Τον είδα να ανεβαίνει τις σκάλες και τρελάθηκα. Με χαιρέτησε κιόλας. Ήταν ο νέος μου γείτονας. Ψηλός πάνω από 1.80, σώμα αθλητικό, αξύριστος, αρσενική κοψιά αν κι ήταν μόλις δεκαοκτώ χρονών. Υγράνθηκα έντονα και μπήκα γρήγορα στο σπίτι μου. «Αυτό το κορμί έπρεπε να το τρυγήσω πόντο - πόντο!» σκέφτηκα. Ήταν δώρο τύχης αυτή η συγκατοίκηση.
Μπήκα λίγο απότομα όπως απότομα είδα το μανάρι δίπλα μου. Με λένε Λία, από Τριανταφυλλιά, παλιότερα με φωνάζανε Φιλίτσα ή Φιλιώ. Μόνο ο άντρας μου ο Χαρίλαος με φωνάζει ακόμα έτσι όταν τσατίζεται κι αυτός. Είμαι 49 χρονών και συνταξιούχος του Δημοσίου από τα 45 μου. Μητέρα, δύο παιδιά και ξέρετε, την κοπάνησα ευεργετικά με μειωμένη.
Όποιος με βλέπει με κάνει δέκα χρόνια νεότερη. Είμαι 1.60, κανονική 65 κιλά, με πλούσιο μπούστο, κώλο τουρλωτό κι όρθιο απίθανο για Ελληνίδα. Τα παιδιά μου 25 και 23 χρονών δεν μένουν μαζί μας. Είναι και οι δύο στο στρατό. Μόνιμος υπαξιωματικός ο ένας και με 5ετή θητεία ο δεύτερος.
Ο άντρας μου ο Χαρίλαος έχει καφενείο, καφετερία για φιλάθλους, κανένα χιλιόμετρο μακριά από το σπίτι μας. Πάει κατά τις εννέα το πρωί, γυρίζει στις τρεις και ξαναπάει γύρω στις πέντε το απόγευμα μέχρι το βράδυ δέκα, έντεκα, καμιά φορά κι αργότερα.
Έχω πολύ χρόνο ελεύθερο γιατί όπως θα καταλάβατε τον χρησιμοποιώ για να χαίρεται το μουνί μου. Το γαμήσι πάντα ήταν και είναι στις άμεσες προτεραιότητες μου. Τις χαρές που μου έχει δώσει δεν μου τις έχει δώσει καμιά άλλη κατάσταση στην ζωή μου. Γαμιέμαι και το χαίρομαι.
Γαμιόμουνα πριν τον Χαρίλαο αλλά και μετά τον γάμο μου μ’ αυτόν. Δεν άφηνα να περάσει καμιά ευκαιρία. Η δουλειά μου έδινε αφορμές και ευκαιρίες μπόλικες. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα το γαμήσι για να ανέβω επαγγελματικά ή να κερδίσω χρήματα, μόνο για ευχαρίστηση.
Θα πρέπει να σας πω ότι με τους εραστές μου δεν είχα αισθηματικές σχέσεις. Δεν τους αγαπούσα και δεν τους αγαπώ, μόνο τους ορέγομαι. Έτσι συνέβαινε και με τον γκόμενο που είχα τότε που έγινε η ιστορία που σας περιγράφω, τον Μίλτο. Τον μόνο που αγάπησα και αγαπώ είναι ο άντρας μου ο Χαρίλαος.
Ο Μίλτος είναι ένας 34χρονος ποδοσφαιριστής που μου ξέμεινε από μια παρέα τριών φίλων, πελατών του άντρα μου. Αρχικά έπαιρνα πότε τον ένα και πότε τον άλλο. Οι υπόλοιποι κάθονταν στο μαγαζί και φιλούσανε τσίλιες. Μόλις έφευγε ο Χαρίλαος, παίρνανε τηλέφωνο και την έκανε ο εραστής μου.
Έμεινα με τον Μίλτο γιατί αν κατάλαβα καλά πρέπει ο τύπος να ήταν καψουρεμένος μαζί μου κι οι φίλοι του αποτραβήχτηκαν.
Αυτά δεν σημαίνουνε ότι με τον άνδρα μου δεν έχω σεξουαλικές σχέσεις. Από τον Χαρίλαο έχω φάει πολύ γαμήσι, έχω φάει τον πούτσο της αρκούδας, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Το παπάρι του είναι ένας 20άρης ιδιαίτερα χοντρός πούτσος, ανώμαλος, με φλέβες που προβάλουν και τριχωτή βάση. Παρά τα 55 χρόνια του παραμένει το ίδιο στητός με τα νιάτα του.
Με έχει κάνει να λιώνω και να τρελαίνομαι αυτός ο πούτσος αλλά τα τελευταία χρόνια μόνο για τσιμπούκια βρίσκομαι μαζί του. Με τον Χαρίλαο είχαμε μια διαφορά που σιγά - σιγά έγινε ρήγμα μεταξύ μας.
Πριν περίπου επτά - οκτώ χρόνια, ο άντρας μου ήθελε η φαντασίωση που είχε από παλιά να γίνει πραγματικότητα. Ήθελε να με πάρει παρτούζα με άλλον. Εγώ δεν ήθελα. Αυτός επέμενε εγώ αρνιόμουνα. Αρνιόμουνα και να παίξω στην φαντασίωση του. Δύο πούτσοι ταυτόχρονα σε μουνί και κώλο με αηδίαζαν.
Όσες φορές προσπαθούσα ακόμη και φαντασιακά να συμμετέχω δεν το ευχαριστιόμουνα. Του πρότεινα να πηδηχτώ με άλλο άντρα εν γνώσει του. Ούτε να το ακούσει δεν ήθελε.
- «Το να το κάνουμε μαζί είναι ερωτικό παιχνίδι, το να το κάνεις μόνη σου είναι κέρατο!», έλεγε.
Έτσι σιγά - σιγά ο άντρας μου έχασε την επιθυμία να με πλησιάσει. Μείναμε να βλέπουμε μαζί καμιά τσόντα, να μαλακίζομαι εγώ και να του παίρνω πίπα. Ο Μίλτος βέβαια είχε κι αυτός τις απαιτήσεις του, ήθελε κώλο, αλλά τον κουμάνταρα. Με τον κώλο είχα ιδιαίτερη ευαισθησία. Τον έδινα όταν μόνο ήθελα αλλιώς δεν μου άρεσε.
Συμβαίνει ένα μυστήριο με εμένα. Ο κώλος μου όταν θέλει να γαμηθεί μου το δείχνει. Στην αρχή με τραβάει προς τα μέσα κι ύστερα με πιάνει μια ελαφρά φαγούρα γύρω από την σούφρα. Τότε είναι που θέλω να μου τον σκίσουν, να μου τον διαλύσουν, να με πηγαδιάσουν κυριολεκτικά κι ας μην μπορώ να κάτσω για μέρες. Αν δεν το ήθελα αρνιόμουνα, με αηδίαζε και μου την έσπαγε. Ο Μίλτος συνέχιζε να με πηδάει παρά ταύτα καθημερινά, πολλές φορές πρωί και βράδυ.
Τώρα όμως υπήρχε ο Άκης, ο γείτονας μου, που έπρεπε να τον κάνω οπωσδήποτε εραστή μου. Έπρεπε να ρουφήξω αυτό το πουλάρι που ήρθε στο διαμέρισμα δίπλα μου. Μέναμε στον πρώτο όροφο επταώροφης οικοδομής στην κεντροδυτική Θεσσαλονίκη. Η πολυκατοικία έχει δύο διαμερίσματα ανά όροφο. Ένα 120 μ2 κι ένα μικρότερο 60 μ2.
Μέχρι το φθινόπωρο έμενε στο μικρό έμενε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που η κόρη τους με την οικογένεια της έμενε στην διπλανή οικοδομή. Μετακόμισαν όλοι στο Ωραιόκαστρο σε μονοκατοικία κι έτσι ήρθε ο φοιτητής. Το μυαλό μου από τότε δεν ξεκόλλαγε από τον πως θα τον μασήσω τον μικρό.
Τελικά δεν ήταν δύσκολο. Με το πρόσχημα ότι ήμουνα και η διαχειρίστρια της πολυκατοικίας μπαινόβγαινα στο διαμέρισμα. Με κάτι απρόσεχτα ντυσίματα της στιγμής, με κάτι μπούστα ανοιχτά, με κάτι κωλοστησίματα τουρλωτά τον είχα κάνει τούρμπο τον μικρό. Δεν άντεξε και μου όρμησε από πίσω λιγωμένα. Εγώ αντέδρασα.
- «Μα τι κάνεις; Δε ντρέπεσαι; Για πια με πέρασες;», είπα η πουτάνα.
Τα έχασε, κοκκίνισε, πρασίνισε, τραύλισε κι είπε:
- «Συγνώμη κυρία Λία, σας παρακαλώ συμπαθήστε με. Δεν ξέρω τι έπαθα.. συγνώμη..»
Ήταν έτοιμος να κλάψει. Το ύφος, ο πληθυντικός με εξίταραν. Τον πήρα στην αγκαλιά μου για να τον ηρεμήσω και να τον οδηγήσω μέσα από τα στήθη μου στα μυστικά του έρωτα. Ήταν πρωτάρης. Του δόθηκα και μου δόθηκε αποκαλυπτικά.
Σώμα σφριγηλό και μυώδες, καυλί λείο, απαλό, ίσιο, σουβλερό, σκληρό, χοντρό κι άπαιχτο. Έριχνε τρεις σε μισή ώρα χωρίς να του πέσει ούτε πόντο. Σιγά - σιγά τον εκπαίδευα και τον χαιρόμουνα καθολικά.
Μάθαινε γρήγορα και γινότανε αστέρι. Του έμαθα πηδάει και με τρέλαινε ολοκληρωτικά, του έμαθα να γλείφει και με βασάνιζε σαδιστικά, τον έμαθα να γαμάει κώλο και με πέθαινε κυριολεκτικά. Ήταν ο μόνος άντρας που ήθελα να με παίρνει από τον κώλο κάθε φορά.
Βρισκόμαστε τα πρωινά γιατί το απόγευμα είχε μάθημα. Μόλις ο Χαρίλαος έφευγε το πρωί εγώ γλιστρούσα στο διαμέρισμα κι έπεφτα στην αγκαλιά του. Με πηδούσε μέχρι το μεσημέρι, με διέλυε. Μόλις που προλάβαινα να κάνω ένα φαί για τον άντρα μου το μεσημέρι.
Τον Μίλτο τον είχα στην δίαιτα. Πότε με κούραση, πότε με μητρικά τον κρατούσα σε απόσταση. Στα δύσκολα τον έφερνα το απόγευμα και του τραβούσα κανένα τσιμπούκι για να τον κοιμίζω. Φοβόμουνα μη μου ανάψει καμιά στραβή με τον άντρα μου.
Οι μέρες κυλούσαν τέλεια όταν ένα απόγευμα του περασμένου Νοέμβρη χτύπησε η πόρτα κι άνοιξα. Έπαθα πλάκα! Στην εξώπορτα στεκόταν ένας 45άρης άντρας ίδιος ο George Clouney στο πιο ψηλό. Είπα ένα «Ναι» που το μισό χάθηκε στο λαρύγγι μου.
- «Η κυρία Κοσμίδου; (υποθετικό)», ρώτησε.
- «Ναι…», ξανάπα.
- «Ήθελα να πληρώσω τα κοινόχρηστα. Είμαι ο πατέρας του Άκη από δίπλα…»
Δεύτερο σοκ. Τα έχασα όλα. Δεν έβρισκα το μπλοκ, το στιλό, τα χαρτιά, τα είχα χάσει. Τελικά τα κατάφερα αλλά φεύγοντας με αποσυντόνισε πάλι. Μου ζήτησε να περάσω κάποια στιγμή από το διαμέρισμα να μου δείξει μια βλάβη που ήθελε επιδιόρθωση. Συμφώνησα κι έκλεισα την πόρτα.
Το μήλο κάτω από την μηλιά έπεσε. Είχα ιδρώσει. Δύο λαχεία στην διπλανή πόρτα ήταν πολύ μεγάλη τύχη. Πώς όμως θα τους γευόμουνα; Θα γινόμουνα Αναστασία; Γιατί όχι; Εγώ δεν ήθελα αγάπες κι αισθήματα, την ηδονή έψαχνα μόνο. Είχα υγρανθεί πάλι. Έκανα ώρα να συνέλθω.
Πως θα τους έπαιρνα δεν ήξερα, το πρώτο πρόβλημα όμως ήταν πως θα βρισκόμουνα με τον Άκη όσο θα ήταν μαζί ο πατέρας του. Αυτό λύθηκε τις επόμενες μέρες…
Ο Άκης με διάφορες δικαιολογίες τρύπωνε σπίτι μου γύρω στο μεσημέρι πριν φύγει για το Πανεπιστήμιο και λίγο πριν έρθει ο Χαρίλαος. Ρίσκαρα αλλά τον ήθελα. Πιο πολύ με ήθελε όμως αυτός. Μου φαινότανε ότι με είχε καψουρευτεί αλλά για την ηλικία του ήταν φυσικό.
Ένα απόγευμα πήγα δίπλα με φώναξε. Μου έδειξε τη βλάβη και συμφωνήσαμε για την επιδιόρθωση. Ήμουνα ταραγμένη αλλά προσπαθούσα να το κρύψω. Μου έκανε καφέ και πιάσαμε την κουβέντα. Ήταν πολύ γοητευτικός και σέξι αλλά φοβόμουνα το πρώτο βήμα. Κατάφερα να μην καρφωθώ. Την μεθεπομένη με ξαναφώναξε όταν ήρθε ο τεχνικός. Τα είπαμε και πάλι. Εγώ ταραζόμουνα αλλά δεν το έδειχνα. Έγινε και για τρίτη φορά συνάντηση κι εκεί μου ήρθε η κεραμίδα.
Ο Θέμης, ο πατέρας του Άκη, μου είπε ότι γνωρίζει την σχέση μου με τον γιο του. Μου είπε ότι κατανοεί μια γυναίκα που βρίσκει την ηδονή σε ένα νέο παιδί αλλά ανησυχεί για τον συναισθηματικό κόσμο του γιου του. Αν η σχέση ήταν απλά σεξουαλική, ιδίως από την μεριά μου, δεν είχε αντίρρηση, αν όμως μπλέκανε αισθήματα τα πράγματα δυσκόλευαν.
Πρόσθεσε ότι αν είναι έτσι δεν πρέπει να διακινδυνεύω τις συνευρέσεις στο σπίτι μου και μπορεί να πηγαίνω στο δικό τους μιας κι αυτός έφευγε για δουλειές πριν τις οκτώ το πρωί. Τον διαβεβαίωσα ότι από την μεριά μου δεν υπήρχαν αισθήματα και ότι το είχα ξεκαθαρίσει εξ αρχής. Τα είπα αυτά κι έφυγα σαν βρεγμένη.
Δεν είχα επαφή ούτε με πατέρα, ούτε με γιο τις επόμενες πέντε μέρες. Ο Άκης χτυπούσε αλλά δεν του άνοιγα. Μεσημέρι της έκτης μέρας μου χτύπησαν έντονα την πόρτα. Άνοιξα κι ήταν ο Θέμης. Μου ζήτησε σκάλα γιατί είχε πλημμυρίσει το πατάρι στο διαμέρισμα τους. Ήταν μούσκεμα. Με παρακάλεσε αν θέλω να πάω να δω.
Έφερα την σκάλα και πήγα μαζί του. Ανέβηκε έψαχνε και δεν έβρισκε την αιτία. Ανέβηκα κι εγώ από την άλλη μεριά της σκάλας. Δεν ήταν αποχέτευση, δεν ήταν ο θερμοσίφωνας, δεν έβλεπα ούτε κι εγώ τίποτα. Σε μια δόση μετακίνησα μια κούτα κι ένα σπιράλ που ένωνε δυο σωλήνες πετάχτηκε και μας έκανε λούτσα. Είχε σπάσει. Ορμήσαμε να τον κλείσουμε και με κόπο βραχήκαμε περισσότερο, ιδιαίτερα αυτός.
Κατεβήκαμε κι έφερε πετσέτες να σκουπιστούμε. Σκουπίστηκα και τότε αντιλήφθηκα πως με κοιτάει παράξενα. Διαπίστωσα ότι η μπλούζα μου ήταν βρεγμένη. Το στήθος μου διαγραφότανε καθαρά όπως κι οι ρώγες. Έμεινα ακίνητη. Μια περίεργη ατμόσφαιρα αισθησιασμού υπήρχε στην ατμόσφαιρα. Λεπτά που φάνηκαν αιώνες με τα μάτια μου καρφωμένα στις ρώγες μου που σηκώνονταν και με πρόδιναν. Έκανε να πλησιάσει όταν άκουσα την πόρτα του διαμερίσματος μου.
- «Ο άντρας μου!», είπα κι έφυγα γρήγορα.
Μπαίνοντας αντίκρισα τον Χαρίλαο να κοιτάζει περίεργα.
- «Που ήσουνα;», ρώτησε.
- «Έχει σπάσει μια σωλήνα κεντρική…», είπα γιατί σαν χαζή δεν ήθελα να πω ότι ήμουνα δίπλα.
- «Μ’ αυτή την γύμνια μωρή; Γυρνάς την γειτονιά τσιτσίδι; Από πού έρχεσαι; Ποιόν δουλεύεις;», ούρλιαξε.
- «Αλήθεια πήγαινε…»
Δεν τέλειωσα την φράση μου κι έπεσε ο πρώτος φούσκος.
- «Που γαμιόσουνα μωρή; Ποιον δουλεύεις καριόλα; Ποιος σε γαμάει και γυρνάς στους δρόμους;», ούρλιαξε κι άρχισαν οι φούσκοι να πέφτουν βροχή.
Έφαγα το ξύλο της αρκούδας. Άδικα, εντελώς άδικα αλλά είχανε βάλει το χεράκι τους με λόγια οι φίλοι του Μίλτου κι ο Μίλτος. Το απόγευμα ήρθε κι ο Μίλτος, ο γκόμενος και με πλάκωσε κι αυτός. Δεν ξέρανε αλλά υποθέτανε ότι τους κεράτωνα.
Νόμιζαν ότι πηδιόμουνα έξω από την πολυκατοικία κι έτσι ο Χαρίλαος μου απαγόρευσε να βγω ακόμη και για ψωμί από την οικοδομή. Θα είχε βάλει και τσάτσους όπως τον μανάβη απέναντι που δεν με χώνευε, γιατί δεν του κάθισα. Δεν είχε ψυλλιαστεί τίποτα για τους δίπλα.
Την μεθεπομένη μου χτύπησε ο Θέμης. Δεν τον έβαλα μέσα. Του είπα να κάνει καφέ και θα πήγαινα εγώ. Πήρα το ασύρματο τηλέφωνο και πήγα.
- «Σε χτύπησε;», μου είπε κι άπλωσε το χέρι του για αγγίξει τις πληγές στα χείλη μου.
Με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Κοιταχτήκαμε και τα χείλη μας ενώθηκαν σ’ ένα φιλί χωρίς τέλος. Αργά τα χέρια του μ’ άγγιζαν κι εξερευνούσαν το κορμί μου. Πόντο - πόντο, κύτταρο προς κύτταρο μ’ ερέθιζε. Ένιωθα μια πρωτόγνωρη καύλα σαν να χόρευα μαζί του αργόσυρτο μπλουζ.
Ποτέ δεν είχα ξανανιώσει έτσι. Οι οργασμοί ερχότανε ο ένας μετά τον άλλο χωρίς τελειωμό. Με τελείωσε στον ίδιο ρυθμό λίγο πριν οι μύες μου σπάσουν από το οριακό τους τέντωμα. Ένιωθα σαν να είχε περάσει πάνω μου ολόκληρος λόχος. Κάναμε τσιγάρο και με βοήθησε να πάω σπίτι μου.
Τις επόμενες μέρες τα πρωινά πηδιόμουνα με τον Θέμη γιατί ο Άκης έδινε εξετάσεις. Δεν ξέραμε κι οι δύο τι θα κάνουμε όταν ο Άκης επέστρεφε στους κανονικούς ρυθμούς σπουδών. Ο Θέμης πρότεινε να πηγαίνω με τον Άκη το πρωί και με αυτόν όποιο απόγευμα είχα ακόμη κουράγιο. Δέχτηκα.
Δεν έχασα κανένα απόγευμα. Ζούσα την πιο ηδονική περίοδο της ζωής μου. Έτσι νόμιζα. Λίγο μετά, κι ενώ κι ενώ λικνιζόμουνα αργά καβάλα στον Θέμη, ο Άκης γύρισε και μας έπιασε στα πράσα. Θύμωσε. Πήγα να φύγω πάνω από τον Θέμη αλλά με κράτησε. Είχε ένα μικρό διάλογο με τον γιο του ενώ συνέχισε να με πηδάει, τον ένιωθα.
Ο Άκης ήταν θυμωμένος κι ήθελε το μερτικό του. Κατέβασε το παντελόνι του και μου τον έδωσε στο στόμα. Για πρώτη φορά βρέθηκα με δύο άντρες και δεν ένιωθα άσχημα, αντίθετα ένιωθα υπέροχα. Ο Θέμης έδινε τον ρυθμό κι εγώ το ίδιο αργά έπαιρνα πίπα στον Άκη. Ήταν απίθανα. Τότε ένιωσα τον κώλο μου να με τραβάει και να με φαγουρίζει ιδιαίτερα. Κοίταξα τον Άκη ίσια στα μάτια και τον ρώτησα ηδονικά:
- «Θες να μπεις;»
Δεν ήθελε δεύτερη κουβέντα. Έσκυψα μπροστά για να τον διευκολύνω κι έδωσα ένα παρατεταμένο φιλί στον Θέμη καθώς ο γιός του έμπαινε μέσα. Βολεύτηκε κι άρχισε ένα γαμήσι χωρίς όρια. Ο ρυθμός ο ίδιος. Με κάρφωναν με τον Θέμη να μου φιλάει τα στήθη και τον Άκη να μου ρίχνει μικρές δαγκαματιές στην πλάτη. Το τέλειο γαμήσι. Όλες οι ηδονές του κόσμου ήταν εκεί μαζεμένες. Τι έχανα, τι έχανα τόσα χρόνια, τι έχανα…
Με αυτή την σκέψη και με την ηδονή να με πλημμυρίζει έχυνα, έχυνα, έχυνα… μέχρι που έβαλα τα κλάματα. Λιγώθηκα και με συνεφέρανε. Με βοήθησαν να πάω σπίτι μου. Μια διαδρομή δέκα μέτρων την έκανα μαραθώνιο. Μέχρι να φύγουν για τις γιορτές πηδιόμαστε έτσι. Λέω ξανά και ξανά στον εαυτό μου τι έχανα.
Όταν είχανε φύγει ένα βράδυ έβλεπα τον Χαρίλαο και σκεπτόμουνα πόσο τον αδίκησα. Δεν του είχα δώσει μια χαρά που θα ήτανε πολλαπλάσια για μένα. Αισθάνθηκα ένοχη. Πήγα δίπλα του κι άρχισα να τον χαϊδεύω…
- «Να βάλουμε καμιά τσόντα;», είπε κι έγνεψα καταφατικά καθώς του τον πετούσα έξω.
Γύρισε τα κανάλια και σταμάτησε στο Multivision 3. Δύο τύποι παίζανε με μια γκόμενα. Πήγε να το αλλάξει γιατί όπως ήξερε δεν ήθελα τέτοια.
- «Άστο!», του είπα αποφασιστικά κι ο πούτσος του μόνο μ’ αυτό άρχισε να σκληραίνει.
Χαζέψαμε λίγο και οι δύο τύποι αλληλοτσιμπουκωθήκανε πριν ξεσκίσουν διπλά την γκόμενα. Είχε καυλώσει. Το καταλάβαινα στο στόμα και στο χέρι μου. Τότε του είπα:
- «Εσύ θα το έκανες αυτό αν έφερνες κάποιον να με γαμήσετε;», κόντεψε να χύσει.
- «Ναι…» είπε πνιχτά.
- «Τότε βρες ένα και φέρ’ τον!», είπα.
Έχυσε, αλλά εγώ τον τρόμπαρα κι άλλο.
- «Με ψόφησες!», είπε.
- «Και που είσαι ακόμα…», του απάντησα.
Τρόμπαρα συνέχεια, οπότε σε λίγο μου είπε:
- «Το είπες αλήθεια πριν για την παρτούζα;»
- «Ναι. Εσύ το λες αλήθεια για το τσιμπούκωμα;»
- «Ναι..», είπε και σκλήρυνε πάλι, «Θα φέρω τον Ρενάτο. Θα μας πάρεις;»
Ο Ρενάτο ήταν γιος Ιταλού από τον πόλεμο. Είναι λίγο μικρότερος από τον δικό μου αλλά βαστιέται καλά. Ήτανε νταλικέρης.
- «Ο Ρενάτο θα σου κάνει πίπα; Ξέρεις αν την έχει μεγάλη;»
- «Την έχει τουλάχιστον πέντε πόντους μακρύτερη από την δική μου. Τον φωνάζουνε asino που σημαίνει γάιδαρος στα Ιταλικά για την ψωλή του».
- «Γιατί, την έχεις δει;», ρώτησα κι απάντησε καταφατικά με νεύμα.
Κατακαύλωσα.
- «Μα καλά εσείς βλέπετε και μετράτε τις ψωλές σας;»
- «Ναι..», βόγκηξε.
- «Τις πιάνετε κιόλας;»
Έγνεψε πάλι καταφατικά.
- «Πες μου, πες μου φάσεις…», επέμεινα αυξάνοντας τον ρυθμό της πίπας.
- «Με τον Ρενάτο βλέπουμε τσόντες και τραβάμε μαλακία από χρόνια. Ξέρεις πόσες μαλακίες έχει τραβήξει για πάρτη σου; Είναι παράξενο πόσο θέλω να σε γαμήσει. Από χρόνια ήθελα να έρθουν έτσι τα πράγματα και να σε βάλω να γαμηθείς με κάποιον ψωλαρά.
Μια φορά μπήκα στην τραπεζαρία του που έχει την τηλεόραση. Κάθισα δίπλα του με τα μάτια καρφωμένα σ’ αυτόν στον χοντρό του πούτσο που τον έπαιζε βλέποντας τσόντα. Για μια στιγμή ένιωσα και τον δικό μου να σκληραίνει επικίνδυνα.
«Έλα, πιάσε τον λίγο, μην ντρέπεσαι.. Χάιδεψε τον!», μου είπε.
Τόσο πολύ με αναστάτωνε ένας 53χρονος άντρας να χαϊδεύει τον χοντρό του πούτσο μπροστά μου, που αν αληθινά έκανα ότι ήθελα εκείνη στιγμή, Αν λέω, τότε θα έπρεπε να σκύψω να του κάνω τσιμπούκι. Τόσο πολύ το ήθελα. Όχι να του πω πως δεν γουστάρω.. πω πω τι λέω τώρα. Ντρέπομαι και που τα σκέφτομαι αλλά ανάθεμα με, έτσι σκεφτόμουνα εκείνο το βράδυ!
Που να ξέρω ότι δύο χρόνια είχα δίπλα μου έναν τόσο καυλιάρη 53άρη; Κι εγώ είμαι ερωτικός άντρας, δεν λέω, αλλά ο πούστης αυτός είναι το κάτι άλλο. Τέτοιες καύλες, ούτε 20άρης να ήτανε! Του έδειξα κι εγώ τον όρθιο πούτσο μου πιάνοντας τον κορμό του σ’ όλο το μήκος του πάνω απ’ το παντελόνι. Τον κοίταξε με λαχτάρα.
Μου είπε να σε πάρω και να μιλήσουμε σεξουαλικά από το τηλέφωνο. Θυμάσαι; Σε πήρα. Σηκώθηκα με το χέρι του Αλέκου να μου χαϊδεύει το όρθιο παπάρι μου. Ο πούστης, με το ένα χέρι σε μένα και με το άλλο να χαϊδεύει το δικό του. Κοίταξα τον πούτσο του με λαχτάρα. Ήτανε περίπου στο ίδιο μήκος με το δικό μου, αλλά χοντρότερο και το πουτσοκέφαλο ήτανε μεγαλύτερο και κόκκινο σαν παπαρούνα. Σκέτη καύλα!
Το κοίταξα αλλά δεν μ’ έβλεπε. Τα μάτια του ήτανε καρφωμένα στην ψωλή μου που απείχε μόλις πέντε εκατοστά απ’ το στόμα του. Για μια στιγμή διερωτήθηκα τι ήθελε. Πρώτη φορά μου τον έπαιζε τόσο κοντά στο στόμα του! Ρούφαγε και τα σάλια του κάνοντας σσσςςςςςς.
Ξαφνικά έγινε κάτι που δεν περίμενα ποτέ να γίνει. Έβγαλε έξω την γλώσσα του που έσταζε από τα σάλια και την έπαιξε για δυο - τρία δευτερόλεπτα στη βάση του πουτσοκέφαλου μου, ακριβώς από κάτω από την τρυπούλα! Ανατρίχιασα και κάτι σαν ηλεκτροπληξία ένιωσα κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης!
Με κοίταξε ξανά στα μάτια να δει τις αντιδράσεις μου. Δεν περίμενα άλλη κίνηση για να εκδηλωθώ κι εγώ. Απλά μέχρι τότε νόμιζα πως είμαι ο μόνος που ήθελα να τον γλύψω. Αλλά τώρα καταλαβαίνω πως το ήθελε κι αυτός όσο κι εγώ.
Χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο, έσκυψα και του τον πήρα στο στόμα. Όχι έτσι όπως αυτός. Με το που τον ένιωσα ζεστό και σκληρό στο στόμα μου, άρχισα να του κάνω τσιμπούκι κανονικά, σαν να ήμουνα ο πιο εμπειρότερος πούστης του κόσμου..»
Είχα κατακαυλώσει και βαρούσα απροκάλυπτα μαλακία παράλληλα με την πίπα που του έκανα.
- «Πότε θα τον φέρεις;», του έλεγα ενώ αυτός συνέχιζε την περιγραφή…
- «…. Τον έγλειφα σαν επαγγελματίας και συγχρόνως κύματα καύλας ερχόντουσαν από τον πούτσο μου που με έγλειφε κι αυτός κανονικά. Τον έγλειφα και ρούφαγα την τρυπούλα του που ξερόχυνε. Πόσο ήθελα εκείνη στιγμή να ήσουνα κι εσύ να τον γλείφαμε μαζί.
Τέτοια ήταν η καύλα μου που θα τον έγλειφα μπροστά σου και μετά, έτσι όπως ήτανε σαλιωμένος, θα τον έσπρωχνα μέσα στο μουνί σου.. Τον έβγαλα απ’ το στόμα και τον χάιδεψα στο μάγουλο και στον λαιμό μου. Απ’ το στόμα μου τρέχανε τα σάλια μου πάνω στο κόκκινο πουτσοκέφαλο του. Χύσαμε με μαλακία ο ένας στο πρόσωπο και το λαιμό του άλλου. Ο πούτσος μου πόναγε από καύλα. Ήταν σαν να είχα να χύσω πολύ καιρό….»
Δεν κρατηθήκαμε χύσαμε βογκώντας. Την Παρασκευή ήτανε το ραντεβού. Περίμενα με αγωνία. Ήρθε ο Ρενάτο. Τους τράταρα ουίσκι και φρούτα.
- «Λοιπόν; Πώς περνάμε εδώ;», ρώτησα.
- «Άνετα!» απάντησε ο Χαρίλαος.
- «Ναι. Ευτυχώς που είναι κι ο Χαρίλαος…!», απάντησε ο Ρενάτο. «Δύο χρόνια τώρα κάνουμε καλή παρέα. Έτσι Χαρίλαε;»
Η κουβέντα άναψε γιατί εγώ σαν πρώτη πουτανίτσα τους βοηθούσα να μπούμε γρήγορα στο θέμα.
- «Ναι, τα ξέρω όλα.. μου τα λέει όλα ο Χαρίλαος μου…», είπα εγώ και τους γέμισα ξανά το ποτήρι.
- «Όλα;», είπε ο Ρενάτο. «Δηλαδή σου λέει που τις παίζουμε;»
Είχα καυλώσει. Έβλεπα τον πούτσο του να πρήζεται και να φουσκώνει. Σίγουρα και του Ρενάτο θα ήτανε κάγκελο. Δεν ήθελα να τραβήξει μακριά η βαλίτσα. Ότι ήταν να γίνει, ήθελα να γίνει γρήγορα και να κρατήσει μια ζωή.
- «Ναι, μου λέει τα πάντα. Γι’ αυτό είμαι εδώ. Θέλω να σας δω..»
Έγινα σοβαρή. Δεν γέλαγα πλέον, μάλλον το πρόσωπό μου είχε ανάψει και το μουνί μου έσταζε από καύλα. Σηκώθηκα κι έσβησα τα πολλά φώτα της τραπεζαρίας, αφήνοντας δυο - τρία πορτατίφ στο βάθος. «Ήταν καλύτερα έτσι…», σκέφτηκα.
Ο Ρενάτο μου άναψε το τσιγάρο. Ο Χαρίλαος άνοιξε το φερμουάρ του τζιν του βγάζοντας τον πούτσο έξω. Γυρίσαμε κι οι δύο προς το μέρος του καρφώνοντας τα μάτια μας στο όρθιο καυλί του! Πλησίασε στο μέρος του Ρενάτο και βλέποντας με είπε:
- «Εντάξει λοιπόν. Δείξε της ρε Ρενάτο τι μου κάνεις…»
Περίμενα πως θα τον έπαιρνε τσιμπούκι, αλλά ο Ρενάτο σηκώθηκε κι αυτός βγάζοντας τον χοντρό του πούτσο έξω και τον ένωσε με Χαρίλαου. Το χέρι του χάιδεψε τα αρχίδια του κοιτάζοντας εμένα. Κοίταζα τους όρθιους πούτσους μπροστά στα μάτια μου σαν υπνωτισμένη. Έσταζα από καύλα.
- «Όχι, πηγαίνετε απέναντι στον καναπέ και παίξτε με την ησυχία σας, σαν να μην είμαι εδώ! Είπα, θέλω να σας δω πρώτα..!»
Πήγανε στον καναπέ δυο μέτρα μακριά και καθίσανε με τους πούτσους όρθιους. Σηκώθηκα αργά και τράβηξα βγάζοντας το παντελόνι και το καλτσόν μου. Έμεινα με το μαύρο δαντελένιο κιλοτάκι και κάθισα αναπαυτικά στην πολυθρόνα ανοίγοντας λίγο τα μπούτια μου.
Έβγαλα και το πουκάμισο. Από κάτω φορούσα ένα σιέλ εφαρμοστό μπλουζάκι, χωρίς σουτιέν. Ο Χαρίλαος χλιμίντρισε. Ήταν αυτό το ίδιο που φορούσα όταν με πλάκωσε στα χαστούκια. Αργότερα μου είπε: «Ήσουνα σκέτη καύλα όπως σε βλέπαμε στο μισοσκόταδο του σαλονιού…».
Ο Ρενάτο έβαλε το χέρι του κατευθείαν πάνω στον πούτσο του άντρα μου, κι αυτός έκανε το ίδιο στον δικό του. Τέτοια ήταν η καύλα του Χαρίλαου που αγκομαχούσε. Πρώτος έσκυψε ο Ρενάτο και τον πήρε τσιμπούκι, δεν άργησε κι ο Χαρίλαος. Ξαπλωμένη στην πολυθρόνα απολάμβανα πρωτόγνωρες ηδονές που ήρθανε όλες μαζί το ίδιο διάστημα.
Τα γαμήσια τώρα ήταν σε άλλο επίπεδο κι οι ηδονές σε άλλη διάσταση.. αγνοούσαν τον χρόνο. Το ένα μου χέρι άρχισε να χαϊδεύει το μεγάλο στήθος μου, ενώ το άλλο πήγε ανάμεσα στα πόδια, κατευθείαν στη μουνάρα μου.
Τσιμπουκονόντουσαν υπέροχα, θαυμάσια, φανταστικά ενώ είχαν τα μάτια τους καρφωμένα απάνω μου. Με ήθελαν απελπισμένα, φαινότανε στο βλέμμα τους, σαν να ήτανε η τελευταία τους επιθυμία. Ο οργασμός μου έπνιξε το λαρύγγι.
Σήκωσα το πόδι πατώντας το στη μύτη της πολυθρόνας, ενώ το χέρι μου παραμέρισε το κιλοτάκι δείχνοντας και ανοίγοντας την τριχωτή κατακόκκινη από καύλα τρυπούλα μου.
- «Χύνει η πουτάνα!», άκουσα τον Ρενάτο να αναφωνεί με θαυμασμό.
Το μουνί μου κολύμπαγε στα υγρά που στάζανε σαν αντρικό χύσιμο.
- «Πρώτη μου φορά βλέπω το μουνί της να στάζει!», ψιθύριζε ο Χαρίλαος.
- «Τώρα ελάτε και οι δύο κοντά μου…», είπα.
Σηκωθήκανε σαν υπνωτισμένοι και πλησιάσανε, ο ένας δεξιά κι ο άλλος αριστερά από την πολυθρόνα που καθόμουνα. Οι πούτσοι τους μόλις λίγα εκατοστά από το πρόσωπό μου. Γύρισα πρώτα προς το μέρος του Χαρίλαου και τον κοίταξα στα μάτια με μια πουτανίστικη έκφραση που μόνο οι καυλωμένες γυναίκες παίρνουνε λίγο πριν φτάσουνε σε οργασμό.
Μετά γύρισα πιάνοντας τον πούτσο του Ρενάτο και τον έχωσα βαθιά στο στόμα μου μέχρι τη βάση του. Η πούτσα του Χαρίλαου φανέρωνε την ηδονή του. Έβλεπε επιτέλους την γυναίκα του να τσιμπουκώνει μια άλλη ψωλή. Ένιωσα το κολλώδες υγρό που βγήκε απ’ την τρυπούλα του. Άφησα τον Ρενάτο και πήρα τον πούτσο του άντρα στο στόμα. Τον τρόμπαρα και βόγκηξε.
- «Πουτάνα μου, κάνεις ένα από τα ωραιότερα τσιμπούκια της ζωής μου!»
Ο Ρενάτο προχώρησε φάτσα στην πολυθρόνα όπως καθόμουνα και γονάτισε μπροστά στο μουνί μου. Είδα να πλησιάζει το πρόσωπό του ανάμεσα στα μπούτια μου. Έβγαλα ένα βαθύ αναστεναγμό την ώρα που ο Ρενάτο είχε πλησιάσει το στόμα του στο μουσκεμένο μουνί μου. Ούρλιαξα από καύλα όταν η γλώσσα του άγγιξε τα μουσκεμένα μου μουνόχειλα. Έγλειφε υπέροχα. Δέκα ψωλές είναι η γλώσσα του άντρα άμα ξέρει να την δουλεύει.
- «Αααααα! Ναι! Ναι! Γλείψε μου τη μουνάρα πούστη μου!», είπα κι άρχισα να χύνω, να χύνω, να χύνω…
Από εκείνη την στιγμή έχασα τον χρόνο. Θυμάμαι ότι με πιπιλούσανε και με γλείφανε ολόκληρη. Θυμάμαι τον Χαρίλαο να κάθεται μακριά και να απολαμβάνει το γαμήσι μου με τον Ρενάτο. Θυμάμαι να με παίρνουνε κι οι δύο με όλους τους τρόπους. Θυμάμαι τον Χαρίλαο να μπαίνει στον κώλο μου και να κλαίει από την καύλα. Θυμάμαι την γλύκα που είχαν όλα. Δεν υπήρχε βία, ούτε βιασύνη. Όλα ήταν παθιασμένα, γλυκά, και ήρεμα. Ακόμη και βωμολοχίες είχαν γλύκα.
Με αυτή την γλύκα έπεσα ξερή και με αυτήν ξύπνησα. Είμαστε κι οι τρεις στο πάτωμα στο σαλόνι. Είχε ξημερώσει. Βεβαιώθηκα ότι ανασαίνουνε κι έφερα κουβέρτες να σκεπάσω τους άντρες μου. Πήγα να φτιάξω καφέ. Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν αλλά ένιωθα γεμάτη.
Τελικά έχανα πολλά πράγματα. Στερνή μου γνώση; Όχι, νομίζω πως έχω αρκετό χρόνο για να επανορθώσω…
(Copyright protected OW ref: 7039 "Erotic stories archive")
Δεν έχετε εξουσιοδότηση να δημοσιεύετε σχόλια. Πρέπει να έχετε συνδεθεί.
Τα σχόλια θα περάσουν από διαδικασία έγκρισης.