε για δέκα δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Αλλά τώρα την είχε μπροστά του, δήθεν ήρθε να βοηθήσει η μαντάμ που όλη μέρα δεν είχε απλώσει νύχι, Αντώνη το ένα κι Αντώνη το άλλο. Και τώρα, και καλά, την έπιασε πονοψυχιά. Να πάει να γαμηθεί, σκέφτηκε με πείσμα, και δε γαμεί που είναι και γειτόνισσα, σιγά; Τι θα γίνει; Θα φωνάξει; Να πάει να γαμηθεί, ας φωνάξει, σκέφτηκε χολιασμένος. Θα γυρίσουμε με Ότο στοπ, σκέφτηκε ηλίθια, όπως έκανε όταν οι καύλες του καταλάμβαναν όλο το μυαλό. Κι ας μη μας ξαναμιλήσουν.
Είδε και πάλι τον κώλο της από πίσω και πάνω, σφιχτός, άσπρος, προκλητικός. Ω ρε γειτόνισσα είσαι για τρέλες πούτσες, σκέφτηκε με βουλιμία. Ο πούτσος του, που όλη μέρα ανεβοκατέβαινε κι ήθελε σαν τρελός να γαμήσει, τινάχτηκε κατευθείαν, τεντωμένος, ξύλινος. Να πάει να γαμηθεί, σκέφτηκε τελευταία φορά και την έσπρωξε με τους γοφούς του. Ο πούτσος του, τόσο σκληρός απ’ όλη την ημέρα, χώθηκε κατευθείαν ανάμεσα στα μπούτια της, ένιωσε το μουνί της να του τον χαϊδεύει από πάνω υγρό και μαλακό. Μεταξένιο. Έβγαλε ένα «αχ!» σχεδόν κοριτσίστικο, τσιριχτό, αλλά και πνιχτό ταυτόχρονα. Πήγε να φύγει μπροστά, την εγκλώβισε με τον βραχίονά του, άφησε το καρεκλάκι να κρέμεται, κατέβασε το χέρι του στο μουνί της. «Αφού γουστάρεις ρε μωρό μου» της είπε στο αυτί, «γιατί το παλεύεις;» τη ρώτησε σαρδόνια. Δεν ήθελε να τη βρίσει, του άρεσε που ήταν …κυρία! Ποτέ του δεν είχε γνωρίσει μία τέτοια γυναίκα, ποτέ του δεν είχε την ευκαιρία. Την ήθελε κι εκείνη καυλωμένη όσο κι αυτός, να γουστάρει. Τον πάλευε όμως, το χέρι το ένα ήταν στο χέρι του, προσπαθούσε να του το σπρώξει. «Όχι…» είπε συριστικά, μέσα από τα δόντια. Ούτε κι η ίδια όμως δεν το πίστευε. Καλά είπα, σκέφτηκε με καύλα, τραβάτε κι ας κλαίω είναι. Το χέρι του βρήκε το μουνί της, αυτή τη φορά δε σταμάτησε.
Της χούφτωσε τα μουνόχειλα από μπροστά, σχεδόν της σύνθλιψε την κλειτορίδα της από τη δύναμη, τη σήκωσε στις μύτες των ποδιών της. Βύθισε κατευθείαν δύο δάχτυλα μέσα της, όσο έφτανε, το μουνί της ήταν μούσκεμα, ανοιχτό, καυλωμένο. Τρελάθηκε και άρχισε να χτυπάει την παλάμη του όπως έκανε και στη Ρία όταν ήθελε να την κάνει να χύσει. «Αχ, αχ, αχ, αχ…» την άκουσε να λέει. Το χέρι της σταθερά να σπρώχνει το δικό του άσκοπα. Ο πούτσος του να τρίβεται ανάμεσα στα μπούτια της, αισθανόταν έτοιμος να χύσει από το τρίψιμο. «Μη, μη, μη…» του έλεγε ξέπνοα και σιγανά, τώρα του έσπρωχνε το χέρι και με τα δύο τα δικά της. «Καύλα είναι το μουνάκι σου μωρό μου, καύλα!», της είπε και της χτύπησε το μουνί πιο δυνατά, την αισθάνθηκε να κουνιέται ολόκληρη πάνω του. Την καταλάβαινε ότι παραδινότανε. «Πιάσε την πούτσα μωρό μου, με έχεις τρελάνει» της είπε όλο καύλα. «Όχι!» του απάντησε μέσα από τα δόντια, πάλευε να βγάλει τα δάχτυλά του έξω από το μουνί της, η δύναμή του και πάλι ανυποχώρητη, το χέρι του αλύγιστο. Την τράβηξε απότομα επάνω και πίσω, τα δάχτυλά του μπήκαν ακόμη πιο πολύ μέσα της, τα κλείδωσε προς τα μέσα, έψαχνε το σημείο g της όπως είχε μάθει να κάνει με τη Ρία, ήθελε να την κάνει να κατουρηθεί επάνω της από την καύλα, να του παραδοθεί.
«Πιάσε τον πούτσο μου μωρή πουτάνα» της γρύλισε, και τα δάχτυλά του της έσφιξαν το μουνάκι, από μέσα της πίεζαν την ουροδόχο κύστη όπως ποτέ δεν είχε νιώσει στη ζωή της. Ένιωσε το χέρι της να πηγαίνει πίσω, να τυλίγει την παλάμη της γύρω από το καυλί του. «Έτσι μωρό μου», της είπε πιο γλυκά τώρα, «αφού καυλώνουμε, γιατί αντιστέκεσαι καύλα μου;» της είπε. Δεν αντέδρασε, με το ένα χέρι συνέχιζε να του αντιστέκεται, αν και ολοένα και πιο μάταια. Το χέρι της στον πούτσο του ακίνητο. «Παίξ' τον μου ρε…» της είπε, πιο πολύ σαν παρακίνηση. Τίποτα. Την ξανατράβηξε δυνατά, τα δάχτυλά του τώρα ανοιγόκλειναν μέσα της, τα υγρά της τόσα πολλά που άκουγε το μουνί της σχεδόν να πλατσουρίζει καθώς τα ανοιγόκλεινε μέσα της. «Γαμώ την πουτάνα μου ρε ψώλα, παίξε τον πούτσο μου» της είπε άγρια στο αυτί, όχι γιατί ήθελε να την αγριέψει, απλά δεν άντεχε άλλο την καύλα του. Την ένιωσε να λυγάει σχεδόν, δίπλωσε τη μέση της προσπαθώντας να του ξεφύγει. Το χέρι της όμως τώρα πήγαινε σαν τρελό στον πούτσο του, του τον έπαιζε αχόρταγα, του χούφτωνε τα' αρχίδια, του τον έπιανε και πάλι, του τον έσφιγγε. Τον είχε τρελάνει, ήθελε να χύσει στο χέρι της, τη σήκωσε όρθια με μία κίνηση του χεριού του, «μπράβο μωρό μου, είσαι…» ξεκίνησε να της λέει όταν άκουσαν θόρυβο από το μονοπάτι ξαφνικά, ομιλίες, τη Ρία να χαζογελάει, τον Αντώνη να χτυπάει δεξιά κι αριστερά παντού μ’ όλα αυτά που ήταν φορτωμένος. «Άσε με…» του σφύριξε σχεδόν μέσα στο αυτί και τώρα του έσπρωξε το χέρι τόσο δυνατά που ήταν η σειρά του να ξαφνιαστεί. Απεγκλωβίστηκε κι έφυγε γρήγορα, σχεδόν τρέχοντας, το ένα της χέρι μπροστά στο μουνί της, σαν να προσπαθούσε να σταματήσει την πλημμύρα της, το άλλο πίσω της, να προσπαθεί να κατεβάσει το παρεό κάτω από τον κώλο της. Άδικος κόπος όμως• και τα δύο. Εξαφανίστηκε έτσι στην επόμενη στροφή, πριν εμφανιστούν ο Αντώνης και η Ρία.
Βρήκαμε τον Νίκο να παλεύει με μια καρέκλα που είχε μπλεχτεί με έναν θάμνο, εμφανώς αναψοκοκκινισμένος. «Η Αθηνά;…» τον ρώτησα υποδυόμενος τον κουρασμένο περισσότερο απ' ότι πραγματικά αισθανόμουν. Μου έκανε ένα νόημα δεν ξέρω με μία αδιαφορία που δεν έπειθε και είπε μονολεκτικά «συνέχισε μπροστά». Έριξα μια φευγαλέα ματιά στη Ρία που ήδη είχε βαλθεί να τον βοηθάει με περισσότερο ζήλο απ' ότι περίμενα. Όλα έχουν γίνει λίγο θέατρο, σκέφτηκα. Έκανα με τη σειρά μου ένα νεύμα ok και τους άφησα, πλέον δεν το νόμιζα καλή ιδέα να είμαστε όλοι μαζί, η ημέρα είχε φορτωθεί με… εμπειρίες. Κάποιες τις ήξερα, κάποιες τις υποπτευόμουν και τις υπέθετα, αλλά ήταν όλες εκεί, ένα κλίμα βαρύ που γέμιζε την ατμόσφαιρα αναμεταξύ μας με ηλεκτρισμό, εκνευρισμό και έναν, αδιαμφισβήτητο πλέον, αισθησιασμό. Να φεύγουμε, θυμάμαι να σκέφτομαι, να συμμαζέψουμε τα ασυμμάζευτα πριν γίνει κάτι που θα το μετανιώσουμε πλέον. Είχα σπρώξει τη φάση με τη Ρία τόσο πολύ που πλέον την αισθανόμουν έκρυθμη. Ανάμεσα στο Νίκο και στην Αθηνά διαισθανόμουν κάτι παραπλήσιο. Είχα την αίσθηση ότι ακροβατούσαμε πλέον όλοι στα όριά μας. Πέρα από το Νίκο δηλαδή που δεν έδειχνε να νοιάζεται για όρια, αρκεί να του καθότανε η φάση όπως την ήθελε. Ζήλευα λίγο την απλοϊκότητα αυτή, αν υπήρχε.
Έφτασα στη σκηνή μετά από τη βασανιστική ανάβαση, άφησα τα πάντα να πέσουν γύρω μου σε μια στοίβα, στην είσοδο της σκηνής κι απόμεινα να προσπαθώ να βρω την ανάσα μου. Άκουγα την Αθηνά από μέσα να μαζεύει, προφανώς με αποφασιστική βιασύνη. Μπήκα μέσα στο κεντρικό δωμάτιο, ο χώρος μας ήταν λοξώς αριστερά, το κλείστρο μισοκλειστο, ήταν ένα φερμουάρ που έκλεινε γύρω-γύρω σαν αψίδα. Ήταν κλειστό περιμετρικά, ανοιχτό επάνω διαγώνια, προφανώς για να παίρνει αέρα. Πήγα κοντά και κοίταξα από το άνοιγμα, την είδα στα τέσσερα να μαζεύει την τσάντα, να παραχώνει ότι είχε καταφέρει να πάρει μαζί της, το παρεό ψηλά στη μέση της, ο κώλος της τουρλωμένος, το μουνί της σε κοινή θέα. Το άσπρο της επιδερμίδας της την πρόδιδε, είδα τα μουνόχειλα της γυαλιστερά, κόκκινα σαν ερεθισμένα. Όπως ήταν στημένη η ροζ κωλοτρυπίδα της ήταν σκέτη καύλα, τα κωλομέρια της ορθάνοιχτα, νέα σημάδια τα διακοσμούσαν. Αν άφηνα τον εαυτό μου να σκεφτεί σοβαρά το θέαμα, ένα σωρό από πράγματα μπορεί να πήγαιναν λάθος. Και δεν ήταν στον χαρακτήρα της Αθηνάς να μην έχει φυσική αιδώ. Και ήταν αδύνατο να μη μ' είχε ακούσει τόση ώρα. Παρόλα αυτά δε γυρνούσε να κοιτάξει πίσω της.
Καθόταν έτσι, πρόστυχη, στημένη, με τον κώλο της ορθάνοικτο, το μουνί της υγρό, τον κόλπο της σχεδόν ορατά σε διαστολή. Και περίμενε, με τον τρόπο της. Ακαριαία, σκέφτηκα ότι δεν ήταν απαραίτητο να περιμένει εμένα. Ο πούτσος μου έγινε κάγκελο με όλα αυτά μέσα στο κεφάλι μου. Άνοιξα το χώρισμα περισσότερο, αλλά όχι πολύ, ίσα-ίσα να περάσω. Κι επίτηδες το άφησα να κρέμεται μισάνοιχτο σχεδόν. Κοίταξα πίσω μου, από το άνοιγμα φαινότανε και το άλλο δωμάτιο, ένα μικρό τμήμα του πίσω, αλλά φαινότανε. Γονάτισα πίσω της με τον πούτσο μου στο χέρι, στοχευμένο. Σταμάτησε μόνο για ένα δευτερόλεπτο, σαν απλά να μ' αναγνώρισε πίσω της. Η συσσωρευμένη, αδιάκοπη καύλα της ημέρας, όλες οι απροσδόκητες, αλλά και σκηνοθετημένες – σχεδόν – στιγμές, όλα μου ήρθανε στο μυαλό μονοκοπανιά, ένας χυδαίος συρφετός σαν μια τεράστια, απαγορευμένη φαντασίωση. Κουνήθηκε ελάχιστα μπροστά, χαμήλωσε ανεπαίσθητα τον κορμό της ακόμη περισσότερο, το μουνάκι της, η είσοδος για τη μήτρα της υγρή και μισάνοιχτη προκλητικά. Είχα να δω τη γυναίκα μου να θέλει πούτσο τόσο πολύ και τόσο χυδαία, χρόνια. Οδήγησα τον πούτσο μου στο μουνάκι της, κοντοστάθηκα μόνο για στιγμή για να τον ευθυγραμμίσω με τον κόλπο της, την είδα να κοκαλώνει, ακόμη δεν είχε γυρίσει να με κοιτάξει.
Μπήκα μέσα της με τη μία, ολόκληρος, σε μια ολοκληρωτική διείσδυση, ένα ατέλειωτο βύθισμα, το μουνί της βούρκος, εκεί που άλλες φορές έπρεπε να συγκρατηθώ για να μπω σιγά-σιγά μην την πονέσω τώρα απλά αισθάνθηκα μια αρχική, μικρή αντίσταση στην πρησμένη μου βάλανο και μετά το μουνί της με κατάπιε ολόκληρο, αχόρταγα. Ήταν τόσο υγρή ήδη που δε χρειάστηκε καν να προσπαθήσω για να την πατώσω. Γρύλισε μέσα από τα σφιγμένα δόντια της, είδα να αρπάζει μονομιάς κι ενστικτωδώς το ύφασμα στο πάτωμα, τα δάχτυλά της να ασπρίζουνε στις κλειδώσεις από τη δύναμη που έβαζε. Τα πόδια της ανασηκώθηκαν στα γόνατα, ανασήκωσε τη μέση της καθώς ο πούτσος μου τη γέμιζε απότομα μέχρι τη μήτρα της. Βγήκα ολόκληρος, τελείως έξω, την άρπαξα πιο σθεναρά από τη λεκάνη της, αυτή τη φορά την κάρφωσα μέχρι που κόλλησα τη μέση μου στον κώλο της. Ξεφώνισε ένα βραχνό «ωχ…», την είδα να σφίγγει τα μάτια με δύναμη, όλα της τα σμιλεμένα της χαρακτηριστικά, η λεπτή, καλλίγραμμη μύτη της, τα γεμάτα της χείλια, τα φρύδια της, άλλοτε δύο διακριτικές αψίδες ελαφράς ανωτερότητας, τώρα όλα ήταν συνοφρυωμένα σε μια έκφραση ηδονής, αλλά και πόνου.
Στα τέσσερα ήταν από τις λίγες στάσεις που μπορούσε να με ανεχτεί ολόκληρο μέσα της, αλλά αισθανόμουνα τον πούτσο μου τόσο όρθιο, τόσο σκληρό που καταλάβαινα ότι μόνο η ατέλειωτη καύλα της την έκανε να μην πετάγεται μπροστά, όπως έκανε κάθε φορά που τερμάτιζα τη μήτρα της μέχρι τον πάτο της. Δεν είχε τρυφερότητα ή το οικείο πάθος που συνήθως είχαν οι ερωτικές μας συνευρέσεις, τίποτα από όλα αυτά. Την πηδούσα άγρια, της το είπα «παρ' τον πουτάνα», χωρίς το μου που συνήθως έλεγα για να απαλύνω τη βωμολοχία στο κρεβάτι. Η Αθηνά δε γούσταρε βρωμόλογα, παρά μόνο για λίγο, διακριτικά σχεδόν. Τώρα έβλεπα τον κοκκινισμένο της κώλο από ψηλά, τη μήτρα της που διψούσε για πούτσο και, σχεδόν, το εννοούσα απόλυτα. Άρχισα να μπαινοβγαίνω μέσα της αλύπητα γρήγορα, σχεδόν φρενιασμένα. Η καύλα μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Την άκουγα να βογκάει λαρυγγικά, αν την είχα ξανακούσει έτσι ήταν χρόνια πριν. «Παρ' τον πούτσο μου μωρή ψώλα», της είπα ξανά, η χυδαιότητα μου ξάφνιασε ακόμη και μένα, προς στιγμή σκέφτηκα μήπως το παράκανα. «Γάμα με» ήρθε η λαχανιασμένη της απάντηση, «πήδα με, γάμα με, σκίσε με…» είπε θολωμένη, σαν να μη χόρταινε τις λέξεις, σα να μη μπορούσε να διαλέξει. Η Αθηνά, που συνήθως έλεγε πήδα με σχεδόν με ντροπή.
Το μουνάκι της ήταν μια υγρή, βελούδινη σπηλιά γεμάτη από τα υγρά της, δε νομίζω ότι την είχα ξαναδεί τόσο ξαναμμένη, τόσο παραδομένη στο σεξ, τόσο ασύστολη. Συνέχισα να τη γαμάω, να γαμάω τη γυναίκα μου, με βαθιές διεισδύσεις, έβγαζα τον πούτσο μου και της τον έχωνα σχεδόν με μένος, θυμήθηκα τη φορά που τη γάμησα τον κώλο, τη μοναδική φορά που της είχα επιβληθεί τόσο απόλυτα. «Γαμιόλα…» της είπα σκληρά, «θέλει πούτσο η μουνάρα σου;». «Γάμα το» μου είπε μονολεκτικά, ανάμεσα από πνιχτά βογκητά. «Ποιο;» της είπα με έπαρση, «ποιο να σου γαμήσω;» τη ρώτησα απαξιωτικά σχεδόν, τη γαμούσα πραγματικά σαν ξένη, σαν μία πουτάνα. Δεν απαντούσε, δεν είχε γυρίσει καν να με κοιτάξει, άρπαξα μία χούφτα από τα ξανθιά μαλλιά της, περισσότερο για παιχνίδι, πήγα να της τραβήξω το κεφάλι πίσω, «το μουνί μου, γάμα μου το μουνί μου…» είπε κατευθείαν. Δεν την είχα δει τόσο καυλωμένη, τόσο σεξιστική στις απαντήσεις της. Τα μάτια μου πέσανε ξανά στον κώλο της, τα σημάδια από τα χέρια του Νίκου, τι άλλο ήτανε, το ήξερα! Εμφανή επάνω τους. «Πώς μελάνιασε ο κώλος σου μωρή ψώλα;» της είπα και της έχωσα τον πούτσο βαθιά. Κοκάλωσε για λίγο, την αισθάνθηκα να τεντώνει για κλάσματα, δε σταματούσα όμως, το καυλί μου την κάρφωνε διαρκώς και ούτε εγώ ούτε αυτή είχαμε πραγματικά τη δύναμη να το σταματήσουμε τώρα.
«Πώς μελάνιασε ο κώλος σου μωρή ψώλα;» τη ρώτησα ξανά, αυτή τη φορά τραβώντας της πάλι το μαλλί. «Δεν ξέρω» είπε μέσα από σφιγμένα δόντια, αλλά τώρα την ένιωθα να χτυπάει τον κώλο της στη μέση μου, να γαμιέται από μόνη της, το καυλί μου της πάτωνε τη μήτρα κι αυτή δεν το χόρταινε. «Πώς μελάνιασε ο κώλος σου πουτάνα;» της είπα ξανά, οι κινήσεις της έγιναν πιο έντονες, έπεφτε με δύναμη πάνω στο καυλί μου, το σώμα της λουσμένο στον ιδρώτα, τα μαλλιά της σχεδόν βρεγμένα από την προσπάθεια, πραγματικά δεν την είχα δει ποτέ έτσι, τόσο δοσμένη απόλυτα. Η Αθηνά πάντα διατηρούσε μία απόσταση, πάντα αισθανόμουν ότι υπήρχε ένα επίπεδό της που ποτέ δεν είχα σπάσει, ότι είχα αποτύχει να την απελευθερώσω βαθιά μέσα της. Ε, εκείνη τη στιγμή η Αθηνά εκφραζόταν σεξουαλικά όπως δεν την είχα δει ποτέ, χωρίς να φιλτράρει τίποτα – ή σχεδόν τίποτα καθώς συνέχιζε να μη μου απαντάει. Δεν ήθελα να επιμείνω για να μη χαλάσω τη στιγμή – όχι μόνο εκείνη, όλες. Αλλά ήθελα και να την καυλώσω κι άλλο, επομένως το άλλαξα λίγο «ήσουνα πουτάνα σήμερα;» τη ρώτησα πάλι άγρια, το καυλί μου ένα παλούκι λουσμένο στα ατελείωτα υγρά της. Μούγκρισε κάτι. Της άστραψα μία δυνατή στον κώλο, τσίριξε από την απροσδόκητη αίσθηση, πήγε να κουνηθεί.
Της έπιασα τη μέση δυνατά και της τράβηξα τα μαλλιά, έβγαλε ένα βογκητό και είπε «ναι…» ξέπνοα. «Ναι τι;» της είπα και της ξαναχτύπησα τον κώλο. Πλέον πήγαινε σαν κομπρεσέρ πάνω στον πούτσο μου, γαμιόταν σαν τρελή, το λεπτό της σώμα τιναζόταν επάνω μου με πάθος. «Ναι ήμουνα πουτάνα…» είπε γρήγορα, σαν να το έφτυσε. Άφησα τα μαλλιά της, έπιασα τη μέση της με δύο χέρια, η εξομολόγησή της μας έσπρωξε και τους δύο πέρα από τα όρια, τη γαμούσα τώρα δυνατά, ήθελα να της πονάει το μουνί την επόμενη μέρα, τόσο με καύλωσε, αλλά και με πάθιασε. «Πες το μου ξανά», της είπα. «Ήμουνα πουτάνα σήμερα!» είπε μανιασμένα αλλά και χαμένα, σαν να μιλούσε στον εαυτό της. «Ήμουνα τσούλα, αυτό θες; Ήμουνα τσούλα…», είπε. Τα συναισθήματά μου ήταν αχαλίνωτα, ανεξέλεγκτα Συνέχιζα να τη γαμάω και δεν ήξερα τι να νιώσω πρώτα, προδοσία; Καύλα; Απογοήτευση; Θυμό; Ενοχή; Ευθύνη; Όλα μέσα μου ήταν ένα κουβάρι. Ένα κουβάρι όμως πάθους και πόθου τελικά. «Τότε κάτσε να γαμιέσαι σαν τσούλα» της είπα, καθώς της σφυροκοπούσα το μουνάκι της με μανία. Άπλωσε τα χέρια της μπροστά, σήκωσε τους γοφούς της λίγο περισσότερο, σαν να υπάκουγε. Ήμασταν τόσα χρόνια παντρεμένοι, είχαμε συνηθίσει τόσο πολύ και οι δύο σε μία σεξουαλική ρουτίνα που πραγματικά δεν ήξερα τι να κάνω, η γυναίκα μπροστά μου που έκανα σεξ μαζί της τόσο παθιασμένα δεν ήταν η γυναίκα που μοιραζόμουν το κρεβάτι της κάθε βράδυ.
Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε θόρυβοι από τη σκηνή δίπλα, προφανώς ο Νίκος και η Ρία είχαν φτάσει ή απλά βαρέθηκαν να μας περιμένουν απ' έξω. Σταμάτησα ενστικτωδώς, αλλά δε βγήκα από μέσα της. Για πρώτη φορά από όταν ξεκινήσαμε να πηδιόμαστε σαν δεκαοχτάχρονα η Αθηνά γύρισε να με κοιτάξει. Είδα στο βλέμμα της αγαλλίαση, ενοχή, αλλά και ένα ίχνος απογοήτευσης. Με κοίταζε αινιγματικά τώρα, η στάση μας τελείως χυδαία, αρκούσε ένα βλέμμα μέσα στο μικρό δωμάτιο και θα μας έβλεπαν έτσι, το καυλί μου μέσα της. Η ιδέα με καύλωσε, τραβήχτηκα, άφησα το μουνάκι της να χάσκει ορθάνοιχτο, αυτή στημένη με τον κώλο της ψηλά. Πήγε να τραβηχτεί, τη σταμάτησα πιάνοντάς την από τους γοφούς, «άμα ήσουν τσούλα, τότε θα θέλεις να σε δουν σαν τσούλα», της είπα σκύβοντας στο αυτί της. Έδειχνε να το σκέφτεται, μετά απλά γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, κρατώντας τη ξέκωλη στάση της. «Θέλεις να σε δει έτσι ο Νίκος πουτάνα μου;» τη ρώτησα ξεκάθαρα τώρα στο αυτί. Συνέχιζε να έχει το κεφάλι της στραμμένο από την άλλη, σαν να μην μπορούσε να αντικρίσει εμένα, το δωμάτιο, τα πάντα… «Ναι…», την άκουσα να λέει σιγανά. «Εσύ θέλεις;…» είπε βιαστικά, η φωνή της βραχνή. Δεν μπορούσα να τη δω, να διαβάσω την έκφρασή της. Της απάντησα όσο πιο ειλικρινά μπορούσα «με καυλώνει να σε δουν έτσι». Δεν είπε τίποτα, παρά άνοιξε τα πόδια της ακόμη λίγο, στήθηκε ακόμη πιο πρόστυχα, ο κώλος της ψηλά, η μέση της κάτω, το μουνάκι της, υγρό και ερεθισμένο από το γαμήσι τόση ώρα τελείως εκτεθειμένο, κι έμεινε έτσι.
Ακούσαμε θόρυβο στην είσοδο κι αμέσως μετά στο κεντρικό δωμάτιο της σκηνής, πραγματικά δεν ξέρω αν ο Νίκος (ή και η Ρία) την είδαν έτσι στημένη. Και δεν έπαιζε και ρόλο στην τελική, το παιχνίδι στο μυαλό μας έκανε όλη τη δουλειά από μόνο του. Μετά από λίγο ακούσαμε να ανοίγει και να κλείνει βιαστικά και το χώρισμα από τη μεριά των παιδιών και μετά ομιλίες. Δε μπορούσαμε να ακούσουμε καλά το τι λέγανε, αλλά σύντομα έγινε ξεκάθαρο το νόημα σχεδόν. Αποσπασματικά άκουσα τον Νίκο να λέει “έλα μωρό μου, δεν αντέχω άλλο”, η Ρία μάλλον του απάντησε κάτι, αλλά η φωνή της ήταν πολύ χαμηλή για να καταλάβω τι. Ανασηκώθηκα στα γόνατα, με μικρή έκπληξη είδα από το άνοιγμα ότι και αυτοί είχαν αφήσει το δικό τους άνοιγμα μισό-ανοιχτό, είδα τον Νίκο γονατισμένο, από τη μέση και πάνω, να χειρίζεται τη Ρία με βιαστικές και ελαφρώς, βίαιες κινήσεις για να τη φέρει μπροστά του στα 4. Τον είδα να σπρώχνει τη μέση του με δύναμη, άκουσα το πνιχτό βογκητό της Ρίας που επιβεβαίωσε τις υποψίες μου, το σώμα της μία μουντή σκιά πίσω από το ημιδιάφανο παραβάν της σκηνής. Ξεκίνησε να την πηδάει με έναν φρενήρη ρυθμό, τον έβλεπα να μπαινοβγαίνει μέσα της μανιασμένος, η πλάτη του μισογυρισμένη προς εμάς. Αισθάνθηκα την Αθηνά να ανασηκώνεται, ήρθε δίπλα μου να δει τι έβλεπα. Έκανα ελαφρώς πίσω για να την αφήσω να δει καλύτερα, πέρασε μπροστά μου σχεδόν σαν υπνωτισμένη από το θέαμα, ανασηκωμένη στα γόνατα.
Πλέον τα βογκητά της Ρίας είχαν αρχίσει να ακούγονται ολοένα και πιο έντονα, πίσω από την Αθηνά δεν μπορούσα να διακρίνω πλέον τον Νίκο καλά, αλλά τον έβλεπα να συνεχίζει να την πηδάει μανιασμένος, η πλάτη του να γυαλίζει από τον ιδρώτα, η πλάτη του - κακά τα ψέματα - ένα κουβάρι από μυς. Πού και πού ακουγόταν ο Νίκος που την έβριζε “παρ' τον πουτάνα μου, μ’ έχεις τρελάνει, πάρε την πούτσα…”. Άκουσα τη Ρία να λέει “κάνε με να χύσω αγάπη μου, χύσε με, κάνε με να χύσω, σε παρακαλώ”. Είδα την Αθηνά μπροστά μου που συνέχιζε να βλέπει μαγνητισμένη, τα μάτια της κολλημένα στο σκηνικό μπροστά της. Νομίζω ότι για την ίδια, που με το ζόρι κάποτε είχαμε δει μαζί ένα - δύο πορνό, η σκηνή ήταν αποκάλυψη ερωτική. Και για μένα όμως, ο ερωτισμός και ο σεξουαλισμός της στιγμής ήταν πρωτοφανής. Την αντιλήφθηκα που γυρνούσε πού και πού το βλέμμα να βλέπει άμα την έβλεπα που κοιτούσε, κάτι με οδήγησε να σκεφτώ ότι θα προτιμούσε το θέαμα να μην το μοιραζόταν μαζί μου. Εκείνη τη στιγμή είδα το Νίκο να γυρνάει επίσης προς το μέρος μας, κατάλαβα ότι την κοιτούσε επίσης φευγαλέα καθώς πηδούσε μπροστά του τη Ρία.
Πήγα πιο δίπλα της, πίσω από το δικό μας παραβάν, την άφησα να βλέπει μόνη της. Από την οπτική του Νίκου φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να τη δει στα πλάγια, από τη μέση και μπροστά, όπως την έσπρωχνα διακριτικά πάλι στα 4, θα μπορούσε να δει το πρόσωπό της και τα βυζιά της ριγμένα μπροστά. Δεν αντιστάθηκε καθόλου, απεναντίας στήθηκε σχεδόν με αδημονία, το κεφάλι της γυρισμένο μόνιμα στο πλάι, προς τον Νίκο και τη Ρία. Πλέον δε μπορούσα να δω αν κοιτάζονταν οι δύο τους, αλλά νομίζω ότι ήταν βέβαιο. Ξαναμπήκα μέσα της απότομα και ξεκίνησα να την πηδάω χωρίς εισαγωγή, με απανωτές διεισδύσεις. Βόγκηξε κατευθείαν, σαν να το περίμενε, αλλά και σαν να το επεδίωξε να ακουστεί. Άκουσα το Νίκο να ανεβάζει ρυθμό, πλέον ακουγόταν ξεκάθαρα η λεκάνη του που σφυροκοπούσε πάνω στον κώλο της Ρίας “πουτάνα μου, με τρελαίνεις, πάρε την πούτσα μου” της έλεγε ξανά και ξανά. “Δώσ' τη μου μωρό μου” την άκουσα να του λέει. Και μετά ξανά, με μία μικρή αγωνία στη φωνή της, παρακλητικά, σχεδόν με μία συγκεκαλυμμένη απελπισία “κάνε με να χύσω αγάπη μου, κάνε με να χύσω…”.
Εγώ πηδούσα την Αθηνά επίσης με μανία, την τραβούσα από τη λεκάνη δυνατά και έμπαινα μέσα της με φόρα, την άκουγα που βογκούσε πλέον δυνατά, σχεδόν η φωνή της κάλυπτε όλους τους άλλους, είχε αρχίσει να κυρτώνει την πλάτη της, όπως έκανε όταν έχυνε και όταν πλέον δεν άντεχε άλλο τον πούτσο μου να την πατώνει. Όπως την έχωνα στα 4 τη μετακινούσα διακριτικά, έφερα τον εαυτό μου διαγώνια από το άνοιγμα, είδα ότι ο κοιταζόντουσαν με τον Νίκο, αυτός γυρνούσε κάθε λίγο προς το μέρος της κι αυτή είχε χωμένο το κεφάλι της ανάμεσα στα χέρια της, αλλά επίσης κάθε λίγο του έριχνε κλεφτές ματιές. Το σκηνικό με καύλωσε ατελείωτα, ο πούτσος μου τεντώθηκε τελείως, είδα την Αθηνά να αντιδρά, να σφίγγει τα χέρια της από τον πόνο και την ηδονή. “Καύλα είσαι ρε πουτάνα, παρ' τον, παρ' τον καύλα μου” άκουσα τον Νίκο να λέει και κατάλαβα ότι δε μιλούσε στη Ρία, αλλά το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην Αθηνά. Κι αμέσως τον άκουσα να φωνάζει σχεδόν “χύνω ρε γαμώτο, χύνω, χύνω…” και τον είδα να χτυπιέται πάνω στον κώλο της Ρίας. “Όχι ακόμη ρε μωρό μου, όχι ακόμη, περίμενέ με αγάπη μου…” την άκουσα να λέει, σχεδόν παραπονεμένα, αλλά ο Νίκος ήδη φαινότανε ότι έχυνε, πλέον κολλημένος με δύναμη μέσα της και πίσω της. Ίσως το όλο σκηνικό δεν είχε κρατήσει παραπάνω από επτά λεπτά.
Η αντίδραση της Αθηνάς ήταν σχεδόν άμεση, την είδα να σφίγγεται ξαφνικά, «χυνω…» είπε και σχεδόν φώναξε, αμέσως μετά πιο σιγανά «χύνω, χύνω, χύνω». Την ένιωθα να τραντάζεται στα χέρια μου, οι παλάμες της ήταν τεντωμένες τώρα, τα δάχτυλά της ορθάνοιχτα, τα χείλη της τραβηγμένα πίσω φανερώνοντας τα όμορφα δόντια της σφιγμένα σε ένα μορφασμό βαθιάς ηδονής, σχεδόν ανυπόφορης. «Ουχ…» την άκουσα να λέει, και ήταν σαν το βογκητό να ξεκινούσε βαθιά μέσα από την κοιλιά της, διπλώθηκε μπροστά, ο πούτσος μου ξεγλίστρησε από μέσα της, έπεσε μπροστά στο πλάι. Πεσμένη εκεί στο πλάι, τα πόδια της κλειστά τώρα ερμητικά, τα χέρια της ακόμη τεντωμένα σαν να τη χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Οι ρώγες της, συνήθως ροζ και μικρές, αλλά στητές, τώρα ήταν κατακόκκινες, σαν να έφεγγαν στον φιλτραρισμένο φωτισμό της σκηνής, ασυνήθιστα μεγάλες από τον ερεθισμό τους. Την έβλεπα να τραντάζεται από μετά-οργασμικούς σπασμούς και καύλωνα. Σκεφτόμουνα τους λόγους, όμως και η καύλα μου γινότανε μία μανία που με αιφνιδίαζε, με φούντωνε, έβαζε φωτιά στο μυαλό μου και στις διαθέσεις μου.
Όπως ήτανε κουλουριασμένη την έσπρωξα προς τα επάνω, της άνοιξα τα πόδια. Μπήκα μέσα της ξανά, την έβλεπα από κάτω μου καταϊδρωμένη, αποκαμωμένη από το γαμήσι, μου είπε ψιθυριστά “όχι άλλο αγάπη, όχι άλλο…”, αλλά δε μπορούσα να σταματήσω. Συγκεντρώθηκα όμως και έφερα όλο τον ανερμάτιστο ερωτισμό της ημέρα στο μυαλό μου. Αισθάνθηκα τον οργασμό μου να έρχεται, ατελείωτος, απίστευτα έντονος. Επιτέλους νομίζω ότι κραύγαζα μέσα μου. Την έχυσα βαθιά, ξανά και ξανά και ξανά, νομίζω ότι είχα χρόνια να χύσω έτσι, μου φάνηκε μία ατελείωτη ποσότητα. Αισθάνθηκα το μουνάκι της να πλημμυρίζει, τον πούτσο μου να βουτάει μέσα της και να απλώνει το σπέρμα μου στα μουνόχειλά της. Με έπιασε από τη μέση και με κράτησε εκεί και κατάλαβα ότι τελείωνε ακόμη μια φορά, αυτή τη φορά τρέμοντας από κάτω μου, με την κλειτορίδα της κολλημένη στο εφηβαίο μου, τη μέση της να κάνει τρεμάμενες μικρές κινήσεις. “Χύσε πουτάνα” της ψιθύρισα, “χύσε τέτοια πουτάνα που είσαι σήμερα” της είπα ξανά. “Ναι” είπε μέσα από σφιγμένα δόντια “χύνω ξανά, είμαι πουτάνα, χύνω…” σχεδόν με λυγμούς. «Χύσε τσούλα, ήσουν τσούλα σήμερα» της είπα ξανά, θολωμένος κι εγώ. Έτριβε την κλειτορίδα της επάνω μου μανιασμένα τώρα, το καυλί μου μέσα της ελαφρώς πεσμένο μετά την απίστευτη εκσπερμάτωση λίγο πριν. Ήταν επικίνδυνο το παιχνίδι που παιζόταν, το ήξερα, αλλά η καύλα μου με είχε συνεπάρει και την έβρισκα και, απ' ότι καταλάβαινα, το ίδιο και η Αθηνά.
Δεν ήξερα ακριβώς εκείνη τη στιγμή τι είχε συμβεί ανάμεσα στη γυναίκα μου και στον Νίκο (αυτό θα το μάθαινα αργότερα), αλλά τώρα και οι δύο φαινόμασταν να ζούμε μια ερωτική φόρτιση που ποτέ πριν δεν είχαμε νιώσει. Ήταν ταμπού, ήταν απαγορευμένο, ήταν ριψοκίνδυνο και το ξέραμε και οι δύο, αλλά το παιχνίδι παιζόταν παρ' όλα αυτά, ήταν σαν η μανία της στιγμής να μας είχε συνεπάρει και τους δύο και να ήμασταν αδύναμοι να το ελέγξουμε. Η Αθηνά φαινότανε να ζει μέσα σε μία παραζάλη απελευθέρωσης, αλλά και ταυτόχρονης καταπίεσης, σαν να μη μπορούσε να παραδεχτεί στον εαυτό της όσα γίνονταν και ότι είχε συμμετάσχει και ότι καύλωνε. Έβλεπα τη σύγκρουση αυτή μέσα της, την πάλη να μαίνεται, την καύλα της που προσωποποιούνταν στο Νίκο και καύλωνα διαρκώς ακόμα περισσότερο. «Πες μου πώς μελάνιασε ο κώλος σου ρε τσούλα», της είπα, ξέροντας ότι αυτό ήταν επικίνδυνο, αλλά και αυτό που τροφοδοτούσε όλη αυτήν την ατμόσφαιρα, που της θόλωνε το μυαλό ανάμεσα στο πρέπει και στο θέλω. «Αχ…» είπε καθώς συνέχιζε να τρίβεται παθιασμένα, το καυλί μου λούτσα από τα υγρά μας μπαινόβγαινε στην ανοιχτή της μουνάρα απρόσκοπτα τώρα, ανεμπόδιστα, καθώς είχε αρχίσει να πέφτει και λίγο. Τα μάτια της σφαλιστά δυνατά, σα να μη μπορούσε να με αντικρύσει, νομίζω ήθελε να μένει έτσι, βουτηγμένη στη φαντασίωσή της. Αλλά καταλάβαινα ότι οι χυδαίες μου ερωτήσεις την έσπρωχναν ολοένα και περισσότερο στη δίνη του απαγορευμένου ερωτισμού της στιγμής.
«Πες μου τι έκανες με τον κώλο σου ρε πόρνη», της είπα πάλι καυλωμένα, απαξιωτικά σχεδόν, καταλάβαινα ότι, ξαφνικά, την καύλωνε ένας υποτακτικός ρόλος – κάτι που ήταν ξένο για την Αθηνά όσο την ήξερα. Με καύλωνε όμως τρελά η εξέλιξη, με ερέθιζε με έναν τρόπο καινούργιο και, λίγο, διαστροφικό. «Όχι…» είπε ενώ συνέχιζε φρενήρης να προσπαθεί να ξαναχύσει, από τη μία σα να μη μπορούσε να το παραδεχτεί, αλλά επίσης διέκρινα μία ανομόγητη, καταπιεσμένη διάθεση. Της έπιασα βίαια το στήθος και της έτριψα τη ρώγα της με δύναμη, άνοιξε τα μάτια της από τον ξαφνικό πόνο, «τι καν…» πήγε να πάμε πει λίγο ξαφνιασμένη. Δεν την άφησα να τελειώσει, της έτριψα τη ρώγα ακόμα πιο βίαια, έσφιξα το βυζί της με δύναμη, «σκάσε παλιοπουτάνα, που σου χουφτώνανε τον κώλο γαμιόλα» της είπα. Με κοίταξε λίγο έντρομη μέσα στην καύλα της, τα μάτια της πυρετώδη και υγρά, σταμάτησε να κουνιέται. Ακαριαία φοβήθηκα μην το παρατράβηξα, αλλά δεν έκανα πίσω, απλά της διευκρίνισα ότι της τά ‘λεγα από καύλα, «τι σταματάς πουτάνα;», της είπα καυλιάρικα. «Συνέχισε να σε δω να χύνεις πάνω στον πούτσο μου σαν καλή γαμιόλα που είσαι».
Νομίζω ότι αυτή η τελευταία ανταλλαγή μας σαν να απελευθέρωσε μια πίεση μέσα της, «χύσε πάνω στον γαμιά σου μωρή» της είπα με ένταση. Ξεκίνησε να τρίβεται πάλι, αυτή τη φορά σχεδόν με τη μανία έφηβης, με τον οργασμό σαν απόλυτο σκοπό. «Ναι γαμιά μου, χύνω η πουτάνα» μου είπε και την ένιωσα να τεντώνεται ξαφνικά από κάτω μου. «Μπράβο ρε τσούλα, χύσε τον πούτσο του γαμιά σου», της ξαναείπα με περιφρόνηση. «Πες μου τι έκανες σήμερα καθώς χύνεις ρε γαμιολάκι», την προκάλεσα. «Ήμουν μια πουτάνα» είπε γρήγορα, κυρτωμένη ολόκληρη πλέον, «αχ ήμουνα τσούλα, ναι…», πήγε να ολοκληρώσει, αλλά ο οργασμός της ήρθε απρόσμενα και λυτρωτικά, έβγαλε ένα μακρόσυρτο «χύνω…». Έτρεμε από την ένταση, ανάσαινε βαθιά μέσα από τα δόντια της μια προσπάθεια να μην τσιρίξει.
Τελικά έπεσε πίσω, αποκαμωμένη, βγήκα από μέσα της με ένα υγρό ήχο, το μουνάκι της κατακόκκινο από το τρίψιμο. Ξάπλωσα εξίσου κουρασμένα δίπλα της, ξοδεμένος, αισθανόμουν τις εντάσεις όλης της ημέρας να με εγκαταλείπουν σχεδόν σε ρυθμικούς παλμούς. Ήμασταν ξαπλωμένοι δίπλα-δίπλα, μπρούμυτα, γύρισα να τη δω και είχε το χέρι της στο μέτωπό της, προφανώς σε μια προσπάθεια να καταλαγιάσει τη δική της ένταση, να προσπαθήσει να ηρεμήσει τον εαυτό της. Θα έλεγα ότι είχαμε χρόνια και οι δυο να ζήσουμε μια τόσο έντονη ερωτική στιγμή, αλλά η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα αν ποτέ είχαμε κάνει σεξ τόσο… ωμά, τόσο έντονα. Τα πόδια της ήταν ακόμα ορθάνοιχτα, νομίζω δεν είχε κουράγιο να κουνηθεί ή απλά δεν την ένοιαζε. Κάτω από το μουνάκι της μία μικρή λίμνη από κολπικά υγρά και σπέρμα σχηματίζονταν σιγά-σιγά καθώς έτρεχαν από μέσα της. Για λίγο δε μίλησε κανένας μας… και οι δύο καταβεβλημένοι από την εμπειρία, την ημέρα, τις απίστευτες διαδρομές που είχαμε διανύσει όλη μέρα, την τρομερή ένταση από το ανελέητο γαμήσι.
Καθώς στεκόμασταν εκεί, δίπλα-δίπλα αμίλητοι, οι ήχοι από γύρω μας άρχιζαν να παρεισφρέουν στο χώρο που τόση ώρα είτε δεν ακούγαμε γιατί τους είχαμε μπλοκάρει είτε γιατί εμείς κάναμε τη μεγαλύτερη φασαρία. Καθώς είχα αρχίσει να ξενερώνω γρήγορα σκέφτηκα με ντροπή ότι ευχόμουνα να είχε συμβεί το πρώτο. Η Αθηνά καθόταν ακόμη με το χέρι της μπροστά στα μάτια της, δε μπορούσα να καταλάβω αν ήταν ακόμα τόσο διαλυμένη ή αν δεν ήθελε ακόμα να αντιμετωπίσει τα όσα είχαν γίνει. Το μυαλό μου έτρεχε μουδιασμένο στα όσα είχαν γίνει, αυτά που είχαμε πει πάνω στο σεξ, πολλά από αυτά, θα μπορούσαν να γίνουν αφορμή για μια μεγάλη κρίση στη σχέση μας. Τώρα τι; Θυμάμαι να σκέφτομαι, καλή η καύλα, αλλά τώρα τι; Δεν έπρεπε να την αφήσω να ταλαιπωρηθεί με τις ίδιες σκέψεις, ό,τι είχε γίνει ήταν αφορμή για το πιο αισθησιακό, το πιο έντονο, το πιο διαστροφικό, το πιο απελευθερωμένο σεξ που είχαμε κάνει ποτέ μας. Κι ας ήταν από… μηχανική άποψη, τίποτα το συγκλονιστικό. Τα παιχνίδια του μυαλού όμως ήταν πρωτοφανή. Και δεν ήθελα ούτε να το χάσουμε αυτό και, βέβαια, ούτε να μας βλάψει.
Χαμένος όπως ήμουνα στις σκέψεις μου συνειδητοποίησα σταδιακά ότι από δίπλα μπορούσα να ακούσω μία χαμηλόφωνη αψιμαχία ανάμεσα στη Ρία και στον Νίκο, δε μπορούσα να καταλάβω τα πάντα, αλλά ήμασταν και τόσο κοντά που τα περισσότερα ακούγονταν ούτως ή άλλως. «Έλα ρε μωρό μου», άκουσα τον Νίκο να λέει λίγο εκνευρισμένα, την απάντηση της Ρίας δεν μπόρεσα να την ακούσω, αλλά προφανώς δεν ήταν ούτε συναινετική ούτε ευχάριστη, ο τόνος της ενοχλημένος κι επιθετικός. Ακολούθησε μια εξίσου οργισμένη και γρήγορη απάντηση από τον Νίκο, αλλά πλέον μιλούσαν σιγανά και δεν τα έπιανα.
Γύρισα στο πλάι και βρήκα την Αθηνά να κοιτάει την οροφή χαμένη στις σκέψεις της . Της έπιασα το χέρι για να της τραβήξω την προσοχή, της είπα γλυκά «όλα καλά αγάπη μου;». Γύρισε και με κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια, πίσω από το βλέμμα της κάτι που δε μπορούσα να αποκωδικοποιήσω. Εκείνη τη στιγμή νόμιζα μήπως ανησυχούσε για τις ανταλλαγές μας πάνω στο σεξ, η ηθική της Αθηνάς, το ήξερα, ήταν παραδοσιακή πάνω στο θέμα. Τώρα που, έτσι νόμιζα τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, η ημέρα είχε εξαντληθεί φοβόμουν μια αναδίπλωσή της ή κάτι αντίστοιχο. Ήμουν λάθος, όπως ανακάλυπτα αργότερα, αλλά αυτό δεν το ήξερα εκείνη τη στιγμή.
«Θέλω να φύγουμε», μου είπε και ξαναγύρισε το βλέμμα ψηλά. «Οκ, τα μαζεύουμε και φεύγουμε», της είπα συναινετικά, «αλλά είσαι οκ;». «Δεν ξέρω», μου απάντησε ξερά. Πήγα να πω κάτι, πάντα πάω να πω κάτι – με έκοψε απότομα «δε θέλω να συζητήσουμε τίποτα τώρα, θέλω να φύγω», μου είπε ξανά χωρίς περικοπές. Την κοίταξα λίγο ανήσυχος μέσα μου, αλλά δεν ήθελα να το πιέσω άλλο. «Να σταματήσουνε να μαλώνουν από δίπλα», της είπα, «και…». «Ναι, τους ακούω κι εγώ», είπε απότομα, «απορώ τι θέλει αυτή η γυναίκα ο Νίκος είναι μια χαρά παιδί» είπε σχεδόν στον εαυτό της, το σχόλιό της εννοείται με παραξένεψε πολύ. Ακόμη περισσότερο ο τόνος της, που έκρυβε πραγματικό εκνευρισμό. Εντάξει, το είχα καταλάβει ότι ανάμεσα στις δυο γυναίκες συμπάθεια δεν έπαιζε, αλλά η Αθηνά μέχρι τώρα είχε δείξει μια διάθεση να μην το εκφράζει τουλάχιστον. Τώρα είχε πραγματικά ενοχλημένη διάθεση. «Μάλλον δεν ξέρει τι έχει…», συνέχισε ενοχλημένα «η γκομενάρα» πρόσθεσε τελείως ειρωνικά. Συνέχιζα να την παρακολουθώ σχετικά έκπληκτος, χαζός δεν είμαι – εννοείται σκέφτηκα μήπως η μέρα σήμερα είχε δημιουργήσει περισσότερες… δυναμικές απ' ότι φανταζόμουν. Δεν αισθανόμουνα πραγματική απειλή από τίποτα, πραγματικά. Αλλά ξαφνικά έπαιζε στην ατμόσφαιρα ένα vibe από την Αθηνά που ποτέ πριν δεν είχα αντιληφθεί. Κάτι με έκανε να σκεφτώ ότι ίσως, ίσως… έβγαζε μια ζήλια.
Αποφάσισα να μην πω τίποτα παραπάνω, όσο μαλακία κι αν ακούγεται, ακόμη κι αυτή η αινιγματική της στάση λίγο με καύλωνε. Η Αθηνά να ζηλεύει μία άλλη γυναίκα; Ή έναν άλλο άντρα; Ή κάτι ακόμη πιο... ένοχο; Ό,τι και να ήταν, η διαστροφή της ημέρας ακόμα μου σαγήνευε το μυαλό. Και η Αθηνά ήταν ακόμα εκεί ξαπλωμένη, γαμημένη όπως ποτέ πριν που λένε, τα πόδια της ακόμη πρόστυχα ανοιχτά. Κι όχι μόνο δεν έκανε κίνηση να συμμαζευτεί, αλλά την έβλεπα αφηρημένη με το χέρι της να αγγίζει το περίγραμμα από τα μουνόχειλα της, όχι ακριβώς ερωτικά, αλλά σα να έφερνε στο μυαλό της μια ανάμνηση. Το απέδωσα στο βίαιο κι έντονο γαμήσι μας, αν και έκανα λάθος κι αυτή τη φορά όπως θα μάθαινα αργότερα. Πάντως ακόμη κι αυτό, η παραμονή της τόσο αδιάφορα σε τέτοια στάση ήταν ασυνήθιστο για τον χαρακτήρα της, η Αθηνά είχε πάντα μια φυσική συστολή με τη γύμνια της, ακόμη και μετά από τόσα χρόνια γάμου σπάνια θα επιδείκνυε τη γύμνια της έτσι… χύμα όπως τώρα. Ή θα έδειχνε τέτοια αδιάφορη επίγνωση για το σώμα της.
Όπως και να ’χει η μέρα ξεχείλωσε, σκέφτηκα ελαφρώς πειραγμένος από τη στάση της, κυρίως γιατί δε μπορούσα να την καταλάβω αν και, αν πρέπει να φανώ τελείως ειλικρινής, τις υποψίες μου τις είχα, έστω και διαισθητικά. «Είμαι πτώμα όμως», της είπα με ένα τόνο λίγο τέλος πάντων, «πέντε λεπτά να κλείσω τα μάτια μου» της είπα βαριά. Δεν απάντησε κατευθείαν, χαμένη σε δικές της σκέψεις προφανώς. Μετά από λίγο είπε «Τι; Α ναι…». Και πρόσθεσε εξίσου αφηρημένα «οκ, πέντε λεπτά». Ο αδιάφορος τόνος της είχε αρχίσει να μου την δίνει. «Να τελειώσει και η μαντάμ από δίπλα, ε;…» είπε κοιτώντας προς τη μεριά της σκηνής που ήταν τα παιδιά κι από όπου ακούγαμε ακόμα έναν χαμηλόφωνο καυγά να σιγοβράζει. Δεν της απάντησα τίποτα, το σχόλιό της μου ακούστηκε ανόητο και ηλίθιο, απλά έκλεισα τα μάτια. Ακόμα δεν είχε αλλάξει στάση, την αισθανόμουν ακίνητη δίπλα μου. «Ε;» ξαναείπε και ήταν σα να ήθελε πραγματικά να της απαντήσω. Πάλι δε μίλησα, δεν ήξερα τι την είχε πιάσει και ότι φανταζόμουν σίγουρα δε θα ήταν να το συζητήσουμε εκείνη τη στιγμή. «Μ' ακούς;» είπε και την αισθάνθηκα να γυρνάει προς το μέρος μου. Δεν άνοιξα τα μάτια, απλά της είπα με εξίσου ενοχλημένο ύφος «δεν ξέρω τι λες, εμένα μου φάνηκε μια χαρά η Ρία. Και βασικά δε πα να είναι και οι δύο βλήματα, έμενα τι με νοιάζει;». Δεν απάντησε, μάλλον η απάντηση λίγο την ξάφνιασε ή την έβγαλε από τη περίεργη διάθεση που είχε τόση ώρα. «Ε; ναι, βέβαια δίκιο έχεις…», η φωνή της τώρα για πρώτη φορά όπως την ήξερα, λίγο ανήσυχη. Δε μίλησε για λίγο, μετά κάτι πήγε να πει «Αντώνη, αγάπη…;», αλλά πλέον εγώ δεν είχα κανένα κέφι. «Δέκα λεπτά να κλείσω τα μάτια μου και φεύγουμε» την έκοψα ξερά. Νομίζω ότι ψιθύρισε ένα ok, αλλά ήμουν ξαφνικά τόσο κουρασμένος που δεν ήμουν σίγουρος. Κοιμήθηκα σχεδόν αμέσως.
…
Η Αθηνά αισθανότανε ότι δεν μπορούσε να κινηθεί, μία παραλυσία λες και κάτι είχε κατακαθίσει επάνω της, το μυαλό της μουδιασμένο, σαν να μην μπορούσε να κρυσταλλώσει τις σκέψεις της καλά. Δε μπορούσε το συναίσθημα αυτό, ήταν συνηθισμένη να έχει πάντα το έλεγχο των καταστάσεων γύρω της, να είναι αυτόβουλη, να είναι σωστή. Ό,τι είχε συμβεί μέσα στην ημέρα ήταν λες και την είχε παραλύσει, τόσο έξω ήταν από τα δεδομένα της που έβρισκε τον εαυτό της να μην μπορεί να τα σκεφτεί καν. Από τη μία… Γιατί από την άλλη η ημέρα ήταν ένα μωσαϊκό από ένα ερωτικό κρεσέντο που δεν περίμενε, δεν είχε ξανανιώσει και δεν μπορούσε με τίποτα να βγάλει από το κεφάλι της. Ντρεπόταν να το παραδεχτεί ακόμη και στον εαυτό της, αλλά οι σκηνές με το Νίκο στην παραλία και στο μονοπάτι της καίγανε το μυαλό, αισθανόταν μία αφύπνιση ενός σεξουαλικού πάθους μέσα της που άλλοτε, σε άλλες εποχές, δε θα είχε καν το κουράγιο να το παραδεχτεί στον εαυτό της.
Τα τελευταία χρόνια όμως με τον Αντώνη είχαν αποδειχτεί μεγάλη δοκιμασία. Και ναι, έσωσε τον γάμο της. Και δεν το μετάνιωνε, άξιζε. Αλλά η διαδικασία είχε κόστος, μεγάλο κόστος για την ίδια. Και μάλιστα κόστος που ποτέ δεν αναλογίστηκε γιατί η ανάγκη του Αντώνη πρωταγωνίστησε και, επομένως, οι δικές της ανάγκες… οι δικές της ανάγκες είχαν μπει στο ράφι.
Όχι ότι ήταν σεξουαλικές. Σε καμία περίπτωση, η Αθηνά δεν είχε κανένα ιδιαίτερο σεξουαλικό ζήτημα μέσα στο γάμο της. Ρομαντικές όμως; Προσωπικές; Σίγουρα. Το πιο βασικό, αυτό που πονούσε περισσότερο απ’ όλα ήταν ότι όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, αισθανόταν ότι αμφισβητήθηκε έντονα σα γυναίκα, ότι η θηλυκότητά της και ο αισθησιασμός της κατηγοριοποιήθηκαν – από τον Αντώνη – ως βαρετά, ανέραστα – συνηθισμένα. Και της ήταν πολύ δύσκολο να την υπομένει αυτήν την αμφισβήτηση ξανά και ξανά, μέρα με τη μέρα, μήνα με τον μήνα και, σχεδόν, χρόνο με τον χρόνο. ΟΚ, το ήξερε ότι δεν ήτανε ούτε η σεξοβόμβα ούτε το είχε μέσα της να σαγηνεύσει έναν άντρα με τα... «θηλυκά της θέλγητρα». Απεναντίας, όλα αυτά τα θεωρούσε λίγο ανόητα. Αλλά και τα ντρεπόταν, κακά τα ψέματα. Βάσιζε όμως τη γοητεία της στο μυαλό της, στο ότι ήτανε Γυναίκα με κεφαλαίο. Σοβαρή, ουσιώδης, εκεί! Αλλά προφανώς δεν του έφτασε. Το χειρότερο; Δεν ήθελε ποτέ να το παραδεχτεί απόλυτα στον εαυτό της, άσχετα αν του είχε κάνει μικροζήτημα κάποια στιγμή, αλλά το ήξερε. Όλο εκείνο το διάστημα ο Αντώνης δεν της ήταν πιστός. Ήταν σίγουρη! Την υποχρέωση λοιπόν να ανεχτεί αυτήν την αναξιοπρέπεια, αυτήν την προσωπική ήττα, αλλά και την αμφισβήτηση ως γυναίκα – για μεγάλο χρονικό διάστημα – όλα αυτά την είχανε κουράσει αφάνταστα σε προσωπικό επίπεδο.
Και ξαφνικά βρέθηκε εδώ, σήμερα. Νόμιζε ότι είχε έρθει να ικανοποιήσει ακόμη μία από τις ανόητες και παρεξηγημένες απαιτήσεις του Αντώνη. Ένα ακόμη του θέλω. Για μία ακόμη φορά ότι θα έπρεπε να υποστεί μία έκπτωση της αξιοπρέπειάς της και της αιδούς της, να δυσκολευτεί, να καταπιέσει τον εαυτό της. Και, παρόλο που όλα αυτά μάλλον γίνανε, ταυτόχρονα βρέθηκε ο Νίκος. Που ήτανε… και δεν είχε απορίες γι’ αυτό, λίγο άξεστος, λίγο βλάκας, λίγο λιμάρι. Κλασσικός άντρας δηλαδή από πολλές απόψεις. Αλλά είχε κάτι που δεν είχε ο Αντώνης, είχε μία ζωώδη επιθετικότητα, μία αυθόρμητη και χυδαία επιθυμία για την ίδια. Και ήταν, κακά τα ψέματα για μια ακόμη φορά, κούκλος – τέτοιο σώμα πρώτη φορά.
Την εξίταρε ότι την ήθελε έτσι ωμά, χωρίς περιστροφές. Χωρίς επιπλέον! Αυτήν, την ίδια. Με σεξισμό και καύλα. Τον έβλεπε που όλη μέρα είχε στύση εξαιτίας της και ενώ δε μπορούσε να το παραδεχτεί προηγουμένως, τώρα συνειδητοποιούσε ότι η ιδέα την τρέλαινε, ότι αυτή η τόσο έκδηλη και στα μούτρα της σεξιστική επιθυμία του Νίκου, που μάλιστα την εξέφραζε τόσο ωμά που κανονικά θα έπρεπε να είχαν παρεξηγηθεί όλοι μεταξύ τους αν δεν ήταν εκεί που ήταν έκανε το μουνάκι της να υγραίνεται διαρκώς. Αυτή η αφύπνιση του σεξουαλισμού της, κυρίως, την άφηνε άναυδη. Ήταν σα να μην μπορούσε να αναγνωρίσει το σώμα της και το μυαλό της, αισθανόταν σα να έβλεπε από τα μέσα από τα μάτια μίας ξένης. Και μέσα της, βαθιά μέσα της προηγουμένως, αλλά τώρα όσο περνούσε η ώρα σιγόβραζε διαρκώς και ανέβαινε στην επιφάνεια της σκέψης της, ήθελε κι ευχότανε η περιπέτεια να μην τελειώσει.
Και κάτι άλλο. Κάτι που δεν το είχε ο Αντώνης. Που είχε βαρεθεί να τον διεκδικεί, να τον παρακαλά. Ο Νίκος δεν παρακαλούσε, έπαιρνε. Δε ζητούσε, απαιτούσε. Δε διαπραγματευόταν, άρπαζε. Πίεζε, γράπωνε, έσφιγγε, ορμούσε, δε σκεφτόταν, αλλά έκανε. Κι ότι γίνει. Θυμόταν τα δάχτυλά του να μπαίνουνε μέσα της, να τη διατάζει να πιάσει τον πούτσο του. Να τον υπακούει χωρίς δεύτερη σκέψη. Ποια; Αυτή! Κανένας δεν της μιλούσε έτσι! Κανένας! Μέχρι τώρα δηλαδή…
Η Αθηνά δε μπορούσε να καταλάβει τι της συνέβαινε. Αυτά που είχανε ανταλλάξει με τον Αντώνη κατά τη διάρκεια του σεξ; Τόσο πολύ δεν άντεχε να τα σκεφτεί που αισθανόταν το μυαλό της να αδειάζει. Αλλά από την άλλη… ήθελε να τα θυμηθεί όλα! Ήταν όλα τόσο πρόστυχα! Είχε καταλάβει, βέβαια, ότι ο Αντώνης είχε ενθουσιαστεί με το γαμήσι τους. Κι οκ, έπρεπε να το παραδεχτεί. Το ίδιο κι αυτή. Το σώμα της ήταν ακόμα ευαίσθητο στους απόηχους των οργασμών της, το απόλαυσε όσο κι αυτός, αν όχι περισσότερο. Και της άρεσε που ήταν χυδαίος μαζί της! Και το ήξερε, το ήξερε ότι ποτέ δε θα μπορούσε να απατήσει τον Αντώνη, όχι τεχνικά τουλάχιστον. Ποτέ δε θα μπορούσε να ανεχτεί κάποιον άλλον άντρα μέσα της, αυτό το ήξερε μέχρι τον πυρήνα της, το ήξερε όπως ήξερε ότι ο ήλιος ανατέλλει από την ανατολή. Αλλά τώρα; Τώρα ο Αντώνης κοιμόταν δίπλα της κι αυτή καθότανε ακόμα με τα πόδια ανοιχτά, αισθανόταν τον κόλπο της να μην αντέχει άλλο σεξ, αλλά και η κάψα που αισθανόταν ανάμεσα στα πόδια της και βαθιά στο στομάχι της και να κουλουριάζεται στο μυαλό της να μη λέει να καταλαγιάσει. Και όσο σκεφτότανε τον Νίκο, σκληρό, δυνατό, ιδρωμένο, ανυποχώρητο, να την κλείνει στα χέρια του και να αισθάνεται μικροσκοπική, αδύναμη να αντιδράσει, να της πιάνει το χέρι και να την πονάει, να της χώνει άγαρμπα τα δάχτυλά του στο μουνί της, να τη διατάζει να πιάσει τον πούτσο του… όσο τα σκεφτόταν όλα αυτά χάιδευε τα μουνόχειλά της αφηρημένα.
Και συνέχιζε να κάθεται με τα πόδια ανοιχτά. Και μπορεί να μην ήθελε να το πολύ-παραδεχτεί στον εαυτό της, αλλά έλπιζε να περάσει ο Νίκος και να τη δει έτσι, μόνο για λίγο. Και μόνο για να τη δει. Για να δει να προκαλεί ξανά στο πρόσωπό του αυτόν τον χυδαίο πόθο. Για χιλιοστή φορά εκείνη τη μέρα η Αθηνά τσίριξε μέσα στο μυαλό της. Μα τι μου συμβαίνει γαμώτο; Τι μου συμβαίνει;
…
Η Ρία ήταν ξαπλωμένη στο πλάι, το πρόσωπό της κρυμμένο στα μαλλιά της σε μια προσπάθεια να αποφύγει κάθε επιπλέον ανταλλαγή με τον Νίκο, που καθόταν δίπλα της οκλαδόν και σκάλιζε εκνευρισμένος το κινητό του. Είχανε μαλώσει για ακόμη μια φορά, αυτή τη φορά σχεδόν αφόρητα πολύ, το μόνο που τους έσωσε και δεν κατέληξαν να τσιρίζουν ο ένας στον άλλο ήταν το να μην ξεμπροστιαστούν στους άλλους από δίπλα. Όχι ότι θα τους ακούγανε δηλαδή… μέχρι πριν από πέντε λεπτά ήταν προφανώς πολύ απασχολημένοι να πηδιούνται σαν δεκαοχτάχρονα, αν έκρινε από τα βογγητά και τις φωνές που προσπάθησαν, χλιαρά…, να πνίξουν. Προφανώς η κυρία έχυσε. Παραπάνω από μια φορά. Και η μιξοπαρθενα φρόντισε να ακουστεί παντού κιόλας. Το κοριτσάκι το ανόητο! Όλη μέρα υποδυόταν την ντροπαλή και την ανέραστη για να καταλήξει να γαμιέται σαν τσουλίδιο με την πρώτη ευκαιρία. Η Ρία δεν την έτρωγε την ψεύτικη συμπεριφορά της Αθηνάς, τον υποτιθέμενο καθωπρεπισμό της. Εξάλλου ήταν σίγουρη ότι αυτή κι ο Νίκος…
Κι εγώ με τον Αντώνη… σκέφτηκε πικρά. Για ποιο λόγο; Δεν είχε ανάγκη έναν γκόμενο η Ρία. Βασικά το τελευταίο πράγμα που ήθελε ή χρειαζόταν ήταν ένας γκόμενος. Αυθεντικά όμορφη και έκδηλα σέξι γυναίκα, η Ρία είχε συνηθίσει άντρες να της την πέφτουνε, τις περισσότερες φορές αποκαλύπτοντας και το πόσο πραγματικά γελοίοι ήταν. Τότε τι; Γιατί με τον Αντώνη; Οκ, πέρα από την προφανή απάντηση δηλαδή, ο Αντώνης ήταν ωραίο παιδί. Όχι σαν τον Νίκο που ξεκίνησε να έχει έναν αθλητικό τρόπο ζωής και κατέληξε να παλιμπαιδίζει στα γυμναστήρια με την ελπίδα ότι όλο και κάποια στερημένη χαζογκόμενα θα λιγουρευόταν τα φουσκωμένα μούσκουλα. Όχι, ο Αντώνης ήταν απλά ένας γοητευτικός άντρας. Ωραία χαρακτηριστικά, ψηλός, με ένα βαθύ βλέμμα που την κάρφωνε, αλλά και γλυκός ταυτόχρονα. Κι ήταν κι εκείνος ο πούτσος του, τι παλούκι ήταν αυτό, σκέφτηκε με αυθεντική απορία, δεν το περίμενε.
Αλλά βασικά δεν ήταν το θέμα ο Αντώνης ή το ποσό γοητευτικός ήταν, κακά τα ψέματα σαν τον Αντώνη η Ρία πίστευε ότι είχε απορρίψει πολλούς για να είναι με το Νίκο. Το θέμα της ήταν με τον Νίκο και το πόσο απόμακρος ήταν πλέον. Ακόμη και σήμερα, που από το πρωί την είχε φέρει, ξανά και ξανά, σε πολύ δύσκολη θέση με την έκδηλη και ασυμμάζευτη σεξουαλική του συμπεριφορά. Έκανε σα λιμασμένος, άσχετα αν εκείνο το κοριτσάκι… η Αθηνούλα έδειχνε να χάσκει σαν χαζή κάθε φορά. Αλλά ντράπηκε τον Αντώνη για λογαριασμό του, ήταν σίγουρη πως η δική του άποψη θα ήταν σχεδόν ειρωνική για το Νίκο. Και ακόμα κι αυτό δεν την πείραζε τόσο έντονα, αυτό που την έθιγε όμως πλέον σε βαθμό που δεν μπορούσε να ελέγξει ήταν το πόσο αδιάφορος είχε καταντήσει πλέον με τα συναισθήματά της, το πόσο λίγο έδειχνε να τον πειράζει αν θα την πληγώσει, ποσό λίγο έδειχνε να τον ενδιαφέρει τι αυτή σκεφτόταν (για οτιδήποτε), ποσό λίγο, στην τελική, έδειχνε να τη νοιάζεται.
Εντάξει, από την αρχή της σχέσης τους κάποια πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Η Ρία δεν ήταν ποτέ της γατούλα, δεν απαίτησε ποτέ της περιττούς συναισθηματισμούς από τον Νίκο. Και ήξερε επίσης από την αρχή ότι ο Νίκος δε μιλούσε ποτέ εύκολα και άνετα για το τι αισθανόταν. Παρόλα αυτά τον αγαπούσε και του το ’λεγε, προφανώς τον αγαπούσε, ήταν ο άντρας της. Αυτός όμως, κι ειδικά μετά το παιδί κι όσο περνούσαν τα χρόνια, εκφραζόταν έτσι απέναντί της ολοένα και πιο σποραδικά και, συνεπώς, ολοένα και πιο δύσκολα. Με το παιδί ήταν άλλος άνθρωπος, γλυκός, συναινετικός, λογικός… δεν είχε το παραμικρό να του προσάψει. Μαζί της όμως ήταν ολοένα και πιο άγαρμπος, έδειχνε να τον νοιάζει ολοένα και λιγότερο η σχέση τους, έδειχνε… βάρβαρος ώρες ώρες. Όταν του το έθιγε το θέμα η απάντηση του ήταν πάντα απορριπτική, έλα ρε Ρία τώρα τι ναι αυτά που λες ή ωχού ρε κορίτσι μου τι ναι αυτά που σκέφτεσαι τώρα, μια χαρά είμαστε ή – το χειρότερο – έλα ρε Ρία, παντρεμένοι είμαστε τι ψάχνεις να βρεις. Αυτό το τελευταίο την ισοπέδωνε. Κυρίως γιατί υποπτευόταν ότι περιέγραφε στην ολότητά της τη στάση του Νίκου, ειδικά μετά το παιδί. Γιατί, το καταλάβαινε παρόλο που δεν ήθελε πάντα να το παραδεχτεί, ότι ο Νίκος δεν ήταν πλέον σε κανένα επίπεδο παθιασμένος μαζί της. Είχε μια λειτουργική άποψη για τον γάμο τους, σχεδόν τελείως αποστεωμένη από συναίσθημα. Είχαν παντρευτεί, κάνανε κι ένα παιδί, πουθενά πλέον δεν υπήρχε χρόνος και χώρος για την ίδια. Ήταν μάνα και σύζυγος, αλλά είχε πάψει να είναι σύντροφος κι ερωμένη. Είχε γίνει μια διαδικαστική παρουσία στη ζωή του και της το έδειχνε με κάθε άσχημο τρόπο. Ποτέ δε συζητούσανε, παρά μόνο τα καθημερινά, ποτέ δε ζητούσε (ή έδινε σημασία) την άποψή της, ήταν σα να μην τον ενδιαφέρει πλέον η ίδια σαν προσωπικότητα.
Κι αυτό τη στενοχωρούσε ολοένα και περισσότερο, μέρα με τη μέρα. Αλλά εκεί που είχανε, πλέον, τις περισσότερες συγκρούσεις ήταν στο ερωτικό. Όχι γιατί κάνανε σεξ σπάνια. Απεναντίας, το κάνανε συχνά – κυρίως γιατί ο Νίκος έπεφτε επάνω της, καυλωμένος σαν έφηβος διαρκώς. Αλλά ήταν αυτιστικός στην προσέγγισή του, πλέον δεν τον ένοιαζε καν αν η ίδια ήθελε ή δεν ήθελε, αν της άρεσε. Παγερά αδιάφορος ή χειρότερα, έδειχνε να μην τον απασχολεί καν το ζήτημα. Κι η Ρία, που καταλάβαινε ότι αυτό που τον ένοιαζε περισσότερο ήταν αυτό, δεν του έλεγε σχεδόν ποτέ όχι – με την ελπίδα ότι θα μαλακώσει, θα τη νοιαστεί, ότι θα ανακαλύψουν ξανά εκείνο το φλογερό πάθος που μοιράζονταν κάποτε μεταξύ τους και τον έκανε να της λέει πόσο ερωτευμένος ήταν μαζί της. Αλλά μάταια, αντί γι' αυτό ο Νίκος γινότανε ολοένα και πιο απότομος στον έρωτα, την πηδούσε χωρίς πάθος, απλά με δίψα. Κι όλα είχαν περιοριστεί στο να χώνει τον πούτσο του μέσα της και να τελειώνει σε πέντε - δέκα λεπτά δίχως να δείχνει ότι τον νοιάζει κάτι περισσότερο. Και γι' αυτό είχανε μαλώσει και τώρα, γιατί ήταν τόσο καυλωμένος από το να κοιτάει την άλλη την κρυφοτσουλίτσα όλη μέρα που με το που μπήκανε στη σκηνή την έστησε στα τέσσερα, σαν πληρωμένη πουτάνα και την πήδηξε με μανία για πέντε λεπτά μέχρι που έχυσε.
Έλπιζε ότι ο ερωτισμός της ημέρας ίσως, ίσως… να έβγαζε από μέσα του μια αλλαγή, ένα πιο προσωπικό πάθος, αλλά τίποτα. Αν μη τι άλλο ήταν ακόμα χειρότερος από άλλες φορές. Αυτή τη φορά, νόμιζε ότι δεν τον είχε καταλάβει, αλλά ούτε καν την έβλεπε, είχε το κεφάλι του γυρισμένο να βλέπει το κοριτσάκι που έχυνε δίπλα ξανά και ξανά. Σαν να το έκανε επίτηδες η κυρία, για να της θυμίσει ότι οι τελευταίοι οργασμοί της ήταν όλοι χωρίς τον Νίκο, μόνη της. Όταν δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο.
Γι' αυτό ο Αντώνης, γιατί όταν την άγγιξε, όσο την άγγιξε, ένιωσε μέσα της εκείνη την κάψα του πόθου, γιατί όταν του μιλούσε, την άκουγε με ενδιαφέρον, όταν την έβλεπε, το βλέμμα του έκρυβε μέσα του πάθος για αυτή. Και μπορεί στο παρελθόν να μπορούσε να συμβιβάζεται με τα ψίχουλα πάθους που της πετούσε ο Νίκος, όσο συχνά κι αν ήτανε, αλλά σήμερα η συμπεριφορά του είχε δοκιμάσει τις υπομονές της και την είχαν λυγίσει. Οι αντιστάσεις της; Είχαν καμφθεί. Και όταν, αφού έχυσε μια φορά και κάθισε προσπαθώντας να αφουγκραστεί την Αθηνά και καθότανε και ξεροκαύλωνε χωρίς να γυρίζει καν να την κοιτάξει μετά από λίγο της είπε χωρίς καμία ντροπή «έλα μωρό, γυρνά να σε γαμήσω πάλι που ήθελες». Εκείνο το "που ήθελες" έφερε σχεδόν δάκρυα στα μάτια της. Γύρισε από την άλλη για να μην τη δει να βουρκώνει. Του είπε «άει παράτα μας ρε βλάκα γαμώτο» και έκρυψε το πρόσωπό της στα μαλλιά της. «Τι έγινε πάλι ρε Ρία;» της είπε σκασμένος, «τι σκατά πάλι; Ούτε και σήμερα δεν καυλώνεις;». Το ότι είχε πέσει τόσο τραγικά έξω, για μια ακόμη φορά, την εξόργισε σχεδόν σε επίπεδο δακρύων. Αν είχε καυλώσει; Ήτανε καυλωμένη εδώ και δύο χρόνια, αισθανότανε διαρκώς την ίδια δίψα, απλά ήταν δίψα για πάθος κι όχι για σεξ! Ήθελε να αισθανθεί πάλι το κορμί της να παίρνει φωτιά, να λατρεύεται και να λατρεύει, όχι να την πηδάνε σαν ένα κομμάτι. Αν είχε καυλώσει; Ήθελε τόσο πολύ να τελειώσει που νόμιζε ότι το κεφάλι της θα σπάσει, ότι η κάψα ανάμεσα στα πόδια της ή θα σβήσει ή θα την κάψει ολόκληρη. «Άει σιχτίρ ρε ηλίθιε» του είχε πει με αηδία σχεδόν. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένας από τους χειρότερους καυγάδες τους, το μόνο που τους σταμάτησε το μέρος, η ώρα, ο τόπος.
Και τώρα; Τώρα καθότανε στο πλάι, τα μαλλιά της ριγμένα στο πρόσωπό της για να μην τη δει βουρκωμένη, παρόλο που τόσο κόπο έκανε να μην. Κι άλλες φορές, ίσως να το επεδίωκε να τον αφήσει να δει ποσό την πλήγωσε, μήπως και τον ξεκούναγε και την έπαιρνε αγκαλιά. Τώρα όμως απλά την αηδίαζε.
Κι έτσι, ριγμένη εκεί στο πλάι, με τα μάτια υγρά, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν πριν από λίγη ώρα τον Αντώνη κολλημένο επάνω της, τα κορμιά τους κολλημένα από τον πόθο, η ανάσα του καυτή στον λαιμό της να της ψιθυρίζει στο αυτί της ότι ήθελε ένα φιλί της.
…
Ο Νίκος έπαιζε εκνευρισμένος με το κινητό του, η Ρία δίπλα του ξαπλωμένη στο πλάι, αλλά θα μπορούσε να ήταν χιλιόμετρα μακριά. Πάλι κάτι της έφταιξε, πάλι κάτι δεν είχε γίνει σωστά, πάλι κάτι δεν είπε, είπε, έκανε, δεν έκανε, αει στα κομμάτια δηλαδή! Οκ, δεν ήταν ότι δεν ήξερε τι θα μπορούσε να είχε κάνει για να την καλμάρει δηλαδή. Κάθε φορά τον τελευταίο καιρό τα ίδια. Πάρε με αγκαλιά, πες μου πώς μ' αγαπάς, μπλα μπλα μπλα… Λες και ήτανε μαζί δύο μήνες μαζί και έπρεπε να συμπεριφέρονταν σαν σχολιαρόπαιδα πρωτοερωτευμένα. Έλεος δηλαδή, τόσα χρόνια παντρεμένοι δηλαδή! Δεν είναι ότι δεν καταλάβαινε τι του ζητούσε, τι ήθελε απ' αυτόν, τι έψαχνε. Ήταν όμως ότι αυτή η διαρκή της ανάγκη, η συνεχής αυτή εμμονή της για επιβεβαίωση που πλέον τον κούραζε και τον εξόργιζε με έναν τρόπο που δε μπορούσε πάντα ούτε να ελέγξει ούτε να κοντρολάρει. Όχι ότι έμπαινε και σε ιδιαίτερο κόπο δηλαδή, η Ρία απλά έτσι ήταν ανέκαθεν, την έπιανε η ψυχομουνίαση και το καλύτερο που είχες να κάνεις ήταν να περιμένεις να περάσει η μπόρα. Μετά περνούσε ο καιρός και στάνιαρε από μόνη της. Σήμερα όμως… Σήμερα δεν την υπολόγισε καλά και έσκασε λίγο άσχημα η φάση. Τώρα καθότανε σκυθρωπός κι έπαιζε με το κινητό του στοίχημα, να περάσει η ώρα να σηκωθούν να φύγουνε. Αλήθεια, τι περίμεναν πια; Οι άλλοι από δίπλα είχαν τελειώσει να πηδιούνται, μάλλον κάποια στιγμή την ώρα που η Ρία μπουρλότιαζε τη φάση μεταξύ τους. Επομένως να τα μαζεύανε σιγά – σιγά, δεν έβλεπε φως με τη Ρία εδώ έτσι όπως γίνει τα πράγματα.
Πάντως ήθελε τόσο πολύ μία ακόμη ευκαιρία με τη γειτόνισσα. Φαινόταν ότι το μουνί είχε αρχίσει να γουστάρει άσχημα! Και γούσταρε κι αυτός πολύ, κακά τα ψέματα. Η γυναίκα ήταν… γυναίκα ρε παιδί μου, σου έβγαζε μία κυρίλα. Γι' αυτό κι όσο τη σκεφτόταν να την έχει να του παίζει τον πούτσο και να τη δαχτυλώνει καύλωνε σαν έφηβος σχεδόν. Ποτέ του δεν του είχε κάτσει τέτοια γκόμενα, κυριλέ που λένε ρε παιδί μου. Και μυαλό, όχι αστεία ρε φίλε. Εν τω μεταξύ αυτό τον καύλωνε ακόμα περισσότερο, όσο σκεφτόταν να πηδάει αυτή τη γυναίκα που κάθε μέρα διοικούσε ολόκληρο εργοστάσιο; Δεν ήξερε ρε παιδί μου, κάτι του τη βίδωνε τρελά. Και φαινότανε ότι γούσταρε λίγο ζοριλίκι, όλο και καλά δεν ήθελε, αλλά φαινότανε. Βέβαια… μπορεί να μην ήθελε να το παραδεχτεί κιόλας… αλλά όσο παράξενο κι αν ήταν κι ενώ σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δε θα τον πείραζε ή δε θα τον ένοιαζε καν, με την Αθηνά ήθελε να τον γουστάρει κι αυτή. Να τον ήθελε. Οκ, μαλάκας δεν ήταν, τη γυναίκα του την είχε και δε σκεφτόταν ποτέ να αφήσει τη Ρία, αλλά ρε παιδί μου η φάση είχε στερέψει κιόλας, ειδικά με το παιδί. Όλο γκρίνιες ήτανε και μουρμούρα, ενώ κάποτε γουστάρανε και οι δύο τόσο πολύ. Τώρα…; Κάθε μέρα και μια αφορμή για έναν καβγά, όλο ανικανοποίητη και ξενέρωτη ήτανε. Ήθελε, λοιπόν, ενδόμυχα ίσως, πολύ να του καθόταν η Αθηνά και να τη δάγκωνε μαζί του, ήθελε πολύ να την έβλεπε παθιασμένη με την πάρτη του. Και θα του καθότανε και λυσσάρικα, αυτό έκανε μπαμ, ο δικηγόρος – φαινότανε – την είχε ζαλίσει στην πάρλα, η γυναίκα δίψαγε για γούστα, όχι για άλλο μπλα μπλα.
Αλλά ήτανε τραβάτε με κι ας κλαίω το μουνί, όλο μη καλέ δεν κάνει, αλλά στην πίεση; Ok, εννοείται θα έπρεπε να προσέξει, μην είχε κάνα χαζό, ούτε με τη Ρία ούτε με τον Αντώνη. Και βέβαια αυτός ήταν εντάξει, ευτυχώς δε χαμπάριαζε από έρωτες και τέτοια χαζά, αλλά δε γινότανε να πηδήξεις και χωρίς λίγο παραμύθι. Λίγο άμα τσίμπαγε την είχε, όπως εκείνη πριν δύο χρόνια στο γυμναστήριο, αλλά το είχε κόψει μαχαίρι γιατί είχε αρχίσει να του ζαλίζει τα παπάρια. Τώρα όμως η φάση θα ήτανε ταμάμ… και γείτονες και παντρεμένη και με παιδί; Ούτε για δεσμεύσεις θα μπορούσε να τον πρήζει ούτε για τίποτα. Αλλά άμα τη δάγκωνε και μαζί του, που όσο περνούσε η ώρα του φαινότανε ολοένα και πιο πιθανό (γιατί όχι εξάλλου ρε φίλε, όλα τα είχε), θα την είχε να την παίζει στα δάχτυλα. Και ήταν τρελό μουνάκι το μιλφάκι, καταπιεσμένο κι έτοιμο για έρωτα, δεν μπορεί. Καλά το έκοβε. Να την έβλεπε με τα πόδια ψηλά την κυρία, να τον παρακαλάει να την πηδήξει, να τον λέει «αγάπη μου» και άλλα τέτοια σαλιάρικα, πω ρε φίλε καύλα. Είχε τόσο καιρό να του τύχουν όλα αυτά, να γουστάρει έτσι.
Αλλά η Ρία πάλι το γάμησε όλο το σκηνικό, πάλι κάτι συνέβη που ανάθεμα κι αν κατάλαβε τι έφταιξε κιόλας. Άλλες φορές θα καύλωνε μάλιστα μαζί του, όπως πριν πολλά χρόνια σε εκείνη την ερημική παραλία που ήταν οι δυο τους κι ένα άλλο ζευγάρι, γυμνοί όλοι και οι άλλοι ξεκίνησαν να το κάνουν. Τότε είχε πηδήξει επάνω του η Ρία, χοροπηδούσε πάνω στον πούτσο με μια απολαυστική καύλα. Σήμερα..; Γάμα τα για σήμερα, δεν τράβηξε στο τέλος. Ίσως έφταιγε και ο Αντώνης που δεν είχε και καθόλου χημεία ρε παιδί μου, όλο στο μπλα μπλα ήταν με τη Ρία, άλλα συνέχεια με κάτι αδιάφορες μαλακίες καταπιάνονταν. Πού να γουστάρει κι άλλη με αυτόν τον τρόπο; Γίνεται; Δε γίνεται.; Εντάξει, εννοείται ότι δε θα ανεχόταν ποτέ να του βάλει άλλος χέρι στη γυναίκα, είπαν να καυλώσουνε με το μάτι κι αυτό θα ’ταν αρκετό, αλλά μάλλον ο γείτονας ήταν τρελή βαρεμάρα. Εξάλλου η Ρία, όχι ότι δεν του καθότανε, αλλά μετά το παιδί δεν είχε όρεξη πολύ εύκολα. Ήθελε δουλειά. Αν αυτός δεν την κατάφερνε, που το δούλευε κιόλας όταν είχε κέφι ν' ασχοληθεί, που το ’χε δηλαδή, ο άλλος που το πήγαινε με την κουβεντούλα ήταν καμένος από χέρι. Και βασικά ο γείτονας ήταν καμένο χαρτί από την αρχή, αυτό που δεν είχε καταλάβει ήταν ότι με τη Ρία ήταν cool με τον γυμνισμό, το είχανε κάνει πολλές φορές, δεν ήταν πρωτάρηδες. Και η Ρία, τότε δηλαδή που πήγαιναν, είχε δει πολλούς άντρες γυμνιστές – δεν της ήτανε κι αποκάλυψη το θέμα. Και ποτέ δεν ανησύχησε μπας και… ήταν βράχος η Ρία. Και γούσταρε, όπως κι ο ίδιος άλλωστε, να επιδεικνύει το σώμα της. Εξάλλου καύλωναν μ' αυτά κάποτε, η Ρία να σαγηνεύει και μετά να του κάθεται με πάθος. Πάνω κάτω αυτό νόμιζε ότι θα του συνέβαινε και σήμερα δηλαδή, αλλά γάμα τα. Ενώ οι άλλοι δυο; Χα! Πρωτάρηδες! Και γι' αυτό δεν είχε και κίνητρο να μαλώσει και παραπάνω με τη Ρία, η μέρα δεν είχε πάει χαμένη! Τι σκηνικά ήταν αυτά με τη γειτόνισσα; Ο Νίκος ήταν λύκος σ' αυτά, ήξερε πότε έπιανε λαυράκι. Και με την Αθηνά; Είχε χτυπήσει χρυσό, το ήξερε! Είχε έρθει τόσο κοντά και τις δυο φορές, αλλά μετά η Ρία. Λες να το είχε παρακάνει; Μπα, είχε φροντίσει, ήταν σίγουρος ότι δεν είχε καταλάβει κανένας τίποτα.
Όπως να είχε τώρα η φάση είχε φτάσει στο τέλος. γαμώτο. Τόσο κοντά όμως. Και πότε ξανά τώρα; Πότε ξανά τέτοια ευκαιρία; Ρε μια ακόμα φορά να τη στρίμωχνε την καυλίτσα και το είχε ρε. Τέσπα, ό,τι έγινε, έγινε, η Ρία ήταν σκέτη κατάθλιψη δίπλα, καλύτερα να φεύγανε όσο ήταν και καιρός, ήτανε και με ένα αμάξι κι είχαν και δύο ώρες δρόμο μπροστά τους, καλύτερα να τα μαζεύανε.
Αλλά γαμώτο, σκέφτηκε πάλι με σκασίλα παίζοντας βαριεστημένα με το κινητό του, τόσο κοντά ρε γαμώτο μου!
...
Με ξύπνησε η Αθηνά που ψαχούλευε στο ψυγείο, «έχω διψάσει» μου είπε καθώς κατάλαβε ότι ανασηκωνόμουν. Βρήκε ένα μπουκαλάκι νερό και το ήπιε λαίμαργα. «Πόση ώρα;» τη ρώτησα, αισθανόμουν το κεφάλι μου βαρύ, το σώμα μου καταπονημένο. «Κάνα μισάωρο», είπε καθώς άνοιγε ένα δεύτερο μπουκάλι με νερό. Το ήπιε επίσης μονορούφι. «Δεν ξέρω τι μ' έχει πιάσει», είπε λαχανιασμένη, «αλλά διψάω δηλαδή τρελά». Ήταν ακόμα γυμνή και μου έκανε εντύπωση που δεν είχε προσπαθήσει να ντυθεί τόση ώρα, το μουνάκι της παρέμενε υγρό, οι ρώγες της τσιτωμένες. Όσο την ήξερα έδειχνε να είναι ερεθισμένη, αν και η συμπεριφορά της ήταν λίγο απόμακρη, σα μουδιασμένη μεν αλλά και αναστατωμένη κάτω από την επιφάνεια. Με είδε που έβλεπα το σώμα της, δεν έκανε καμία κίνηση σεμνοτυφίας όπως θα συνήθιζε σε άλλες φορές, απεναντίας έδειχνε άνετη με τη γύμνια της σχεδόν προκλητική. Σαν να την απολάμβανε. Παραδέχτηκα μέσα μου ότι μου άρεζε πολύ αυτή η μεταστροφή της, αυτό ήθελα από την ημέρα εξάλλου, μια απελευθέρωση της. «Δεν το βρίσκω», μου είπε, σαν να συνέχιζε μια κουβέντα από πριν. Της έριξα μία ματιά απορίας, «το μαγιό μου», είπε επεξηγηματικά, «δεν το βρίσκω πουθενά». «Μήπως στα πράγματα που αφήσαμε έξω;» της απάντησα βαριεστημένα, αισθανόμουν βαρύς και κουρασμένος.
«Αυτό ετοιμαζόμουν να κάνω, να βγω να κοιτάξω», είπε σκουπίζοντας τα χείλια της με το πίσω μέρος του χεριού της. «Έτσι;» της είπα χαμογελώντας λίγο πονηρά , δείχνοντας το γυμνό της σώμα. Χαμογέλασε λίγο ντροπαλά, αλλά και σκανδαλιάρικα «ναι δε ντρέπομαι», είπε εύκολα, «σε πειράζει;» πρόσθεσε ρητορικά σχεδόν. Της έκανα ένα όχι συνεχίζοντας να χαμογελώ, μου άρεσε η κατάληξη αυτή. «Δεν ξέρω η γκομενάρα πώς θα το πάρει βέβαια…» είπε περισσότερο μονολογώντας εννοώντας τη Ρία. «Αθηνά…» της είπα βαριεστημένα κι ενοχλημένα, «καλά καλά, φεύγουμε εξάλλου» είπε με κίνηση ωχού…, «μη σου τη θίξω κιόλας» πρόσθεσε ειρωνικά. Δεν της απάντησα, άλλα ξανά ξάπλωσα πίσω με μια κίνηση που έδειχνε ότι νόμισα ανοησία τα λόγια της. «Καλά μωρέ» είπε πιο συναινετικά τώρα, «σε πειράζω». «Με μαλακίες» της είπα σοβαρά. Έκανε ένα νεύμα οκ, σταματάω. Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε θόρυβο απ' έξω και ο Νίκος εμφανίστηκε με το κεφάλι του ελαφρά στραμμένο στο πλάι, προφανώς σε μια αποτυχημένη απόπειρα να φανεί διακριτικός. Παρόλα αυτά κοιτούσε ξεκάθαρα μέσα από το παραβάν. «Ενοχλώ;» είπε εξίσου περιττά.
Είδα την Αθηνά που ανακάθισε, τα πόδια της ανοιχτά προς το μέρος του τα χέρια της τεντωμένα πίσω της, σαν να τον προκαλούσε να την πάρει μάτι, τελείως εκτεθειμένη. Συνειδητοποίησα ότι με καύλωνε η τόλμη της και η λίγο πρόστυχη συμπεριφορά της. Ο Νίκος φορούσε ήδη το μαγιό του και το μπλουζάκι του από πάνω, γύρισε ξεκάθαρα μέσα τώρα, τα μάτια του κολλημένα στην Αθηνά όσο κι αν το πάλευε, «η Ρία λέει ότι ξεχάσαμε τα μαγιό σας στο δέντρο στην παραλία» είπε γελώντας λίγο ένοχα. Είδα την Αθηνά να χάνει όλο το κέφι της, ξαφνικά συμμαζεύτηκε και κάθισε οκλαδόν σαν να είχε ξαφνικά επίγνωση της γύμνιας της. «Στο δέντρο…» είπε με παραίτηση κι αγανάκτηση. Ο Νίκος συνέχισε σα να το διασκέδαζε αφάνταστα τώρα «ναι, α να μπράβο. Που σας κρέμασε τα μαγιό σας εκείνη η κοπέλα». «Ναι ναι» είπε λίγο χαμένα κι η Αθήνα. Γύρισε ξαφνικά προς το μέρος μου, η φωνή της γεμάτη άγχος και, χαζό…, πανικό «Αντώνη πρέπει να κατέβεις να το πάρεις δεν έχω άλλο μαζί μου». Την κοίταξα σαν να της έλεγα αστειεύεσαι τώρα. Με κοίταξε με ένα νόημα και μου έριξε ένα βλέμμα ανάμεσα σε προσταγή και παράκληση «Αντώνη!», είπε με έναν τόνο που μου την έδινε κατευθείαν όταν τον υιοθετούσε, σχεδόν τσιριχτό. «Αντώνη πρέπει να πας, σου λέω δεν έχω άλλο». Η πιθανότητα να πήγαινα ήταν πραγματικά μηδέν, ούτε που θα το σκεφτόμουν να ξανασκαρφαλώνω τα κατσάβραχα μέχρι τη θάλασσα. Και ο τόνος της, που όταν την έπιανε πανικός γινότανε ηλίθιος, δε βοηθούσε.
Της το είπα, «με τίποτα, θ’ αστειεύεσαι. Αφήστε τα εκεί, δεν ξανακατεβαίνω μέχρι εκεί κάτω» της είπα κουρασμένα κι ενοχλημένα, βασικά μου φαινόταν αδιανόητο που το διαπραγματευόμασταν και σαν πιθανότητα. «Αντώνη…» είπε ακόμα πιο αγχωμένα και ενοχλητικά ταυτόχρονα. Η Αθηνά ήταν ένας πολύ ικανός άνθρωπος, αλλά όταν πανικοβαλλόταν της έβγαινε μια ένταση κι εμάς πανικός που τα έβρισκα ιδιαίτερα ακαλαίσθητα και εξοργιστικά. Και, βασικά, ήμουν αφενός πτώμα κι αφετέρου δεν το θεωρούσα και τόσο σημαντικό. Σιγά, ας βάλει το παρεό κι ας γυρίσουμε έτσι, από το αμάξι στο σπίτι θα μπει, σκεφτόμουνα βαριεστημένα και νωθρά. Της το είπα. «Αντώνη τι λες;» σχεδόν τσίριζε, αλλά προσπαθούσε να κρατήσει και τη φωνή της σιγανή λόγω του Νίκου, «πώς θα γυρίσουμε… γυμνές; Τι θα γίνει αν χρειαστεί να βγούμε από το αμάξι; Πώς θα ανέβουμε στο σπίτι; Θα με δει όλη η γειτονιά; Είσαι τρελός; Αντώνη πήγαινε… ». «Αθηνά βάλε το παρεό σου», της είπα ακόμη πιο ενοχλημένα, «και μη βγαίνεις από το αμάξι. Βράδυ θα φτάσουμε, δε θα σε δει κανένας, θα σας αφήσω μπροστά στην είσοδο» της απάντησα μονόχνοτα. Ειλικρινά δεν είχα κουράγιο να κατέβω μέχρι εκεί κάτω για κανένα λόγο. Είχε εκνευριστεί τελείως τώρα με την οριστική μου άρνηση και δεν ήξερε πως να αντιδράσει, σα να τα είχε λίγο χαμένα.
«Αχ Αντώνη τι λες; Τι λες; Πώς θα κυκλοφορώ γυμνή; Τι λες; Πήγαινε να φέρεις τα μαγιό!». «Ούτε για πλάκα» της είπα ακόμα πιο οριστικά. Την είδα που γούρλωσε τα μάτια της από το άγχος της, «τα μεγαλοποιείς, πάμε να φύγουμε να τελειώνουμε» της είπα κουρασμένα. «Εκεί κάτω πάντως δεν κατεβαίνω, άμα θέλεις πήγαινε εσύ» πρόσθεσα. «Αντώνη…» είπε, καταλάβαινα ότι είχε λίγο χάσει τα λόγια της την ανυποχώρητη στάση μου. Μου έκανε νοήματα, αλλά δεν κουνιόμουν ρούπι, ούτε στην άποψη μου ούτε και στη στάση μου. Την ακολουθούσα με το βλέμμα μου, είχε ανακαθίσει πλέον οκλαδόν, εμφανώς αγχωμένη με την εξέλιξη - επίσης είδα ξανά τον Νίκο που φαινότανε να τη ρουφάει με τα μάτια του. “Τι θα κάνουμε τώρα;”, σχεδόν μονολόγησε η Αθηνά, “Δε μπορούμε να φύγουμε έτσι”, πρόσθεσε και η απελπισία στη φωνή της ήταν έκδηλη - μία απελπισία που πραγματικά δε μπορούσα να συμμεριστώ τη σπουδαιότητά της, το θέμα μου φαινόταν πραγματικά απλά ένα ακόμη κωμικοτραγικό συμβάν μέσα σε μία μέρα γεμάτη με κωμικοτραγικές καταστάσεις.
“Γειτόνισσα πάμε μαζί ρε”, πρότεινε ο Νίκος με ένα μεγάλο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Τον κοίταξα με νόημα αν και δε με είδε - και δεν ήθελα κιόλας. Οι προθέσεις του, όποιες κι αν ήταν, αν και δε θα μπορούσα να τις μαντέψω επακριβώς σίγουρα τις φανταζόμουν σε κάποιο βαθμό όμως. Δεν το αρνούμαι… και εμένα η ιδέα ότι δίπλα ήταν ξαπλωμένη η Ρία (γυμνή άραγε;) και η προοπτική να την απομονώσω και πάλι, έστω και για είκοσι λεπτά - μισή ώρα μου φαινόταν σαγηνευτική. Δεν αναρωτιόμουν, ήξερα ότι και ο Νίκος λογικά σκεφτόταν κάτι αντίστοιχο. Αλλιώς ήταν πασιφανές ότι και τον ίδιο το θέμα με τα μαγιό τον άφηνε εξίσου αδιάφορο.
“Ναι;”, είπε με πραγματικό δισταγμό η Αθηνά, “λες να πάμε Νίκο;”, έτριβε αφηρημένα με τα χέρια της τα χείλια της. “Ναι μωρέ, σιγά”, απάντησε με μία προσποιημένη αδιαφορία που δε με έπειθε με τίποτα, “σε μισή ώρα το πολύ πίσω θα είμαστε” πρόσθεσε με εκείνη την ευδιαθεσία που έδειχνε όλη την ημέρα και πλέον είχε αρχίσει να με εκνευρίζει έντονα. Η Αθηνά γύρισε να με κοιτάξει, καταλάβαινα ότι προσπαθούσε να πάρει μία απόφαση και καταλάβαινα, επίσης, ότι και η ίδια δεν προβληματιζόταν με την καθαυτή πρόταση, αλλά με όλες τις προεκτάσεις που είχαμε όλοι στο μυαλό μας. Δεν τη βοήθησα, παρέμεινα τελείως ανέκφραστος, απεναντίας ξανά-ξάπλωσα και πάλι και κοίταξα το ταβάνι. “Πάμε”, την άκουσα να λέει αποφασιστικά, “όσο πιο γρήγορα ξεκινήσουμε τόσο πιο γρήγορα θα γυρίσουμε” είπε και καταλάβαινα ότι αυτό το πρόσθεσε προσπαθώντας να δώσει μία μικρή προειδοποίηση στον Νίκο και σ’ ό,τι μπορεί να είχε στο μυαλό του. “Καλά ρε γειτόνισσα, δε θα τρέχουμε κιόλας”, βιάστηκε να τη διορθώσει, “είμαστε και πτώματα”. “Ναι ναι” είπε κι αυτή σα να τη μάλωσε, “βέβαια, δεν εννοώ να τρέχουμε” είπε.
Σηκωθήκαμε όλοι, βγήκα μαζί τους από τη σκηνή, έριξα ένα βλέμμα προς το δωμάτιο που ήτανε η Ρία, αλλά το φερμουάρ ήταν κουμπωμένο μέχρι επάνω σχεδόν και μόνο η φιγούρα της αναφαινόταν πίσω από το ημί-διαφανές υλικό της σκηνής. Όσο μπορούσα να δω η Ρία ήταν ξαπλωμένη κι ακίνητη. Η Αθηνά είχε φορέσει και πάλι το πλεκτό παρεό της, για ποιο λόγο δεν μπορούσα να καταλάβω αφού, για μια ακόμη φορά, συνειδητοποίησα ότι περισσότερο τόνιζε τη γύμνια της παρά την κάλυπτε. Ο Νίκος, όπως και όλη την ημέρα, όχι μόνο δεν έκανε ανάλογη κίνηση, αλλά έβγαλε και την κοντομάνικη μπλούζα που φορούσε πριν και έμεινε ξανά τελείως γυμνός - “ζέστη” είπε, κι η δικαιολογία του μου φάνηκε τόσο παιδική κι ανόητη που δεν μπόρεσα να μην πνίξω ένα γέλιο. Η Αθηνά με κοίταξε εκνευρισμένα, αλλά δεν είπε τίποτα. “Μόλις γυρίσουμε φεύγουμε”, είπε όμως φορώντας τις σαγιονάρες της, “γι’ αυτό ό,τι έμεινε μαζέψτε το αν γίνεται” πρόσθεσε και ξεκίνησε. Ο Νίκος ακολούθησε κατευθείαν από πίσω της.
Copyright protected OW ref: 171499
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.